Pages

09 September 2014

Τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου ποιους φοιτητές έχουν;






Τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου ποιους φοιτητές έχουν;



του Ηρακλή Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε σε Το Περιοδικό, 9 Σεπτεμβρίου 2014)



Πώς στο καλό γίνεται το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να πλημμυρίζει τα «καλά» πανεπιστήμια του εξωτερικού με άριστους μεταπτυχιακούς φοιτητές;

Μίλησέ μου ειλικρινά αγαπητή μου αναγνώστρια. Διαβάζοντας τον τίτλο τούτου του κειμένου, ποια ακριβώς περιμένεις να είναι η συνέχεια; Μάλλον μια μακρά λίστα βορειο-ευρωπαϊκών και αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων, σωστά; Και στο τέλος του κειμένου, περιμένεις σίγουρα να διαβάσεις σχόλια για το πόσο χάλια είναι τα ελληνικά πανεπιστήμια, για το δράμα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για την εθνική ντροπή που τα πανεπιστήμιά μας είναι στην 300η ή στη 500η ή στην 1000η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Πάντα μου προξενούσε ενδιαφέρον όλη αυτή η φιλολογία για τα «κακά» ελληνικά πανεπιστήμια. Καταρχήν, ελάχιστα πράγματα χαίρουν πανεθνικής αποδοχής, όπως αυτή η άποψη. Τα «κακά» ελληνικά πανεπιστήμια, να μια ιδέα που αγκαλιάζεται απ’ όλη την οικογένεια, τον μπαμπά, τη μαμά, τα παιδιά, ενίοτε και τον παππού και τη γιαγιά που ξεπαραδιάζονται «για να πάει έξω το παιδί». Εθνική συναίνεση, όχι αστεία! Εκτός όμως από το πόσο δημοφιλής είναι αυτή η άποψη, έβρισκα πάντα ενδιαφέρον και το πόσο άκριτα υιοθετείται.

Ας πούμε, θα περίμενε κάποιος όλοι αυτοί που έχουν τόσο πολύ εσωτερικεύσει το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να θέσουν στον εαυτό τους το απλό ερώτημα: Πώς στο καλό γίνεται το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να πλημμυρίζει τα «καλά» πανεπιστήμια του εξωτερικού με άριστους μεταπτυχιακούς φοιτητές; Ομολογώ ότι αυτή η απορία με απασχόλησε πολύ, και οι απαντήσεις που έχω λάβει κατά καιρούς σε συζητήσεις είναι, το λιγότερο, αστείες: «διαβάζουμε από μικροί», «το έχουμε στο DNA μας», «αν δεν ήταν τα κακά πανεπιστήμια της Ελλάδας οι απόφοιτοι θα ήταν ακόμη καλύτεροι», κ.ο.κ. Το προφανές όμως δεν το έχω ακούσει ποτέ. Περίεργο ε; Περίεργο που δεν σκεφτόμαστε ότι οι Έλληνες απόφοιτοι είναι καλοί επειδή τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι καλά. Τόσο απλά.

Ας ξαναδούμε πάλι το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ένα κακό πανεπιστήμιο να βγάζει αποφοίτους που γίνονται κατά κύματα αποδεκτοί για μεταπτυχιακές σπουδές από ένα καλό πανεπιστήμιο; Τρία τινά μπορούν να συμβαίνουν. Ή το εδώ «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο κακό, ή το εκεί «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο καλό αλλά μάλλον σούπερ-μάρκετ, ή και τα δύο. Αν το «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι κακό, τότε σταματήστε να συκοφαντείτε το ελληνικό πανεπιστήμιο. Αν το «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι και τόσο καλό, τότε σταματήστε να θεοποιείτε τα ξένα. Αν ισχύουν και τα δύο, τότε απλά τελειώνει η συζήτηση (με αυτούς τους όρους που ξεκίνησε τουλάχιστον)!

