Pages

Showing posts with label Εκπαιδευτικά. Show all posts
Showing posts with label Εκπαιδευτικά. Show all posts

28 July 2019

Σπουδές, καριέρα, επιθυμία





Σπουδές, καριέρα, επιθυμία

 

Με αφορμή τη συζήτηση για την ίδρυση της νομικής σχολής στην Πάτρα

 


του Ηρακλή Οικονόμου

 

Εισαγωγή

«Είναι προεκλογική μας δέσμευση να μην προχωρήσει η τέταρτη Νομική. Έτσι, ανακαλείται σήμερα η απόφαση για τη σύσταση της επιτροπής που θα συζητήσει την ίδρυσή της. Δεν είναι θέμα Πάτρας. Είναι θέμα τέταρτης Νομικής. Η χώρα δεν χρειάζεται τέταρτη Νομική». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε η υπουργός Παιδείας την προοπτική ίδρυσης τέταρτης Νομικής Σχολής στη χώρα, στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

 

Το επιχείρημα του παρόντος άρθρου, μένοντας μακριά από την κομματική διαμάχη ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το επίμαχο ζήτημα, είναι το εξής: Η φιλολογία περί ανεργίας των δικηγόρων και έλλειψης ανάγκης ίδρυσης τέταρτης σχολής νομικής δεν είναι παρά άλλη μια έκφραση ενός ταξικού μίσους προς το δημόσιο πανεπιστήμιο και τη διάχυση στις μάζες της δυνατότητας κοινωνικής ανέλιξης. Οι νομικές σπουδές ελάχιστη σχέση έχουν με τη δικηγορία και με την ανεργία στον κλάδο· για πολύ κόσμο δεν είναι παρά ένα εφαλτήριο γνώσης που οδηγεί σε άλλες ειδικεύσεις και επιλογές καριέρας. Ως παράδειγμα αυτής της χρήσης των νομικών σπουδών, το άρθρο θα επικαλεστεί τα βιογραφικά σχεδόν του 1/3 του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο απαρτίζεται από κατόχους πτυχίων ή/και μεταπτυχιακών τίτλων νομικής.

 

Ναι, αρκεί μια ματιά στο ίδιο το υπουργικό συμβούλιο για να δειχθεί το πόσο λανθασμένη η «μετάφραση» των νομικών σπουδών σε έξτρα ανέργους. 16 στα 51 μέλη του έχουν σπουδάσει νομικά, ελάχιστοι εξ αυτών ασχολήθηκαν με τη μάχιμη δικηγορία, μεγάλο μέρος τους έχει μεταπτυχιακά σε πολιτικές επιστήμες, διεθνείς σπουδές και άλλους κλάδους σαφέστατα εκτός αγοράς, και είναι οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που τρομοκρατούν τους νέους ανθρώπους συνδέοντας τις νομικές επιστήμες με την ανεργία. Γιατί στην ουσία της, όπως θα υποστηρίξουμε στο δεύτερο μισό του σημειώματος, όλη αυτή η συζήτηση περί σύνδεσης των σπουδών με την αγορά δεν είναι παρά μια απόπειρα ιδεολογικής τρομοκράτησης και χειραγώγησης του νέου ανθρώπου, και ενσωμάτωσής του σε έναν αγοραίο και φοβικό τρόπο σκέψης και δράσης.

 

Γιατί σπούδασαν νομικά οι υπουργοί μας;

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει σίγουρα κόσμος μέσα στο υπουργικό που έχει ασχοληθεί με τη δικηγορία, όπως π.χ. ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις. Ως δικηγόρος έχει ασχοληθεί κυρίως με θέματα κεφαλαιαγοράς, ναυτιλίας και τηλεπικοινωνιών, ενώ είναι πτυχιούχος της Νομικής στο ΕΚΠΑ με μεταπτυχιακή ειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις στο Χάρβαρντ. Ο υπουργός Εξωτερικών επίσης πήρε το πτυχίο νομικής και μετά έκανε δύο μάστερ, ένα στο Ναυτικό & Ασφαλιστικό Δίκαιο, κι άλλο στην Εγκληματολογία, προτού εργαστεί ως δικηγόρος. Στη μαχόμενη δικηγορία βρέθηκε και ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης για θέματα απλούστευσης διαδικασιών, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς. Και βέβαια, μην λησμονούμε και τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύθηκε σε θέματα Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου και Ποινικού Δικαίου.

 

Άλλη αφετηρία είχε, όμως, η πορεία του υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών, αρμόδιου για θέματα μεταφορών. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Περνώντας στην υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αρμόδια για την αλιευτική πολιτική, διαβάζουμε ότι αποφοίτησε από τη Νομική του ΑΠΘ και εργάστηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως δημοσιογράφος και τηλεοπτική παραγωγός στο Πρακτορείο Ειδήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις Βρυξέλλες. Και ο υπουργός επικρατείας θέλησε να γίνει πανεπιστημιακός δάσκαλος μετά τις σπουδές του στα νομικά - καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, για την ακρίβεια, όπου διευθύνει και τον Τομέα Δημοσίου Δικαίου.

 

Και να ’τανε μόνο αυτοί που σπούδασαν νομικά αλλά στράφηκαν αλλού, καλά θα ’τανε! Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ας πούμε, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακά στη Γαλλία στο διεθνές δίκαιο, αλλά μετά ακολούθησε σταδιοδρομία δικαστικού φτάνοντας μέχρι και την προεδρία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τη φορολογική πολιτική και τη δημόσια περιουσία έκανε μάστερ στο Δημόσιο Δίκαιο και προσελήφθη στο υπουργείο Οικονομικών μέσω ΑΣΕΠ. Ο υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα σπούδασε νομικά, έκανε μάστερ στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, και εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και ο υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων αρμόδιος για την έρευνα & τεχνολογία αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή στην Αθήνα, εκπόνησε διδακτορικό στην Ευρωπαϊκή πολιτική, και εργάστηκε ως σύμβουλος επιχειρήσεων.

 

Θέλετε κι άλλους υπουργούς με νομικές σπουδές που δεν έγιναν άνεργοι δικηγόροι; Θα τους έχετε! Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη μετά τις νομικές σπουδές του ενεπλάκη με την πολιτική, έγινε νομάρχης Καρδίτσας και, στη συνέχεια, βουλευτής Ημαθίας πριν υπουργοποιηθεί. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας σπούδασε νομικά στην Αθήνα, έκανε τα μάστερ του στα Οικονομικά και τις διεθνείς σχέσεις, και κατέληξε διευθυντής πωλήσεων σε μεγάλη ιδιωτική εταιρεία στον χώρο του μαρμάρου. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφοίτησε από τη Νομική του ΕΚΠΑ και πήρε μεταπτυχιακό στην Πολιτική Επικοινωνία από το Πανεπιστήμιο του Κεντ. Και μπορεί να εργάστηκε ως δικηγόρος, αλλά μην ξεχνάμε τη θητεία του για 13 χρόνια στις Βρυξέλλες, ως μέλος του Ευρωκοινοβουλίου. Όσο για τον υφυπουργό Δικαιοσύνης, πήρε το πτυχίο της Νομικής του ΕΚΠΑ, πήρε και δεύτερο πτυχίο στην Πολιτική Επιστήμη, αλλά στη συνέχεια έγινε δικαστικός, και συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου.

