Pages

01 June 2013

Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 


 
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
 
 

 
του Ηρακλή Οικονόμου


(Δημοσιεύτηκε σε RedNoteBook στις 6 Ιανουαρίου 2012 και σε Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες, Αθήνα: RedNotebook, 2013, σελ. 53-58).
 

Γιατί είναι σημαντικό ένα συνέδριο για τους εξοπλισμούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), οργανωμένο από την αριστερή ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου; Γιατί αποτελεί μία από τις σπάνιες προσπάθειες της Αριστεράς να εξετάσει την εμπλοκή της ΕΕ στο στρατιωτικό και εξοπλιστικό πεδίο. Πίσω απ’ την αδυναμία κατανόησης αυτής της εμπλοκής κρύβεται η εικόνα της ΕΕ ως πολιτικής (μη στρατιωτικής) δύναμης, μία εικόνα την οποία συμμερίζονται όχι μόνο οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Είναι καιρός να αποχαιρετήσουμε τη συγκεκριμένη εικόνα· η ΕΕ, τόσο μέσω των κρατών-μελών της όσο και μέσω της δικής της θεσμικής υπόστασης, βρίσκεται στη δίνη μιας αναπότρεπτης διαδικασίας ενδυνάμωσης του στρατιωτικού της βραχίονα και ενίσχυσης της παραγωγής στρατιωτικών εξοπλισμών.
 
Ο όρος «στρατιωτικο-βιομηχανικό» σύμπλεγμα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, και θα συνιστούσε ηλιθιότητα η άκριτη και μηχανιστική χρήση του. Στην περίπτωση της ΕΕ, οι επικριτές του όρου επισημαίνουν συχνά την πολιτικά χρωματισμένη διάστασή του· ουκ ολίγες φορές, έχω ακούσει επιστήμονες να εξομολογούνται ότι κάθε φορά που ακούνε το συγκεκριμένο όρο βλέπουν να ανεμίζουν πλάι τους κόκκινες σημαίες. Για κάποιους, η έννοια του «συμπλέγματος» υπονοεί την ύπαρξη μιας σκοτεινής συνομωσίας, ενώ έχει επίσης επισημανθεί ότι είναι άλλο να κερδίζεις από μία πολιτική και άλλο να παράγεις και να διαμορφώνεις μία πολιτική. Οι πιο εκλεπτυσμένες κριτικές υπενθυμίζουν την πρωταρχικά εθνική βάση των εταιρειών όπλων, την έλλειψη ενός ευρωπαϊκού κράτους, και την παρουσία ξεχωριστών, εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων.
 
Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις, η χρήση του όρου «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» είναι δικαιολογημένη στην περίπτωση της ΕΕ. Η ιδέα του συμπλέγματος δεν υπονοεί κάποια συνομωσία αλλά αναδεικνύεται μέσα από ενδελεχή εμπειρική ανάλυση, όπως στο έργο του Frank Slijper και του Ben Hayes.[1] Επίσης, μια τέτοια έννοια δεν αποκλείει την παράλληλη λειτουργία των εθνικών συμπλεγμάτων, ούτε προϋποθέτει μία ενιαία, πλήρως υπερεθνικοποιημένη και εξευρωπαϊσμένη βιομηχανία όπλων. Αντίθετα, η ιδέα ενός στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος της ΕΕ απεικονίζει κάτι εξαιρετικά αντιφατικό και σύνθετο.
 
Πώς μπορούμε να το ορίσουμε; Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της ΕΕ είναι ένα σχετικά συνεκτικό αλλά και αντιφατικό μπλοκ κοινωνικο-οικονομικών, θεσμικών, στρατιωτικών και ιδεολογικών δυνάμεων που λειτουργούν σε επίπεδο ΕΕ και στόχο έχουν την προώθηση των συμφερόντων του διεθνοποιημένου ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου και την ενδυνάμωση της ικανότητας προβολής ισχύος της Ένωσης μέσω μιας κοινής εξοπλιστικής πολιτικής.
 