Η πραγματικότητά του δικού μου μικρόκοσμου, πάντως, του γεμάτου από μαθητές, συγγενείς και φίλους, είναι σαφής: η Μαρίνα στην AA του Λονδίνου κι από εκεί στο Cambridge, ο Αργύρης στο LSE, η Ιόλη στo Central School κι από εκεί στο Saint-Martins, ο Θανάσης στο Konstanz, ο Γιώργος στη Σορβόννη, ο Κώστας στο Kent και μετά στο Aberystwyth, ο Δημήτρης στο City, η Χρύσα στο Imperial, ο Θοδωρής στο St. Gallen, ο Δημήτρης στο Leuven, η Κωνσταντίνα στο MIT, η Δήμητρα και ο Παναγιώτης στο Rotterdam, ο Σωκράτης στο ETH, ο Στάθης στο Bristol. Όλοι στα κορυφαία πανεπιστήμια του τομέα τους, και όλοι προερχόμενοι από ελληνικά πανεπιστήμια. Σταματάω εδώ, κι εσείς προσθέστε τα δικά σας ονόματα και τα δικά τους πανεπιστήμια. Πώς ξεφύτρωσαν και συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν όλοι αυτοί;

Η πλύση εγκεφάλου που γίνεται στη νεολαία ως προς το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο έχει σβήσει έως και τα αυτονόητα. Πήγα να κάνω μάστερ στο εξωτερικό, έχοντας ολοκληρώσει 58 μαθήματα με πτυχίο τετραετούς φοίτησης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο – ναι, Πάντειο, και να μην σας πιάνει σύγκρυο. Κι εκεί στα βόρεια οι συμφοιτητές μου είχαν ολοκληρώσει 30 μαθήματα με πτυχίο τριετούς φοίτησης. Και να θέλει, δεν μπορεί το ξένο πανεπιστήμιο να μην σε πάρει όταν έχεις κάνει σε προπτυχιακό επίπεδο ό,τι αυτό πάει να διδάξει σε μεταπτυχιακό. Κι όμως, ο μεγάλος αριθμός μαθημάτων που ολοκληρώνουν οι Έλληνες φοιτητές και το εντυπωσιακό εύρος των σπουδών τους δεν παίζει κανέναν ρόλο στην εικόνα που οι ίδιοι έχουν για τον εαυτό τους. Έτσι, συναντώ αποφοίτους Πολυτεχνικών Σχολών με πέντε (5) χρόνια προπτυχιακής φοίτησης στην πλάτη τους, οι οποίοι νοιώθουν να υπολείπονται συναδέλφων τους από το εξωτερικό, οι οποίοι ολοκληρώνουν σπουδές με τα μισά μαθήματα. Τόσο πολύ μας έχουν διαλύσει τη ψυχολογία οι κήρυκες.

«Α, όλα κι όλα, δεν παίζει ρόλο η ποσότητα σε ένα πρόγραμμα σπουδών, αλλά η ποιότητα», θα μου πείτε. Κι όμως, ποσότητα και ποιότητα είναι στοιχεία αλληλένδετα. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που πήγα να διδάξω Ιστορία Ψυχρού Πολέμου σε φοιτητές Διεθνών Σχέσεων, σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Πώς σας φαίνεται ο άλλος να μην γνωρίζει τι σημαίνουν τα αρχικά ΟΗΕ; Φυσιολογικό, αν δεν έχεις κάνει κάποιο μάθημα σχετικά με τον θεσμό αυτό. Στο Πάντειο είχα κάνει – κι όμως, ο αγγλοσάξονας που είχα μπροστά μου είχε 300% μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τον οποιοδήποτε Έλληνα συνάδελφό του. Μια άλλη φορά δίδαξα «Παγκοσμιοποίηση» σε μεταπτυχιακούς, πάλι στο εξωτερικό. Ο εδώ προπτυχιακός φοιτητής της χρονιάς μου έφευγε με «Μικροοικονομική», «Μακροοικονομική», «Δημόσια Οικονομικά» και «Διεθνή Οικονομικά» στο τσεπάκι. Ο εκεί μεταπτυχιακός αγνοούσε ως και τη στοιχειώδη οικονομική ορολογία.

