Pages

28 July 2019

Σπουδές, καριέρα, επιθυμία





Σπουδές, καριέρα, επιθυμία

 

Με αφορμή τη συζήτηση για την ίδρυση της νομικής σχολής στην Πάτρα

 


του Ηρακλή Οικονόμου

 

Εισαγωγή

«Είναι προεκλογική μας δέσμευση να μην προχωρήσει η τέταρτη Νομική. Έτσι, ανακαλείται σήμερα η απόφαση για τη σύσταση της επιτροπής που θα συζητήσει την ίδρυσή της. Δεν είναι θέμα Πάτρας. Είναι θέμα τέταρτης Νομικής. Η χώρα δεν χρειάζεται τέταρτη Νομική». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε η υπουργός Παιδείας την προοπτική ίδρυσης τέταρτης Νομικής Σχολής στη χώρα, στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

 

Το επιχείρημα του παρόντος άρθρου, μένοντας μακριά από την κομματική διαμάχη ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το επίμαχο ζήτημα, είναι το εξής: Η φιλολογία περί ανεργίας των δικηγόρων και έλλειψης ανάγκης ίδρυσης τέταρτης σχολής νομικής δεν είναι παρά άλλη μια έκφραση ενός ταξικού μίσους προς το δημόσιο πανεπιστήμιο και τη διάχυση στις μάζες της δυνατότητας κοινωνικής ανέλιξης. Οι νομικές σπουδές ελάχιστη σχέση έχουν με τη δικηγορία και με την ανεργία στον κλάδο· για πολύ κόσμο δεν είναι παρά ένα εφαλτήριο γνώσης που οδηγεί σε άλλες ειδικεύσεις και επιλογές καριέρας. Ως παράδειγμα αυτής της χρήσης των νομικών σπουδών, το άρθρο θα επικαλεστεί τα βιογραφικά σχεδόν του 1/3 του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο απαρτίζεται από κατόχους πτυχίων ή/και μεταπτυχιακών τίτλων νομικής.

 

Ναι, αρκεί μια ματιά στο ίδιο το υπουργικό συμβούλιο για να δειχθεί το πόσο λανθασμένη η «μετάφραση» των νομικών σπουδών σε έξτρα ανέργους. 16 στα 51 μέλη του έχουν σπουδάσει νομικά, ελάχιστοι εξ αυτών ασχολήθηκαν με τη μάχιμη δικηγορία, μεγάλο μέρος τους έχει μεταπτυχιακά σε πολιτικές επιστήμες, διεθνείς σπουδές και άλλους κλάδους σαφέστατα εκτός αγοράς, και είναι οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που τρομοκρατούν τους νέους ανθρώπους συνδέοντας τις νομικές επιστήμες με την ανεργία. Γιατί στην ουσία της, όπως θα υποστηρίξουμε στο δεύτερο μισό του σημειώματος, όλη αυτή η συζήτηση περί σύνδεσης των σπουδών με την αγορά δεν είναι παρά μια απόπειρα ιδεολογικής τρομοκράτησης και χειραγώγησης του νέου ανθρώπου, και ενσωμάτωσής του σε έναν αγοραίο και φοβικό τρόπο σκέψης και δράσης.

 

Γιατί σπούδασαν νομικά οι υπουργοί μας;

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει σίγουρα κόσμος μέσα στο υπουργικό που έχει ασχοληθεί με τη δικηγορία, όπως π.χ. ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις. Ως δικηγόρος έχει ασχοληθεί κυρίως με θέματα κεφαλαιαγοράς, ναυτιλίας και τηλεπικοινωνιών, ενώ είναι πτυχιούχος της Νομικής στο ΕΚΠΑ με μεταπτυχιακή ειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις στο Χάρβαρντ. Ο υπουργός Εξωτερικών επίσης πήρε το πτυχίο νομικής και μετά έκανε δύο μάστερ, ένα στο Ναυτικό & Ασφαλιστικό Δίκαιο, κι άλλο στην Εγκληματολογία, προτού εργαστεί ως δικηγόρος. Στη μαχόμενη δικηγορία βρέθηκε και ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης για θέματα απλούστευσης διαδικασιών, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς. Και βέβαια, μην λησμονούμε και τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύθηκε σε θέματα Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου και Ποινικού Δικαίου.