Στην περίπτωση του, συναντάμε τα τρία αναγκαία συστατικά στοιχεία οποιουδήποτε τέτοιου συμπλέγματος: πηγές, δρώντες και αποτελέσματα. Ως προς τις πηγές, υπάρχουν δύο διακριτές αλλά και αλληλένδετες διαδικασίες: η διεθνοποίηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων και η εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Η πρώτη, πρωτίστως οικονομική ως προς τη φύση της, κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με το σχηματισμό πολυεθνικών, ευρωπαϊκών εταιρειών παραγωγής όπλων, όπως η EADS, και εξαιρετικά διεθνοποιημένων «εθνικών πρωταθλητών» όπως η Thales, η Finmeccanica και η BAE Systems. Οι ρίζες της διεθνοποίησης βρίσκονται στο κύμα ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του ’80, και στη συνακόλουθη εθνική και διεθνή συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου. Η ανάγκη βιομηχανικής ενοποίησης προήλθε καταρχήν από τους πτωτικούς στρατιωτικούς προϋπολογισμούς μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τον ανταγωνισμό από βιομηχανικούς παίκτες εκτός ΕΕ, και τα αυξανόμενα κόστη έρευνας και ανάπτυξης των σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Τελικά, ολοένα και μεγαλύτερες εταιρείες με ολοένα και μεγαλύτερα μερίδια αγοράς άρχισαν να σχηματίζουν ένα πυκνό δίκτυο διεθνών δεσμών μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων και άλλων μορφών βιομηχανικής συνεργασίας. Αυτή η διαδικασία γέννησε ένα πανίσχυρο, διεθνοποιημένο, ταξικό και συνάμα πολιτικό υποκείμενο, των οποίων τα συμφέροντα απαιτούσαν τη διαχείριση των εξοπλιστικών θεμάτων σε επίπεδο ΕΕ, παράλληλα με το εθνικό επίπεδο.
 
Όμως, αυτό το υποκείμενο απαιτούσε επίσης ένα μανδύα νομιμοποίησης για τις ενέργειές του· αυτός βρέθηκε στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, η οποία ξεκίνησε με τη αγγλο-γαλλική συναίνεση στο St. Malo τη διετία 1998-99. Μετέπειτα εξελίξεις, όπως η εκτέλεση πολλαπλών στρατιωτικών και αστυνομικών επιχειρήσεων και η έκδοση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας κάλυψαν τις δράσεις της βιομηχανίας και των συμμάχων της με μία αύρα εκτάκτου ανάγκης και τεχνοκρατικής αναγκαιότητας. Η έμφαση της πολιτικής άμυνας της ΕΕ στην προβολή ισχύος διάνοιξε ατελείωτες ευκαιρίες νομιμοποίησης της παραγωγής και προμήθειας περισσότερων και καλύτερων όπλων, καθώς και της ομογενοποίησης των εθνικών προδιαγραφών και αγορών. Προσθέστε την επιδίωξη μιας ευρωπαϊκής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ, καθώς και την έννοια της ενότητας ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική ασφάλεια, και έχετε ένα ευρύτατο φάσμα επιχειρημάτων υπέρ της ατζέντας των εξοπλισμών, τα οποία συνέβαλαν στη νομιμοποίηση κάποιων πολιτικά αμφίσημων και ευαίσθητων μέτρων.
 
Αλλά ας μεταφερθούμε πρώτα από τις πηγές στους δρώντες. Το ευρωπαϊκό, διεθνοποιημένο στρατιωτικο-βιομηχανικό κεφάλαιο είναι το πρωταρχικό υποκείμενο στο εν λόγω σύμπλεγμα. Γιατί; Επειδή το στρατιωτικο-βιομηχανικό κεφάλαιο βρίσκεται εγγύτερα στην παραγωγή όπλων και, δεδομένης της θέσης του μέσα στο σύστημα παραγωγής των μέσων της βίας, είναι ένα ταξικό υποκείμενο του οποίου η οικονομική εξουσία μεταφράζεται συστηματικά σε πολιτική εξουσία, με ή χωρίς τη διαμεσολάβηση του αστικού κράτους. Πράγματι, η οικονομική ενοποίηση τροφοδότησε μία διαδικασία πολιτικής ισχυροποίησης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων, με κύριο σταθμό την ίδρυση της Ένωσης Βιομηχανιών Αεροδιαστημικής και Άμυνας της Ευρώπης (ASD) το 2004. Η απόφαση των τριών τομεακών ομάδων πίεσης (Ομάδα Ευρωπαϊκών Αμυντικών Βιομηχανιών – EDIG, Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Αεροδιαστημικής – AECMA και Ένωση Ευρωπαϊκής Διαστημικής Βιομηχανίας – EUROSPACE) να συγχωνευθούν σε ένα ενοποιημένο σχήμα δεν θα υλοποιούταν ποτέ δίχως το προηγούμενο κύμα διεθνών και δια-τομεακών συγχωνεύσεων και εξαγορών.
 