 

Για το τέλος, σας άφησα την χαρακτηριστικότερη περίπτωση - την ίδια την υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η υπουργός έλαβε το πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο Paris II, μετά έκανε το πρώτο της μεταπτυχιακό στο ίδιο πανεπιστήμιο στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και τη διαιτησία, όπου και δίδαξε ως βοηθός καθηγητή, και στη συνέχεια πήγε στο Χάρβαρντ για δεύτερο μεταπτυχιακό στο δίκαιο της διαιτησίας. Μάλιστα, μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές της στις ΗΠΑ, η υπουργός εργάστηκε ως δικηγόρος σε δικηγορική εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, στον δικηγορικό σύλλογο της οποίας και είναι εγγεγραμμένη.

 

Τη διακρίνετε την αντίφαση; Οι ίδιοι που επέλεξαν να σπουδάσουν τη νομική επιστήμη, που έζησαν στο εξωτερικό χάρη σ’ αυτή, που δίδαξαν σε πανεπιστήμια χάρη σ’ αυτή, που εργάστηκαν σε μεγάλες δικηγορικά γραφεία χάρη σ’ αυτή, που έγιναν και υπουργοί χάρη σ’ αυτή, και που έχτισαν όλη τη ζωή τους και την καριέρα τους με αυτήν ως θεμέλιο, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι έχουμε πολλούς νομικούς και ότι η νομική είναι το διαβατήριο για την ανεργία.

 

Το μίσος για το δημόσιο πανεπιστήμιο και η ιδεολογική λειτουργία της επιλογής σπουδών

Πώς ερμηνεύεται αυτή η αντίφαση; Αγνοούν οι υπουργοί μας τις τεράστιες δυνατότητες καριέρας που ανοίγουν οι νομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, τις οποίες οι ίδιοι έχουν βιώσει; Δεν μιλάνε άραγε μεταξύ τους για να δουν ότι οι συνάδελφοί τους υπουργοί με νομικό υπόβαθρο εργάστηκαν ως δικαστικοί, ως καθηγητές πανεπιστημίου, ως υπάλληλοι υπουργείων, ως νομικοί σύμβουλοι σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς, ως δημοσιογράφοι και τηλεοπτικοί παραγωγοί, ως υπάλληλοι σε διεθνείς οργανισμούς, ως σύμβουλοι επιχειρήσεων, ως αιρετοί εκπρόσωποι τοπικής αυτοδιοίκησης, και πάει λέγοντας; Όσο κι αν αμφισβητώ την ορθότητα των πολιτικών τους επιλογών, σέβομαι τη νοημοσύνη τους και άρα μάλλον κάτι άλλο ισχύει.

 

Καταρχήν, η άρνηση ίδρυσης τέταρτου τμήματος νομικής εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατασυκοφάντησης του δημόσιου πανεπιστημίου. Δεν το θέλουν, δεν το γουστάρουν, αντιδρά ο οργανισμός τους. «Θέλω τα πανεπιστήμια να παράγουν γνώση και όχι τρομοκρατία. Να παράγουν ποιότητα και όχι εγκληματικότητα» - αυτή τη σκληρή συκοφαντία για το δημόσιο πανεπιστήμιο την εκστόμισε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις σε ανάρτησή του στο twitter στις 22 Νοεμβρίου 2018. Φαντάζεστε υπουργό σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου να περιγράφει με τέτοια πώρωση τα πανεπιστήμια της χώρας του ως φωλιές τρομοκρατών; Βεβαίως, όταν το ίδιο ακριβώς κάνει ο πρωθυπουργός της χώρας, φαντάζομαι ότι το να τον μιμείται ο υπουργός του δεν είναι παρά πταίσμα. Στις 18 Απριλίου 2019, ο σημερινός πρωθυπουργός κατηγορεί, από την Κύπρο, την τότε κυβέρνηση ότι «μετέτρεψε ουσιαστικά τα πανεπιστήμια σε κέντρα κατασκευής μολότοφ και άντρα τα οποία δίνουν άσυλο σε εγκληματικές συμμορίες».

 

Δύο παράγοντες εξηγούν αυτή την παραληρηματική κριτική ενάντια στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Καταρχήν, ιστορικά στην Ελλάδα, ο συγκεκριμένος θεσμός και τα πτυχία του - ναι, ναι, αυτά που δήθεν δεν θέλει η αγορά - αποτέλεσαν μηχανισμό άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Δεν το λέω εγώ, η υπεράνω πάσης υποψίας Καθημερινή (23/6/2006) το λέει σε editorial της! «Η Ανώτατη Παιδεία υπήρξε διαχρονικά μια ασφαλής διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας και αναδιανομής του εισοδήματος. Διά της εκπαιδεύσεως τα παιδιά εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα κατάφερναν να ανέλθουν κοινωνικά. Μπορούσαν να έχουν ένα καλύτερο αύριο. Το ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο υπήρξε ο καλύτερος μηχανισμός άμβλυνσης των ταξικών διαφορών που δημιουργούνται στην κοινωνία». Είναι ευκόλως εννοούμενο το γιατί οι νεοφιλελεύθεροι απεχθάνονται έναν τέτοιο μηχανισμό. «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση» δήλωνε από το βήμα της ΔΕΘ ο τωρινός πρωθυπουργός στις 16 Σεπτεμβρίου 2017. Ακόμα καλύτερα, όμως, το εξέφρασε η πρωθιέρεια του νεοφιλευθερισμού Μάργκαρετ Θάτσερ το 1987: “And, you know, there’s no such thing as society. There are individual men and women and there are families”.

