Pages

28 July 2019

Σπουδές, καριέρα, επιθυμία





Σπουδές, καριέρα, επιθυμία

 

Με αφορμή τη συζήτηση για την ίδρυση της νομικής σχολής στην Πάτρα

 


του Ηρακλή Οικονόμου

 

Εισαγωγή

«Είναι προεκλογική μας δέσμευση να μην προχωρήσει η τέταρτη Νομική. Έτσι, ανακαλείται σήμερα η απόφαση για τη σύσταση της επιτροπής που θα συζητήσει την ίδρυσή της. Δεν είναι θέμα Πάτρας. Είναι θέμα τέταρτης Νομικής. Η χώρα δεν χρειάζεται τέταρτη Νομική». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε η υπουργός Παιδείας την προοπτική ίδρυσης τέταρτης Νομικής Σχολής στη χώρα, στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

 

Το επιχείρημα του παρόντος άρθρου, μένοντας μακριά από την κομματική διαμάχη ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το επίμαχο ζήτημα, είναι το εξής: Η φιλολογία περί ανεργίας των δικηγόρων και έλλειψης ανάγκης ίδρυσης τέταρτης σχολής νομικής δεν είναι παρά άλλη μια έκφραση ενός ταξικού μίσους προς το δημόσιο πανεπιστήμιο και τη διάχυση στις μάζες της δυνατότητας κοινωνικής ανέλιξης. Οι νομικές σπουδές ελάχιστη σχέση έχουν με τη δικηγορία και με την ανεργία στον κλάδο· για πολύ κόσμο δεν είναι παρά ένα εφαλτήριο γνώσης που οδηγεί σε άλλες ειδικεύσεις και επιλογές καριέρας. Ως παράδειγμα αυτής της χρήσης των νομικών σπουδών, το άρθρο θα επικαλεστεί τα βιογραφικά σχεδόν του 1/3 του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο απαρτίζεται από κατόχους πτυχίων ή/και μεταπτυχιακών τίτλων νομικής.

 

Ναι, αρκεί μια ματιά στο ίδιο το υπουργικό συμβούλιο για να δειχθεί το πόσο λανθασμένη η «μετάφραση» των νομικών σπουδών σε έξτρα ανέργους. 16 στα 51 μέλη του έχουν σπουδάσει νομικά, ελάχιστοι εξ αυτών ασχολήθηκαν με τη μάχιμη δικηγορία, μεγάλο μέρος τους έχει μεταπτυχιακά σε πολιτικές επιστήμες, διεθνείς σπουδές και άλλους κλάδους σαφέστατα εκτός αγοράς, και είναι οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που τρομοκρατούν τους νέους ανθρώπους συνδέοντας τις νομικές επιστήμες με την ανεργία. Γιατί στην ουσία της, όπως θα υποστηρίξουμε στο δεύτερο μισό του σημειώματος, όλη αυτή η συζήτηση περί σύνδεσης των σπουδών με την αγορά δεν είναι παρά μια απόπειρα ιδεολογικής τρομοκράτησης και χειραγώγησης του νέου ανθρώπου, και ενσωμάτωσής του σε έναν αγοραίο και φοβικό τρόπο σκέψης και δράσης.

 

Γιατί σπούδασαν νομικά οι υπουργοί μας;

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει σίγουρα κόσμος μέσα στο υπουργικό που έχει ασχοληθεί με τη δικηγορία, όπως π.χ. ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις. Ως δικηγόρος έχει ασχοληθεί κυρίως με θέματα κεφαλαιαγοράς, ναυτιλίας και τηλεπικοινωνιών, ενώ είναι πτυχιούχος της Νομικής στο ΕΚΠΑ με μεταπτυχιακή ειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις στο Χάρβαρντ. Ο υπουργός Εξωτερικών επίσης πήρε το πτυχίο νομικής και μετά έκανε δύο μάστερ, ένα στο Ναυτικό & Ασφαλιστικό Δίκαιο, κι άλλο στην Εγκληματολογία, προτού εργαστεί ως δικηγόρος. Στη μαχόμενη δικηγορία βρέθηκε και ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης για θέματα απλούστευσης διαδικασιών, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς. Και βέβαια, μην λησμονούμε και τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύθηκε σε θέματα Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου και Ποινικού Δικαίου.

 

Άλλη αφετηρία είχε, όμως, η πορεία του υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών, αρμόδιου για θέματα μεταφορών. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Περνώντας στην υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αρμόδια για την αλιευτική πολιτική, διαβάζουμε ότι αποφοίτησε από τη Νομική του ΑΠΘ και εργάστηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως δημοσιογράφος και τηλεοπτική παραγωγός στο Πρακτορείο Ειδήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις Βρυξέλλες. Και ο υπουργός επικρατείας θέλησε να γίνει πανεπιστημιακός δάσκαλος μετά τις σπουδές του στα νομικά - καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, για την ακρίβεια, όπου διευθύνει και τον Τομέα Δημοσίου Δικαίου.

 

Και να ’τανε μόνο αυτοί που σπούδασαν νομικά αλλά στράφηκαν αλλού, καλά θα ’τανε! Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ας πούμε, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακά στη Γαλλία στο διεθνές δίκαιο, αλλά μετά ακολούθησε σταδιοδρομία δικαστικού φτάνοντας μέχρι και την προεδρία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τη φορολογική πολιτική και τη δημόσια περιουσία έκανε μάστερ στο Δημόσιο Δίκαιο και προσελήφθη στο υπουργείο Οικονομικών μέσω ΑΣΕΠ. Ο υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα σπούδασε νομικά, έκανε μάστερ στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, και εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και ο υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων αρμόδιος για την έρευνα & τεχνολογία αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή στην Αθήνα, εκπόνησε διδακτορικό στην Ευρωπαϊκή πολιτική, και εργάστηκε ως σύμβουλος επιχειρήσεων.

 

Θέλετε κι άλλους υπουργούς με νομικές σπουδές που δεν έγιναν άνεργοι δικηγόροι; Θα τους έχετε! Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη μετά τις νομικές σπουδές του ενεπλάκη με την πολιτική, έγινε νομάρχης Καρδίτσας και, στη συνέχεια, βουλευτής Ημαθίας πριν υπουργοποιηθεί. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας σπούδασε νομικά στην Αθήνα, έκανε τα μάστερ του στα Οικονομικά και τις διεθνείς σχέσεις, και κατέληξε διευθυντής πωλήσεων σε μεγάλη ιδιωτική εταιρεία στον χώρο του μαρμάρου. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφοίτησε από τη Νομική του ΕΚΠΑ και πήρε μεταπτυχιακό στην Πολιτική Επικοινωνία από το Πανεπιστήμιο του Κεντ. Και μπορεί να εργάστηκε ως δικηγόρος, αλλά μην ξεχνάμε τη θητεία του για 13 χρόνια στις Βρυξέλλες, ως μέλος του Ευρωκοινοβουλίου. Όσο για τον υφυπουργό Δικαιοσύνης, πήρε το πτυχίο της Νομικής του ΕΚΠΑ, πήρε και δεύτερο πτυχίο στην Πολιτική Επιστήμη, αλλά στη συνέχεια έγινε δικαστικός, και συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου.

 

Για το τέλος, σας άφησα την χαρακτηριστικότερη περίπτωση - την ίδια την υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η υπουργός έλαβε το πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο Paris II, μετά έκανε το πρώτο της μεταπτυχιακό στο ίδιο πανεπιστήμιο στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και τη διαιτησία, όπου και δίδαξε ως βοηθός καθηγητή, και στη συνέχεια πήγε στο Χάρβαρντ για δεύτερο μεταπτυχιακό στο δίκαιο της διαιτησίας. Μάλιστα, μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές της στις ΗΠΑ, η υπουργός εργάστηκε ως δικηγόρος σε δικηγορική εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, στον δικηγορικό σύλλογο της οποίας και είναι εγγεγραμμένη.

 

Τη διακρίνετε την αντίφαση; Οι ίδιοι που επέλεξαν να σπουδάσουν τη νομική επιστήμη, που έζησαν στο εξωτερικό χάρη σ’ αυτή, που δίδαξαν σε πανεπιστήμια χάρη σ’ αυτή, που εργάστηκαν σε μεγάλες δικηγορικά γραφεία χάρη σ’ αυτή, που έγιναν και υπουργοί χάρη σ’ αυτή, και που έχτισαν όλη τη ζωή τους και την καριέρα τους με αυτήν ως θεμέλιο, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι έχουμε πολλούς νομικούς και ότι η νομική είναι το διαβατήριο για την ανεργία.

 

Το μίσος για το δημόσιο πανεπιστήμιο και η ιδεολογική λειτουργία της επιλογής σπουδών

Πώς ερμηνεύεται αυτή η αντίφαση; Αγνοούν οι υπουργοί μας τις τεράστιες δυνατότητες καριέρας που ανοίγουν οι νομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, τις οποίες οι ίδιοι έχουν βιώσει; Δεν μιλάνε άραγε μεταξύ τους για να δουν ότι οι συνάδελφοί τους υπουργοί με νομικό υπόβαθρο εργάστηκαν ως δικαστικοί, ως καθηγητές πανεπιστημίου, ως υπάλληλοι υπουργείων, ως νομικοί σύμβουλοι σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς, ως δημοσιογράφοι και τηλεοπτικοί παραγωγοί, ως υπάλληλοι σε διεθνείς οργανισμούς, ως σύμβουλοι επιχειρήσεων, ως αιρετοί εκπρόσωποι τοπικής αυτοδιοίκησης, και πάει λέγοντας; Όσο κι αν αμφισβητώ την ορθότητα των πολιτικών τους επιλογών, σέβομαι τη νοημοσύνη τους και άρα μάλλον κάτι άλλο ισχύει.

 

Καταρχήν, η άρνηση ίδρυσης τέταρτου τμήματος νομικής εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατασυκοφάντησης του δημόσιου πανεπιστημίου. Δεν το θέλουν, δεν το γουστάρουν, αντιδρά ο οργανισμός τους. «Θέλω τα πανεπιστήμια να παράγουν γνώση και όχι τρομοκρατία. Να παράγουν ποιότητα και όχι εγκληματικότητα» - αυτή τη σκληρή συκοφαντία για το δημόσιο πανεπιστήμιο την εκστόμισε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις σε ανάρτησή του στο twitter στις 22 Νοεμβρίου 2018. Φαντάζεστε υπουργό σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου να περιγράφει με τέτοια πώρωση τα πανεπιστήμια της χώρας του ως φωλιές τρομοκρατών; Βεβαίως, όταν το ίδιο ακριβώς κάνει ο πρωθυπουργός της χώρας, φαντάζομαι ότι το να τον μιμείται ο υπουργός του δεν είναι παρά πταίσμα. Στις 18 Απριλίου 2019, ο σημερινός πρωθυπουργός κατηγορεί, από την Κύπρο, την τότε κυβέρνηση ότι «μετέτρεψε ουσιαστικά τα πανεπιστήμια σε κέντρα κατασκευής μολότοφ και άντρα τα οποία δίνουν άσυλο σε εγκληματικές συμμορίες».