Το βάθος και η ένταση της εμπλοκής της βιομηχανίας στη συν-γραφή της πολιτικής εξοπλισμών της ΕΕ και στον ορισμό της ατζέντας δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως πράξη άσκησης πίεσης, ως λόμπυ. Ο φιλόσοφος Istvan Mészáros παρατηρεί ότι «η έκφραση ‘στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα’ … δείχνει με σαφήνεια ότι ασχολούμαστε με κάτι πολύ πιο σταθερά γειωμένο και συνεκτικό από κάποιους άμεσους πολιτικούς/στρατιωτικούς καθορισμούς (και χειραγωγήσεις) που θα μπορούσαν καταρχήν να αντιστραφούν σε εκείνο το επίπεδο».[2] Ασχολούμαστε, δηλαδή, με μία πιο έντονη, δομική εμπλοκή, που κανονικοποιείται και εξομαλύνεται από όλους τους θεσμούς της ΕΕ.
 
Η Ευρ. Επιτροπή και η Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας της ξεχωρίζουν ως ο πολιτικο-θεσμικός πυρήνας του συμπλέγματος· αποτελούν το κρατικόμορφο κέντρο διοίκησης δεδομένης της απουσίας ενός πανευρωπαϊκού κράτους, παράγοντας το «γενικό συμφέρον» ως μακροπρόθεσμο όραμα. Ένα τέτοιο συμφέρον απαιτεί τη διακυβερνητική επικύρωση του Συμβουλίου της ΕΕ καθώς και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Υπηρεσίας, ενός διακυβερνητικού οργανισμού που έχει αναλάβει επίσημα τη διαχείριση των εξοπλιστικών ζητημάτων της ΕΕ. Ο ρόλος της στην ανάπτυξη δυνατοτήτων συμπληρώνεται με τη χρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογίας, την προώθηση της εξοπλιστικής συνεργασίας και την επεξεργασία στρατηγικών για τη διατήρηση μις ισχυρής Ευρωπαϊκής αμυντικής, τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης – ένας ευφημισμός για τη στρατιωτικο-βιομηχανική, εταιρική κερδοφορία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρέχει σταθερή και διακομματική υποστήριξη στο σύμπλεγμα και τους στόχους του, με τη συνδρομή συγκεκριμένων προσώπων από την Υποεπιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας. Και βέβαια, δεν μπορεί εξ’ ορισμού να υπάρξει στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα χωρίς τους φορείς της στρατιωτικής εξουσίας. Μέσω της συμμετοχής τους στην Στρατιωτική Επιτροπή της ΕΕ αλλά και στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Υπηρεσία, οι στρατιωτικοί συμμετέχουν σε κρίσιμες αποφάσεις ορισμού προδιαγραφών και κενών στις στρατιωτικές δυνατότητες, κενά τα οποία τα εθνικά κράτη καλούνται να καλύψουν μέσω της προσφυγής στους κατασκευαστές όπλων. Τέλος, το Ινστιτούτο Σπουδών Ασφάλειας της ΕΕ προσφέρει μία «επιστημονική» αύρα στο σύμπλεγμα, παράγοντας αναλύσεις των αμυντικών απαιτήσεων της ΕΕ καθώς και προβλέψεις για την εξέλιξη της βιομηχανίας όπλων.
 
Τέλος, στο σύμπλεγμα περιλαμβάνονται και στοιχεία της «κοινωνίας πολιτών», όπως ιδιωτικές δεξαμενές σκέψης (Security & Defence Agenda) και άτυπες πολιτικές ομάδες ευρωπαϊστικού προσανατολισμού (The Kangaroo Group). Σε μεγάλο βαθμό, ο βραχίονας του συμπλέγματος που εντάσσεται στην «κοινωνία πολιτών» χρηματοδοτείται απευθείας από τη βιομηχανία. Και προκαλεί έκπληξη η σταθερή υποστήριξη που παρέχει στην εξοπλιστική ατζέντα ο οργανωμένος συνδικαλισμός – ή μήπως εργατική αριστοκρατία; – μέσω της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Μεταλλεργατών. Η κινητοποίηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δείχνει το μέγεθος του συμπλέγματος και την ηγεμονία του επί των δυνάμεων της εργασίας.
 
Ως προς τα αποτελέσματα, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της ΕΕ μπορεί καταρχήν να υπερηφανεύεται για την εγκαθίδρυση νέων γραμμών χρηματοδότησης, όπως το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Έρευνας για την Ασφάλεια που εμπνεύστηκε η Κομισιόν. Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Υπηρεσία είναι άλλη μία πηγή χρηματοδότησης για στρατιωτική έρευνα & ανάπτυξη, ενώ η Ευρ. Επιτροπή έχει τροφοδοτήσει την ανάπτυξη διαστημικών προγραμμάτων με στρατιωτικές εφαρμογές, όπως το Galileo και το GMES. Δεδομένης της απουσίας μιας πανευρωπαϊκής υπηρεσίας προμήθειας εξοπλισμών αλλά και ενός πραγματικά ευρωπαϊκού στρατού, το μεγαλύτερο κομμάτι της χρηματοδότησης του συμπλέγματος αφορά την έρευνα & τεχνολογία και όχι την καθεαυτή αγορά στρατιωτικού υλικού. Το τελευταίο καθήκον αναλαμβάνεται ακόμα από τα αστικά κράτη σε εθνικό επίπεδο.
 