 

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η προαγωγή των ιδιωτικών συμφερόντων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση - θέμα που ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος σημειώματος. Αρκεί να παρατηρήσουμε το εξής: στη συγκεκριμένη περίπτωση των νομικών σπουδών, υπάρχει πληθώρα ιδιωτικών κολλεγίων που προσφέρουν Bachelor of Laws (LLB - πτυχίο Νομικής) στην Ελλάδα, σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια. Δεν θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα προγράμματα, διότι δεν θέλω να φανεί ούτε ότι τα διαφημίζω ούτε ότι τα δυσφημώ. Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη τέτοιων προγραμμάτων. Πώς αλήθεια εξηγείται αυτό όταν, υποτίθεται, ότι δεν υπάρχει ζήτηση για νομικά; Ρητορικό είναι το ερώτημα

 

Πέρα όμως για το μίσος για το δημόσιο πανεπιστήμιο, υπάρχει και κάτι άλλο στη συζήτηση περί πτυχίου και ανεργίας και σύνδεσης με την αγορά εργασίας, που αγγίζει τη σφαίρα της ιδεολογίας και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου: η καταπίεση της επιθυμίας. Προφανώς και δεν καταπιέζει κάθε επιθυμία ο καπιταλισμός - την επιθυμία για το επόμενο κινητό τηλέφωνο θα την ενθαρρύνει και, αν δεν υπάρχει, θα τη δημιουργήσει κιόλας. Η επιθυμία, όμως, για γνώση ανεξάρτητα από τις επιταγές της αγοράς πρέπει να απωθηθεί, διότι ξεφεύγει από την τάση του κεφαλαίου για σφετερισμό όλων των πτυχών της καθημερινής ζωής και μετατροπή τους σε κατανάλωση - σε οικονομικό επίπεδο - και σε αποδοχή και νομιμοποίηση της λογικής της αγοράς - σε ιδεολογικό επίπεδο. Ξεφεύγει, δηλαδή, από την ανάγκη αναπαραγωγής του συστήματος. Η καταπίεση της επιθυμίας μέσω της επίκλησης της αγοράς ως κριτήριο σπουδών είναι ένα πανίσχυρο εργαλείο νομιμοποίησης της υπάρχουσας κοινωνίας.

 

Και βέβαια, η συμπεριφορά ενάντια στις κατεστημένες αντιλήψεις της αγοράς επιτρέπεται μόνο στο ίδιο το κεφάλαιο και στους εκπροσώπους του - στις ελίτ. Όταν ο Ζούκερμπεργκ εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο για να στήσει τη startup του, είναι μάγκας και πρωτοπόρος· όταν το εγκαταλείπει, όμως, ο εργαζόμενος φοιτητής στην Ελλάδα για να προλαβαίνει τη δουλειά του είναι βάρος για την κοινωνία και παράσιτο. Όταν ο σημερινός πρωθυπουργός πηγαίνει να σπουδάσει σε προπτυχιακό επίπεδο Κοινωνικές Επιστήμες (αυτός ήταν ο τίτλος του πτυχίου του σύμφωνα με το βιογραφικό του πρωθυπουργού στο διαδίκτυο) στο Χάρβαρντ, είναι η προσωποποίηση της αριστείας· όταν όμως ο φοιτητής στην Ελλάδα επιλέγει ηθελημένα να σπουδάσει στο Πάντειο Πολιτική Επιστήμη ή Κοινωνιολογία (που κάνει τα παιδιά μας αριστερά, σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων) ή Κοινωνική Ανθρωπολογία, είναι ο μελλοντικός άνεργος και ο κακομοίρης που δεν έχει την τύχη να συνδέσει τις σπουδές του με την αγορά.

 

Συμπέρασμα για πιθανή προσωπική χρήση

Το βασικό συμπέρασμα της παρούσας ανάλυσης το συνοψίζει η πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών (thebest.gr, 12/7/2019): «Εγώ πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει να σπουδάζουν, να αποκτούν γνώσεις και να τις χρησιμοποιούν όσο καλύτερα μπορεί ο καθένας, ανεξάρτητα από την επαγγελματική αποκατάσταση». Οι πορείες των μελών του υπουργικού συμβουλίου δείχνουν ότι κάποιοι σε αυτή τη ζωή έχουν το προνόμιο να σπουδάζουν αυτό που γουστάρουν ανεξάρτητα από την αγορά και είναι οι ίδιοι που ακυρώνουν την ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων καθότι δεν τα χρειάζεται η χώρα, αφού δεν τα χρειάζεται η αγορά. Αυτοί που τρομοκρατούν τον νέο άνθρωπο για τις στρατιές των ανέργων στις οποίες πρόκειται να ενταχθεί αν επιλέξει το α’ ή το β’ γνωστικό πεδίο διασφαλίζουν για τον εαυτό τους μια ακαδημαϊκή πορεία που ελάχιστη σχέση έχει με την απόκτηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων και άλλων εφοδίων για την ικανοποίηση του εργοδότη. Αυτοί που επικαλούνται την υποταγή στην αγορά ως κριτήριο για την επιτυχία είναι οι ίδιοι που ξέρουν καλά ότι η επιτυχία περνάει μέσα από την ικανοποίηση της επιθυμίας για γνώση.

 

Η κουβέντα περί σύνδεσης του πτυχίου με την αγορά εργασίας είναι μια συρραφή από κλισέ· την ίδια στιγμή που μας λένε για σπουδές που δήθεν απαιτεί η αγορά, μάς λένε κι ότι ο μέσος εργαζόμενος θα κληθεί στη ζωή του να αλλάξει πέντε, δέκα ή δεκαπέντε δουλειές. Γράφει το επιχειρηματικό περιοδικό Forbes (Liz Ryan, 28/10/2016): «Στις παλιές καλές μέρες, η εργασιακή ασφάλεια ήταν το κλειδί. Οι άνθρωποι ήθελαν να αποφοιτήσουν από το πανεπιστήμιο και να χαθούν μέσα σε μια τεράστια εταιρεία η οποία θα τους απασχολούσε μέχρι τη σύνταξη. Αυτές οι μέρες έχουν πλέον φύγει. Κανένας δεν μπορεί να σας εγγυηθεί δια βίου απασχόληση». Η λογική απόληξη του δόγματος περί «σύνδεσης του πτυχίου με την αγορά» δεν είναι παρά η κατάργηση όλων των πτυχίων, ή το να παίρνει ο καθένας μας μια ντουζίνα πτυχία για να ανταποκρίνεται στις μεταλλασσόμενες ορέξεις των εργοδοτών και των ιδιωτικών εταιρειών. Απέναντι σ’ αυτό το λογικό αδιέξοδο, η απάντηση είναι: παίρνω το πτυχίο που θέλω.

 

Αυτό σημαίνει: σαν μόνο κριτήριο επιλογής έχω τη γνώση που το αντικείμενο θα μου δώσει, το πόσο με φτιάχνει σαν περιεχόμενο, το πόσο με διεγείρει. Αυτό σημαίνει: αφήνω τους άλλους να τρελαίνονται με μέρες καριέρας, με money show, με το πόσα λεφτά παίρνει ο απόφοιτος για πρώτο μισθό, με την άποψη του μπαμπά, της μαμάς, ενίοτε και της γιαγιάς, με το τι είναι καλό και τι είναι κακό για το βιογραφικό, με rankings πανεπιστημίων - σούπερ μάρκετ, και πάει λέγοντας. Αυτό σημαίνει: προφυλάσσομαι απ’ όλη αυτή τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα που στόχο έχει να πιεστώ ψυχικά, να αποξενωθώ από τον εαυτό μου κι από κάθε υποψία συλλογικού νοήματος, και να απονευρωθώ ιδεολογικά. Αυτό σημαίνει: προφυλάσσομαι κι από τις ψυχοπνευματικά θανατηφόρες ασθένειες του ατομικισμού, της τελειομανίας και της ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει: απέναντι στα κλισέ της αγοράς και της αριστείας, δίνω χώρο στην επιθυμία.