 

Δύο παράγοντες εξηγούν αυτή την παραληρηματική κριτική ενάντια στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Καταρχήν, ιστορικά στην Ελλάδα, ο συγκεκριμένος θεσμός και τα πτυχία του - ναι, ναι, αυτά που δήθεν δεν θέλει η αγορά - αποτέλεσαν μηχανισμό άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Δεν το λέω εγώ, η υπεράνω πάσης υποψίας Καθημερινή (23/6/2006) το λέει σε editorial της! «Η Ανώτατη Παιδεία υπήρξε διαχρονικά μια ασφαλής διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας και αναδιανομής του εισοδήματος. Διά της εκπαιδεύσεως τα παιδιά εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα κατάφερναν να ανέλθουν κοινωνικά. Μπορούσαν να έχουν ένα καλύτερο αύριο. Το ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο υπήρξε ο καλύτερος μηχανισμός άμβλυνσης των ταξικών διαφορών που δημιουργούνται στην κοινωνία». Είναι ευκόλως εννοούμενο το γιατί οι νεοφιλελεύθεροι απεχθάνονται έναν τέτοιο μηχανισμό. «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση» δήλωνε από το βήμα της ΔΕΘ ο τωρινός πρωθυπουργός στις 16 Σεπτεμβρίου 2017. Ακόμα καλύτερα, όμως, το εξέφρασε η πρωθιέρεια του νεοφιλευθερισμού Μάργκαρετ Θάτσερ το 1987: “And, you know, there’s no such thing as society. There are individual men and women and there are families”.

 

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η προαγωγή των ιδιωτικών συμφερόντων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση - θέμα που ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος σημειώματος. Αρκεί να παρατηρήσουμε το εξής: στη συγκεκριμένη περίπτωση των νομικών σπουδών, υπάρχει πληθώρα ιδιωτικών κολλεγίων που προσφέρουν Bachelor of Laws (LLB - πτυχίο Νομικής) στην Ελλάδα, σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια. Δεν θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα προγράμματα, διότι δεν θέλω να φανεί ούτε ότι τα διαφημίζω ούτε ότι τα δυσφημώ. Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη τέτοιων προγραμμάτων. Πώς αλήθεια εξηγείται αυτό όταν, υποτίθεται, ότι δεν υπάρχει ζήτηση για νομικά; Ρητορικό είναι το ερώτημα

 

Πέρα όμως για το μίσος για το δημόσιο πανεπιστήμιο, υπάρχει και κάτι άλλο στη συζήτηση περί πτυχίου και ανεργίας και σύνδεσης με την αγορά εργασίας, που αγγίζει τη σφαίρα της ιδεολογίας και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου: η καταπίεση της επιθυμίας. Προφανώς και δεν καταπιέζει κάθε επιθυμία ο καπιταλισμός - την επιθυμία για το επόμενο κινητό τηλέφωνο θα την ενθαρρύνει και, αν δεν υπάρχει, θα τη δημιουργήσει κιόλας. Η επιθυμία, όμως, για γνώση ανεξάρτητα από τις επιταγές της αγοράς πρέπει να απωθηθεί, διότι ξεφεύγει από την τάση του κεφαλαίου για σφετερισμό όλων των πτυχών της καθημερινής ζωής και μετατροπή τους σε κατανάλωση - σε οικονομικό επίπεδο - και σε αποδοχή και νομιμοποίηση της λογικής της αγοράς - σε ιδεολογικό επίπεδο. Ξεφεύγει, δηλαδή, από την ανάγκη αναπαραγωγής του συστήματος. Η καταπίεση της επιθυμίας μέσω της επίκλησης της αγοράς ως κριτήριο σπουδών είναι ένα πανίσχυρο εργαλείο νομιμοποίησης της υπάρχουσας κοινωνίας.

 

Και βέβαια, η συμπεριφορά ενάντια στις κατεστημένες αντιλήψεις της αγοράς επιτρέπεται μόνο στο ίδιο το κεφάλαιο και στους εκπροσώπους του - στις ελίτ. Όταν ο Ζούκερμπεργκ εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο για να στήσει τη startup του, είναι μάγκας και πρωτοπόρος· όταν το εγκαταλείπει, όμως, ο εργαζόμενος φοιτητής στην Ελλάδα για να προλαβαίνει τη δουλειά του είναι βάρος για την κοινωνία και παράσιτο. Όταν ο σημερινός πρωθυπουργός πηγαίνει να σπουδάσει σε προπτυχιακό επίπεδο Κοινωνικές Επιστήμες (αυτός ήταν ο τίτλος του πτυχίου του σύμφωνα με το βιογραφικό του πρωθυπουργού στο διαδίκτυο) στο Χάρβαρντ, είναι η προσωποποίηση της αριστείας· όταν όμως ο φοιτητής στην Ελλάδα επιλέγει ηθελημένα να σπουδάσει στο Πάντειο Πολιτική Επιστήμη ή Κοινωνιολογία (που κάνει τα παιδιά μας αριστερά, σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων) ή Κοινωνική Ανθρωπολογία, είναι ο μελλοντικός άνεργος και ο κακομοίρης που δεν έχει την τύχη να συνδέσει τις σπουδές του με την αγορά.

 

Συμπέρασμα για πιθανή προσωπική χρήση

Το βασικό συμπέρασμα της παρούσας ανάλυσης το συνοψίζει η πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών (thebest.gr, 12/7/2019): «Εγώ πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει να σπουδάζουν, να αποκτούν γνώσεις και να τις χρησιμοποιούν όσο καλύτερα μπορεί ο καθένας, ανεξάρτητα από την επαγγελματική αποκατάσταση». Οι πορείες των μελών του υπουργικού συμβουλίου δείχνουν ότι κάποιοι σε αυτή τη ζωή έχουν το προνόμιο να σπουδάζουν αυτό που γουστάρουν ανεξάρτητα από την αγορά και είναι οι ίδιοι που ακυρώνουν την ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων καθότι δεν τα χρειάζεται η χώρα, αφού δεν τα χρειάζεται η αγορά. Αυτοί που τρομοκρατούν τον νέο άνθρωπο για τις στρατιές των ανέργων στις οποίες πρόκειται να ενταχθεί αν επιλέξει το α’ ή το β’ γνωστικό πεδίο διασφαλίζουν για τον εαυτό τους μια ακαδημαϊκή πορεία που ελάχιστη σχέση έχει με την απόκτηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων και άλλων εφοδίων για την ικανοποίηση του εργοδότη. Αυτοί που επικαλούνται την υποταγή στην αγορά ως κριτήριο για την επιτυχία είναι οι ίδιοι που ξέρουν καλά ότι η επιτυχία περνάει μέσα από την ικανοποίηση της επιθυμίας για γνώση.

 

Η κουβέντα περί σύνδεσης του πτυχίου με την αγορά εργασίας είναι μια συρραφή από κλισέ· την ίδια στιγμή που μας λένε για σπουδές που δήθεν απαιτεί η αγορά, μάς λένε κι ότι ο μέσος εργαζόμενος θα κληθεί στη ζωή του να αλλάξει πέντε, δέκα ή δεκαπέντε δουλειές. Γράφει το επιχειρηματικό περιοδικό Forbes (Liz Ryan, 28/10/2016): «Στις παλιές καλές μέρες, η εργασιακή ασφάλεια ήταν το κλειδί. Οι άνθρωποι ήθελαν να αποφοιτήσουν από το πανεπιστήμιο και να χαθούν μέσα σε μια τεράστια εταιρεία η οποία θα τους απασχολούσε μέχρι τη σύνταξη. Αυτές οι μέρες έχουν πλέον φύγει. Κανένας δεν μπορεί να σας εγγυηθεί δια βίου απασχόληση». Η λογική απόληξη του δόγματος περί «σύνδεσης του πτυχίου με την αγορά» δεν είναι παρά η κατάργηση όλων των πτυχίων, ή το να παίρνει ο καθένας μας μια ντουζίνα πτυχία για να ανταποκρίνεται στις μεταλλασσόμενες ορέξεις των εργοδοτών και των ιδιωτικών εταιρειών. Απέναντι σ’ αυτό το λογικό αδιέξοδο, η απάντηση είναι: παίρνω το πτυχίο που θέλω.

 

Αυτό σημαίνει: σαν μόνο κριτήριο επιλογής έχω τη γνώση που το αντικείμενο θα μου δώσει, το πόσο με φτιάχνει σαν περιεχόμενο, το πόσο με διεγείρει. Αυτό σημαίνει: αφήνω τους άλλους να τρελαίνονται με μέρες καριέρας, με money show, με το πόσα λεφτά παίρνει ο απόφοιτος για πρώτο μισθό, με την άποψη του μπαμπά, της μαμάς, ενίοτε και της γιαγιάς, με το τι είναι καλό και τι είναι κακό για το βιογραφικό, με rankings πανεπιστημίων - σούπερ μάρκετ, και πάει λέγοντας. Αυτό σημαίνει: προφυλάσσομαι απ’ όλη αυτή τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα που στόχο έχει να πιεστώ ψυχικά, να αποξενωθώ από τον εαυτό μου κι από κάθε υποψία συλλογικού νοήματος, και να απονευρωθώ ιδεολογικά. Αυτό σημαίνει: προφυλάσσομαι κι από τις ψυχοπνευματικά θανατηφόρες ασθένειες του ατομικισμού, της τελειομανίας και της ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει: απέναντι στα κλισέ της αγοράς και της αριστείας, δίνω χώρο στην επιθυμία.

08 July 2019

Ήττα σαν νίκη






Ήττα σαν νίκη


Ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο νέος διπολισμός



του Ηρακλή Οικονόμου


«Ήττα σαν νίκη» – αυτή είναι η φράση που εμείς οι βάζελοι λέμε για να πικάρουμε τους γαύρους κάθε φορά που η ομάδα τους χάνει στην Ευρωλίγκα, μιμούμενοι κάποιους οπαδικούς δημοσιογράφους που εισήγαγαν και τον όρο για να παρηγορούν τα ερυθρόλευκα πλήθη.


«Ήττα σαν νίκη» – αυτή είναι και η φράση που αντανακλά πληρέστερα το τι συνέβη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 αναφορικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι, δεν θέλω να παρηγορήσω κανέναν (καθότι δεν τυγχάνω ούτε υποστηρικτής ούτε ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ), παρά μόνο να ερμηνεύσω και να προβλέψω.


Στην επιφάνεια των πραγμάτων, η Νέα Δημοκρατία κατάφερε πράγματι μια μεγάλη νίκη, εξασφαλίζοντας αυτοδυναμία και περίπου το 39,8% των ψήφων. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε, παίρνοντας περίπου το 31,5% των ψήφων. Κοιτώντας, όμως, την εκλογική αριθμητική των κομμάτων και λαμβάνοντας υπόψη τη συγκυρία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ουσία του εκλογικού αποτελέσματος είναι πολύ διαφορετική από αυτή την απλή σύγκριση των δύο ποσοστών.