 

Άλλη αφετηρία είχε, όμως, η πορεία του υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών, αρμόδιου για θέματα μεταφορών. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Περνώντας στην υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αρμόδια για την αλιευτική πολιτική, διαβάζουμε ότι αποφοίτησε από τη Νομική του ΑΠΘ και εργάστηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως δημοσιογράφος και τηλεοπτική παραγωγός στο Πρακτορείο Ειδήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις Βρυξέλλες. Και ο υπουργός επικρατείας θέλησε να γίνει πανεπιστημιακός δάσκαλος μετά τις σπουδές του στα νομικά - καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, για την ακρίβεια, όπου διευθύνει και τον Τομέα Δημοσίου Δικαίου.

 

Και να ’τανε μόνο αυτοί που σπούδασαν νομικά αλλά στράφηκαν αλλού, καλά θα ’τανε! Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ας πούμε, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακά στη Γαλλία στο διεθνές δίκαιο, αλλά μετά ακολούθησε σταδιοδρομία δικαστικού φτάνοντας μέχρι και την προεδρία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τη φορολογική πολιτική και τη δημόσια περιουσία έκανε μάστερ στο Δημόσιο Δίκαιο και προσελήφθη στο υπουργείο Οικονομικών μέσω ΑΣΕΠ. Ο υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα σπούδασε νομικά, έκανε μάστερ στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, και εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και ο υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων αρμόδιος για την έρευνα & τεχνολογία αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή στην Αθήνα, εκπόνησε διδακτορικό στην Ευρωπαϊκή πολιτική, και εργάστηκε ως σύμβουλος επιχειρήσεων.

 

Θέλετε κι άλλους υπουργούς με νομικές σπουδές που δεν έγιναν άνεργοι δικηγόροι; Θα τους έχετε! Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη μετά τις νομικές σπουδές του ενεπλάκη με την πολιτική, έγινε νομάρχης Καρδίτσας και, στη συνέχεια, βουλευτής Ημαθίας πριν υπουργοποιηθεί. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας σπούδασε νομικά στην Αθήνα, έκανε τα μάστερ του στα Οικονομικά και τις διεθνείς σχέσεις, και κατέληξε διευθυντής πωλήσεων σε μεγάλη ιδιωτική εταιρεία στον χώρο του μαρμάρου. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφοίτησε από τη Νομική του ΕΚΠΑ και πήρε μεταπτυχιακό στην Πολιτική Επικοινωνία από το Πανεπιστήμιο του Κεντ. Και μπορεί να εργάστηκε ως δικηγόρος, αλλά μην ξεχνάμε τη θητεία του για 13 χρόνια στις Βρυξέλλες, ως μέλος του Ευρωκοινοβουλίου. Όσο για τον υφυπουργό Δικαιοσύνης, πήρε το πτυχίο της Νομικής του ΕΚΠΑ, πήρε και δεύτερο πτυχίο στην Πολιτική Επιστήμη, αλλά στη συνέχεια έγινε δικαστικός, και συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου.

 

Για το τέλος, σας άφησα την χαρακτηριστικότερη περίπτωση - την ίδια την υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η υπουργός έλαβε το πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο Paris II, μετά έκανε το πρώτο της μεταπτυχιακό στο ίδιο πανεπιστήμιο στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και τη διαιτησία, όπου και δίδαξε ως βοηθός καθηγητή, και στη συνέχεια πήγε στο Χάρβαρντ για δεύτερο μεταπτυχιακό στο δίκαιο της διαιτησίας. Μάλιστα, μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές της στις ΗΠΑ, η υπουργός εργάστηκε ως δικηγόρος σε δικηγορική εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, στον δικηγορικό σύλλογο της οποίας και είναι εγγεγραμμένη.