01 July 2016

Προπτυχιακές σπουδές στο ελληνικό πανεπιστήμιο: Προπαγάνδα και πραγματικότητα






Προπτυχιακές σπουδές στο ελληνικό πανεπιστήμιο: Προπαγάνδα και πραγματικότητα
 

 
του Ηρακλή Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε σε Το Περιοδικό, 1 Ιουλίου 2016).


Το ελληνικό πανεπιστήμιο συνεχίζει να μας απασχολεί, αν και συχνά για τους λάθος λόγους. Στον εγχώριο δημόσιο λόγο, η συνήθης εικόνα που προβάλλεται είναι αυτή της διάλυσης, μαζί με μια χονδροειδή παρότρυνση του στυλ «όπου φύγει φύγει!» προς τους φοιτητές. Όταν κάποια ελληνικά πανεπιστήμια, εδώ κι εκεί, κάνουν το …λάθος να συμπεριληφθούν στις περιβόητες λίστες με τα καλύτερα ακαδημαϊκά ιδρύματα του κόσμου, αυτό εμφανίζεται ως στατιστικό λάθος ή ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Τέλος, κάθε Ιούνιο έχουμε τα κλασικά «εποχιακά» ρεπορτάζ για τους επιτυχόντες στις πανελλαδικές, την προσπάθειά τους και τις φιλοδοξίες τους.
 
Μια κουβέντα γύρω από το επίπεδο των προπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα, η οποία είχε ανέλπιστη απήχηση (ένδειξη του πόσο κρίσιμη και μάλλον ανέγγιχτη είναι η σχετική θεματολογία), ανοίξαμε ΕΔΩ, στο πάντα φιλόξενο ToPeriodiko.gr, πριν από ενάμισι χρόνο. Το επιχείρημά μας ήταν αρκετά απλό: δεν γίνεται ένα κακό πανεπιστήμιο με κακές προπτυχιακές σπουδές να βγάζει απόφοιτους περιζήτητους σε όλο τον κόσμο. Η πάντα καλοδεχούμενη κριτική εντόπισε κενά, επισήμανε προβλήματα, αλλά και επανέλαβε και κάποια βαθιά ριζωμένα στερεότυπα που δεν φεύγουν φυσικά από τη μια μέρα στην άλλη.
 
Αφορμή για το παρόν, τώρα, σημείωμα έδωσε ένα δημοσιογραφικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» πριν από μερικές μέρες (17/06/2016) με τίτλο «Αρίστευσε, αλλά δεν θα σπουδάσει στην Ελλάδα». Το διαβάζετε ολόκληρο και με προσοχή ΕΔΩ.
 
Το κείμενο αυτό είναι αξιοπρόσεκτο και πραγματικά αντιπροσωπευτικό της ιδεολογικής λειτουργίας που επιτελούν μέσα ενημέρωσης και άλλοι φορείς διαμόρφωσης της συλλογικής συνείδησης σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα. Τι έχουμε εδώ; 993 λέξεις, εκ των οποίων οι πρώτες 397 αφηγούνται την ιστορία της Μαριάννας, μιας αριστούχου των Πανελλαδικών που θέλει να σπουδάσει προπτυχιακές σπουδές Νομικής στην Αγγλία, κι άλλες 100 όπου ο αριστούχος Γιάννης που μόλις μπήκε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ επισημαίνει τους χαμηλούς μισθούς που μελλοντικά θα τον αποτρέψουν απ’ το να μείνει στην Ελλάδα. Και κάπως έτσι – μαζί με μια ορθή βεβαίως κριτική προς το παράλογο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων – κυλάει ένα ολόκληρο άρθρο αφιερωμένο στους αριστούχους εισαχθέντες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και κάπως έτσι, το βασικό που συγκρατεί ο αναγνώστης είναι ότι είναι καλύτερο να παίρνεις το πτυχίο σου στο εξωτερικό ακόμα κι αν έχεις εξασφαλισμένη θέση προπτυχιακού φοιτητή στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.
 
Για να καταλάβετε τη λογική που αντανακλά το συγκεκριμένο άρθρο, φανταστείτε μια συνταγή για παστίτσιο σε περιοδικό μαγειρικής που να ξεκινάει με την παρότρυνση «η μαγείρισσα μάς είπε να μην το δοκιμάσετε, καλύτερα να φτιάξετε μουσακά», ή ένα ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για την Ελαφόνησο που να λέει «ξεκινήσαμε να πάμε στην Πελοπόννησο αλλά τελικά πήγαμε στο Μπαλί», ή μια κριτική θεάτρου όπου ο κριτικός προειδοποιεί ότι έχασε την παράσταση και πήγε στα μπουζούκια. Ή ένα ρεπορτάζ για τους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος μπάσκετ όπου ο συντάκτης επισημαίνει το πόσο καλύτερη ιδέα θα ήταν να αφήσουμε στην άκρη τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη και να παρακολουθήσουμε τους τελικούς του NBA. Τόσο σχετικό – και τόσο υποτιμητικό για την προσπάθεια δεκάδων χιλιάδων μαθητών και φοιτητών – είναι το να γράφεις για αυτούς που τα έδωσαν όλα για την είσοδό τους στο ελληνικό πανεπιστήμιο υπό τον τίτλο «Αρίστευσε, αλλά δεν θα σπουδάσει στην Ελλάδα».
 
Αλλά το βασικότερο είναι ότι η λογική αυτή βλάπτει τα ίδια τα παιδιά, λειτουργεί εναντίον τους, και δεν το εννοώ μόνο ψυχολογικά αλλά και πρακτικά. Δηλαδή: η 17χρονη Μαριάννα του άρθρου του «ΒΗΜΑΤΟΣ» ίσως θα ήταν καλύτερο να ξανασκεφτεί την απόφασή της και να πάρει το πτυχίο της στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προτού ανοίξει τα φτερά της προς την όποια εξειδίκευση επιλέξει στο μέλλον. Γιατί; Καταρχήν, διότι προτού εξειδικευτεί στο Βρετανικό Δίκαιο που της αρέσει θα ήταν καλό να γνωρίσει και άλλους κλάδους δικαίου και να λάβει θεμελιώδεις γνωστικές βάσεις στη νομική επιστήμη συνολικά.
 