«Μα δες τις παγκόσμιες κατατάξεις, τα rankings, τις λίστες!!» ακούω ευθύς αμέσως την επόμενη ένστασή σας. Αχ αυτές οι λίστες… Σκεφθήκατε ποτέ ποιος τις γράφει; Ποιοι συμμετέχουν στις επιτροπές και στα πάνελ που επιλέγουν τα πανεπιστήμια; Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή; Ας δούμε ενδεικτικά μερικές λίστες. Ας πάμε, π.χ., στη λίστα του Forbes για τα best business schools ανά τον κόσμο. Ποιο είναι το ΜΟΝΑΔΙΚΟ κριτήριο επιλογής; Κρατηθείτε: ο μισθός που παίρνεις μόλις βρεις δουλειά μετά την ολοκλήρωσή ων σπουδών σου. Ναι! Ο μισθός αγαπητές μου αναγνώστριες έχει αναχθεί στο βασικότερο κριτήριο για την κατάταξη των πανεπιστημίων και την αξιολόγηση των σπουδών. Το χρήμα που θα βγάλεις στη ζωή σου κρίνει αν σπούδασες καλά ή κακά! Το ίδιο και με τις λίστες των Financial Times για τα καλύτερα μάστερ οικονομικών και επιχειρηματικών σπουδών. Η κρίσιμη λεπτομέρεια – ότι δηλαδή ο πρώτος μισθός στις ΗΠΑ ή στην Ελβετία είναι 3 και 4 φορές πάνω απ’ τον αντίστοιχο ελληνικό (ακόμη και αν τον συγκρίνουμε προσαρμοσμένο στη βάση των διαφορετικών επιπέδων τιμών στην αγορά), και άρα το αμερικανικό και το ελβετικό πανεπιστήμιο θα εμφανίζεται πάνω απ’ το αντίστοιχο ελληνικό βάσει του μισθού των αποφοίτων του – φαίνεται ότι διαφεύγει απ’ τους περισσότερους.

«Ναι, αλλά δεν μας λες κουβέντα για την έρευνα, τα journals, τις συμμετοχές στα συνέδρια…». Η πανεπιστημιακή έρευνα στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι μια πονεμένη, πάρα πολύ πονεμένη ιστορία. Επιγραμματικά: όταν η χρηματοδότηση εξαρτάται πλέον από την ερευνητική παραγωγή, είναι σαφές ότι αντί το πανεπιστήμιο να υπηρετεί την επιστήμη, καταλήγει η επιστήμη (ή η επίφασή της) να υπηρετεί το πανεπιστήμιο και τη μακροπρόθεσμη οικονομική του επιβίωση. Είναι τεράστιο ερώτημα το πόσα από τα άρθρα που κατακλύζουν τις επί γης επιστημονικές επιθεωρήσεις έχουν πραγματική κοινωνική χρησιμότητα, ή απλώς αναμασούν τα ίδια και τα ίδια – ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, όπου τα κριτήρια επιστημονικότητας είναι πάντα πιο χαλαρά και αόριστα. Επίσης, σκεφθείτε ποιοι κάνουν τις ερευνητικές αξιολογήσεις: οι ίδιοι οι καθηγητές των ίδιων πανεπιστημίων που βγαίνουν πρώτα στις αξιολογήσεις. Έχω ζήσει από κοντά τη διαδικασία της «Άσκησης Ερευνητικής Αξιολόγησης» (Research Assessment Exercise) των βρετανικών πανεπιστημίων· επιλεγμένοι καθηγητές αξιολογούν την ερευνητική παραγωγή κάθε πανεπιστημίου. Και τα γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια είναι αυτά που δίνουν τους καθηγητές-μέλη των πάνελ, οι οποίοι στη συνέχεια αξιολογούν τα πανεπιστήμια βγάζοντας πρώτα τα ήδη γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια από τα οποία προέρχονται. Και πώς βγαίνει άραγε η ποσοτική αξιολόγηση του κάθε επιστημονικού περιοδικού, του κάθε άρθρου, και πάει λέγοντας; Πάλι από τους ίδιους.