Τα αποτελέσματα της λειτουργίας του συμπλέγματος δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά μόνο με ποσοτικούς όρους χρηματοδότησης. Υπάρχει, δηλαδή, μία ποιοτική διάσταση αποτελεσμάτων συμβατών με τα στρατιωτικο-βιομηχανικά συμφέροντα, ακόμα κι αν δεν συνεπάγονται πάντα μία άμεση χρηματοδότηση. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι η μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών εξοπλισμών μέσω του νομοθετικού Πακέτου Άμυνας της Κομισιόν που εξομάλυνε το καθεστώς ενδο-κοινοτικών μεταβιβάσεων. Μία άλλη πτυχή είναι η επίσημη συμμετοχή της βιομηχανίας στο σύστημα λήψης αποφάσεων της ΕΕ μέσω νέων καναλιών· ενδεικτική είναι η περίπτωση των επιτροπών της ASD στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Υπηρεσίας ή η πολυπληθής παρουσία στελεχών της βιομηχανίας όπλων σε εκθέσεις «ειδικών» (STAR 21, Ομάδα Προσωπικοτήτων για την Ασφάλεια, LeaderSHIP 2015), υπό τη σκέπη και την τυπική εντολή της Κομισιόν. Αξιοσημείωτη είναι και η επίδραση της ΕΕ στη βιομηχανική ενοποίηση. Μέσω της προώθησης συνεργατικών προγραμμάτων, η ΕΕ προωθεί περαιτέρω συγχωνεύσεις και εξαγορές, διαδικασία που καταλήγει σε ισχυρότερες και μεγαλύτερες εταιρίες παραγωγής όπλων.
 
Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε την αποτελεσματικότητα και γραμμικότητα του συμπλέγματος. Η απουσία ενός πανευρωπαϊκού κράτους και ενός ενιαίου υπερεθνικού στρατιωτικο-βιομηχανικού υποκειμένου σημαίνουν τη διατήρηση των εθνικών αποκλίσεων. Εξίσου κρίσιμη είναι και η έλλειψη των αναγκαίων χρηματικών πόρων, σε μία εποχή βαθιάς κρίσης σε όλη την ήπειρο. Σε σχέση με τη λειτουργία των εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων, το αντίστοιχο ευρωπαϊκό είναι εξαιρετικά αντιφατικό. Αφενός, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός αναπαράγει συστηματικά τη στρατιωτικοποίηση· αφετέρου, οι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί και η πολλαπλότητα συμφερόντων ανάμεσα στα διάφορα εθνικά κράτη και τις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του συμπλέγματος. Ουσιαστικά, είμαστε αντιμέτωποι με μία διάσταση ανάμεσα στο παγκόσμιο εύρος του κεφαλαίου και το περιορισμένο εύρος του έθνους-κράτους· πρόκειται, σύμφωνα με την Ellen Wood, για το πρόβλημα της «μη-αντιστοίχισης των οικονομικών και πολιτικών μορφών του καπιταλισμού».[3] Ενώ οι οικονομικές εξελίξεις απαιτούν υπερεθνικές, κρατικό-μορφες θεσμικές διευθετήσεις, το έθνος-κράτος παραμένει απαραίτητο για την αναπαραγωγή των εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων και των πολιτικών προϋποθέσεων της καπιταλιστικής ηγεμονίας.
 
Τι να κάνουμε; Καταρχήν, υπάρχει επείγουσα ανάγκη για την εγκαθίδρυση ενός ερευνητικού κέντρου στις Βρυξέλλες που ως αποστολή θα έχει τη μελέτη και τεκμηρίωση θεμάτων που άπτονται των διαστάσεων «άμυνας», «ασφάλειας» και εξοπλισμών της ΕΕ. Ένα τέτοιο κέντρο θα συνέλεγε κρίσιμα ποσοτικά δεδομένα, θα ενθάρρυνε την κριτική έρευνα, θα τροφοδοτούσε το δημόσιο διάλογο και τις εναλλακτικές προτάσεις πολιτικής· δηλαδή, θα ενδυνάμωνε την αντίσταση στη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ. Η περίπτωση της εξοπλιστικής πολιτικής της ΕΕ καταδεικνύει τη σημασία των ιδεών. Οι ιδέες είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της ταξικής ηγεμονίας, και η βιομηχανία όπλων και οι σύμμαχοί της το έχουν εμπεδώσει αυτό καλά. Αρκεί να δει κανείς την πληθώρα δεξαμενών σκέψης, συνεδρίων, δημοσιεύσεων και ερευνητικών προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τους κατασκευαστές όπλων. Οι αντι-ηγεμονικές δυνάμεις οφείλουν να ακολουθήσουν αυτό το «καλό παράδειγμα».
 
Για το τέλος, παραπέμπω στην ευρωβουλευτίνα της GUE/NGL, Sabine Lösing: «Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι περισσότερο στρατό· αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία αλλαγή, ένα τέλος στο νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης».[4] Είναι πιθανό ότι αυτό το τέλος προϋποθέτει το τέλος της ίδιας της ΕΕ. Και, πάντως, ο εξωτερικός προσανατολισμός της ΕΕ προς την προβολή ισχύος και τη στρατιωτικοποίηση και ο εσωτερικός προσανατολισμός της προς τον νεοφιλελευθερισμό και την κοινωνική εκμετάλλευση είναι δύο αλληλένδετες διαδικασίες. Η πάλη εναντίον του ενός είναι αξεχώριστη από την πάλη εναντίον του άλλου.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Το παρόν είναι εισήγηση στην ημερίδα «Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως κινητήρια δύναμη των εξοπλισμών» που διοργάνωσε στο Ευρωκοινοβούλιο το Νοέμβριο του 2011 η ομάδα Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά / Βόρεια Πράσινη Αριστερά.
 
Το σύνολο των υποσημειώσεων και πηγών παρατίθεται στην έντυπη έκδοση
 

13 May 2013

Συνέντευξη με τον Frank Slijper για τους εξοπλισμούς και την οικονομική κρίση







«Τα εξωφρενικά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών οδήγησαν την Ελλάδα σε τεράστια χρέη για όπλα που δεν χρειάζεται»

 

Μια κουβέντα με τον ολλανδό ερευνητή Φρανκ Σλέιπερ για τους εξοπλισμούς και την οικονομική κρίση

 

τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε σε “Ενθέματα”, Κυριακάτικη Αυγή, 12 Μαΐου 2013)


Ο Φρανκ Σλέιπερ (Frank Slijper) είναι ολλανδός οικονομολόγος με ειδίκευση σε ζητήματα εξοπλισμών και στρατιωτικοποίησης. Είναι συνεργάτης της γνωστής ριζοσπαστικής δεξαμενής σκέψης Transnational Institute (ΤΝΙ) και επικεφαλής της αντι-μιλιταριστικής οργάνωσης Campagne tegen Wapenhandel. Οι δημοσιεύσεις του πάνω στο Ευρωπαϊκό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, την Ευρωπαϊκή πολιτική διαστήματος και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας συνιστούν θεμελιώδεις συνεισφορές σε μία αριστερή κριτική της στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εξουσίας των κατασκευαστών όπλων εντός της. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από το TNI μία μελέτη του με τίτλο «Στρατιωτικές δαπάνες και η οικονομική κρίση στην Ευρώπη», όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ελληνική περίπτωση με τους υπέρογκους εξοπλισμούς και τις ιστορίες σπατάλης, διαφθοράς και παρασιτισμού που τους περιβάλλουν.


Πώς ερμηνεύετε τη σιωπή των διανοουμένων πάνω σε ένα τόσο επίκαιρο ζήτημα όπως οι εξοπλισμοί και ο ρόλος τους στην τρέχουσα κρίση; Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν μία υποτυπώδης συζήτηση επ’ αυτού.

Οι περισσότερες αναλύσεις εστιάζουν στο ρόλο των χρηματοπιστωτικών θεσμών και των οικονομικών μηχανισμών, που είναι λογικό. Όμως, εφόσον τα δημόσια ελλείμματα και τα σχετιζόμενα προβλήματα χρέους έχουν οδηγήσει σε εκτενή μέτρα λιτότητας, είναι πράγματι παράδοξο το γεγονός ότι δεν συζητείται ένας κλάδος δημοσίων δαπανών τόσο μεγάλος και ισχυρός όσο οι στρατιωτικές δαπάνες. Μία ερμηνεία της αποσιώπησης αυτής είναι ο συνεχής φόβος της στρατιωτικής ηγεσίας και της βιομηχανίας όπλων ότι η περικοπή των αμυντικών δαπανών θα κοστίσει πολλές θέσεις εργασίας και θα θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Και τα δύο επιχειρήματα είναι εντελώς λανθασμένα, καθώς οι υψηλοί στρατιωτικοί προϋπολογισμοί αποδεδειγμένα είναι ένας εξαιρετικά αναποτελεσματικός και δαπανηρός τρόπος δημιουργίας θέσεων εργασίας. Επιπλέον, ο δυτικός κόσμος έχει υπερ-εξοπλισθεί τόσο πολύ ώστε να είναι αδύνατον να ισχυριστεί κάποιος ότι απειλείται η ασφάλειά του. Μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει: το παράδειγμα των ΗΠΑ δείχνει ότι οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ οδήγησαν σε τρομακτικές στρατιωτικές δαπάνες, αλλά σίγουρα δεν κατέστησαν τον κόσμο ασφαλέστερο.