 

Τη διακρίνετε την αντίφαση; Οι ίδιοι που επέλεξαν να σπουδάσουν τη νομική επιστήμη, που έζησαν στο εξωτερικό χάρη σ’ αυτή, που δίδαξαν σε πανεπιστήμια χάρη σ’ αυτή, που εργάστηκαν σε μεγάλες δικηγορικά γραφεία χάρη σ’ αυτή, που έγιναν και υπουργοί χάρη σ’ αυτή, και που έχτισαν όλη τη ζωή τους και την καριέρα τους με αυτήν ως θεμέλιο, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι έχουμε πολλούς νομικούς και ότι η νομική είναι το διαβατήριο για την ανεργία.

 

Το μίσος για το δημόσιο πανεπιστήμιο και η ιδεολογική λειτουργία της επιλογής σπουδών

Πώς ερμηνεύεται αυτή η αντίφαση; Αγνοούν οι υπουργοί μας τις τεράστιες δυνατότητες καριέρας που ανοίγουν οι νομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, τις οποίες οι ίδιοι έχουν βιώσει; Δεν μιλάνε άραγε μεταξύ τους για να δουν ότι οι συνάδελφοί τους υπουργοί με νομικό υπόβαθρο εργάστηκαν ως δικαστικοί, ως καθηγητές πανεπιστημίου, ως υπάλληλοι υπουργείων, ως νομικοί σύμβουλοι σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς, ως δημοσιογράφοι και τηλεοπτικοί παραγωγοί, ως υπάλληλοι σε διεθνείς οργανισμούς, ως σύμβουλοι επιχειρήσεων, ως αιρετοί εκπρόσωποι τοπικής αυτοδιοίκησης, και πάει λέγοντας; Όσο κι αν αμφισβητώ την ορθότητα των πολιτικών τους επιλογών, σέβομαι τη νοημοσύνη τους και άρα μάλλον κάτι άλλο ισχύει.

 

Καταρχήν, η άρνηση ίδρυσης τέταρτου τμήματος νομικής εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατασυκοφάντησης του δημόσιου πανεπιστημίου. Δεν το θέλουν, δεν το γουστάρουν, αντιδρά ο οργανισμός τους. «Θέλω τα πανεπιστήμια να παράγουν γνώση και όχι τρομοκρατία. Να παράγουν ποιότητα και όχι εγκληματικότητα» - αυτή τη σκληρή συκοφαντία για το δημόσιο πανεπιστήμιο την εκστόμισε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις σε ανάρτησή του στο twitter στις 22 Νοεμβρίου 2018. Φαντάζεστε υπουργό σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου να περιγράφει με τέτοια πώρωση τα πανεπιστήμια της χώρας του ως φωλιές τρομοκρατών; Βεβαίως, όταν το ίδιο ακριβώς κάνει ο πρωθυπουργός της χώρας, φαντάζομαι ότι το να τον μιμείται ο υπουργός του δεν είναι παρά πταίσμα. Στις 18 Απριλίου 2019, ο σημερινός πρωθυπουργός κατηγορεί, από την Κύπρο, την τότε κυβέρνηση ότι «μετέτρεψε ουσιαστικά τα πανεπιστήμια σε κέντρα κατασκευής μολότοφ και άντρα τα οποία δίνουν άσυλο σε εγκληματικές συμμορίες».

 