Αλλά ας υποθέσουμε χάριν του επιχειρήματος ότι πράγματι η έρευνα που παράγεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο υπολείπεται άλλων πανεπιστημίων του εξωτερικού. Τι σχέση έχει αυτό με το αν τα ελληνικά πανεπιστήμια παρέχουν καλή παιδεία ή όχι; Τι σχέση έχει η διδασκαλία με την έρευνα; Σύμφωνα με τον κοινό νου, ένα πανεπιστήμιο με υψηλού επιπέδου έρευνα θα έχει και υψηλού επιπέδου διδασκαλία. Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να ισχύει το αντίστροφο; Θυμάμαι σαν τώρα τους συναδέλφους μου στο εξωτερικό πώς αντιμετώπιζαν την κάθε τάξη, σαν βάρος το οποίο τους αποσπούσε από τον ιερό σκοπό τους: να γράψουν το επόμενο peer-reviewed άρθρο και να το καταθέσουν για την επόμενη κρίση, ώστε να εμπλουτίσουν το βιογραφικό και να επιβιώσουν για άλλο ένα χρόνο μέχρι να μονιμοποιηθούν. Όταν η καριέρα σου εξαρτάται από τις δημοσιεύσεις, και όταν για τις δημοσιεύσεις απαιτείται χρόνος, καθετί που σε αποσπά απ’ αυτές – δηλαδή η διδασκαλία – είναι ένα βάρος. Δεν είναι λοιπόν αυτόματη η μετάφραση μιας ισχυρής ερευνητικής κουλτούρας σε διδασκαλία υψηλού επιπέδου. Με άλλα λόγια, το ότι πατώνουν ερευνητικά τα ελληνικά πανεπιστήμια – αν υποθέσουμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο – δεν λέει κάτι για το επίπεδο διδασκαλίας και παιδείας που παρέχουν.

Αν κατάφερα να σας πείσω για την ποιότητα των ελληνικών πανεπιστημίων, ή τουλάχιστον για το αβάσιμο της μιζέριας που περιτριγυρίζει όλη τη σχετική συζήτηση, μένει να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η μιζέρια έχει παγιωθεί τόσο έντονα. Καταρχήν, γιατί πράγματι το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει προβλήματα – κομματικοκρατία, γραφειοκρατία, έλλειψη πόρων, και πολλά άλλα. Οι υποδομές συχνά είναι προβληματικές, γιατί έτσι πρέπει να είναι – π.χ. το ελληνικό κράτος αρνήθηκε να δώσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το γειτονικό κτίριο Σαρίδη, επειδή εκεί «έπρεπε» να στεγαστεί το υπουργείο Τύπου. Κομματικές παρέες (όλως τυχαίως των κομμάτων που υποστηρίζουν με τον τρόπο τους τη συγκεκριμένη φιλολογία για να προωθήσουν τις «μεταρρυθμίσεις») συχνά βάζουν το χεράκι τους σε λογής ζητήματα, κυρίως στελέχωσης. Και καθηγητές συχνά στέκονται ασυνεπείς ως προς το έργο τους – ακόμα θυμάμαι τον καθηγητή μου που μια φορά παράτησε τη διάλεξη και τους φοιτητές για να πάει να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο, και την ίδια στιγμή μας υμνούσε τον Σημίτη και τον εκσυγχρονισμό… Αλλά τούτα τα προβλήματα δεν είναι μοναχά ελληνικό προνόμιο, και επίσης τούτα τα προβλήματα, περιέργως, δεν έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των ξένων πανεπιστημίων προς τους έλληνες απόφοιτους. Α, ναι, και τούτα τα προβλήματα δεν λύνονται με το να απολύεις διοικητικό προσωπικό και να κόβεις τη χρηματοδότηση!

Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο: η δυσφήμηση του ελληνικού πανεπιστημίου υπηρετεί την ανάγκη ιδεολογικής ηγεμονίας του κεφαλαίου. Θολώνει τη νεολαία, τσακίζει τη συνείδησή της, σπέρνει τη μοιρολατρία, και τη στέλνει γραμμή στα λογής ιδιωτικά κολλέγια και στις όλο πρεστίζ διεθνείς τους συνεργασίες. Παγιώνει όλη την κουβέντα περί της δήθεν ανάγκης εισαγωγής της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, νομιμοποιώντας το ιδιωτικό σε όλες του τις εκφάνσεις. Και ακυρώνει τη συλλογικότητα, όπως αυτή θα μπορούσε εν δυνάμει να εκφραστεί γύρω από τον πανεπιστημιακό θεσμό και τη μεταρρύθμισή του. Ξεψυχισμένος, ως φοιτητής, σου απομένει το να παραλάβεις τις σημειώσεις σου από τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ, να περιμένεις υπομονετικά να πάρεις το πτυχίο σου, και δρόμο. Κι ούτε θα σκεφτείς ποτέ, σαν μάθεις ότι σε πήρανε στο εξωτερικό, ότι κάποιο λιθαράκι θα έβαλε και το ελληνικό σου πανεπιστήμιο.