Από πού προήλθε, καταρχήν, αυτό το 39,8% της ΝΔ; Ας δούμε το εξής άθροισμα των ποσοστών που πήραν κάποια κόμματα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015: ποσοστό ΝΔ Σεπ. 2015 + ποσοστό Χρυσής Αυγής Σεπ. 2015 + ποσοστό Το Ποτάμι Σεπ. 2015 + ποσοστό ΑΝΕΛ Σεπ. 2015 + ποσοστό Ένωση Κεντρώων Σεπ. 2015 = 28,10 + 7 + 4.10 + 3.70 + 3.40 = 46.30 %. Κι από το 46,30%, ας αφαιρέσουμε τα ποσοστά που πήρε ο Βελόπουλος, η Χρυσή Αυγή και η Ένωση Κεντρώων στις τωρινές εκλογές: 46,30 – 3.70 – 2.90 – 1.20 = 38.5%.


Τι μας δείχνει το ποσοστό αυτό, που απέχει λιγότερο από μιάμιση ποσοστιαία μονάδα από το ποσοστό που έλαβε η ΝΔ στις τωρινές εκλογές; Μα φυσικά ότι η αύξηση του ποσοστού της ΝΔ συμπίπτει με τη μείωση ή εξάλειψη των ποσοστών του Ποταμιού, των ΑΝΕΛ, της Ένωσης Κεντρώων, και της Χρυσής Αυγής – με εξαίρεση το κομμάτι εκείνο των ψηφοφόρων που πήγε στον Βελόπουλο. Με άλλα λόγια, η εκλογική νίκη της ΝΔ οφείλεται στο ότι κατάφερε να απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων των μικρών κομμάτων τριγύρω της. Το μεν Ποτάμι το απορρόφησε μέσα από το κανάλι της νεοφιλελεύθερης πολιτικο-οικονομικής ατζέντας, τους δε ψηφοφόρους των ΑΝΕΛ, Ένωσης Κεντρώων και Χρυσής Αυγής τους κέρδισε μέσα από το κανάλι του Μακεδονικού και της λαϊκίστικης υποκρισίας της δήθεν απόρριψης της Συμφωνίας των Πρεσπών από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και κάπως έτσι, η ΝΔ εξάντλησε όλες τις στρατηγικές εφεδρείες της – έχοντας απομείνει μόνο με τη δεξαμενή των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης και με μια Χρυσή Αυγή της οποίας ο σκληρός πυρήνας των ψηφοφόρων που απέμειναν ουδεμία σχέση δύναται να έχει με τη ΝΔ μελλοντικά.


Ας πάμε τώρα και στον ΣΥΡΙΖΑ, κι ας κάνουμε άλλη μια απλή μαθηματική πράξη: ποσοστό ΣΥΡΙΖΑ Ιούλιος 2019 + ποσοστό ΜέΡΑ 25 Ιούλιος 2019 = 31.5 + 3.4 = 34.9%. Το ποσοστό αυτό παραπέμπει στην επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 (35.5%). Τι μας δείχνει αυτό; Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ύστερα από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, τρίτου μνημονίου, αντιλαϊκών μέτρων, ιδιωτικοποιήσεων, πλειστηριασμών, περικοπών, Συμφωνίας των Πρεσπών κλπ. απώλεσε χονδρικά μόνο το ποσοστό εκείνο των ψηφοφόρων που πήγαν στον Βαρουφάκη. Κι αν στο 34,9% προσθέσετε και το ποσοστό που πήρε η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου στις τωρινές εκλογές (1.5%), τότε πηγαίνουμε στο 36.4% που είναι το ποσοστό που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2019! Δεν το λες και στρατηγική ήττα αυτό – μοναχά φθορά, και μάλιστα περιορισμένης κλίμακας.


Enter παράγοντας ΠΑΣΟΚ. Κοιτώντας τα προβληματισμένα πρόσωπα των εκπροσώπων του στα τηλεοπτικά πάνελ το βράδυ των εκλογών, μια σκέψη μου ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό: ότι το ΠΑΣΟΚ τέτοια ευκαιρία επανόδου στην κεντρική πολιτική σκηνή μέσω της εκμετάλλευσης της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να ξαναβρεί. Τον Σεπτέμβριο του 2015 έλαβε το 6,3% των ψήφων, ενώ τώρα πήρε το 8.1% – ούτε δύο ποσοστιαίες μονάδες δεν κατάφερε να πάρει επιπλέον. Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση και τη ΝΔ στην κυβέρνηση, είναι απολύτως φυσιολογικό να περιμένουμε ένταση της πίεσης προς το ΠΑΣΟΚ από τον Τσίπρα. Αίσθησή μου, μάλιστα, είναι ότι η μεγάλη μάζα των τωρινών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (δεν αναφέρομαι στα προβεβλημένα στελέχη του) είναι δυνητικά πιο κοντά στον Τσίπρα παρά στον Μητσοτάκη. Η υποψία μου αυτή στηρίζεται στην εξής κοινότοπη σκέψη: όσοι ήταν να πάνε από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ το κάνανε ήδη, σε αυτές τις εκλογές, δεδομένης της δυναμικής του Μητσοτάκη και της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ στη μεγάλη πλειοψηφία τους υποθέτω ότι είναι λάτρεις του παλαιού «ιστορικού» ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ή απογοητευμένοι ΠΑΣΟΚογενείς πρώην ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ: και οι δύο αυτές κατηγορίες ψηφοφόρων βρίσκονται de facto πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ παρά στη ΝΔ.


Enter παράγοντας μικρότερα αριστερά κόμματα. Οι εκλογές του Ιουλίου συνιστούν μια συγκλονιστική ήττα των αντισυστημικών κομμάτων της Αριστεράς που αμφισβητούν ευθέως την ευρωπαϊκή ενοποίηση στην τωρινή της μορφή. Σε σχέση με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, έχουμε την εξής εικόνα: το ΚΚΕ από το 5,5% κινήθηκε μία από τα ίδια στο 5,3%, η ΛΑΕ από το 2,9% κατέρρευσε στο 0,3%, και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το 0,8% έπεσε στο 0,4%. Αναφέρομαι στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης διότι θεωρώ ότι αυτός ο διαχωρισμός θέτει πράγματι ένα αντικειμενικό όριο στις δυνητικές μετακινήσεις ψηφοφόρων – για να το πούμε λιανά, ένας ψηφοφόρος του ΜέΡΑ 25 ή της Πλεύσης Ελευθερίας μπορεί ευκολότερα να μεταβεί στον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με έναν ψηφοφόρο του ΚΚΕ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δραματική αδυναμία αυτών των κομμάτων να ανταποκριθούν οργανωτικά, προγραμματικά και τακτικά στις απαιτήσεις της συγκυρίας σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καλυμμένα τα αριστερά νώτα του, μέχρι νεωτέρας.


Σημαίνουν όλα αυτά ότι είναι βέβαιη η μελλοντική σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ στα κεντροαριστερά του νέου διπολισμού; Όχι, δεν λέει κάτι τέτοιο το παρόν σημείωμα. Λέει, όμως, ότι οι όροι της μελλοντικής σταθεροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ εξαρτώνται κυρίως από τον ίδιο, κι από το κατά πόσο θα προωθήσει την οργανωτική του ανασυγκρότηση. Κάτι τέτοιο φαντάζει πιθανό: απαλλαγμένο από τα βάρη της κρατικής διοίκησης, το στελεχιακό δυναμικό του θα μπορέσει πλέον να αφιερωθεί απόλυτα στο χτίσιμο στενότερων και οργανωτικά παγιωμένων δεσμών με τους τρέχοντες και δυνητικούς ψηφοφόρους του κόμματος.


To sum up, γνωρίζαμε πριν τις εκλογές ότι η ΝΔ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα ήταν κυβέρνηση, κι αυτό συνέβη. Υποθέταμε, επίσης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα θα κατέρρεε, κι αυτό δεν συνέβη. Αν λάβουμε υπόψη την εξάντληση των δυνητικών δεξαμενών ψήφου από τη ΝΔ, τις περιορισμένες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, την αδυναμία της αντισυστημικής αριστεράς να πείσει το δυνητικό κοινό της, και την ύπαρξη γόνιμου εδάφους για προσέλκυση μέρους της εκλογικής βάσης ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ 25 από τον ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές θέτει τα θεμέλια της μελλοντικής του κυριαρχίας ως ο κεντροαριστερός πόλος του νέου διπολισμού.

Όσο για τον αριστερό κόσμο που δεν χαίρεται με αυτή την προοπτική της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στο νέο ΠΑΣΟΚ, της διατήρησης του διπολισμού με νέο μανδύα, και του εγκλωβισμού των λαϊκών μαζών σε αυτό το ξαναζεσταμένο πινγκ πονγκ, και δεν πείθεται ούτε από την αλά Βαρουφάκη ανακύκλωση του «αριστερού ευρωπαϊσμού» και των αυταπατών του, η τρέχουσα συγκυρία είναι αναμφισβήτητα άβολη. Η συλλογική σοφία δεν είναι ακόμα έτοιμη για να προτείνει τις νέες εναλλακτικές. Ένα είναι όμως σίγουρο: η επεξεργασία αυτών των εναλλακτικών περνάει αυστηρά μέσα από τον μη εγκλωβισμό αυτού του κόσμου στις κομματικά νέες αλλά ιδεολογικά παμπάλαιες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας.

08 June 2019

An interview with Laetitia Sédou on the European Defence Fund

 




“The EU Defence Fund is a threat to peace and security”
 
 
An interview with Laetitia Sédou, EU Programme Officer at the European Network Against Arms Trade


 
by Iraklis Oikonomou

(Originally published in Greek on Iskra.gr, 7 May 2019)


What exactly is ENAAT?
 
The European Network Against Arms Trade is an informal network of individuals and peace associations who see the arms trade as a threat to peace, security and development, and the arms industry as a driving force behind increasing arms trade. It was founded in 1984 at an international conference on arms production and military exports in the Netherlands. The network ran several common campaigns, such as Stop Arming Indonesia and a campaign against the use of Export Credits for military goods. At present, ENAAT runs the NoEUmoney4arms campaign.
 
And why do you regard arms trade as a threat to global peace and security?
 
The arms business has a devastating impact on human rights and security, and damages economic development. First because of the well-known security dilemma, when a country A arms itself considering country B as a threat, which in turns arms itself because it perceives country A as threat, etc. Such arms races have regularly led to armed conflicts over history.
 
Second, human and financial resources are finite and those that are put in military spending, in particular in producing or buying weapons and military equipment, are not put into civilian and peaceful priorities. Such military investments then need to be justified and favour the use of force and security approaches to resolve problems. Large scale military procurement and arms exports reinforce a militaristic approach to international problems. Although European governments claim not to export arms to countries at war or those violating human rights, European arms are sold all over the world with very few restrictions. European weapons are often exported to dictatorships or to countries at war. European weapons were used against civilian populations in the Middle East and North Africa during the uprisings from 2011. They turn up in civil wars all around the world.  And the dramatic case of Yemen today shows that there are no limits to the arms business.
 
ENAAT’s current campaign, NoEUmoney4arms, is targeting the newly founded European Defence Fund and the inclusion of military R&D in the EU budget. Could you give us some basic details and figures of the programme?
 