Και ένα ιδανικό μέρος για να το κάνει αυτό είναι η σχολή στην οποία πέρασε στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, με μια αναζήτηση στο διαδίκτυο βλέπουμε ότι ένα αντιπροσωπευτικό LLB Bachelor of Laws κορυφαίου πανεπιστημίου στο Λονδίνο προσφέρει συνολικά μια δεξαμενή 29 μαθημάτων, εκ των οποίων ο φοιτητής επιλέγει τα 13 (6 υποχρεωτικά & 7 επιλογής) σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών. Αντίθετα, η Νομική Σχολή στο ΕΚΠΑ προσφέρει συνολικά 102 μαθήματα, εκ των οποίων ο φοιτητής επιλέγει τα 41 (31 υποχρεωτικά & 10 επιλογής) σε χρονικό ορίζοντα τεσσάρων ετών.
 
«Είναι ποσοτικό μόνο το ζήτημα;» θα ρωτήσετε. Όχι, δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά είναι πρωτίστως ποσοτικό, εφόσον φιλοσοφικά η ποσοτική συσσώρευση μετατρέπεται σε ποιοτική μεταβολή. Διότι εάν δεν βλέπετε διαφορά μεταξύ της τριετούς φοίτησης και της τετραετούς φοίτησης, τότε θα μπορούσαμε κάλλιστα να καταργήσουμε την οποιαδήποτε ελάχιστη διάρκεια φοίτησης και να κάνουμε τα πτυχία εξαμηνιαία, ή και μηνιαία αν θέλετε. Επίσης, το εύρος της γνώσης που αποκτά ένας προπτυχιακός φοιτητής μετριέται, καλώς ή κακώς, από τον αριθμό των γνωστικών πεδίων στα οποία έχει εισαχθεί κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Η διαφορά μεταξύ των 29 διαθέσιμων μαθημάτων στο Λονδίνο και των 102 διαθέσιμων μαθημάτων στην Αθήνα είναι ότι ο φοιτητής του Λονδίνου έχει πολύ λιγότερες επιλογές γνωστικών αντικειμένων. Δεν μπορεί – και να θέλει – να διδαχθεί Φιλοσοφία του Δικαίου, ούτε Κοινωνιολογία του Δικαίου, ούτε Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, ούτε Τραπεζικό Δίκαιο, ούτε Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο, ούτε έστω μια Πολιτική Επιστήμη ή μια Ιστορία Πολιτικών Θεσμών, διότι πολύ απλά αυτά δεν διατίθενται. Ακόμα χειρότερα, είναι τεράστια η διαφορά μεταξύ των 13 μαθημάτων που θα διδαχθεί εν τέλει ο φοιτητής στο Λονδίνο και των 41 που θα διδαχθεί στην Αθήνα επειδή πολύ απλά μέσα στα μόλις 13 (ναι, δεκατρία, δέκα τρία) μαθήματα του Λονδίνου αποκλείεται να χωρέσει ο θεματικός πλούτος και το εύρος που προσφέρει ο υπερτριπλάσιος αριθμός διδαχθέντων μαθημάτων με τα οποία αποφοιτά ο φοιτητής στην Αθήνα. Κάτι πολύ βασικό και θεμελιώδες θα μείνει απ’ έξω – όχι όμως αν σπουδάζεις στην ελληνική Νομική.
 
Τα ίδια – και χειρότερα – ισχύουν και στις πολυτεχνικές σπουδές. Τι θα θέλατε για το παιδί σας, μελλοντικό ηλεκτρολόγο μηχανικό; Τριετές πτυχίο με 27 μαθήματα (Λονδίνο) ή πενταετές πτυχίο με 55 μαθήματα (ΕΜΠ); Χρειάζεται άραγε να σας πείσω για την αξία του ισχυρού μαθηματικού υποβάθρου που παρέχει το πρόγραμμα σπουδών του ελληνικού πολυτεχνείου; Ή για την αξία της εξειδίκευσης που προσφέρει το ΕΜΠ στα δύο τελευταία έτη σπουδών μέσω της ύπαρξης ροών; Ή για την αξία της πολύπλευρης ανθρωπιστικής αντίληψης που προσφέρουν μαθήματα όπως η Φιλοσοφία και η Κοινωνιολογία της Επιστήμης; Καλώς ή κακώς, η πραγματικότητα έχει ήδη απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, αναδεικνύοντας τους αποφοίτους του ΕΜΠ στους πιο περιζήτητους υποψήφιους μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς φοιτητές πολυτεχνικών σπουδών στον κόσμο.
 
Α, ναι, κι όλα αυτά τα ωραία προσφέρονται δωρεάν.
 
Κανένας δεν αρνείται τα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα – μεθοδολογικά, οργανωτικά, και άλλα. Αλλά αυτό το φαινόμενο της οργανωμένης κατασυκοφάντησης του ελληνικού πανεπιστημίου «εκ των έσω» είναι πραγματικά παγκοσμίως μοναδικό. Δεν θα βρείτε καμία άλλη οργανωμένη κοινωνία που να επιτίθεται με τέτοιο μένος στα ακαδημαϊκά της ιδρύματα και να έχει ανάγει σε «κοινό νου» την ιδέα ότι αυτά είναι για πέταμα. Ένα μέρος των επιτιθέμενων έχουν τις καλύτερες προθέσεις, αλλά δυσκολεύονται να ξεφύγουν από το κυρίαρχο στερεοτυπικό αφήγημα της ελληνικής μπανανίας και του παραδείσου του εξωτερικού. Κάποιοι άλλοι, πάλι, υπηρετούν ανοιχτά μια συγκεκριμένη ατζέντα: την προώθηση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την εξασφάλιση συνεχούς ροής Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού για προπτυχιακές σπουδές.
 
Σε κάθε περίπτωση, έχει τεράστια διαφορά το να ρωτήσεις τον εισαχθέντα στο ΕΜΠ αν νοιώθει υπερήφανος που θα φοιτήσει σε μια από τις καλύτερες πολυτεχνικές σχολές της Ευρώπης (μην παθαίνετε αναφυλακτικό σοκ – έτσι είναι) απ’ το αν νοιώθει άσχημα που θα παίρνει 800 ευρώ στον πρώτο του μισθό. Έχει, δηλαδή, διαφορά το να καλλιεργείς στον νέο άνθρωπο πνεύμα φιλομάθειας και υπερηφάνειας για τις επερχόμενες σπουδές του, απ’ το να τροφοδοτείς και να αναπαράγεις την περιρρέουσα μιζέρια και τα κυρίαρχα, διαλυτικά στερεότυπα. Η ευθύνη είναι μεγάλη, διότι η προπαγάνδα περί των προπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα επιστρέφεται σε μας – τις ψυχολογικές, πνευματικές, ακόμα και οικονομικές συνέπειές της τις λούζεται όλη η κοινωνία.
 