Δύο παράγοντες εξηγούν αυτή την παραληρηματική κριτική ενάντια στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Καταρχήν, ιστορικά στην Ελλάδα, ο συγκεκριμένος θεσμός και τα πτυχία του - ναι, ναι, αυτά που δήθεν δεν θέλει η αγορά - αποτέλεσαν μηχανισμό άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Δεν το λέω εγώ, η υπεράνω πάσης υποψίας Καθημερινή (23/6/2006) το λέει σε editorial της! «Η Ανώτατη Παιδεία υπήρξε διαχρονικά μια ασφαλής διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας και αναδιανομής του εισοδήματος. Διά της εκπαιδεύσεως τα παιδιά εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα κατάφερναν να ανέλθουν κοινωνικά. Μπορούσαν να έχουν ένα καλύτερο αύριο. Το ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο υπήρξε ο καλύτερος μηχανισμός άμβλυνσης των ταξικών διαφορών που δημιουργούνται στην κοινωνία». Είναι ευκόλως εννοούμενο το γιατί οι νεοφιλελεύθεροι απεχθάνονται έναν τέτοιο μηχανισμό. «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση» δήλωνε από το βήμα της ΔΕΘ ο τωρινός πρωθυπουργός στις 16 Σεπτεμβρίου 2017. Ακόμα καλύτερα, όμως, το εξέφρασε η πρωθιέρεια του νεοφιλευθερισμού Μάργκαρετ Θάτσερ το 1987: “And, you know, there’s no such thing as society. There are individual men and women and there are families”.

 

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η προαγωγή των ιδιωτικών συμφερόντων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση - θέμα που ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος σημειώματος. Αρκεί να παρατηρήσουμε το εξής: στη συγκεκριμένη περίπτωση των νομικών σπουδών, υπάρχει πληθώρα ιδιωτικών κολλεγίων που προσφέρουν Bachelor of Laws (LLB - πτυχίο Νομικής) στην Ελλάδα, σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια. Δεν θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα προγράμματα, διότι δεν θέλω να φανεί ούτε ότι τα διαφημίζω ούτε ότι τα δυσφημώ. Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη τέτοιων προγραμμάτων. Πώς αλήθεια εξηγείται αυτό όταν, υποτίθεται, ότι δεν υπάρχει ζήτηση για νομικά; Ρητορικό είναι το ερώτημα

 

Πέρα όμως για το μίσος για το δημόσιο πανεπιστήμιο, υπάρχει και κάτι άλλο στη συζήτηση περί πτυχίου και ανεργίας και σύνδεσης με την αγορά εργασίας, που αγγίζει τη σφαίρα της ιδεολογίας και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου: η καταπίεση της επιθυμίας. Προφανώς και δεν καταπιέζει κάθε επιθυμία ο καπιταλισμός - την επιθυμία για το επόμενο κινητό τηλέφωνο θα την ενθαρρύνει και, αν δεν υπάρχει, θα τη δημιουργήσει κιόλας. Η επιθυμία, όμως, για γνώση ανεξάρτητα από τις επιταγές της αγοράς πρέπει να απωθηθεί, διότι ξεφεύγει από την τάση του κεφαλαίου για σφετερισμό όλων των πτυχών της καθημερινής ζωής και μετατροπή τους σε κατανάλωση - σε οικονομικό επίπεδο - και σε αποδοχή και νομιμοποίηση της λογικής της αγοράς - σε ιδεολογικό επίπεδο. Ξεφεύγει, δηλαδή, από την ανάγκη αναπαραγωγής του συστήματος. Η καταπίεση της επιθυμίας μέσω της επίκλησης της αγοράς ως κριτήριο σπουδών είναι ένα πανίσχυρο εργαλείο νομιμοποίησης της υπάρχουσας κοινωνίας.

 

Και βέβαια, η συμπεριφορά ενάντια στις κατεστημένες αντιλήψεις της αγοράς επιτρέπεται μόνο στο ίδιο το κεφάλαιο και στους εκπροσώπους του - στις ελίτ. Όταν ο Ζούκερμπεργκ εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο για να στήσει τη startup του, είναι μάγκας και πρωτοπόρος· όταν το εγκαταλείπει, όμως, ο εργαζόμενος φοιτητής στην Ελλάδα για να προλαβαίνει τη δουλειά του είναι βάρος για την κοινωνία και παράσιτο. Όταν ο σημερινός πρωθυπουργός πηγαίνει να σπουδάσει σε προπτυχιακό επίπεδο Κοινωνικές Επιστήμες (αυτός ήταν ο τίτλος του πτυχίου του σύμφωνα με το βιογραφικό του πρωθυπουργού στο διαδίκτυο) στο Χάρβαρντ, είναι η προσωποποίηση της αριστείας· όταν όμως ο φοιτητής στην Ελλάδα επιλέγει ηθελημένα να σπουδάσει στο Πάντειο Πολιτική Επιστήμη ή Κοινωνιολογία (που κάνει τα παιδιά μας αριστερά, σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων) ή Κοινωνική Ανθρωπολογία, είναι ο μελλοντικός άνεργος και ο κακομοίρης που δεν έχει την τύχη να συνδέσει τις σπουδές του με την αγορά.