On Thursday 17 April 2019, a majority of Euro-parliamentarians endorsed the creation of a European Defence Fund in the next EU budgetary cycle, to run from 2021 to 2027. However EU funding for the research and development (R&D) of new or “enhanced” weapons and military technology (everything prior to the production phase), already started under pilot programmes, the so-called Preparatory Action for Defence Research (PADR) and the European Defence Industrial Development Programme (EDIDP). In total this two funding schemes already divert €590 million from the current EU budget between 2017 and 2020. For the period 2021-2027, the proposal amounts to €13 billion, this is more than the EU envelop for humanitarian aid (€11 billion)! However the exact budget will be negotiated and agreed after the European elections.
 
This Funding will go to applied research centres from the security sector and weapons manufacturers, but also to civilian companies working on technologies relevant for the military, like artificial intelligence.  The Fund will be open to companies based and controlled in the EU or other European countries (Norway, Iceland and probably the UK), but also to European branches from non-European companies (like American or Israeli ones who already regularly partner with EU companies) under certain conditions. The Fund will focus on “cutting-edge” technologies like unmanned (e.g. armed drones) and autonomous systems, and intelligence-surveillance, cybersecurity and maritime security.  Part of the funding will be earmarked for “disruptive” technologies which can “radically change the concept and conduct of defence affairs” – in other words, war.

Why is ENAAT opposed to the funding of the arms industry by the EU budget?
 
First the EU Defence Fund is a threat to peace and security: it crosses the red line that from the EU’s foundation prohibited it from contributing to military-related activities, and it goes against EU founding fathers’ vision, who considered the European Coal and Steel Community as a way to avoid a new arms race. The Fund will to the contrary exacerbate the global arms race and the development of unmanned and autonomous weapons systems integrating new technologies like artificial intelligence. Indeed the European military industry makes a large share of its sales outside Europe: subsidizing arms industry R&D to boost its (global) competitiveness will inevitably increase EU arms exports to areas where there is tension or conflict. In turn, weapons proliferation encourages the use of force rather than peaceful solutions.
 
To add on, the Fund diverts finite financial and human resources to the detriment of civilian priorities and peaceful solutions to conflicts, thus illustrating a shift towards looking for technological and military ‘answers’ to political and societal challenges; this profits the industry, not citizens. And contrary to official claims, it will not lead to savings as the Fund will not be a substitute to national R&D expenditures, and EU member States are still pushed to increase their national military spending under NATO commitments.
 
But the Defence Fund is not good either for European economy nor for the European project: Indeed the military industry is a dysfunctional economic sector which relies heavily on public spending and offers limited employment or growth. At EU level it accounts for a tiny share of the European economy, unevenly distributed in few large countries, and economists point to a neutral or negative impact of military spending on growth. In particular, investments in this industry creates fewer jobs at higher cost than in other needed sectors such as renewables. And subsiding the military R&D will rather divert funds and skilled resources from civilian needs because there is an EU-wide shortage of highly-skilled engineers, scientists and IT workers. Neither will it resolve over-production and duplication European industry is suffering from, as this would require prioritising specific companies and weapon systems over others; national governments are not willing to take the political decisions to make this happen. And lastly, it will not strengthen the EU, but rather creates a dangerous precedent: under derogatory rules the European Parliament has been sidelined and will have no say on what will be done with tax payers’ money for the duration of the programme (7 years), setting a dangerous precedent against EU integration and democratic scrutiny rules.
 
To sum up, we oppose to this Fund as it is about subsidizing a profitable and dangerous industry with public money, not about responding to citizens’ needs and expectations.

The Fund involves diverting civilian funds to the military domain. What is ENAAT’s vision of how EU research policy should be? Where should research money go, if not to the arms industry?
 
First any EU research programme should remain strictly civilian in order to fully respect EU treaties in their letter and spirit.  Indeed article 41 of the Treaty of the European Union clearly states that the EU community budget cannot be used to fund military-related operations.  According to a reputed German lawyer, Andreas Fischer-Lescano, the EU Defence Fund would thus be illegal.
 
Second there are many other industrial sectors that would need more R&D investments to resolve crucial challenges the EU and the world are facing, starting with environment and climate change: renewables, circular economy or environmentally-friendly construction are few examples of industrial sectors that would provide more jobs and more benefits to citizens. It is worth noting that most workers in the military sector are (highly) skilled workers that could convert more easily to other industrial sectors.
 
Of course another area where the EU should invest much more is in peace-building and conflict prevention: Shifting only part of the massive global military spending would allow resolving many of the threats against human security. In particular, it could help tackle and resolve the major root-causes of many conflicts and thus contribute to peace with much more certainty: besides climate change, this includes access to water and to land, inequalities and discrimination, human rights, corruption, free and fair elections, sound juridical systems and the rule of law, or reaching the Development Millennium Goals. Some of those will need technological progress and tools to be resolved; however technology is never an answer to environmental, societal & political challenges. Such easy ‘solutions’ to complex problems will merely benefit the industry lobbying for it. Peace-building in particular rather relies on dialogue and mediation, community-based approaches, peace education, etc. It is not technology consuming but rather human resources consuming: it needs specific human skills, it needs sufficient human resources and it needs flexibility, cooperation and continuity.
 
Thus the €13 billion of the EU Defence Fund would much more contribute to peace and security by investing in human resources, in building skills and in human interaction in the peace-building area. This would also create a good number of meaningful jobs, from peace-oriented research to projects management, peace-building skills training and proper evaluation and assessment methods.
 
If I understand our discussion correctly, recent developments point to an increasing trend of militarization of the European Union. Is this trend irreversible? What can EU citizens do to resist it?
 
We witness a militarisation of the EU in the sense that the military sector is now mainstreamed as a “normal business” and as priority in a wide range of EU civilian policies, which will also subsidize the arms industry.  And because securitary-military answers are increasingly prioritised to address what is perceived as threats, like migration flows or instability in neighbourhood areas, slowly but surely side-lining traditional peaceful approaches.
 
However such trend is not -yet- irreversible, in particular in view of the coming EU elections. The on-going pilot programmes will be over in 2020, and the final decision to dedicate €13 billion to the EU Defence Fund from 2021 is yet to be done in the autumn: the new European Parliament will have a last chance to say no to EU money for arms. Citizens can thus challenge their candidates to an EP seat on this issue and vote for those ready to reject the deal and give priority to peaceful policies. They can follow and support the actions of peace groups acting against the Defence Fund. And of course they can also challenge their national governments and MPs who also have a say on this issue, demonstrating that more high-tech weapons is not what EU citizens need.




07 June 2019

Συνέντευξη με τη Λετίσια Σεντού, επικεφαλής του δικτύου ENAAT, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα





«Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα συνιστά απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια»


Συνέντευξη με την Λετίσια Σεντού, Συντονίστρια του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Εμπορίου Όπλων.



τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου

(δημοσιεύτηκε στην Iskra, 7 Μαΐου 2019)


Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κατά του Εμπορίου Όπλων (European Network Against Arms Trade – ENAAT) είναι το σημαντικότερο σημείο συνάντησης και συντονισμού των ειρηνιστικών οργανώσεων στην Ευρώπη. Η βασική εκστρατεία του δικτύου αυτή την περίοδο έχει την επωνυμία NoEUmoney4arms (Όχι ευρωπαϊκό χρήμα για όπλα) και στόχο να αποτραπεί η ένταξη της έρευνας & ανάπτυξης όπλων στον προϋπολογισμό της Ευρ. Ένωσης. Η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα σηματοδοτεί τη χρηματοδότηση των βιομηχανιών όπλων από την ΕΕ με 13 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2021-2027.
 
Συναντήσαμε στις Βρυξέλλες τη Laëtitia Sédou, Συντονίστρια του ENAAT και κορυφαία φιγούρα του ευρωπαϊκού ειρηνιστικού κινήματος. Στη συζήτηση που ακολουθεί, αναλύει τους κινδύνους που προκύπτουν από την είσοδο της ΕΕ στο πεδίο των εξοπλισμών και εξηγεί γιατί η χρηματοδότηση της έρευνας για όπλα από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό πρέπει να τύχει της αποδοκιμασίας κάθε Ευρωπαίου πολίτη.


Η τρέχουσα εκστρατεία του ENAAT, NoEUmoney4arms, έχει βάλει στο στόχαστρο της κριτικής της το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα. Μπορείτε να μας δώσετε μια σύνοψη του νέου αυτού χρηματοδοτικού προγράμματος της ΕΕ;

Την Πέμπτη 17 Απριλίου 2019, η πλειοψηφία των Ευρωβουλευτών ενέκρινε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα στον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ που αφορά την περίοδο 2021-2027. Ωστόσο, η χρηματοδότηση της ΕΕ για την έρευνα & ανάπτυξη νέων ή «βελτιωμένων» όπλων και στρατιωτικής τεχνολογίας έχει ξεκινήσει ήδη με πιλοτικά προγράμματα – την Προπαρασκευαστική Δράση για την Έρευνα στον τομέα της Άμυνας (Preparatory Action on Defence Research – PADR) και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας (European Defence Industrial Development Programme – EDIDP). Συνολικά, τα δύο αυτά προγράμματα χρηματοδότησης ήδη εκτρέπουν 590 εκατομμύρια ευρώ από τον τρέχοντα προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2017-2020. Για την περίοδο 2021-2027 η πρόταση ανέρχεται σε 13 δισεκατομμύρια ευρώ – ποσό μεγαλύτερο από το κονδύλι της ΕΕ (11 δισεκατομμύρια ευρώ) που αφορά την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας! Ωστόσο, το ακριβές ύψος του προγράμματος θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και θα συμφωνηθεί μετά τις Ευρωεκλογές.

Αυτή η χρηματοδότηση θα καταλήξει σε κέντρα εφαρμοσμένης έρευνας στον τομέα της ασφάλειας και σε εταιρείες κατασκευής όπλων, αλλά και σε εταιρείες εκτός του στρατιωτικού τομέα που εργάζονται σε τεχνολογίες που είναι σχετικές με τον στρατό, όπως π.χ. η τεχνητή νοημοσύνη. Το Ταμείο θα επικεντρωθεί σε «τεχνολογίες αιχμής», όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και τα αυτόνομα συστήματα, καθώς και η επιτήρηση και συλλογή πληροφοριών, η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, και η ασφάλεια θαλάσσιων μεταφορών. Μέρος της χρηματοδότησης θα διατεθεί για «αποδιοργανωτικές» τεχνολογίες οι οποίες μπορούν «να αλλάξουν ριζικά την έννοια και τη διαχείριση των αμυντικών υποθέσεων» – δηλαδή του πολέμου.

Γιατί το ENAAT αντιτίθεται στη χρηματοδότηση της βιομηχανίας όπλων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ;

Καταρχήν, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα αποτελεί απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια. Συγκεκριμένα, υπερβαίνει το όριο εκείνο που είχε τεθεί από την ίδρυση της ΕΕ και της απαγόρευε τη χρηματοδότηση στρατιωτικών δραστηριοτήτων, ενώ αντιτίθεται και στο όραμα των ιδρυτών της ΕΕ που θεωρούσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα & Χάλυβα ως έναν τρόπο για να αποφευχθεί μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Το Ταμείο, αντίθετα, θα επιδεινώσει την παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών και την ανάπτυξη μη επανδρωμένων και αυτόνομων οπλικών συστημάτων που θα ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων πραγματοποιεί μεγάλο μέρος των πωλήσεών της εκτός Ευρώπης: η επιδότηση της έρευνας & ανάπτυξης της βιομηχανίας όπλων για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητάς της θα αυξήσει αναπόφευκτα τις εξαγωγές όπλων της ΕΕ σε περιοχές όπου υπάρχει ένταση ή συγκρούσεις. Με τη σειρά της, η εξάπλωση των όπλων ενθαρρύνει τη χρήση βίας αντί για την υιοθέτηση ειρηνικών λύσεων.