Ποια είναι τα κύρια ευρήματα της μελέτης σας που μόλις κυκλοφόρησε; Τελικά συνέβαλε ο γιγαντωμένος στρατιωτικός προϋπολογισμός της Ελλάδας στην τρέχουσα οικονομική καταβαράθρωση της χώρας;

Πριν την κρίση, οι περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ αύξησαν σημαντικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες, αντισταθμίζοντας εν μέρει ή συνολικά τις μετα-ψυχροπολεμικές περικοπές που είχαν προηγηθεί. Αν και στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν μεγαλύτερη, στην Ευρώπη τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος διόγκωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Τελικά, αυτές οι δαπάνες μειώθηκαν μέσα σε ένα κύμα μέτρων λιτότητας – μόνο όμως από το 2010 και ύστερα. Και οι περικοπές αφορούσαν περισσότερο το προσωπικό παρά τις δαπάνες για οπλικά συστήματα. Ακόμα και σήμερα, πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν στρατιωτικούς προϋπολογισμούς υψηλότερους σε σχέση με μια δεκαετία πριν, παρόλο που ποτέ η Ευρώπη δεν υπήρξε τόσο ασφαλής όσο είναι σήμερα με την απουσία της οποιασδήποτε σοβαρής απειλής. Άρα, συμπεραίνουμε ότι η επαναλαμβανόμενη άποψη σύμφωνα με την οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν πέσει κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο – στο οποίο δήθεν θα έπρεπε να βρίσκονται – είναι εντελώς αβάσιμη.

Το σύνηθες αντεπιχείρημα προς τους επικριτές των υψηλών στρατιωτικών δαπανών είναι η απειλή της Τουρκίας. Τι απαντάτε;

Η συγκεκριμένη απειλή είναι μικρότερη σε σχέση με δέκα ή είκοσι χρόνια πριν, σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς. Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί αισθητά και πλέον υπάρχει η διακηρυγμένη βούληση και της Τουρκίας και όχι μόνο της Ελλάδας οι δυο χώρες να εργαστούν για τη λήψη μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Και πάλι είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι στρατιωτικοί έχουν συμφέρον να υπερβάλλουν τις απειλές ώστε να διατηρούν την ισχυρή θέση τους. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι η οικονομία απειλείται από τις επιπλέον περικοπές στην άμυνα, ενώ στην πραγματικότητα οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν αποδειχθεί ότι είναι μία εξαιρετικά ακριβή και αναποτελεσματική μηχανή παραγωγής θέσεων εργασίας.

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μία μικρή παραγωγική βάση στον τομέα των εξοπλισμών, και άρα στην περίπτωσή της είναι μάλλον δύσκολο να μιλήσει κάποιος για την ύπαρξη ενός εθνικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται μέσω της διατήρησης υψηλών στρατιωτικών δαπανών;

Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες χώρες δεύτερης βαθμίδας παραγωγής όπλων (συνήθως οι μικρότερες), διατηρεί μία πολιτική αντισταθμιστικών οφελών. Η συγκεκριμένη πολιτική αποβλέπει στην επιστροφή ενός μέρους του έργου από μία εξοπλιστική παραγγελία με τη μορφή εγχώριων παραγγελιών – κατά προτίμηση με τη μορφή της συμπαραγωγής. Αυτή είναι μία εξαιρετικά δαπανηρή και αναποτελεσματική μορφή βιομηχανικής πολιτικής που, ενώ υπόσχεται οφέλη στο πεδίο της απασχόλησης τα οποία συχνά δεν υλοποιούνται, στην πράξη καταλήγει να είναι μία εξωφρενική επιδότηση σε μία βιομηχανία εντελώς ανίκανη για επιβίωση. Αυτό συνέβη και στην Ελλάδα, και γι’ αυτό τώρα η κυβέρνηση θέλει να πουλήσει αυτό τον εξαιρετικά ζημιογόνο επιχειρηματικό τομέα. Το όφελος είναι αμοιβαίο και αφορά τόσο τα συμφέροντα της στρατιωτικής εξουσίας («για να έχουν τα παιδιά τα παιχνιδάκια τους») όσο και τα συμφέροντα της βιομηχανίας όπλων. Και η ρητορική αφορά συχνά τόσο την «εθνική ασφάλεια» όσο και τις «θέσεις εργασίας». Δεν είμαι σίγουρος για την περίπτωση της Ελλάδας, αλλά στην Ολλανδία τα συνδικάτα συχνά συνασπίζονται στα τυφλά με τις εταιρείες όπλων και το στρατό, και υποστηρίζουν κάθε νέα εξοπλιστική συμφωνία με την υπόσχεση δήθεν εξαιρετικών προοπτικών απασχόλησης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, δυστυχώς, καθώς με πολύ λιγότερα χρήματα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως καταδεικνύω με παραδείγματα στη μελέτη.

Η Γερμανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ρητορικής υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Δεν είναι παράδοξο που οι Γερμανοί υποστηρίζουν την κυβερνητική πολιτική λιτότητας και την ίδια στιγμή προωθούν την εξαγωγή πανάκριβων συστημάτων όπως τα άρματα μάχης Leopard 2 και τα υποβρύχια Type 214;

Φυσικά και είναι παράδοξο! Τόσο η Ελλάδα όσο και η Πορτογαλία έχουν ξοδέψει μία ολόκληρη περιουσία για την αγορά γερμανικών υποβρυχίων, και θα ξοδεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ ετησίως για πολλά ακόμα χρόνια για να τα συντηρήσουν. Αναρωτιέμαι βάσει ποιας στρατηγικής λογικής αγοράστηκαν… Η Ελλάδα, μάλιστα, υποτίθεται ότι έχει σχέδια αγοράς επιπλέον υποβρυχίων, τα οποία η Γερμανία προφανώς και θα πουλούσε με χαρά. Με ποια λογική προωθούνται μέτρα λιτότητας εις βάρος του λαού, με περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις, την υγεία και την εκπαίδευση, και την ίδια στιγμή δεν διακόπτεται η αγορά όπλων που στην πραγματικότητα δεν χρειάζεστε; Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Θόδωρος Πάγκαλος δήλωσε ότι «ένιωσα αναγκασμένος να αγοράζω όπλα που δεν χρειαζόμαστε» και ότι οι εξοπλιστικές συμφωνίες του γέννησαν ένα αίσθημα «εθνικής ντροπής». Είναι λοιπόν καιρός να απομακρυνθείτε από μία κουλτούρα αναντίρρητων στρατιωτικών δαπανών που ξοδεύει δισεκατομμύρια από τα χρήματα των φορολογουμένων κάθε χρόνο. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν σήμερα να λειτουργήσουν πολύ πιο χρήσιμα και αποτελεσματικά, για να βγάλουν την Ελλάδα έξω από την οικονομική εξαθλίωση.

Πώς αποτιμάτε το ρόλο του ΝΑΤΟ στη διατήρηση υψηλών στρατιωτικών προϋπολογισμών σε χώρες όπως η Ελλάδα; Συμβάλλει το ΝΑΤΟ στην επιβολή μιας συγκεκριμένης «πειθαρχίας» υπέρ των εισαγωγών όπλων;

Μα ειδικά ο Ρασμούσσεν, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, έχει χρησιμοποιήσει κάθε ευκαιρία που του έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια για να τονίσει την ανάγκη υψηλών στρατιωτικών δαπανών και αποφυγής των οποιονδήποτε περικοπών. Κάθε φορά χρησιμοποιείται η λανθασμένη σύγκριση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ για να δοθεί η εικόνα ότι κινδυνεύουμε εδώ στην Ευρώπη επειδή η Ουάσιγκτον δαπανά πιο πολλά για όπλα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αναφέρουν ποτέ ότι οι δαπάνες του Πενταγώνου είναι πρωτοφανείς και δεν έχουν ταίρι ούτε σε απόλυτο μέγεθος, ούτε ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Μόνο κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ (με τη συνδρομή ενός γιγαντιαίου όγκου στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ) παρουσιάζουν μια παρόμοια εξοπλιστική συμπεριφορά. Για πολύ καιρό η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που προσέγγιζε αυτά τα εξωφρενικά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών, και κοιτάξτε που οδήγησε: σε τεράστια χρέη για όπλα που η χώρα δεν χρειάζεται. Ακόμα και εντός των στρατιωτικών κύκλων αναγνωρίζεται το γεγονός ότι οι μεγάλες εξοπλιστικές συμφωνίες με τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ το μόνο που κατάφεραν είναι να φέρουν οικονομική εξαθλίωση. Θα ήταν καλύτερο, αντί να συγκρινόμαστε με τις ΗΠΑ, να προσπαθήσουμε να μοιάσουμε με την Ιρλανδία που είναι η χώρα με το μικρότερο κομμάτι του ΑΕΠ αφιερωμένο στις ένοπλες δυνάμεις της.

Στο έργο σας έχετε κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός πανευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Έχει επηρεάσει η κρίση τη λειτουργία του και, αν ναι, με ποιο τρόπο;

Αφενός, εν μέρει ναι, επειδή οι μειούμενοι εθνικοί προϋπολογισμοί έχουν κάπως περιορίσει τις δυνατότητες νέων παραγγελιών και προγραμμάτων. Αφετέρου, οι φορείς του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους σε αγορές του εξωτερικού εκτός Ευρώπης, όπως οι χώρες BRICS ή τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη που δεν έχουν μειώσει τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους. Παρά την καταδίκη των πωλήσεων ευρωπαϊκών όπλων σε δικτάτορες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, δύο χρόνια μετά την Αραβική Άνοιξη όλα μοιάζουν όπως πριν – business as usual. Παράλληλα, βλέπουμε ισχυρότατες πιέσεις μέσα στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις περισσότερες άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ ώστε να μην προχωρήσουν οι προτεινόμενες περικοπές στις εξοπλιστικές τους δαπάνες. Ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δήλωσε πρόσφατα ότι η κρίση στην Κορέα κατέδειξε εκ νέου γιατί η Βρετανία πρέπει να δαπανήσει δισεκατομμύρια λίρες για να αντικαταστήσει τα εξοπλισμένα με πυρηνικούς πυραύλους υποβρύχιά της. Τόσο η βιομηχανία όπλων όσο και οι στρατιωτικοί έχουν ένα κοινό συμφέρον: να υπερβάλλουν ως προς το μέγεθος και τη φύση των απειλών, και εν τέλει όλο αυτό αποβαίνει εις βάρος των πολιτών που πληρώνουν το λογαριασμό.

Συμμετέχετε ενεργά στην ολλανδική οργάνωση Campagne tegen Wapenhandel (Εκστρατεία εναντίον του Εμπορίου Όπλων). Ποιες είναι οι προτεραιότητες της δράσης της;

Η Campagne tegen Wapenhandel είναι μία μικρή, πολιτικά ανεξάρτητη οργάνωση που ιδρύθηκε το 1998 για να αντιπαρατεθεί με μία από τις αιτίες του πολέμου: την παραγωγή και το εμπόριο όπλων. Βασίζουμε τις εκστρατείες μας στην εκτεταμένη έρευνα και τη συνεργασία με οργανώσεις ειρήνης και αλληλεγγύης. Προσπαθούμε να επηρεάσουμε το κοινοβούλιο όσο μπορούμε περισσότερο, μέσω των μέσων ενημέρωσης και άμεσων επαφών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνεργαζόμαστε με τους εταίρους μας που συμμετέχουν στο European Network Against Arms Trade (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εναντίον του Εμπορίου Όπλων).

Τελικά υπάρχει κάποια εναλλακτικό μοντέλο έναντι της μόνιμης «οικονομίας των εξοπλισμών»;

Ναι, υπάρχει. Αφετηρία της πρέπει να είναι μία ειλικρινής και εκ βαθέων συζήτηση μέσα στην κοινωνία σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις στρατιωτικές δαπάνες και τις εναλλακτικές τους, τα κόστη ευκαιρίας των εξοπλισμών και τα παραδείγματα εναλλακτικών προσεγγίσεων στην ασφάλεια. Ασφάλεια δεν είναι μόνο η στρατιωτική ασφάλεια, αλλά και η ασφάλεια στην αγορά εργασίας, η κοινωνική ασφάλεια, η ανθρώπινη ασφάλεια. Είμαι πεπεισμένος ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα εργάζονταν υπέρ ενός εποικοδομητικού διαλόγου με την Τουρκία παρά υπέρ της συνέχισης μιας κούρσας εξοπλισμών δίχως τέλος που ωφελεί μοναχά τη βιομηχανία όπλων. Γιατί δεν εστιάζουμε σε καινοτόμες τεχνολογίες που αφορούν τομείς όπως η πράσινη ενέργεια και ο τουρισμός; Το καλύτερο που έχετε να κάνετε στην Ελλάδα είναι να ξεφορτωθείτε τους διεφθαρμένους αξιωματούχους, τους τραπεζίτες και τους βιομηχάνους, και να πάρει ο λαός την εξουσία που του ανήκει. Δείτε πώς αναδύθηκε εκ νέου η Ισλανδία από μία μεγάλη κρίση.