 

Συμπέρασμα για πιθανή προσωπική χρήση

Το βασικό συμπέρασμα της παρούσας ανάλυσης το συνοψίζει η πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών (thebest.gr, 12/7/2019): «Εγώ πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει να σπουδάζουν, να αποκτούν γνώσεις και να τις χρησιμοποιούν όσο καλύτερα μπορεί ο καθένας, ανεξάρτητα από την επαγγελματική αποκατάσταση». Οι πορείες των μελών του υπουργικού συμβουλίου δείχνουν ότι κάποιοι σε αυτή τη ζωή έχουν το προνόμιο να σπουδάζουν αυτό που γουστάρουν ανεξάρτητα από την αγορά και είναι οι ίδιοι που ακυρώνουν την ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων καθότι δεν τα χρειάζεται η χώρα, αφού δεν τα χρειάζεται η αγορά. Αυτοί που τρομοκρατούν τον νέο άνθρωπο για τις στρατιές των ανέργων στις οποίες πρόκειται να ενταχθεί αν επιλέξει το α’ ή το β’ γνωστικό πεδίο διασφαλίζουν για τον εαυτό τους μια ακαδημαϊκή πορεία που ελάχιστη σχέση έχει με την απόκτηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων και άλλων εφοδίων για την ικανοποίηση του εργοδότη. Αυτοί που επικαλούνται την υποταγή στην αγορά ως κριτήριο για την επιτυχία είναι οι ίδιοι που ξέρουν καλά ότι η επιτυχία περνάει μέσα από την ικανοποίηση της επιθυμίας για γνώση.

 

Η κουβέντα περί σύνδεσης του πτυχίου με την αγορά εργασίας είναι μια συρραφή από κλισέ· την ίδια στιγμή που μας λένε για σπουδές που δήθεν απαιτεί η αγορά, μάς λένε κι ότι ο μέσος εργαζόμενος θα κληθεί στη ζωή του να αλλάξει πέντε, δέκα ή δεκαπέντε δουλειές. Γράφει το επιχειρηματικό περιοδικό Forbes (Liz Ryan, 28/10/2016): «Στις παλιές καλές μέρες, η εργασιακή ασφάλεια ήταν το κλειδί. Οι άνθρωποι ήθελαν να αποφοιτήσουν από το πανεπιστήμιο και να χαθούν μέσα σε μια τεράστια εταιρεία η οποία θα τους απασχολούσε μέχρι τη σύνταξη. Αυτές οι μέρες έχουν πλέον φύγει. Κανένας δεν μπορεί να σας εγγυηθεί δια βίου απασχόληση». Η λογική απόληξη του δόγματος περί «σύνδεσης του πτυχίου με την αγορά» δεν είναι παρά η κατάργηση όλων των πτυχίων, ή το να παίρνει ο καθένας μας μια ντουζίνα πτυχία για να ανταποκρίνεται στις μεταλλασσόμενες ορέξεις των εργοδοτών και των ιδιωτικών εταιρειών. Απέναντι σ’ αυτό το λογικό αδιέξοδο, η απάντηση είναι: παίρνω το πτυχίο που θέλω.