Επιπλέον, το Ταμείο εκτρέπει πεπερασμένους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους εις βάρος των μη στρατιωτικών προτεραιοτήτων και της ειρηνικής επίλυσης συγκρούσεων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει μια στροφή προς την αναζήτηση τεχνολογικών και στρατιωτικών «απαντήσεων» στις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις – μια εξέλιξη που είναι καλή για τη βιομηχανία όπλων και κακή για τους πολίτες. Και αντίθετα με την επίσημη επιχειρηματολογία, δεν θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση πόρων, καθώς το Ταμείο δεν θα υποκαταστήσει τις εθνικές δαπάνες έρευνας & ανάπτυξης, και τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα εξακολουθήσουν να πιέζονται να αυξήσουν τις εθνικές στρατιωτικές τους δαπάνες στο πλαίσιο των δεσμεύσεων τους στο ΝΑΤΟ.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα δεν είναι καλό ούτε και για την ευρωπαϊκή οικονομία. Η βιομηχανία όπλων είναι ένας δυσλειτουργικός οικονομικός τομέας που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις δημόσιες δαπάνες και προσφέρει περιορισμένη απασχόληση ή ανάπτυξη. Σε επίπεδο ΕΕ, αντιπροσωπεύει ένα μικρό μερίδιο της ευρωπαϊκής οικονομίας, άνισα κατανεμημένο σε λίγες μεγάλες χώρες, και οι οικονομολόγοι έχουν καταδείξει τον ουδέτερο ή αρνητικό αντίκτυπο των στρατιωτικών δαπανών στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις σε αυτόν τον κλάδο δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας και με υψηλότερο κόστος σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που δημιουργούν άλλοι τομείς, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Και η επιδότηση της στρατιωτικής έρευνας & ανάπτυξης θα εκτρέψει κεφάλαια και εξειδικευμένους ανθρώπινους πόρους από τις μη στρατιωτικές ανάγκες, διότι υπάρχει έλλειψη εξειδικευμένων μηχανικών, επιστημόνων και τεχνολόγων πληροφορικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Κι ούτε θα επιλύσει το Ταμείο το πρόβλημα της υπερβάλλουσας παραγωγής και της επικάλυψης απ’ το οποίο πλήττεται η ευρωπαϊκή βιομηχανία, καθώς αυτό θα απαιτούσε να δοθεί προτεραιότητα σε συγκεκριμένες εταιρείες και οπλικά συστήματα έναντι άλλων. Είναι ξεκάθαρο ότι οι εθνικές κυβερνήσεις δεν είναι διατεθειμένες να λάβουν τις πολιτικές αποφάσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Συνοψίζοντας, είμαστε αντίθετοι προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα καθώς αφορά την επιδότηση ενός κερδοφόρου και επικίνδυνου κλάδου με δημόσιο χρήμα, και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών.

Ποιο είναι το όραμα του ENAAT σχετικά με την πολιτική έρευνας της ΕΕ; Πού πρέπει να πηγαίνουν τα χρήματα της έρευνας, αν όχι στη βιομηχανία όπλων;

Καταρχήν, κάθε ερευνητικό πρόγραμμα της ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει αυστηρά μη στρατιωτικό, ώστε να σέβεται το γράμμα και το πνεύμα των ευρωπαϊκών συνθηκών. Το άρθρο 41 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει σαφώς ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός της ΕΕ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση στρατιωτικών λειτουργιών. Σύμφωνα με τον γνωστό Γερμανό δικηγόρο Andreas Fischer-Lescano, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα είναι παράνομο. Επίσης, υπάρχουν πολλοί άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι που θα χρειαστούν περισσότερες επενδύσεις έρευνας & ανάπτυξης για την επίλυση κρίσιμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ και ο κόσμος, ξεκινώντας από το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κυκλική οικονομία, και κατασκευές φιλικές προς το περιβάλλον είναι κάποια παραδείγματα βιομηχανικών τομέων που θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερες θέσεις εργασίας και περισσότερα οφέλη για τους πολίτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι στον εξοπλιστικό τομέα είναι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης που θα μπορούσαν να μεταπηδήσουν ευκολότερα σε άλλους βιομηχανικούς τομείς.

Φυσικά, ένας άλλος τομέας στον οποίο η ΕΕ πρέπει να επενδύσει πολύ περισσότερο είναι η οικοδόμηση της ειρήνης και η πρόληψη των συγκρούσεων. Η μετατόπιση ενός μέρους μόνο των τεράστιων συνολικών στρατιωτικών δαπανών θα επέτρεπε την αντιμετώπιση πολλών από τις απειλές κατά της ανθρώπινης ασφάλειας. Ειδικότερα, θα μπορούσε να συμβάλει στην εκρίζωση των βασικών αιτιών πολλών συγκρούσεων, με τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, την πρόσβαση σε νερό και γη, τη μείωση των ανισοτήτων και των διακρίσεων, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πάταξη της διαφθοράς, την υποστήριξη του κράτους δικαίου, και την επίτευξη των Στόχων Ανάπτυξης της Χιλιετίας. Ορισμένοι από τους στόχους αυτούς θα χρειαστούν τεχνολογική πρόοδο και τεχνολογικά εργαλεία για να υλοποιηθούν· ωστόσο, η τεχνολογία δεν συνιστά ποτέ απάντηση στις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις. Τέτοιες απλές «λύσεις» σε σύνθετα προβλήματα θα ωφελήσουν απλώς τη βιομηχανία που ασκεί πιέσεις υπέρ των συμφερόντων της.

Η οικοδόμηση της ειρήνης, ειδικότερα, βασίζεται στον διάλογο και στη διαμεσολάβηση, στις προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση στην κοινότητα, στην εκπαίδευση για την ειρήνη κλπ. Δεν καταναλώνει τεχνολογία, αλλά ανθρώπινο δυναμικό – η οικοδόμηση της ειρήνης χρειάζεται συγκεκριμένες ανθρώπινες δεξιότητες, επαρκείς ανθρώπινους πόρους, και ευελιξία, συνεργασία και συνέχεια. Έτσι, τα 13 δισεκατομμύρια ευρώ του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα θα συνέβαλαν πολύ περισσότερο στην ειρήνη και την ασφάλεια εάν επενδύονταν στους ανθρώπινους πόρους, την οικοδόμηση δεξιοτήτων, και την ανθρώπινη αλληλεπίδραση στον τομέα της οικοδόμησης της ειρήνης. Αυτό θα δημιουργούσε επίσης έναν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, από την έρευνα για ειρηνικούς σκοπούς έως τη διαχείριση έργου, την κατάρτιση για δεξιότητες που σχετίζονται με την οικοδόμηση της ειρήνης, και τις κατάλληλες μεθόδους αξιολόγησης.

Αντανακλά η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα μια ευρύτερη τάση στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Αν ναι, σε ποιο βαθμό είναι η τάση αυτή μη αναστρέψιμη; Και τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες της ΕΕ γι’ αυτό;

Βλέπουμε πράγματι μια τάση στρατιωτικοποίησης της ΕΕ υπό την έννοια ότι ο τομέας των εξοπλισμών παρουσιάζεται πλέον ως ένας «κανονικός τομέας επιχειρηματικής δραστηριότητας» και ως προτεραιότητα σε ένα ευρύ φάσμα μη στρατιωτικών πολιτικών της ΕΕ, μέσω των οποίων θα επιχορηγείται η βιομηχανία όπλων. Επιπλέον, προωθούνται ολοένα και περισσότερο στρατιωτικές απαντήσεις για την αντιμετώπιση υποτιθέμενων απειλών, όπως οι μεταναστευτικές ροές ή η αστάθεια σε γειτονικές περιοχές, περιθωριοποιώντας αργά αλλά σταθερά τις παραδοσιακές ειρηνικές προσεγγίσεις.

Η τάση αυτή δεν είναι – τουλάχιστον όχι ακόμα – μη αναστρέψιμη, ιδίως ενόψει των προσεχών Ευρωεκλογών. Τα τρέχοντα πιλοτικά προγράμματα για τη χρηματοδότηση της έρευνας για τους εξοπλισμούς θα περατωθούν το 2020 και η τελική απόφαση για τη διάθεση 13 δισεκατομμυρίων ευρώ στο Ταμείο της ΕΕ για την Άμυνας από το 2021 θα ληφθεί το φθινόπωρο: το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχει μια τελευταία ευκαιρία να πει όχι στο να δίνονται χρήματα της ΕΕ για όπλα. Οι πολίτες μπορούν να ζητήσουν από τους υποψήφιους Ευρωβουλευτές να εκφράσουν ανοιχτά τις απόψεις τους για το θέμα, και να ψηφίσουν εκείνους που είναι έτοιμοι να απορρίψουν τη σχετική συμφωνία και να δώσουν προτεραιότητα σε ειρηνικές πολιτικές. Επίσης, μπορούν να παρακολουθούν και να υποστηρίζουν τις ενέργειες των ομάδων του ειρηνιστικού κινήματος που στρέφονται ενάντια του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα. Και φυσικά μπορούν επίσης να αμφισβητήσουν τις εθνικές τους κυβερνήσεις και τους βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων, τονίζοντας ότι αυτό που χρειάζονται οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν είναι περισσότερα όπλα.






08 May 2019

Από τον έλεγχο της είδησης στον έλεγχο της γνώμης: Ellinika Hoaxes, fake news, και το μαχητικό F-35







Από τον έλεγχο της είδησης στον έλεγχο της γνώμης

Η ιστοσελίδα Ellinika Hoaxes, τα fake news, και το μαχητικό αεροσκάφος F-35



του Ηρακλή Οικονόμου

Το Facebook ανακοίνωσε συνεργασία με την ιστοσελίδα Ellinika Hoaxes, στο πλαίσιο της οποίας η ελληνική ιστοσελίδα θα αναλάβει «τον έλεγχο περιεχομένου όπως άρθρα, βίντεο και εικόνες που κυκλοφορούν στην πλατφόρμα».[1] Με αφορμή αυτή την εξέλιξη, αξίζει να δούμε μια ενδιαφέρουσα πτυχή της δράσης της ιστοσελίδας Ellinika Hoaxes – την τακτική αναφορά στο αμερικανικό μαχητικό F-35 ως το επόμενο μαχητικό της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, και την απόρριψη άλλων εναλλακτικών λύσεων. Η αναφορά αυτή έχει ενδιαφέρον όχι μόνο διότι αφορά τα εξοπλιστικά – ένας τομέας με τεράστια σημασία για την ασφάλεια και την οικονομία της χώρας – αλλά και διότι αντανακλά έναν κίνδυνο που προκύπτει από τον έλεγχο των fake news: την αναγωγή μιας γνώμης (στην περίπτωσή μας μιας εξοπλιστικής προτίμησης) σε αληθή είδηση με τον παράλληλο υποβιβασμό των ανταγωνιστικών απόψεων σε ψευδή είδηση.

Πόσο σχετική είναι με τον έλεγχο των fake news η αξιολόγηση οπλικών συστημάτων;
 
Οι θετικές αναφορές στο μαχητικό F-35 από τα Ellinika Hoaxes και η παράλληλα διάψευση οποιασδήποτε είδησης ή «είδησης» εναντίον του προκαλούν εντύπωση ως προς τη συχνότητά και την έντασή τους. Άρθρα υπέρ των επιδόσεων και της αξίας του συγκεκριμένου αεροσκάφους εμφανίζονται διάσπαρτα στην ιστοσελίδα, και ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Στις 7 Φεβρουαρίου 2017 μαθαίνουμε ότι τα αμερικανικά μαχητικά F-35 και F-22, και όχι το ρώσικο T-50, είναι τα καλύτερα μαχητικά επειδή ενσωματώνουν τεχνολογία stealth που τα καθιστά πρακτικά αόρατα.[2] (Τι κι αν το ζήτημα του ίχνους ενός αεροσκάφους στο ραντάρ είναι ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων κρίνεται ένα αεροσκάφος;) Στις 8 Μαρτίου 2017 προβάλλονται ως «δικαιολογημένες» οι «επιθυμίες των Ελληνικών Επιτελείων» για αγορά μιας μοίρας F-35.[3] (Πώς μπορεί όμως σε μια ιστοσελίδα fake news να γίνονται κρίσεις για κάτι τόσο στρατηγικά σύνθετο όσο το εάν είναι δικαιολογημένη ή όχι η αγορά ενός νέου μαχητικού αεροσκάφους;) Ανάρτηση στις 23 Φεβρουαρίου 2017[4] εστιάζει σε πρόταση που φέρεται να έγινε από τη Ρωσία για την προμήθεια από την Ελλάδα των μαχητικών Su-35, την οποία και το άρθρο απορρίπτει ως «ανεπιβεβαίωτη» είδηση. (Είναι μάλλον παράδοξο να αποκαλείται μια πρόταση πώλησης όπλων «ανεπιβεβαίωτη» και να περιμένει κάποιος την «επιβεβαίωσή» της· προτάσεις για πωλήσεις στρατιωτικού υλικού γίνονται συνεχώς από κυβερνήσεις, εταιρείες και μεσάζοντες, και ελάχιστες εξ αυτών δημοσιοποιούνται). Αλλά δεν μένει εκεί το άρθρο – με μια τεχνική ανάλυση εξηγεί και γιατί το F-35 είναι καλύτερο μαχητικό από το Su-35, το ρώσικο μαχητικό που φέρεται να προτάθηκε στην Ελλάδα.

Δεν εξετάζεται εδώ η ορθότητα της άποψης που εκφράζουν τα Ellinika Hoaxes, ότι δηλαδή τα αμερικανικά F-35 είναι καλύτερα των ρωσικών μαχητικών. Το παράδοξο είναι ότι στο όνομα των fake news η ιστοσελίδα αποπειράται να κάνει ακριβώς αυτό – να κρίνει και να αποφασίσει ποιο μαχητικό είναι καλύτερο και θα πρέπει να αγοράσει η χώρα μας. Και γίνεται ακόμα πιο παράδοξο όταν τα Ellinika Hoaxes εμφανίζονται να γνωρίζουν εκ των προτέρων και την απόφαση των αξιωματικών της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς η «προσφορά από πλευράς Ρωσίας των Su-35, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί, αλλά ακόμη και να ισχύει, η Πολεμική Αεροπορία δεν πρόκειται να τη δεχτεί και να εντάξει ένα αεροσκάφος υποδεέστερης κατηγορίας στο οπλοστάσιό της».[5] Μιλάμε για λογικό άλμα που αντανακλά άγνοια βασικών αρχών των εξοπλισμών. Η απόφαση αγοράς ενός οπλικού συστήματος είναι εξαιρετικά σύνθετη και βασίζεται σε σειρά παραγόντων, όπως π.χ. το κόστος, οι επιθυμητές αποστολές, η τεχνική υποστήριξη, η δυνατότητα συμπαραγωγής, ο διατιθέμενος οπλισμός (όταν μιλάμε για μαχητικό αεροσκάφος), ο επιθυμητός αριθμός των προς αγορά αεροσκαφών, και πάει λέγοντας. Ο ειδικός υποθέτει ότι κάθε πολεμική αεροπορία του κόσμου αγοράζει πάντα αεροσκάφη της ανώτατης κατηγορίας και ποτέ υποδεέστερα. Με αυτή τη λογική, η ΠΑ θα αγόραζε μόνο αεροσκάφη 5ης γενιάς, και βεβαίως μόνο F-35 (!). Κάτι τέτοιο δεν στοιχειοθετείται λογικά ή ιστορικά – και γι’ αυτό συναντάμε αγορές αεροσκαφών σε όλο τον κόσμο (και στην ΠΑ) που δεν είναι 5ης γενιάς, διότι όπως είπαμε μια εξοπλιστική απόφαση δεν βασίζεται μόνο στην κατηγορία που ανήκει το αεροσκάφος.

Στην περίπτωση της ιστοσελίδας Ellinika Hoaxes και των αναρτήσεών της που αφορούν το F-35 συμβαίνει το εξής: υπαρκτά δεδομένα χρησιμοποιούνται με τρόπο επιλεκτικό για να θεμελιώσουν συμπεράσματα που συμβαδίζουν με την προσωπική άποψη του συντάκτη. Δεν το λέω εγώ – ο ίδιος ο συντάκτης το παραδέχεται με το ακόλουθο disclaimer:

Το ανωτέρω άρθρο σε καμία περίπτωση δεν γράφτηκε ως διαφήμιση ή δυσφήμιση οποιουδήποτε οπλικού συστήματος, ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης. Τα δεδομένα προέρχονται από τη διεθνή βιβλιογραφία και τα συμπεράσματα αποτελούν προσωπική άποψη του υπογράφοντα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.[6]

Φυσικά και τα δεδομένα προέρχονται από τη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά είναι τα μόνα; Δεν υπάρχουν αντικρουόμενα δεδομένα και αντικρουόμενες απόψεις; Και τι σχέση έχουν ερωτήματα όπως το «Αξίζει τα λεφτά του;», που θέτει ο συγγραφέας για το F-35, με την απόρριψη των fake news; Καμία. Τα άρθρα υπέρ του F-35 στα Ellinika Hoaxes καταλήγουν να υποκαθιστούν την ανάγκη τεκμηριωμένης ανταλλαγής απόψεων (για ένα ζήτημα στο οποίο υπάρχουν de facto πολλές προσεγγίσεις) με την υπονόμευση της αντίθετης άποψης μέσω της επίκλησης των fake news.

Αν μπερδευτήκατε, ας αφήσουμε το τεχνικά απαιτητικό κομμάτι των εξοπλισμών – ας μιλήσουμε για παγωτό τώρα που έρχεται το καλοκαίρι. Φανταστείτε κάποια ιστοσελίδα να λέει ότι είναι fake news η ιδέα ότι μπορεί να αγοράσουν οι άνθρωποι παγωτό απ’ το περίπτερο, διότι το παγωτό μηχανής είναι καλύτερο και άρα οι άνθρωποι είναι σίγουρο ότι θα προτιμήσουν το δεύτερο. Είναι άραγε δουλειά μου – ως αντιπάλου των fake news – να σας πω εγώ ποιο παγωτό είναι καλύτερο, ή να προβλέψω τι θα κάνουν οι καταναλωτές, ή να αποφασίσω ποιο παγωτό αξίζει τα λεφτά του; Οι ενέργειες αυτές ξεφεύγουν από τα όρια της επιτήρησης των ψευδών ειδήσεων· δεν αφορούν κάποια είδηση, αλλά την έκφραση προσωπικής άποψης και εν τέλει τη διαμόρφωση της συνείδησης των ανθρώπων γύρω από τα παγωτά (ή γύρω από τα όπλα).

Το αποκορύφωμα της σύγχυσης των ορίων μεταξύ επιτήρησης fake news και προβολής άποψης στην περίπτωση που μελετάμε συναντάται τον Δεκέμβριο του 2016. Ο Donald Trump έχει μόλις «τουϊτάρει» ότι «βάσει του τεράστιου κόστους και των υπερβάσεων κόστους του F-35 της Lockheed Martin, ζήτησα από τη Boeing να τιμολογήσει ένα συγκρίσιμο F-18 Super Hornet». Σειρά δημοσιευμάτων ερμηνεύουν το γεγονός ως προμήνυμα ακύρωσης του προγράμματος. Στις 24 Δεκεμβρίου 2016, τα Ellinika Hoaxes αναρτούν σχετικό κείμενο. Η είδηση του «τιτιβίσματος» του Αμερικανού προέδρου προφανώς δεν μπορεί να παρουσιαστεί ως fake, και η ιστοσελίδα προβαίνει σε κάτι πιο σύνθετο: αποδεχόμενη ότι η είδηση του tweet δεν είναι ψευδής, κρίνει ως «ΥΠΕΡΒΟΛΗ» την εκτίμηση ότι το πρόγραμμα του F-35 ίσως ακυρωθεί.[7]Συγκεκριμένα, με μια τεχνική ανάλυση και με παραπομπή σε άρθρο του περιοδικού Πτήση & Διάστημα, τα Ellinika Hoaxes προβάλλουν τη δική τους εκτίμηση – ότι το μαχητικό F-18 Super Hornet δεν μπορεί να συγκριθεί με το F-35, ούτε και να το αντικαταστήσει. Και κάπως έτσι η ιστοσελίδα προτάσσει μια ερμηνεία των δεδομένων – ότι το πρόγραμμα του F-35 επρόκειτο να συνεχιστεί – έναντι μιας ανταγωνιστικής ερμηνείας – ότι το πρόγραμμα του F-35 απειλείτο. Δεν εξετάζουμε κατά πόσο η πρώτη ερμηνεία ήταν ορθότερη από τη δεύτερη – το κρίσιμο είναι ότι η ανάρτηση των Ellinika Hoaxes δεν σχετιζόταν με fake news αλλά με την προβολή μιας εκτίμησης/άποψης/ερμηνείας έναντι μιας άλλης.
 






Η σχέση μεταξύ Ellinika Hoaxes και αμυντικού τύπου

Το ενδιαφέρον των Ellinika Hoaxes για εξοπλιστικά ζητήματα εξηγείται και από τη σύνδεσή του με το περιοδικό αεροδιαστημικής, άμυνας και εξοπλιστικών θεμάτων Πτήση & Διάστημα. Η σύνδεση αυτή αποτυπώνεται καταρχήν σε επίπεδο προσώπων. Ένας εκ των διαχειριστών των Ellinika Hoaxes (και συντάκτης όλων των αναρτήσεων που αφορούν το F-35) είναι αρχισυντάκτης της ιστοσελίδας του περιοδικού Πτήση & Διάστημα. Και στη λίστα εξωτερικών συνεργατών – επιστημονικών συμβούλων των Ellinika Hoaxes συναντάμε τον εκδότη του ίδιου περιοδικού.[8]

Μάλιστα, σε άρθρα του Ellinika Hoaxes υπάρχουν και παραπομπές σε άρθρα του περιοδικού, όπως π.χ. σε κείμενο της 1ης Ιουλίου 2017 όπου ο συντάκτης της ιστοσελίδας προτρέπει τον αναγνώστη να διαβάσει «μια εξαιρετική προσέγγιση» που «διαβάσαμε στη Πτήση & Διάστημα» σε σχέση με την υποτιθέμενη ρωσική πρόταση για αγορά μαχητικών Su-35.[9] Δεοντολογικά μου φαίνεται προβληματικό να υπογράφεις ένα κείμενο και να προτρέπεις τον αναγνώστη να διαβάσει ένα άλλο κείμενο προς επίρρωση των γραφόμενών σου, σε ιστοσελίδα της οποίας είσαι αρχισυντάκτης – δηλαδή που έχεις γράψει ή επιμεληθεί εσύ. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Η «εξαιρετική προσέγγιση» είναι ένα σατιρικό κείμενο γεμάτο ειρωνείες για τη ρωσική στρατιωτική τεχνολογία και τους υποστηρικτές της αγοράς ρωσικών μαχητικών από την Ελλάδα, με μπόλικο Κλιντ Ίστγουντ, Ρώσους ιππότες, ρωσικές αρκούδες και πάει λέγοντας. Όσο για το σοβαρό κομμάτι, μαθαίνουμε ότι «το Su-35 είναι καλό μαχητικό, εξαιρετικό, αλλά όχι απόλυτο» (λες και η ΠΑ πρέπει να αγοράζει μόνο «απόλυτα» μαχητικά), καθώς επίσης κι ότι «θα μας κόστιζε φθηνότερα να αγοράσουμε F-16 Block 70, Typhoon, Gripen E, F-35, F/A-18E/F, ακόμη και F-15 από το να βάλουμε σε υπηρεσία το ρωσικό μαχητικό. Τέλος.».[10] Εδώ βέβαια ο συντάκτης της Πτήσης & Διάστημα εμφανίζεται να διαφωνεί με τον συντάκτη των Ellinika Hoaxes, ο οποίος δίνει τιμή του Su-35 στα 75-83 εκατομμύρια ευρώ και τιμή για το F-35 στα 109 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 97 εκατομμύρια ευρώ).[11] Λέτε τα Ellinika Hoaxes να κατηγορήσουν την Πτήση & Διάστημα για fake news;

Εκτός από παραπομπή σε άρθρο του Πτήση & Διάστημα με σύνδεσμο, στα Ellinika Hoaxes συναντάμε και περίπτωση πλήρους αναπαραγωγής άρθρου του περιοδικού, σε ανάρτηση της 6ηςΣεπτεμβρίου 2017.[12] Το άρθρο αφορούσε την αναβάθμιση μέρους των (αμερικανικών) μαχητικών F-16 που διαθέτει η ΠΑ και παρουσίαζε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να προχωρήσει η απόφαση αναβάθμισής τους. Ο συντάκτης των Ellinika Hoaxes κατέληγε, μετά την παράθεση του άρθρου του Πτήση & Διάστημα, στο συμπέρασμα ότι ο εκσυγχρονισμός των F-16 (μαζί με την ένταξη του F-35 στην ΠΑ, για να μην ξεχνιόμαστε) «είναι μονόδρομος».[13] Θα συμφωνήσετε μαζί μου, ελπίζω, ότι ρόλος μιας fact-checking ιστοσελίδας δεν είναι να εξάγει συμπεράσματα για το αν είναι ή όχι μονόδρομος η υλοποίηση κρίσιμων και πανάκριβων εξοπλιστικών επιλογών.

Παράλληλα, η αναφορά των Ellinika Hoaxes στον εκσυγχρονισμό των F-16 είναι ιδιαίτερης σημασίας διότι αυτό το πρόγραμμα και η πιθανή αγορά των F-35 είναι τα δύο κορυφαία εξοπλιστικά προγράμματα αμερικανικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα. Μπορεί φυσικά να είναι και σύμπτωση, αλλά σίγουρα είναι αξιοσημείωτη αυτή η θετική στάση της ιστοσελίδας απέναντι στην προμήθεια και στον εκσυγχρονισμό αμερικανικών όπλων από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.

Σημειώστε ότι και το περιοδικό Πτήση & Διάστημα έχει ενσωματώσει στον λόγο του όλη τη φιλολογία περί fake news – γεγονός που δείχνει τη ρητορική χρησιμότητα του όρου αλλά και την ταυτότητα στα ρητορικά σχήματα των δύο μέσων. Ιδού πώς συνοψίζει το περιεχόμενο του τεύχους Μαΐου 2019 στο διαδίκτυο:

Πολλά γράφηκαν πρόσφατα για την πιθανότητα αγοράς του αμερικανικού μαχητικού πέμπτης γενιάς από την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία. (…) Ήλθε όμως και η παρουσία των ιταλικών F-35 στην μεγάλη πολυεθνική άσκηση ΗΝΙΟΧΟΣ της ΠΑ που επανέφερε τα στελθ μαχητικά στην… ελληνική επικαιρότητα και πυροδότησε την φαντασία κάποιων, άλλων καλοπροαίρετων, των περισσότερων όμως γνωστών κέντρων Fake News που δεν έχασαν την ευκαιρία να διαλαλούν πρόγραμμα Νέου Μαχητικού Αεροσκάφους. (…) Το άρθρο μας είναι μια προσπάθεια αποσαφήνισης ή αν θέλετε ένα… «fact check» της πραγματικότητας.[14]

Απ’ την άλλη, το περιοδικό δεν έχει κανένα πρόβλημα, αναφερόμενο στο F-35, να κάνει προβλέψεις του τύπου «Η Ελλάδα αργά ή γρήγορα θα αγοράσει το μαχητικό 5ης γενιάς»[15]. Και δεν έχει κανένα θέμα να επικαλείται τον Πρέσβη των ΗΠΑ ως αντικειμενική πηγή για να γνωρίζουμε τι θέλει ή τι δεν θέλει η Ελλάδα, του στυλ: «το ενδιαφέρον [για αγορά F-35] είναι υπαρκτό. Δεν περιοριζόμαστε στις πολλαπλές αναφορές από τον ΥΕΘΑ ή τον Αμερικανό Πρέσβη…»[16]. Αυτή η επίκληση του Πρέσβη των ΗΠΑ είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται, και μάλιστα σε πρωτοφανή ένταση:

Ο κος Πάιατ είπε μερικές κουβέντες που χρήζουν ανάλυσης. Καταρχάς, επιβεβαιώνει πως υπάρχει πλέον αμοιβαίο ενδιαφέρον, και οι ΗΠΑ θέλουν να πουλήσουν το μαχητικό, και η Ελλάδα να το αγοράσει. Για παράδειγμα η Γαλλία θέλει να μας πουλήσει Rafale, η Γερμανία Eurofighter, γνωστοί-άγνωστοι κατασκευαστές fake news θέλουν να μας κάνουν πανίσχυρους με τα Σου-35 και άλλα ευτράπελα ρωσικής κατασκευής, αλλά η Ελλάδα δεν έχει δείξει ενδιαφέρον. Στο θέμα όμως του F-35 είναι σαφές πως υπάρχει αμοιβαίο ενδιαφέρον, ας μην πούμε “έλξη” ή “χημεία”.[17]

Εδώ πλέον μιλάμε για επιχειρηματολογία που θα έκανε ακόμα κι έναν πρωτοετή φοιτητή διεθνών σχέσεων να αισθανθεί τουλάχιστον άβολα. Διότι, ακόμα κι ο φοιτητής μας θα ήξερε ότι ρόλος όλων των πρέσβεων σε όλες τις χώρες είναι να προωθούν και να πουλάνε τα προϊόντα των εταιρειών της χώρας τους. Και, επιπλέον, θα γνώριζε ότι μια τακτική που ακολουθείται πάγια όταν θες να πουλήσεις κάτι είναι το να επισημαίνεις ότι υπάρχει έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον. Προσοχή – δεν αμφισβητώ την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να αγοράσει F-35. Αμφισβητώ, όμως, την ορθότητα του να επικαλείσαι το τι είπε ο Πρέσβης των ΗΠΑ για να στοιχειοθετήσεις τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Με αυτή τη λογική, εάν αύριο βγει ο Γάλλος πρέσβης και πει ότι η Ελλάδα θέλει να αγοράσει Rafale θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θέλει να το αγοράσει, και πάει λέγοντας…


Έλεγχος των fake news και το αδύνατο της αξιακής-ιδεολογικής ουδετερότητας

Ας αποσαφηνίσουμε τι δεν λέει το παρόν άρθρο. Καταρχήν, δεν αμφισβητεί την ύπαρξη fake news – η παραγωγή και διασπορά ψευδών ειδήσεων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εκάστοτε προπαγάνδας και υπάρχει ανέκαθεν, παράλληλα με την ανάδυση αντικρουόμενων συμφερόντων στις ανθρώπινες κοινωνίες. Δεν αμφισβητεί, επίσης, τη θετική συμβολή της ιστοσελίδας Ellinika Hoaxes στην αποκάλυψη ψευδών ειδήσεων – μια περιήγηση στις αναρτήσεις της καταδεικνύει ότι πράγματι υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις fake news που η ιστοσελίδα απορρίπτει μεθοδικά και θεμελιωμένα. Το κείμενο δεν αμφισβητεί ούτε και τη μακρόχρονη παρουσία του περιοδικού Πτήση & Διάστημα – στο οποίο είχα μάλιστα την τύχη να δημοσιεύσω άρθρο το μακρινό 2008[18] – στον ειδικό τύπο της χώρας, ή την επιστημονική αρτιότητα των συντακτών του. Κι ούτε υπονοεί την ύπαρξη κάποιας «σκοτεινής» πτυχής στη δραστηριότητα της ιστοσελίδας ή του περιοδικού – καμία υπόνοια, καμία συνομωσιολογία. Τέλος, το σημείωμα ετούτο δεν υποστηρίζει την αγορά ή τη μη αγορά κάποιου οπλικού συστήματος έναντι κάποιου άλλου.

Αυτό που υποστηρίζει το παρόν άρθρο είναι ότι η αρθρογραφία της ιστοσελίδας Ellinika Hoaxes σε σχέση με το αμερικανικό μαχητικό F-35 είναι μια περίπτωση χρήσης του προβλήματος των fake news ως εργαλείο για την προαγωγή μιας άποψης έναντι άλλων ανταγωνιστικών απόψεων. Η χρήση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η ιστοσελίδα συνδέεται τόσο σε επίπεδο συντάκτη όσο και σε επίπεδο επιστημονικού συμβούλου με ένα περιοδικό αεροδιαστημικής και άμυνας που φυσιολογικά χαρακτηρίζεται από τη δική του συγκεκριμένη προσέγγιση στα εξοπλιστικά πράγματα της χώρας. Όταν, λοιπόν, η ιστοσελίδα αυτή αναλαμβάνει ρόλο ελεγκτή του Facebook, εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για τη φύση της εποπτείας που θα παρέχει στο κοινωνικό δίκτυο και το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί αξιολογικά ουδέτερη η παρέμβασή της, τουλάχιστον σε ζητήματα άμυνας, εξοπλισμών, στρατιωτικής τεχνολογίας, διπλωματίας και στρατηγικής.

Δεν σημαίνει ότι κάποια άλλη ιστοσελίδα ή κάποιο άλλο περιοδικό θα ήταν σώνει και καλά «αντικειμενικότερα» – το πρόβλημα με τον έλεγχο των fake news, όπως δείχνει και το παράδειγμα του μαχητικού F-35 είναι πολύ βαθύτερο, πολύ πιο δομικό, και δεν αφορά το άλφα ή βήτα μέσο ενημέρωσης. Ο έλεγχος των fake news καλλιεργεί πρόσφορο έδαφος για την προώθηση μίας μόνο άποψης και την απόρριψη ανταγωνιστικών προσεγγίσεων σε ερωτήματα που είναι σύνθετα και ξεφεύγουν από το δίπολο αλήθεια / ψεύδος. Ζητήματα όπως το ποιο είναι το καλύτερο μαχητικό στον κόσμο κι αν αξίζει τα λεφτά του, ή κατά πόσο έχει κάνει μια χώρα πρόταση πώλησης οπλικών συστημάτων σε μια άλλη χώρα, ή πόσο βέβαιο είναι ότι η ΠΑ θα αγοράσει ένα οπλικό σύστημα, ή κατά πόσο είναι απαραίτητη για την άμυνα της χώρας η αγορά αυτού του οπλικού συστήματος δεν απαντώνται με επίκληση σε κάποιο αδιάψευστο δεδομένο / fact που δήθεν απορρίπτει μια ψευδή / fake είδηση. Με τον ίδιο τρόπο, όσο και να θέλω, δεν μπορώ να επικαλεστώ ένα μόνο δεδομένο για να ισχυριστώ ότι ο Παναθηναϊκός είναι καλύτερη ομάδα από τον Ολυμπιακό, κι ούτε διασπείρει fake news ο φίλος των Πειραιωτών που θα ισχυριστεί το αντίθετο.

Σε μια σειρά ζητημάτων – όπως τα εξοπλιστικά και η άμυνα, αλλά και πολλά άλλα ζητήματα σαν κι αυτά για τα οποία αναρτούν απόψεις οι χρήστες του Facebook – ο έλεγχος ειδήσεων μπορεί να καταλήξει να αντανακλά και να αναπαράγει τις πολιτικο-οικονομικές, ιδεολογικές, και αξιακές προτιμήσεις του φορέα που κάνει τον έλεγχο. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο τίθενται τα ερωτήματα εμπεριέχει προϋπάρχουσες αξιακές και εννοιολογικές παραδοχές, και βέβαια το ίδιο το ερώτημα μπορεί ενίοτε να προκαθορίζει την κατεύθυνση της απάντησης. Όπως μου είχε πει καλή φίλη μου, σε γνωστή αλυσίδα ταχείας εστίασης στην Ολλανδία η διεύθυνση έδινε εντολή στο προσωπικό να ρωτάει τους πελάτες που παρήγγειλαν καφέ: «θα θέλατε κρουασάν ή ντόνατ;». Και έτσι ο πελάτης απαντούσε αυτόματα την προτίμησή του, ξεχνώντας ότι θα έπρεπε να πληρώσει επιπλέον ή ότι ίσως και να μην ήθελε και τίποτα απ’ τα δύο. Το ίδιο ισχύει και με την εστίαση στα fake news – ακόμα κι αν υποθέσουμε χάριν του επιχειρήματος ότι το ένα μαχητικό είναι καλύτερο απ’ το άλλο, δεν σημαίνει αυτό ότι η ΠΑ και το ελληνικό κράτος θα πρέπει να το αγοράσουν. Το ερώτημα «ποιο είναι το καλύτερο μαχητικό;» βασίζεται σε μια σειρά άρρητων παραδοχών (όπως π.χ. ότι η ΠΑ πρέπει να διαθέτει σώνει και καλά το καλύτερο μαχητικό, ή ότι υπάρχει απόλυτος κανόνας καθορισμού του καλύτερου μαχητικού) και είναι ιδεολογική επιλογή η προαγωγή αυτού του ερωτήματος έναντι π.χ. του ερωτήματος «θα πρέπει οι υπάρχοντες περιορισμένοι πόροι του ελληνικού κράτους να διοχετευθούν σε επιπλέον όπλα ή σε άλλους τομείς;» ή «είναι η συσσώρευση οπλικών συστημάτων ο καλύτερος τρόπος επίτευξης αμυντικής θωράκισης;» ή «ποιες θα πρέπει να είναι οι εξοπλιστικές προτεραιότητες της χώρας με βάση τα υπάρχοντα κενά σε μέσα και πόρους;».

Εάν η ανάγκη αγοράς των F-35 θεωρείται fact και η αμφισβήτησή της θεωρείται fake news, φαντάζεστε τι μπορεί να γίνει με τις απόψεις εκείνες που αμφισβητούν την ίδια την ανάγκη ύπαρξης των παρανοϊκά υψηλών στρατιωτικών δαπανών της χώρας ή άλλες πολιτικο-στρατιωτικές επιλογές της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης όπως η αυξημένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα, η εξοπλιστική εξάρτηση από έναν μόνο πόλο, ο προσανατολισμός της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της χώρας με άξονα το ΝΑΤΟ, και πάει λέγοντας… Συμπερασματικά, η «αστυνόμευση» των αναρτήσεων στο Facebook από τα Ellinika Hoaxes είναι μια κακή ιδέα. Ο περιορισμός του διαλόγου με τη σφραγίδα του «ψευδούς» ή του «ανεπιβεβαίωτου», η προαγωγή της μοναδικής αλήθειας και η αναγωγή μιας κυρίαρχης θέασης σε αληθή με τον παράλληλο υποβιβασμό εναλλακτικών προσεγγίσεων σε ψευδείς ειδήσεις πλήττει την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου, την ελευθερία της έκφρασης και, εν τέλει, την ίδια την ουσία της δημοκρατίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Το Facebook ανέθεσε στα Ellinika Hoaxes την επαλήθευση γεγονότων», Ellinika Hoaxes, 2 Μαΐου 2019. https://www.ellinikahoaxes.gr/2019/05/02/facebook-third-party-fact-checking-program/

[2] Θάνος Σιτίστας (Επαχτίτης), «Το κορυφαίο μαχητικό του κόσμου και ευσεβείς πόθοι», Ellinika Hoaxes, 7 Φεβρουαρίου 2017, https://www.ellinikahoaxes.gr/2017/02/07/pak-fa

[3] Θάνος Σιτίστας (Επαχτίτης), «Η Lockheed Martin αποφάσισε να μειώσει το κόστος του F-35 για την Ελλάδα εξαιτίας της ρωσικής προσφοράς για Su-35;», Ellinika Hoaxes, 8 Μαρτίου 2017, https://www.ellinikahoaxes.gr/2017/03/08/f35-cost-cuts

[4] Θάνος Σιτίστας (Επαχτίτης), «Τα Su-35, η υποτιθέμενη πρόταση της Ρωσίας για την Ελλάδα και η ανύπαρκτη πιθανότητα ένταξής του στο ελληνικό οπλοστάσιο», Ellinika Hoaxes, 23 Φεβρουαρίου 2017. https://www.ellinikahoaxes.gr/2017/02/23/su35-proposal-vs-f35.

[5] Στο ίδιο.

[6] Θάνος Σιτίστας (Επαχτίτης), «F-35, Τουρκία και ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο», Ellinika Hoaxes, 3 Νοεμβρίου 2016. https://www.ellinikahoaxes.gr/2016/11/03/f-35

[7] Θάνος Σιτίστας (Επαχτίτης), «Το F-35, το tweet του Τραμπ και ο ‘ειδικός’ εγχώριος τύπος…», 24 Δεκεμβρίου 2016. https://www.ellinikahoaxes.gr/2016/12/24/f-35-trump/

[8] «Ποιοι είμαστε», Ellinika Hoaxes, https://www.ellinikahoaxes.gr/who-are-we/ και «Εξωτερικοί συνεργάτες – Επιστημονικοί σύμβουλοι», Ellinika Hoaxes. https://www.ellinikahoaxes.gr/scientific-advisers/

[9] Θάνος Σιτίστας (Επαχτίτης), «Ρελάνς Ρωσίας σε Ελλάδα μετά την πώληση των S-400 στη Τουρκία;», Ellinika Hoaxes, 1 Ιουλίου 2017. https://www.ellinikahoaxes.gr/2017/07/01/su-35-greece

[10] «Ο Υπερκατάσκοπος των Δυο Ηπείρων και το Ξανθό Γένος», Πτήση & Διάστημα, 14 Απριλίου 2018. https://www.ptisidiastima.com/firefox-and-the-russian-super-fighter/?fbclid=IwAR0SgxFaUGUiAHzdRLyoWshVR9s75oy-0wOPaT4syfdP0agAOmq88fUq6yg

[11]Σιτίστας (Επαχτίτης), «Ρελάνς Ρωσίας…».

[12] Θάνος Σιτίστας (Επαχτίτης), «Η αναβάθμιση των ελληνικών F-16 ισοδυναμεί με αυτοκτονία;», Ellinika Hoaxes, 6 Σεπτεμβρίου 2017. https://www.ellinikahoaxes.gr/2017/09/06/f16-vs-f35/Το άρθρο που παρατίθεται στο κείμενο είναι το «Γιατί πρέπει άμεσα να εκσυγχρονιστούν τα F-16 της ΠΑ;», Πτήση & Διάστημα, 17 Μαρτίου 2018. https://www.ptisidiastima.com/why-hellinic-air-force-f16-should-be-upgraded/

[13]Σιτίστας (Επαχτίτης), «Η αναβάθμιση των ελληνικών F-16…»

[14] «Η νέα ‘ΠΤΗΣΗ & Διάστημα’ ΜΑΪΟΣ 2019», Πτήση & Διάστημα, 2 Μαΐου 2019. https://www.ptisidiastima.com/pd-396-may-2019/

[15] «Τα ελληνικά F-35, AN έρθουν άμεσα”, θα αντικαταστήσουν τα F-4E κι όχι τα F-16C/D Block 30», Πτήση & Διάστημα, 1 Μαΐου 2019. https://www.ptisidiastima.com/greek-f35-if-come-will-replace-f4e-and-not-f16-block30/

[16] Στο ίδιο.

[17] «Θα δούμε τελικά μαχητικά F-35 με ελληνικά εθνόσημα; Τι κρύβεται πίσω από την τελευταία κινητικότητα;», Πτήση & Διάστημα, 7 Απριλίου 2019. https://www.ptisidiastima.com/will-we-see-greek-f35-2/

[18] Ηρακλής Οικονόμου, «Οικονομική διεθνοποίηση και αμυντική βιομηχανία», Πτήση & Διάστημα, τ. 270, Μάρτιος 2008, σελ. 114-123.