Κλείνοντας, ας υπενθυμίσω τη βασική θέση του κειμένου. Ανάμεσα στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου είναι και τα ελληνικά. Όχι μόνο τα ελληνικά, όχι όλα τα ελληνικά, αλλά ΚΑΙ τα ελληνικά. Με τα αποτσίγαρα στο πάτωμα, με τις σκισμένες αφίσες τους, με τις καταλήψεις για ψύλλου πήδημα, με απλήρωτους διδάσκοντες, με μισοάδειες βιβλιοθήκες, με βιβλία που παραδίδονται στο τέλος της χρονιάς, με όλα αυτά και παρόλα αυτά. Ξέρω πως θα μου τρίψετε στη μούρη rankings και λίστες και αξιολογήσεις. Εγώ θα επικαλεστώ μοναχά την ωμή πραγματικότητα των χιλιάδων φοιτητών που διαπρέπουν σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο εξωτερικό. Από πού βγήκαν όλοι αυτοί; Ουρανοκατέβατοι; Τους έβρεξε ο καλός θεούλης; Ή τους έβγαλε η αθάνατη ελληνική ψυχή; Αμ δε! Τους δημιούργησε το Πάντειο, το Πολυτεχνείο, η Πάτρα, η Κρήτη, ο Πειραιάς, το Αριστοτέλειο, η Κομοτηνή, το Αθηνών, τα Γιάννενα, και πάει λέγοντας.

Γι’ αυτό, αγαπητοί έλληνες φοιτητές, κι εσείς σπαστικοί γονείς τους, πάψτε να διαβάζετε την προπαγάνδα εναντίον του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου. Πάψτε να αυτό-κομπλεξάρεστε – το πτυχίο και το βιογραφικό σας είναι μια χαρά. Μην ακούτε τους κήρυκες που ως μόνο χόμπι στη ζωή τούτη διάλεξαν την αποδόμηση του καθετί δημόσιου, του καθετί που δεν υπηρετεί το κεφάλαιο, του καθετί μη Δυτικού και μη καραμπινάτα αγοραίου. Προϋπόθεση για να βελτιωθούν τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι να πιστέψουμε σ’ αυτά και στο έργο τους, να πάψουμε να τα συκοφαντούμε και να τα υπονομεύουμε. Όταν τα γραφεία εισαγωγής φοιτητών – τα admissions offices αγγλιστί – των πιο διάσημων πανεπιστημίων στον κόσμο επιδεικνύουν την πιο τυφλή εμπιστοσύνη στους απόφοιτους του ελληνικού πανεπιστημίου, ξανά και ξανά, δεν βρίσκω λόγο να μην κάνετε κι εσείς το ίδιο.

28 April 2014

Κερδίζοντας από την κρίση





Κερδίζοντας από την κρίση: Πώς εταιρείες και δικηγόροι αποκομίζουν κέρδη από τις ευρωπαϊκές χώρες που πλήττονται από την κρίση

 

Μια παρέμβαση των ινστιτούτων Transnational Institute και Corporate Europe Observatory με ειδικό ελληνικό ενδιαφέρον.

 


μετάφραση-επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΕΝΘΕΜΑΤΑ της ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΑΥΓΗΣ στις 27 Απριλίου 2014)

 

Στις αρχές Μαρτίου, οι γνωστές ριζοσπαστικές δεξαμενές σκέψης Transnational Institute και Corporate Europe Observatory ένωσαν τις δυνάμεις τους εκδίδοντας μια έκθεση με τίτλο «Κερδίζοντας από την Κρίση». Η μελέτη έχει άμεσο ενδιαφέρον για την Ελλάδα και την ελληνική Αριστερά καθώς καταδεικνύει πώς οι εταιρείες, με την υποστήριξη δικηγόρων, χρησιμοποιούν τις διεθνείς επενδυτικές συμφωνίες για να μεγεθύνουν τα κέρδη τους, υποβάλλοντας αγωγές εναντίον ευρωπαϊκών χωρών που μαστίζονται από την κρίση. Με άλλα λόγια, μας περιγράφει πώς οι κερδοσκόποι γκρεμίζουν ό,τι αφήνουν πίσω τους η τρόικα και η κυβερνητική πολιτική, δείχνοντας ταυτόχρονα τις πανίσχυρες ασφαλιστικές δικλείδες υπέρ του κεφαλαίου που βρίσκονται σε ισχύ διεθνώς και περιορίζουν το εύρος δράσης της οποιασδήποτε κυβέρνησης της Αριστεράς (αν μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα έχει τη βούληση να αμφισβητήσει αυτές τις δικλείδες). Η έκθεση εκδόθηκε στα αγγλικά, εδώ:

http://corporateeurope.org/sites/default/files/profiting-from-crisis_0.pdf

 

***

 

Για αρκετό καιρό, οι ευρωπαϊκές χώρες παρέμεναν απρόσβλητες από το διογκούμενο παγκόσμιο κύμα αγωγών επενδυτή εναντίον κράτους, που έτεινε να επικεντρώνεται στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όμως, οι εταιρείες και οι δικηγόροι επενδύσεων έχουν στρέψει το βλέμμα τους στη δυνητική λεία τους στην Ευρώπη. Ένα καθεστώς επενδύσεων που επινοήθηκε σε μυστικές αίθουσες διοικητικών συμβουλίων στην Ευρώπη, το οποίο δίνει στις εταιρείες πανίσχυρα δικαιώματα άσκησης αγωγών εναντίον των κυβερνήσεων, βρίσκεται πλέον πίσω στην «έδρα» του και εστιάζει εκεί, στις χώρες της Ευρώπης.

 

Οι νομικές βάσεις αυτών των αγωγών είναι οι πάνω από 3.000 διεθνείς συμφωνίες επενδύσεων (ΔΣΕ) που βρίσκονται σε ισχύ σήμερα. Περιέχουν λεπτομερείς προστατευτικές δικλείδες υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας, που ενσωματώνονται σε γενικόλογες διατάξεις περί «δίκαιης και ισότιμης αντιμετώπισης» και «προστασίας από έμμεση απαλλοτρίωση». Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι διατάξεις ερμηνεύονται με τέτοια ευρύτητα ώστε να δίνεται λευκή επιταγή στις επιχειρήσεις να καταθέτουν αγωγή εις βάρος κρατών για οποιαδήποτε ρύθμιση μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδρά στα τρέχοντα ή μελλοντικά κέρδη τους. Επιπλέον, οι συμφωνίες επενδύσεων παραχωρούν στις εταιρείες δικαιώματα προστασίας, χωρίς να παραχωρούν παρεμφερή δικαιώματα στα κράτη για να προστατεύσουν τους πολίτες τους.

 

Η μελέτη «Κερδίζοντας από την Κρίση» αποκαλύπτει πώς:

 

Η δημόσια διάσωση των τραπεζών που οδήγησε στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους θα μπορούσε να επαναληφθεί με μία δεύτερη δημόσια διάσωση, αυτή τη φορά των κερδοσκόπων επενδυτών. Οι επιχειρηματικοί επενδυτές διεκδικούν σε διαιτητικές διαφορές πάνω από 700 εκατομμύρια ευρώ από την Ισπανία, πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ από την Κύπρο, και άγνωστο ποσό από την Ελλάδα. Αυτός ο λογαριασμός, μαζί με τις εξωπραγματικές αμοιβές των δικηγόρων που διαχειρίζονται τις υποθέσεις, θα πληρωθεί από τα δημόσια ταμεία σε μία περίοδο όπου τα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει σε σημαντικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών και διογκούμενη εξαθλίωση των πιο ευπρόσβλητων κοινωνικών ομάδων. Το 2013, η Ισπανία, ενώ ξόδευε εκατομμύρια για να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε αγωγές, περιέκοψε τις δαπάνες υγείας κατά 22% και τις δαπάνες εκπαίδευσης κατά 18%.

 

Πολλές από τις αγωγές επενδύσεων που εκκρεμούν εναντίον των ευρωπαϊκών χωρών που μαστίζονται από την κρίση προέρχονται από κερδοσκόπους επενδυτές. Δεν ήταν μακροπρόθεσμοι επενδυτές, αλλά εκείνοι που επένδυσαν καθώς εξελισσόταν η κρίση, και άρα γνώριζαν πλήρως τους κινδύνους. Όμως, αντί να πληρώσουν το κόστος των επενδύσεων υψηλού ρίσκου που επέλεξαν, έλαβαν από τις επενδυτικές συμφωνίες            μια δίοδο διαφυγής, και τις χρησιμοποιούν πλέον για να απομυζήσουν επιπλέον     πλούτο από τις χώρες. Η σλοβάκικη τράπεζα Postova Bank, για παράδειγμα, αγόρασε ομόλογα στις αρχές του 2010, την ίδια στιγμή που η Standard & Poor χαρακτήριζε το χρέος της Ελλάδας ως «σκουπίδι» (junk). Στην Ισπανία, από τις 22 εταιρείες που εμπλέκονται σε αγωγές, οι 12 επένδυσαν μετά το 2008, όταν εισήχθησαν οι πρώτοι περιορισμοί στις επιδοτήσεις ηλιακής ενέργειας· άλλες οχτώ συνέχισαν να επενδύουν στη χώρα παρά τις απειλές προς τις επενδύσεις τους.

 

Οι επενδυτές που εμπλέκονται στις αγωγές έχουν αποκομίσει σημαντικά κέρδη παρά     την «απειλή» προς τις επενδύσεις τους από τις χώρες που μαστίζονται από την κρίση. Η Postova Bank ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 67,5 εκατομμυρίων Ευρώ το 2012, ενώ η εταιρεία επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας Abengoa SA ανακοίνωσε αύξηση 17% στο τζίρο της, που έφτασε στα 5,23 δισεκατομμύρια ευρώ τους πρώτους       εννιά μήνες του 2013. Όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά για τις χώρες      που μηνύονται. Οι Έλληνες, για παράδειγμα, είναι κατά 40% φτωχότεροι σε σχέση με την οικονομική τους κατάσταση το 2008, ενώ έχει αυξηθεί δραματικά ο αριθμός των αστέγων. Ένα στα τρία παιδιά (600.000 περίπου) ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

 

Οι εταιρείες επενδύσεων και οι δικηγόροι τους χρησιμοποιούν την απειλή άσκησης αγωγής για να αλλάξουν δημόσιες πολιτικές ή να αποτρέψουν ρυθμίσεις που θα απειλούσαν τα κέρδη τους. Σε ένα ενημερωτικό δελτίο προς τους πελάτες της τον Οκτώβριο του 2011, η εταιρεία δικηγόρων K&L Gates, με έδρα στις ΗΠΑ, σύστησε στους επενδυτές να χρησιμοποιούν την απειλή της διαιτησίας επενδύσεων σαν «διαπραγματευτικό εργαλείο» στις διαπραγματεύσεις τους με κυβερνήσεις που αφορούν την αναδιάρθρωση του χρέους. Παρομοίως, η βρετανική εταιρεία Clyde & Co πρότεινε να χρησιμοποιείται η «εν δυνάμει αρνητική δημοσιότητα» μιας επενδυτικής αγωγής σαν «μοχλός πίεσης σε περίπτωση διαμάχης με μία ξένη κυβέρνηση».

 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει παίξει έναν δόλιο ρόλο συνυπαιτιότητας, καθώς στην πραγματικότητα ενθαρρύνει αυτό το κύμα εταιρικών αγωγών που μαστίζει χώρες χτυπημένες βαριά από την κρίση. Κάποιες από τις αγωγές προκύπτουν λόγω μέτρων που αφορούν την αναδιάρθρωση του χρέους και του τραπεζικού συστήματος, τα οποία απαιτούνται στο πλαίσιο των πακέτων διάσωσης που παρέχει η ΕΕ. Επιπλέον, ενώ η Επιτροπή έχει ασκήσει κριτική στις διεθνείς συμφωνίες επενδύσεων μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ (γνωστές και ως ενδοκοινοτικές ΔΣΕ), συνεχίζει να προωθεί ενεργά τη χρήση διαιτητικών μηχανισμών επενδυτή - κράτους παγκοσμίως, και ιδιαίτερα στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για την αμφιλεγόμενη εμπορική συμφωνία ΕΕ - ΗΠΑ. Η υπεράσπιση της εταιρικής ασυλίας τη στιγμή που αμφισβητείται η κοινωνική προστασία είναι μία θλιβερή απόδειξη των τωρινών προτεραιοτήτων που υπηρετούνται μέσω των εμπορικών και οικονομικών πολιτικών της ΕΕ.

 

Το καθεστώς επενδυτικής διαιτησίας παρέχει αντιμετώπιση VIP σε ξένους επενδυτές και ιδιωτικοποιεί τη δικαιοσύνη. Οι ξένοι επενδυτές απολαμβάνουν περισσότερων δικαιωμάτων σε σχέση με τις εγχώριες εταιρείες, τα άτομα και τις κοινότητες, ακόμα και όταν αυτές επηρεάζονται εξίσου με τους επενδυτές από τα μέτρα που οδήγησαν        στη δικαστική διένεξη. Οι υποθέσεις κρίνονται από ένα δικαστήριο που αποτελείται        από τρεις ιδιώτες δικηγόρους, οι οποίοι εκδίδουν αποφάσεις σχετικά με πολιτικές οι οποίες επηρεάζουν την ευημερία εκατομμυρίων ανθρώπων. Και κάποιοι απ’ αυτούς αγνοούν διεθνείς νομικές αρχές που επιτρέπουν σε κράτη να παραβιάζουν τις διεθνείς τους υποχρεώσεις όταν είναι αναγκαία η προστασία των συμφερόντων των πολιτών τους, ιδιαίτερα σε καταστάσεις κρίσης.

 

Η εντεινόμενη κρίση στις χώρες της Ευρώπης έχει προσελκύσει ολοένα και περισσότερους «γύπες» που παραμονεύουν για κέρδη. Το 2012, η εταιρεία Greylock Capital, με έδρα στη Νέα Υόρκη, υποστήριξε δημόσια ότι η εξαγορά ελληνικών ομολόγων ήταν «η ανταλλαγή της χρονιάς». Εκείνη την περίοδο, οι επενδυτές πλήρωναν 19 με 25 σεντς για κάθε ένα δολάριο αξίας των ομολόγων.

 

Τον Απρίλιο του 2013, η δικηγορική εταιρεία Skadden - με έδρα στις ΗΠΑ - που αντιπροσωπεύει τη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου σε μία διαφαινόμενη αγωγή εναντίον της Ελλάδας αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία προκύπτει από επενδυτική συμφωνία - επαίνεσε την «αυξανόμενη έλξη και την καινοτόμο χρήση των Διμερών Συμφωνιών Επενδύσεων». Η εταιρεία σημείωσε ότι «η έλξη των δικαστηρίων ΔΣΕ, μαζί με την οικονομική αβεβαιότητα της σημερινής περιόδου, έχουν πυροδοτήσει μία αυξανόμενη χρήση των ΔΣΕ για την επίλυση διαφορών με τρόπους που προηγουμένως δεν ήταν διαθέσιμοι στα διαιτητικά δικαστήρια, και αναμένουμε τη συνέχιση αυτής της τάσης». Η εμπειρία της Αργεντινής, που αντιμετώπισε 55 αγωγές επενδυτών μετά την κρίση του 2001, δείχνει ότι οι απαιτήσεις καταφτάνουν για αρκετό καιρό μετά από μία κρίση.

 

Αυτές οι διαφορές επενδυτή-κράτους είναι μέρος μιας ευρύτερης τάσης που έχει καταστεί εμφανής από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και δώθε: οι εταιρείες προστατεύονται από επενδύσεις υψηλού ρίσκου ενώ οι πολίτες ακούν ότι οι περικοπές είναι αναπόφευκτες· οι εταιρικές ζημιές κοινωνικοποιούνται και οι φορολογούμενοι πληρώνουν τον λογαριασμό· οι εταιρείες έχουν δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη ενώ τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών μπαίνουν στο περιθώριο.

 

Η κοινή γνώμη σε Ευρώπη και Αμερική προφανώς και θύμωσε με τη διάσωση των τραπεζών. Τώρα, είναι η στιγμή να φωτίσουμε τη διάσωση των επενδυτών και να διεκδικήσουμε μία ριζοσπαστική εκ νέου συγγραφή του σύγχρονου παγκόσμιου καθεστώτος επενδύσεων. Σαν πρώτο βήμα, πιστεύουμε ότι οι κυβερνήσεις της ΕΕ θα πρέπει να επιδιώξουν τον τερματισμό των υπαρχουσών επενδυτικών συμφωνιών.