 

Αυτό σημαίνει: σαν μόνο κριτήριο επιλογής έχω τη γνώση που το αντικείμενο θα μου δώσει, το πόσο με φτιάχνει σαν περιεχόμενο, το πόσο με διεγείρει. Αυτό σημαίνει: αφήνω τους άλλους να τρελαίνονται με μέρες καριέρας, με money show, με το πόσα λεφτά παίρνει ο απόφοιτος για πρώτο μισθό, με την άποψη του μπαμπά, της μαμάς, ενίοτε και της γιαγιάς, με το τι είναι καλό και τι είναι κακό για το βιογραφικό, με rankings πανεπιστημίων - σούπερ μάρκετ, και πάει λέγοντας. Αυτό σημαίνει: προφυλάσσομαι απ’ όλη αυτή τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα που στόχο έχει να πιεστώ ψυχικά, να αποξενωθώ από τον εαυτό μου κι από κάθε υποψία συλλογικού νοήματος, και να απονευρωθώ ιδεολογικά. Αυτό σημαίνει: προφυλάσσομαι κι από τις ψυχοπνευματικά θανατηφόρες ασθένειες του ατομικισμού, της τελειομανίας και της ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει: απέναντι στα κλισέ της αγοράς και της αριστείας, δίνω χώρο στην επιθυμία.

08 July 2019

Ήττα σαν νίκη






Ήττα σαν νίκη


Ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο νέος διπολισμός



του Ηρακλή Οικονόμου


«Ήττα σαν νίκη» – αυτή είναι η φράση που εμείς οι βάζελοι λέμε για να πικάρουμε τους γαύρους κάθε φορά που η ομάδα τους χάνει στην Ευρωλίγκα, μιμούμενοι κάποιους οπαδικούς δημοσιογράφους που εισήγαγαν και τον όρο για να παρηγορούν τα ερυθρόλευκα πλήθη.


«Ήττα σαν νίκη» – αυτή είναι και η φράση που αντανακλά πληρέστερα το τι συνέβη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 αναφορικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι, δεν θέλω να παρηγορήσω κανέναν (καθότι δεν τυγχάνω ούτε υποστηρικτής ούτε ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ), παρά μόνο να ερμηνεύσω και να προβλέψω.


Στην επιφάνεια των πραγμάτων, η Νέα Δημοκρατία κατάφερε πράγματι μια μεγάλη νίκη, εξασφαλίζοντας αυτοδυναμία και περίπου το 39,8% των ψήφων. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε, παίρνοντας περίπου το 31,5% των ψήφων. Κοιτώντας, όμως, την εκλογική αριθμητική των κομμάτων και λαμβάνοντας υπόψη τη συγκυρία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ουσία του εκλογικού αποτελέσματος είναι πολύ διαφορετική από αυτή την απλή σύγκριση των δύο ποσοστών.


Από πού προήλθε, καταρχήν, αυτό το 39,8% της ΝΔ; Ας δούμε το εξής άθροισμα των ποσοστών που πήραν κάποια κόμματα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015: ποσοστό ΝΔ Σεπ. 2015 + ποσοστό Χρυσής Αυγής Σεπ. 2015 + ποσοστό Το Ποτάμι Σεπ. 2015 + ποσοστό ΑΝΕΛ Σεπ. 2015 + ποσοστό Ένωση Κεντρώων Σεπ. 2015 = 28,10 + 7 + 4.10 + 3.70 + 3.40 = 46.30 %. Κι από το 46,30%, ας αφαιρέσουμε τα ποσοστά που πήρε ο Βελόπουλος, η Χρυσή Αυγή και η Ένωση Κεντρώων στις τωρινές εκλογές: 46,30 – 3.70 – 2.90 – 1.20 = 38.5%.