Κλείνοντας, η γνώση είναι σαν τον έρωτα: ερωτεύεσαι τον άλλον γι’ αυτό που είναι, και όχι για το οτιδήποτε υλικό πρόκειται να αποκομίσεις απ’ αυτόν. Έτσι, το ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλοί ή ότι η Αθήνα δεν έχει τις ευκαιρίες απασχόλησης του Λονδίνου δεν λέει τίποτα για την παρεχόμενη τριτοβάθμια εκπαίδευση εδώ, ούτε και πρέπει να αποτελεί κριτήριο για τον νέο άνθρωπο ως προς το πού θα επιλέξει να κάνει τις προπτυχιακές του σπουδές. Εξάλλου, αυτός που θα αγαπήσει τις σπουδές του γι’ αυτό που είναι – για τη γνώση, δηλαδή – θα αμειφθεί μακροπρόθεσμα και υλικά, και θα ζήσει μια ζωή με πληρότητα και νόημα. Η καλύτερη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν στον νέο άνθρωπο γονείς, δάσκαλοι και δημοσιογράφοι είναι να του επιτρέψουν να αγαπήσει τις προπτυχιακές του σπουδές στο ελληνικό πανεπιστήμιο και τη γνώση που θα λάβει εκεί: γνώση συντριπτικά ανταγωνιστικού επιπέδου, εύρους και βάθους.

09 September 2014

Τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου ποιους φοιτητές έχουν;






Τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου ποιους φοιτητές έχουν;



του Ηρακλή Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε σε Το Περιοδικό, 9 Σεπτεμβρίου 2014)



Πώς στο καλό γίνεται το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να πλημμυρίζει τα «καλά» πανεπιστήμια του εξωτερικού με άριστους μεταπτυχιακούς φοιτητές;

Μίλησέ μου ειλικρινά αγαπητή μου αναγνώστρια. Διαβάζοντας τον τίτλο τούτου του κειμένου, ποια ακριβώς περιμένεις να είναι η συνέχεια; Μάλλον μια μακρά λίστα βορειο-ευρωπαϊκών και αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων, σωστά; Και στο τέλος του κειμένου, περιμένεις σίγουρα να διαβάσεις σχόλια για το πόσο χάλια είναι τα ελληνικά πανεπιστήμια, για το δράμα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για την εθνική ντροπή που τα πανεπιστήμιά μας είναι στην 300η ή στη 500η ή στην 1000η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Πάντα μου προξενούσε ενδιαφέρον όλη αυτή η φιλολογία για τα «κακά» ελληνικά πανεπιστήμια. Καταρχήν, ελάχιστα πράγματα χαίρουν πανεθνικής αποδοχής, όπως αυτή η άποψη. Τα «κακά» ελληνικά πανεπιστήμια, να μια ιδέα που αγκαλιάζεται απ’ όλη την οικογένεια, τον μπαμπά, τη μαμά, τα παιδιά, ενίοτε και τον παππού και τη γιαγιά που ξεπαραδιάζονται «για να πάει έξω το παιδί». Εθνική συναίνεση, όχι αστεία! Εκτός όμως από το πόσο δημοφιλής είναι αυτή η άποψη, έβρισκα πάντα ενδιαφέρον και το πόσο άκριτα υιοθετείται.

Ας πούμε, θα περίμενε κάποιος όλοι αυτοί που έχουν τόσο πολύ εσωτερικεύσει το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να θέσουν στον εαυτό τους το απλό ερώτημα: Πώς στο καλό γίνεται το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο να πλημμυρίζει τα «καλά» πανεπιστήμια του εξωτερικού με άριστους μεταπτυχιακούς φοιτητές; Ομολογώ ότι αυτή η απορία με απασχόλησε πολύ, και οι απαντήσεις που έχω λάβει κατά καιρούς σε συζητήσεις είναι, το λιγότερο, αστείες: «διαβάζουμε από μικροί», «το έχουμε στο DNA μας», «αν δεν ήταν τα κακά πανεπιστήμια της Ελλάδας οι απόφοιτοι θα ήταν ακόμη καλύτεροι», κ.ο.κ. Το προφανές όμως δεν το έχω ακούσει ποτέ. Περίεργο ε; Περίεργο που δεν σκεφτόμαστε ότι οι Έλληνες απόφοιτοι είναι καλοί επειδή τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι καλά. Τόσο απλά.

Ας ξαναδούμε πάλι το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ένα κακό πανεπιστήμιο να βγάζει αποφοίτους που γίνονται κατά κύματα αποδεκτοί για μεταπτυχιακές σπουδές από ένα καλό πανεπιστήμιο; Τρία τινά μπορούν να συμβαίνουν. Ή το εδώ «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο κακό, ή το εκεί «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο καλό αλλά μάλλον σούπερ-μάρκετ, ή και τα δύο. Αν το «κακό» πανεπιστήμιο δεν είναι κακό, τότε σταματήστε να συκοφαντείτε το ελληνικό πανεπιστήμιο. Αν το «καλό» πανεπιστήμιο δεν είναι και τόσο καλό, τότε σταματήστε να θεοποιείτε τα ξένα. Αν ισχύουν και τα δύο, τότε απλά τελειώνει η συζήτηση (με αυτούς τους όρους που ξεκίνησε τουλάχιστον)!

Η πραγματικότητά του δικού μου μικρόκοσμου, πάντως, του γεμάτου από μαθητές, συγγενείς και φίλους, είναι σαφής: η Μαρίνα στην AA του Λονδίνου κι από εκεί στο Cambridge, ο Αργύρης στο LSE, η Ιόλη στo Central School κι από εκεί στο Saint-Martins, ο Θανάσης στο Konstanz, ο Γιώργος στη Σορβόννη, ο Κώστας στο Kent και μετά στο Aberystwyth, ο Δημήτρης στο City, η Χρύσα στο Imperial, ο Θοδωρής στο St. Gallen, ο Δημήτρης στο Leuven, η Κωνσταντίνα στο MIT, η Δήμητρα και ο Παναγιώτης στο Rotterdam, ο Σωκράτης στο ETH, ο Στάθης στο Bristol. Όλοι στα κορυφαία πανεπιστήμια του τομέα τους, και όλοι προερχόμενοι από ελληνικά πανεπιστήμια. Σταματάω εδώ, κι εσείς προσθέστε τα δικά σας ονόματα και τα δικά τους πανεπιστήμια. Πώς ξεφύτρωσαν και συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν όλοι αυτοί;

Η πλύση εγκεφάλου που γίνεται στη νεολαία ως προς το «κακό» ελληνικό πανεπιστήμιο έχει σβήσει έως και τα αυτονόητα. Πήγα να κάνω μάστερ στο εξωτερικό, έχοντας ολοκληρώσει 58 μαθήματα με πτυχίο τετραετούς φοίτησης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο – ναι, Πάντειο, και να μην σας πιάνει σύγκρυο. Κι εκεί στα βόρεια οι συμφοιτητές μου είχαν ολοκληρώσει 30 μαθήματα με πτυχίο τριετούς φοίτησης. Και να θέλει, δεν μπορεί το ξένο πανεπιστήμιο να μην σε πάρει όταν έχεις κάνει σε προπτυχιακό επίπεδο ό,τι αυτό πάει να διδάξει σε μεταπτυχιακό. Κι όμως, ο μεγάλος αριθμός μαθημάτων που ολοκληρώνουν οι Έλληνες φοιτητές και το εντυπωσιακό εύρος των σπουδών τους δεν παίζει κανέναν ρόλο στην εικόνα που οι ίδιοι έχουν για τον εαυτό τους. Έτσι, συναντώ αποφοίτους Πολυτεχνικών Σχολών με πέντε (5) χρόνια προπτυχιακής φοίτησης στην πλάτη τους, οι οποίοι νοιώθουν να υπολείπονται συναδέλφων τους από το εξωτερικό, οι οποίοι ολοκληρώνουν σπουδές με τα μισά μαθήματα. Τόσο πολύ μας έχουν διαλύσει τη ψυχολογία οι κήρυκες.