Τι μας δείχνει το ποσοστό αυτό, που απέχει λιγότερο από μιάμιση ποσοστιαία μονάδα από το ποσοστό που έλαβε η ΝΔ στις τωρινές εκλογές; Μα φυσικά ότι η αύξηση του ποσοστού της ΝΔ συμπίπτει με τη μείωση ή εξάλειψη των ποσοστών του Ποταμιού, των ΑΝΕΛ, της Ένωσης Κεντρώων, και της Χρυσής Αυγής – με εξαίρεση το κομμάτι εκείνο των ψηφοφόρων που πήγε στον Βελόπουλο. Με άλλα λόγια, η εκλογική νίκη της ΝΔ οφείλεται στο ότι κατάφερε να απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων των μικρών κομμάτων τριγύρω της. Το μεν Ποτάμι το απορρόφησε μέσα από το κανάλι της νεοφιλελεύθερης πολιτικο-οικονομικής ατζέντας, τους δε ψηφοφόρους των ΑΝΕΛ, Ένωσης Κεντρώων και Χρυσής Αυγής τους κέρδισε μέσα από το κανάλι του Μακεδονικού και της λαϊκίστικης υποκρισίας της δήθεν απόρριψης της Συμφωνίας των Πρεσπών από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και κάπως έτσι, η ΝΔ εξάντλησε όλες τις στρατηγικές εφεδρείες της – έχοντας απομείνει μόνο με τη δεξαμενή των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης και με μια Χρυσή Αυγή της οποίας ο σκληρός πυρήνας των ψηφοφόρων που απέμειναν ουδεμία σχέση δύναται να έχει με τη ΝΔ μελλοντικά.


Ας πάμε τώρα και στον ΣΥΡΙΖΑ, κι ας κάνουμε άλλη μια απλή μαθηματική πράξη: ποσοστό ΣΥΡΙΖΑ Ιούλιος 2019 + ποσοστό ΜέΡΑ 25 Ιούλιος 2019 = 31.5 + 3.4 = 34.9%. Το ποσοστό αυτό παραπέμπει στην επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 (35.5%). Τι μας δείχνει αυτό; Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ύστερα από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, τρίτου μνημονίου, αντιλαϊκών μέτρων, ιδιωτικοποιήσεων, πλειστηριασμών, περικοπών, Συμφωνίας των Πρεσπών κλπ. απώλεσε χονδρικά μόνο το ποσοστό εκείνο των ψηφοφόρων που πήγαν στον Βαρουφάκη. Κι αν στο 34,9% προσθέσετε και το ποσοστό που πήρε η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου στις τωρινές εκλογές (1.5%), τότε πηγαίνουμε στο 36.4% που είναι το ποσοστό που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2019! Δεν το λες και στρατηγική ήττα αυτό – μοναχά φθορά, και μάλιστα περιορισμένης κλίμακας.


Enter παράγοντας ΠΑΣΟΚ. Κοιτώντας τα προβληματισμένα πρόσωπα των εκπροσώπων του στα τηλεοπτικά πάνελ το βράδυ των εκλογών, μια σκέψη μου ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό: ότι το ΠΑΣΟΚ τέτοια ευκαιρία επανόδου στην κεντρική πολιτική σκηνή μέσω της εκμετάλλευσης της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να ξαναβρεί. Τον Σεπτέμβριο του 2015 έλαβε το 6,3% των ψήφων, ενώ τώρα πήρε το 8.1% – ούτε δύο ποσοστιαίες μονάδες δεν κατάφερε να πάρει επιπλέον. Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση και τη ΝΔ στην κυβέρνηση, είναι απολύτως φυσιολογικό να περιμένουμε ένταση της πίεσης προς το ΠΑΣΟΚ από τον Τσίπρα. Αίσθησή μου, μάλιστα, είναι ότι η μεγάλη μάζα των τωρινών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (δεν αναφέρομαι στα προβεβλημένα στελέχη του) είναι δυνητικά πιο κοντά στον Τσίπρα παρά στον Μητσοτάκη. Η υποψία μου αυτή στηρίζεται στην εξής κοινότοπη σκέψη: όσοι ήταν να πάνε από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ το κάνανε ήδη, σε αυτές τις εκλογές, δεδομένης της δυναμικής του Μητσοτάκη και της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ στη μεγάλη πλειοψηφία τους υποθέτω ότι είναι λάτρεις του παλαιού «ιστορικού» ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ή απογοητευμένοι ΠΑΣΟΚογενείς πρώην ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ: και οι δύο αυτές κατηγορίες ψηφοφόρων βρίσκονται de facto πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ παρά στη ΝΔ.