«Α, όλα κι όλα, δεν παίζει ρόλο η ποσότητα σε ένα πρόγραμμα σπουδών, αλλά η ποιότητα», θα μου πείτε. Κι όμως, ποσότητα και ποιότητα είναι στοιχεία αλληλένδετα. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που πήγα να διδάξω Ιστορία Ψυχρού Πολέμου σε φοιτητές Διεθνών Σχέσεων, σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Πώς σας φαίνεται ο άλλος να μην γνωρίζει τι σημαίνουν τα αρχικά ΟΗΕ; Φυσιολογικό, αν δεν έχεις κάνει κάποιο μάθημα σχετικά με τον θεσμό αυτό. Στο Πάντειο είχα κάνει – κι όμως, ο αγγλοσάξονας που είχα μπροστά μου είχε 300% μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τον οποιοδήποτε Έλληνα συνάδελφό του. Μια άλλη φορά δίδαξα «Παγκοσμιοποίηση» σε μεταπτυχιακούς, πάλι στο εξωτερικό. Ο εδώ προπτυχιακός φοιτητής της χρονιάς μου έφευγε με «Μικροοικονομική», «Μακροοικονομική», «Δημόσια Οικονομικά» και «Διεθνή Οικονομικά» στο τσεπάκι. Ο εκεί μεταπτυχιακός αγνοούσε ως και τη στοιχειώδη οικονομική ορολογία.

«Μα δες τις παγκόσμιες κατατάξεις, τα rankings, τις λίστες!!» ακούω ευθύς αμέσως την επόμενη ένστασή σας. Αχ αυτές οι λίστες… Σκεφθήκατε ποτέ ποιος τις γράφει; Ποιοι συμμετέχουν στις επιτροπές και στα πάνελ που επιλέγουν τα πανεπιστήμια; Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή; Ας δούμε ενδεικτικά μερικές λίστες. Ας πάμε, π.χ., στη λίστα του Forbes για τα best business schools ανά τον κόσμο. Ποιο είναι το ΜΟΝΑΔΙΚΟ κριτήριο επιλογής; Κρατηθείτε: ο μισθός που παίρνεις μόλις βρεις δουλειά μετά την ολοκλήρωσή ων σπουδών σου. Ναι! Ο μισθός αγαπητές μου αναγνώστριες έχει αναχθεί στο βασικότερο κριτήριο για την κατάταξη των πανεπιστημίων και την αξιολόγηση των σπουδών. Το χρήμα που θα βγάλεις στη ζωή σου κρίνει αν σπούδασες καλά ή κακά! Το ίδιο και με τις λίστες των Financial Times για τα καλύτερα μάστερ οικονομικών και επιχειρηματικών σπουδών. Η κρίσιμη λεπτομέρεια – ότι δηλαδή ο πρώτος μισθός στις ΗΠΑ ή στην Ελβετία είναι 3 και 4 φορές πάνω απ’ τον αντίστοιχο ελληνικό (ακόμη και αν τον συγκρίνουμε προσαρμοσμένο στη βάση των διαφορετικών επιπέδων τιμών στην αγορά), και άρα το αμερικανικό και το ελβετικό πανεπιστήμιο θα εμφανίζεται πάνω απ’ το αντίστοιχο ελληνικό βάσει του μισθού των αποφοίτων του – φαίνεται ότι διαφεύγει απ’ τους περισσότερους.

«Ναι, αλλά δεν μας λες κουβέντα για την έρευνα, τα journals, τις συμμετοχές στα συνέδρια…». Η πανεπιστημιακή έρευνα στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι μια πονεμένη, πάρα πολύ πονεμένη ιστορία. Επιγραμματικά: όταν η χρηματοδότηση εξαρτάται πλέον από την ερευνητική παραγωγή, είναι σαφές ότι αντί το πανεπιστήμιο να υπηρετεί την επιστήμη, καταλήγει η επιστήμη (ή η επίφασή της) να υπηρετεί το πανεπιστήμιο και τη μακροπρόθεσμη οικονομική του επιβίωση. Είναι τεράστιο ερώτημα το πόσα από τα άρθρα που κατακλύζουν τις επί γης επιστημονικές επιθεωρήσεις έχουν πραγματική κοινωνική χρησιμότητα, ή απλώς αναμασούν τα ίδια και τα ίδια – ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, όπου τα κριτήρια επιστημονικότητας είναι πάντα πιο χαλαρά και αόριστα. Επίσης, σκεφθείτε ποιοι κάνουν τις ερευνητικές αξιολογήσεις: οι ίδιοι οι καθηγητές των ίδιων πανεπιστημίων που βγαίνουν πρώτα στις αξιολογήσεις. Έχω ζήσει από κοντά τη διαδικασία της «Άσκησης Ερευνητικής Αξιολόγησης» (Research Assessment Exercise) των βρετανικών πανεπιστημίων· επιλεγμένοι καθηγητές αξιολογούν την ερευνητική παραγωγή κάθε πανεπιστημίου. Και τα γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια είναι αυτά που δίνουν τους καθηγητές-μέλη των πάνελ, οι οποίοι στη συνέχεια αξιολογούν τα πανεπιστήμια βγάζοντας πρώτα τα ήδη γνωστά και με πρεστίζ πανεπιστήμια από τα οποία προέρχονται. Και πώς βγαίνει άραγε η ποσοτική αξιολόγηση του κάθε επιστημονικού περιοδικού, του κάθε άρθρου, και πάει λέγοντας; Πάλι από τους ίδιους.

Αλλά ας υποθέσουμε χάριν του επιχειρήματος ότι πράγματι η έρευνα που παράγεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο υπολείπεται άλλων πανεπιστημίων του εξωτερικού. Τι σχέση έχει αυτό με το αν τα ελληνικά πανεπιστήμια παρέχουν καλή παιδεία ή όχι; Τι σχέση έχει η διδασκαλία με την έρευνα; Σύμφωνα με τον κοινό νου, ένα πανεπιστήμιο με υψηλού επιπέδου έρευνα θα έχει και υψηλού επιπέδου διδασκαλία. Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί να ισχύει το αντίστροφο; Θυμάμαι σαν τώρα τους συναδέλφους μου στο εξωτερικό πώς αντιμετώπιζαν την κάθε τάξη, σαν βάρος το οποίο τους αποσπούσε από τον ιερό σκοπό τους: να γράψουν το επόμενο peer-reviewed άρθρο και να το καταθέσουν για την επόμενη κρίση, ώστε να εμπλουτίσουν το βιογραφικό και να επιβιώσουν για άλλο ένα χρόνο μέχρι να μονιμοποιηθούν. Όταν η καριέρα σου εξαρτάται από τις δημοσιεύσεις, και όταν για τις δημοσιεύσεις απαιτείται χρόνος, καθετί που σε αποσπά απ’ αυτές – δηλαδή η διδασκαλία – είναι ένα βάρος. Δεν είναι λοιπόν αυτόματη η μετάφραση μιας ισχυρής ερευνητικής κουλτούρας σε διδασκαλία υψηλού επιπέδου. Με άλλα λόγια, το ότι πατώνουν ερευνητικά τα ελληνικά πανεπιστήμια – αν υποθέσουμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο – δεν λέει κάτι για το επίπεδο διδασκαλίας και παιδείας που παρέχουν.

Αν κατάφερα να σας πείσω για την ποιότητα των ελληνικών πανεπιστημίων, ή τουλάχιστον για το αβάσιμο της μιζέριας που περιτριγυρίζει όλη τη σχετική συζήτηση, μένει να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η μιζέρια έχει παγιωθεί τόσο έντονα. Καταρχήν, γιατί πράγματι το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει προβλήματα – κομματικοκρατία, γραφειοκρατία, έλλειψη πόρων, και πολλά άλλα. Οι υποδομές συχνά είναι προβληματικές, γιατί έτσι πρέπει να είναι – π.χ. το ελληνικό κράτος αρνήθηκε να δώσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το γειτονικό κτίριο Σαρίδη, επειδή εκεί «έπρεπε» να στεγαστεί το υπουργείο Τύπου. Κομματικές παρέες (όλως τυχαίως των κομμάτων που υποστηρίζουν με τον τρόπο τους τη συγκεκριμένη φιλολογία για να προωθήσουν τις «μεταρρυθμίσεις») συχνά βάζουν το χεράκι τους σε λογής ζητήματα, κυρίως στελέχωσης. Και καθηγητές συχνά στέκονται ασυνεπείς ως προς το έργο τους – ακόμα θυμάμαι τον καθηγητή μου που μια φορά παράτησε τη διάλεξη και τους φοιτητές για να πάει να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο, και την ίδια στιγμή μας υμνούσε τον Σημίτη και τον εκσυγχρονισμό… Αλλά τούτα τα προβλήματα δεν είναι μοναχά ελληνικό προνόμιο, και επίσης τούτα τα προβλήματα, περιέργως, δεν έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των ξένων πανεπιστημίων προς τους έλληνες απόφοιτους. Α, ναι, και τούτα τα προβλήματα δεν λύνονται με το να απολύεις διοικητικό προσωπικό και να κόβεις τη χρηματοδότηση!

Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο: η δυσφήμηση του ελληνικού πανεπιστημίου υπηρετεί την ανάγκη ιδεολογικής ηγεμονίας του κεφαλαίου. Θολώνει τη νεολαία, τσακίζει τη συνείδησή της, σπέρνει τη μοιρολατρία, και τη στέλνει γραμμή στα λογής ιδιωτικά κολλέγια και στις όλο πρεστίζ διεθνείς τους συνεργασίες. Παγιώνει όλη την κουβέντα περί της δήθεν ανάγκης εισαγωγής της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, νομιμοποιώντας το ιδιωτικό σε όλες του τις εκφάνσεις. Και ακυρώνει τη συλλογικότητα, όπως αυτή θα μπορούσε εν δυνάμει να εκφραστεί γύρω από τον πανεπιστημιακό θεσμό και τη μεταρρύθμισή του. Ξεψυχισμένος, ως φοιτητής, σου απομένει το να παραλάβεις τις σημειώσεις σου από τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ, να περιμένεις υπομονετικά να πάρεις το πτυχίο σου, και δρόμο. Κι ούτε θα σκεφτείς ποτέ, σαν μάθεις ότι σε πήρανε στο εξωτερικό, ότι κάποιο λιθαράκι θα έβαλε και το ελληνικό σου πανεπιστήμιο.

Κλείνοντας, ας υπενθυμίσω τη βασική θέση του κειμένου. Ανάμεσα στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου είναι και τα ελληνικά. Όχι μόνο τα ελληνικά, όχι όλα τα ελληνικά, αλλά ΚΑΙ τα ελληνικά. Με τα αποτσίγαρα στο πάτωμα, με τις σκισμένες αφίσες τους, με τις καταλήψεις για ψύλλου πήδημα, με απλήρωτους διδάσκοντες, με μισοάδειες βιβλιοθήκες, με βιβλία που παραδίδονται στο τέλος της χρονιάς, με όλα αυτά και παρόλα αυτά. Ξέρω πως θα μου τρίψετε στη μούρη rankings και λίστες και αξιολογήσεις. Εγώ θα επικαλεστώ μοναχά την ωμή πραγματικότητα των χιλιάδων φοιτητών που διαπρέπουν σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο εξωτερικό. Από πού βγήκαν όλοι αυτοί; Ουρανοκατέβατοι; Τους έβρεξε ο καλός θεούλης; Ή τους έβγαλε η αθάνατη ελληνική ψυχή; Αμ δε! Τους δημιούργησε το Πάντειο, το Πολυτεχνείο, η Πάτρα, η Κρήτη, ο Πειραιάς, το Αριστοτέλειο, η Κομοτηνή, το Αθηνών, τα Γιάννενα, και πάει λέγοντας.

Γι’ αυτό, αγαπητοί έλληνες φοιτητές, κι εσείς σπαστικοί γονείς τους, πάψτε να διαβάζετε την προπαγάνδα εναντίον του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου. Πάψτε να αυτό-κομπλεξάρεστε – το πτυχίο και το βιογραφικό σας είναι μια χαρά. Μην ακούτε τους κήρυκες που ως μόνο χόμπι στη ζωή τούτη διάλεξαν την αποδόμηση του καθετί δημόσιου, του καθετί που δεν υπηρετεί το κεφάλαιο, του καθετί μη Δυτικού και μη καραμπινάτα αγοραίου. Προϋπόθεση για να βελτιωθούν τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι να πιστέψουμε σ’ αυτά και στο έργο τους, να πάψουμε να τα συκοφαντούμε και να τα υπονομεύουμε. Όταν τα γραφεία εισαγωγής φοιτητών – τα admissions offices αγγλιστί – των πιο διάσημων πανεπιστημίων στον κόσμο επιδεικνύουν την πιο τυφλή εμπιστοσύνη στους απόφοιτους του ελληνικού πανεπιστημίου, ξανά και ξανά, δεν βρίσκω λόγο να μην κάνετε κι εσείς το ίδιο.