Enter παράγοντας μικρότερα αριστερά κόμματα. Οι εκλογές του Ιουλίου συνιστούν μια συγκλονιστική ήττα των αντισυστημικών κομμάτων της Αριστεράς που αμφισβητούν ευθέως την ευρωπαϊκή ενοποίηση στην τωρινή της μορφή. Σε σχέση με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, έχουμε την εξής εικόνα: το ΚΚΕ από το 5,5% κινήθηκε μία από τα ίδια στο 5,3%, η ΛΑΕ από το 2,9% κατέρρευσε στο 0,3%, και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το 0,8% έπεσε στο 0,4%. Αναφέρομαι στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης διότι θεωρώ ότι αυτός ο διαχωρισμός θέτει πράγματι ένα αντικειμενικό όριο στις δυνητικές μετακινήσεις ψηφοφόρων – για να το πούμε λιανά, ένας ψηφοφόρος του ΜέΡΑ 25 ή της Πλεύσης Ελευθερίας μπορεί ευκολότερα να μεταβεί στον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με έναν ψηφοφόρο του ΚΚΕ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δραματική αδυναμία αυτών των κομμάτων να ανταποκριθούν οργανωτικά, προγραμματικά και τακτικά στις απαιτήσεις της συγκυρίας σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καλυμμένα τα αριστερά νώτα του, μέχρι νεωτέρας.


Σημαίνουν όλα αυτά ότι είναι βέβαιη η μελλοντική σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ στα κεντροαριστερά του νέου διπολισμού; Όχι, δεν λέει κάτι τέτοιο το παρόν σημείωμα. Λέει, όμως, ότι οι όροι της μελλοντικής σταθεροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ εξαρτώνται κυρίως από τον ίδιο, κι από το κατά πόσο θα προωθήσει την οργανωτική του ανασυγκρότηση. Κάτι τέτοιο φαντάζει πιθανό: απαλλαγμένο από τα βάρη της κρατικής διοίκησης, το στελεχιακό δυναμικό του θα μπορέσει πλέον να αφιερωθεί απόλυτα στο χτίσιμο στενότερων και οργανωτικά παγιωμένων δεσμών με τους τρέχοντες και δυνητικούς ψηφοφόρους του κόμματος.


To sum up, γνωρίζαμε πριν τις εκλογές ότι η ΝΔ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα ήταν κυβέρνηση, κι αυτό συνέβη. Υποθέταμε, επίσης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα θα κατέρρεε, κι αυτό δεν συνέβη. Αν λάβουμε υπόψη την εξάντληση των δυνητικών δεξαμενών ψήφου από τη ΝΔ, τις περιορισμένες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, την αδυναμία της αντισυστημικής αριστεράς να πείσει το δυνητικό κοινό της, και την ύπαρξη γόνιμου εδάφους για προσέλκυση μέρους της εκλογικής βάσης ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ 25 από τον ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές θέτει τα θεμέλια της μελλοντικής του κυριαρχίας ως ο κεντροαριστερός πόλος του νέου διπολισμού.

Όσο για τον αριστερό κόσμο που δεν χαίρεται με αυτή την προοπτική της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στο νέο ΠΑΣΟΚ, της διατήρησης του διπολισμού με νέο μανδύα, και του εγκλωβισμού των λαϊκών μαζών σε αυτό το ξαναζεσταμένο πινγκ πονγκ, και δεν πείθεται ούτε από την αλά Βαρουφάκη ανακύκλωση του «αριστερού ευρωπαϊσμού» και των αυταπατών του, η τρέχουσα συγκυρία είναι αναμφισβήτητα άβολη. Η συλλογική σοφία δεν είναι ακόμα έτοιμη για να προτείνει τις νέες εναλλακτικές. Ένα είναι όμως σίγουρο: η επεξεργασία αυτών των εναλλακτικών περνάει αυστηρά μέσα από τον μη εγκλωβισμό αυτού του κόσμου στις κομματικά νέες αλλά ιδεολογικά παμπάλαιες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας.