Pages

30 November 2009

"Οι Διεθνείς Σχέσεις στρατεύτηκαν στον αγώνα κατά του Μαρξισμού" - Μια συνέντευξη με τον Kees van der Pijl

 

 

Κέις βαν ντερ Πέιλ:

«Οι Διεθνείς Σχέσεις στρατεύτηκαν στον αγώνα κατά του Μαρξισμού»
 


Ο Κέις βαν ντερ Πέιλ (Kees van der Pijl) είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ, με πλούσιο έργο στη μελέτη της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Nomads, Empires, States”, ενώ κλασική παραμένει η μελέτη του “Transnational classes and International Relations”. Καλεσμένος του Πανεπιστημίου Πειραιά και του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, ο Ολλανδός διεθνολόγος θα μιλήσει την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου στη διεθνή ημερίδα για την οικονομική κρίση, προς τιμήν του πρόωρα χαμένου θεωρητικού Πήτερ Γκόουαν (Peter Gowan).
 
 

Τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε σε “Ενθέματα”, Η Αυγή της Κυριακής, 29 Νοεμβρίου 2009).
 

Στην Ελλάδα, η επιστημονική συζήτηση στη θεωρία Διεθνών Σχέσεων είναι παγιδευμένη στο παρωχημένο δίπολο «ρεαλισμός/ιδεαλισμός». Ποιο είναι σήμερα το θεμελιώδες πρόβλημα στη θεωρία Διεθνών Σχέσεων;
 
Οι Διεθνείς Σχέσεις είναι ο πιο καθυστερημένος κλάδος των κοινωνικών επιστημών και μπορεί να επανέρθει μόνο με τη μορφή της Παγκόσμιας Πολιτικής Οικονομίας. Συνεπώς, απαιτείται μια συνολική επαναφορά των άλλων κλάδων που διαχωρίστηκαν από τα Οικονομικά όταν αυτά «απολυμάνθηκαν» για να υπηρετήσουν τον αγώνα κατά του Μαρξισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Το δικό μου έργο ερευνά το τι είναι κοινωνικά ουσιαστικό στις σχέσεις ανάμεσα σε κοινότητες που καταλαμβάνουν ξεχωριστούς χώρους και θεωρούν τους άλλους ως παρείσακτους. Το φαινόμενο αυτό ιστορικά ανάγεται στις πρώτες συναντήσεις των περιπλανώμενων ανθρώπινων ομάδων, και υπό αυτήν την έννοια το «ξένο», το «εξωτερικό» είναι τόσο παλιό όσο και η ανθρωπότητα, και όχι κάτι που προέκυψε από την Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648. Ο ιδεαλισμός και ο ρεαλισμός είναι κλάδοι του ίδιου δέντρου, που φυτεύτηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και οι Διεθνείς Σχέσεις έπρεπε να στρατευτούν στον αγώνα εναντίον του Μαρξισμού, που τότε βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του.

Σήμερα παρατηρούμε τα όρια της καπιταλιστικής επέκτασης και της επέκτασης της Δύσης. Αυτή η επέκταση έχει λάβει τη μορφή μιας διευρυμένης αναπαραγωγής του έθνους-κράτους, γεγονός παράδοξο δεδομένου ότι η αγγλόφωνη Δύση είναι η ίδια μετά-εθνική. Αυτό έχει καταστροφικές συνέπειες καθώς τα κρατικά σύνορα επιβλήθηκαν κατά μήκος του χώρου ζωής προ-εθνικών και προ-νεωτερικών κοινωνικών σχηματισμών, προκαλώντας μετακινήσεις πληθυσμών, δημιουργώντας «μειονότητες». Αυτό το φαινόμενο βρίσκεται σε κρίση σήμερα, καθώς κανένα κράτος στον κόσμο δεν συμπίπτει πλέον με ένα έθνος.

Ο τίτλος ενός πρόσφατου βιβλίου σας είναι Παγκόσμιοι Ανταγωνισμοί: Από τον Ψυχρό Πόλεμο στο Ιράκ (Global Rivalries: From the Cold War to Iraq). Είναι τελικά η διεθνής αναρχία και ο πόλεμος το πιθανότερο μελλοντικό σενάριο;

Το βιβλίο αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό μια προσπάθεια να συνδυάσω την εργασία μου στις υπερεθνικές τάξεις με τις φυγόκεντρες επιδράσεις του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, και να υπογραμμίσω πώς η Δύση έχει επεκταθεί σε όλο τον πλανήτη ενσωματώνοντας τους αμφισβητίες, ή αυτό που ονομάζω «κράτη-ανταγωνιστές», χωρίς όμως να είναι σε θέση να τα ενσωματώσει εντελώς σε ένα φιλελεύθερο σύμπαν. Στην πραγματικότητα, είναι ολοένα και λιγότερο ικανή να το κάνει αυτό. Έτσι, βλέπεις μια μεταστροφή προς τον περιφερισμό, με τη Ρωσία και την Κίνα να αντιστέκονται στη Δύση παρόλο που έχουν επιτρέψει την εξάπλωση μορφών του καπιταλισμού στις χώρες τους. Αυτό που συμβαίνει στη Λατινική Αμερική είναι ιστορικής σημασίας. Το πραξικόπημα στην Ονδούρα που σε άλλες εποχές θα ήταν μια στρατιωτική επέμβαση ρουτίνας εναντίον της Αριστεράς, υποστηριζόμενη – αν όχι οργανωμένη – από τις ΗΠΑ, αυτή τη φορά έπρεπε να εξουδετερωθεί. Το εναλλακτικό σχέδιο στη Δυτική ηγεμονία και κυριαρχία θα προέλθει από μια αδρή ισορροπία ανάμεσα στα κοινωνικά μοντέλα που αντιπροσωπεύουν οι διάφοροι περιφερειακοί σχηματισμοί, μοντέλα τα οποία όμως τείνουν να είναι αυταρχικά. Η δημοκρατία σπανίζει στις μέρες μας, και η κρίση της πολιτικής απειλεί να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερα κενά.

Ένα κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς στέκεται υπέρ μιας αυτόνομης Ευρώπης, ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ. Είναι αυτός ο στόχος εφικτός; Επιθυμητός;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αρκετά μεγάλη ώστε να οργανώσει το δικό της ρόλο στον κόσμο, αλλά το πρόβλημα έγκειται στο ότι είναι βαθιά διχασμένη. Η Βρετανία και η Ιταλία του Μπερλουσκόνι καθώς και τα νέα κράτη-μέλη του πρώην Σοβιετικού μπλοκ επιθυμούν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η Γερμανία αναπόφευκτα θα κυριαρχήσει στην ήπειρο, ενώ η Γαλλία με τη Ρωσία θα επιστρέψουν ξανά σε θέσεις εν μέρει συμπληρωματικές και εν μέρει ανασχετικές προς τη Γερμανία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χάσει την αξιοπιστία της υποστηρίζοντας τυφλά τον νεοφιλελευθερισμό σε βαθμό όμοιο μόνο μ’ αυτόν της Βρετανίας. Επίσης, η οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής στρατιωτικο-βιομηχανικής ικανότητας είναι ανησυχητική, επειδή δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο το τι θα υπηρετήσει, πέρα από τη γενικότερη τάση εφαρμογής στρατιωτικών λύσεων. Είμαστε μάρτυρες μιας αυξανόμενης αστάθειας, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Ευρώπης, η οποία προκαλείται από την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ο τεράστιος στρατιωτικός μηχανισμός που τίθεται σε εφαρμογή σκοπό έχει τον έλεγχο αυτής της περιφέρειας και την επαναβεβαίωση της εξουσίας του κέντρου.

Στη Βρετανία υπήρξατε ένας από τους δριμύτερους επικριτές της εισβολής στο Ιράκ. Γιατί έγινε τελικά αυτός ο πόλεμος;

Θα έλεγα ότι ο πόλεμος στο Ιράκ υπήρξε μια έσχατη προσπάθεια προώθησης του Δυτικού φιλελευθερισμού, παράλληλα με τη διατήρηση της επέκτασης του καπιταλισμού. Σ’ αυτή την προσπάθεια παίχτηκε το τελευταίο χαρτί, το τελευταίο συγκριτικό πλεονέκτημα: η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ. Όλοι οι υπόλοιποι δευτερεύοντες στόχοι (πολιτική πετρελαίου και αγωγών, αποκλεισμός της Ρωσίας, άσκηση πίεσης στην Ε.Ε., υπεράσπιση των στρατιωτικο-βιομηχανικών συμφερόντων, στήριξη της συνεχιζόμενης Ισραηλινής αποικιοποίησης της Παλαιστίνης) προκύπτουν από αυτό το βασικό στοιχείο.

Έχετε αναφερθεί στον Νίκο Πουλαντζά ως έναν από τους θεωρητικούς που επηρέασαν το έργο σας. Με ποιο τρόπο συνέβη αυτό;
 
Ο Πουλαντζάς ήταν σε μεγάλο βαθμό ένας δομικός Μαρξιστής και κάποιες πτυχές του έργου του χαρακτηρίζονται από οικονομισμό. Ακόμα και έτσι όμως, η εργασία του πάνω στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και το έθνος-κράτος είναι ένα κείμενο στο οποίο επιστρέφω ξανά και ξανά, ενώ εξίσου ενδιαφέροντα θεωρώ τα γραπτά του για το Δίκαιο. Αυτό που είδε ο Πουλαντζάς ήταν ότι το κεφάλαιο, καθώς διαπερνά μια εθνική οικονομία, αποδιοργανώνει την κοινωνική συνοχή της και υποτάσσει την άρχουσα τάξη της χώρας στα δικά του σχέδια. Στο έργο μου, αρχίζοντας από το βιβλίο Ο Σχηματισμός μιας Ατλαντικής Άρχουσας Τάξης (The Making of an Atlantic Ruling Class), χρησιμοποίησα αυτό το σχήμα εφαρμόζοντάς το στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Και η αμερικάνικη κοινωνία βρίσκεται εξίσου σε μια διαδικασία αποσάθρωσης ως αποτέλεσμα της κίνησης του κεφαλαίου στις παγκόσμιες αγορές. Συνεπώς, δεν πρόκειται για μια διαδικασία μονόδρομης επέκτασης των ΗΠΑ. προς την Ευρώπη, αλλά για μια υπερεθνική ταξική «επενέργεια» (όπως θα έλεγε ο Πουλαντζάς) στην οποία ο ρόλος των ΗΠΑ. είναι κυρίαρχος αλλά όχι ποιοτικά διαφορετικός από εκείνον των ευρωπαϊκών χωρών.

Γενικότερα, υπάρχουν συγκεκριμένες πτυχές της Μαρξιστικής θεωρίας που διατηρούν τη σημασία τους για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων σήμερα;

Καταρχήν, αυτό που παραμένει επίκαιρο σήμερα είναι η Μαρξιστική μέθοδος – η ιδέα ότι η κοινωνία εξελίσσεται πάντα μέσα από την αντίφαση και η αντίληψη της ανακολουθίας ανάμεσα σε αυτό που μας λένε ότι συμβαίνει και αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Αυτή η μέθοδος έχει εφαρμοστεί στην οικονομία, αλλά πρέπει να επεκταθεί και σε άλλα πεδία, όχι όμως με τον τρόπο του Αλτουσσέρ και του Πουλαντζά – δημιουργώντας ξεχωριστούς «ορόφους» πάνω από την οικονομία οι οποίοι είναι προσιτοί με έναν ανελκυστήρα ο οποίος ξεκινά από το ισόγειο (την οικονομία) – αλλά με τον τρόπο της ανάλυσης των κοινωνικών συγκρούσεων με όρους εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης.

Ο κοινός παρονομαστής ολόκληρης της μαρξιστικής κριτικής είναι η διασύνδεση με τους πρακτικούς αγώνες. Ένας παλιός μαθητής μου, ο Γιερούν Μερκ, συμμετέχει στην εκστρατεία για έναν Ασιατικό Κατώτατο Μισθό και στην καμπάνια «Καθαρά Ρούχα» κατά της υπερ-εκμετάλλευσης των Ασιατών εργατών κλωστοϋφαντουργίας. Ο Γιερούν έχει αναλύσει αυτές τις παραγωγικές αλυσίδες και το ρόλο που παίζει στην οργάνωσή τους μια διευθυντική τάξη που απασχολείται στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Παρακολουθώ στενά αυτές τις εκστρατείες, γιατί θεωρώ ότι σ’ αυτό συνίσταται ο ρόλος του Μαρξισμού. Χαζεύουμε ένα ωραίο ζευγάρι αθλητικών παπουτσιών, αλλά πίσω τους βρίσκεται ένας κόσμος φτώχιας και εκμετάλλευσης που μπορεί να αλλάξει.




"Το παλιό πεθαίνει αλλά το καινούργιο δεν έχει ακόμα γεννηθεί" - Συνέντευξη με τον διεθνολόγο Kees van der Pijl

 


 

Κέις βαν ντερ Πέιλ:

«Το παλιό πεθαίνει αλλά το καινούργιο δεν έχει ακόμα γεννηθεί»


Μια συζήτηση με τον κορυφαίο εν ζωή Μαρξιστή διεθνολόγο
 


τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η Εποχή”, 29 Νοεμβρίου 2009).
 

Στα πλαίσια της διεθνούς ημερίδας για την οικονομική κρίση και τον Μαρξισμό που συν-διοργανώνουν το Βιβλιοπωλείο Θυμέλη και η Επιθεώρηση Journal of Balkan and Near Eastern Studies την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου, βρίσκεται στη χώρα μας ο διεθνολόγος Κέις βαν ντερ Πέιλ (Kees van der Pijl). Ο Ολλανδός θεωρητικός είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ, έχοντας συνδέσει το όνομά του με τη μελέτη του σχηματισμού μιας υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης, τις υπερ-ατλαντικές σχέσεις, και τη δομή της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας.

Στην Αθήνα θα μιλήσετε σε ένα συνέδριο αφιερωμένο στη μνήμη του Πήτερ Γκόουαν (Peter Gowan). Ποια υπήρξε η συνεισφορά του στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας;

Πάντα θεωρούσα τον Πήτερ Γκόουαν έναν άνθρωπο πρόσχαρο και γενναιόδωρο. Ο Πήτερ είχε ευρύτατα ενδιαφέροντα, και μια μοναδική ικανότητα να καλύπτει τα πιο ποικίλα γνωστικά πεδία. Έγραψε, για παράδειγμα, μελέτες πάνω στην ιστορία των Άγγλων δημοσίων υπαλλήλων και του ταξικού προφίλ τους, αλλά και πάνω στην παγκόσμια πολιτική και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το βιβλίο του Ο Παγκόσμιος Τζόγος (The Global Gamble) είναι το έργο του που με εντυπωσίασε περισσότερο. Με αυτό εισχώρησε στην ουσία των πραγμάτων κάνοντας λόγο για «τζόγο», έναν τζόγο που πλέον όλοι ξέρουμε ότι χρεοκόπησε. Επίσης, στο βιβλίο αυτό εστίασε στα πρόσφατα ανακτημένα εδάφη της Ανατολικής Ευρώπης, όπου αυτόν τον τζόγο τον είχαν εγγυηθεί ευρείες πλειοψηφίες και πρόθυμες ελίτ που τώρα πληρώνουν το τίμημα. Με γεμίζει βαθιά λύπη το γεγονός ότι στο πρόσωπο του Πήτερ Γκόουαν χάσαμε έναν άνθρωπο των δικών του ικανοτήτων σε μια τόσο νεαρή ηλικία.

Στο δικό σας έργο, ισχυρίζεστε ότι η τρέχουσα παγκόσμια κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική, αλλά εμπεριέχει και την κρίση του έθνους-κράτους καθώς και την κρίση των κοινωνικών και φυσικών πόρων που είναι αναγκαίοι για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Ποιες είναι οι πηγές αυτής της πολύπλευρης κρίσης;
 
Με τη χρηματοπιστωτική κρίση έχουμε να κάνουμε με ένα κυκλικό φαινόμενο, ακόμα κι αν αυτή εξελιχθεί στη «Μεγάλη Ύφεση» για την οποία μερικοί κάνουν λόγο. Εάν οι κυβερνήσεις ήταν συλλογικά διατεθειμένες να θεσπίσουν έναν νόμο αντίστοιχο του Νόμου Γκλας-Στίγκαλ που θεσπίστηκε το 1933 στις ΗΠΑ, διαχωρίζοντας τις καταθέσεις από την επενδυτική τραπεζική, τότε το πρόβλημα τεχνικά θα λυνόταν. Βεβαίως, απαιτείται ο αποκλεισμός της δυνατότητας παράκαμψης μιας τέτοιας νομοθεσίας μέσω της παράκτιας μεταφοράς (στην περίπτωση των ΗΠΑ, στο Σίτυ του Λονδίνου). Ο λόγος που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει είναι επειδή οι επενδυτικοί τραπεζίτες δεν είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν της στήριξης που απολαμβάνουν από το σύνολο των καταθέσεων με τις οποίες παίζουν στις διεθνείς αγορές, και από τις οποίες κερδίζουν – μόνο στη Βρετανία – 8,5 δισεκατομμύρια λίρες στερλίνες με το να μην πληρώνουν επιτόκιο. Φαντάσου τι κέρδη μπορούν να δημιουργηθούν τζογάροντας τρισεκατομμύρια σε παγκόσμια κλίμακα. Το τραπεζικό κεφάλαιο πλέον έχει λάβει άλλες μορφές και έχει αιχμαλωτίσει την πολιτική σκηνή, πολύ περισσότερο από τη δεκαετία του ’30.

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, θεωρώ ότι η κρίση φέρνει στην επιφάνεια τα εγγενή όρια της πειθαρχίας της καπιταλιστικής αγοράς, η οποία επιτέλεσε τον ιστορικό της ρόλο αυξάνοντας το επίπεδο ελέγχου που μπορούμε να ασκήσουμε πάνω στους εαυτούς μας και στο περιβάλλον μας. Τώρα πρέπει να αντικατασταθεί από νέες κοινωνικές μορφές. Δυστυχώς, αυτό που περιέγραψε ο Γκράμσι το ’30 ίσως ισχύει και σήμερα: το παλιό πεθαίνει αλλά το καινούργιο δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Εντωμεταξύ, θα γίνουμε μάρτυρες πολλών νοσηρών φαινομένων. Αυτή τη φορά, αυτά τα φαινόμενα ίσως περιλαμβάνουν την ξενοφοβία, το νέο-φασισμό και το ρατσισμό, με τα οποία φλερτάρουν ανοιχτά οι κυβερνήσεις μας – απλά σκέψου πώς η ατέλειωτη επανάληψη φράσεων όπως «Ισλαμική τρομοκρατία» δηλητηριάζει τη δημόσια σφαίρα και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Εφόσον πολλοί άνθρωποι είναι εκτεθειμένοι σε μορφές ακραίας απορρύθμισης και κατάρρευσης της κοινωνικής προστασίας, το να βρίσκουν αποδιοπομπαίους τράγους είναι ένας εμφανής τρόπος για να απελευθερώνουν την αγωνία και τη δυσαρέσκειά τους.

Η νεοφιλελεύθερη επίθεση που εξαπολύθηκε από τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ (και προετοιμάστηκε από ανθρώπους όπως ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν στην Εταιρεία Μον Πελερέν, ο Ρούπερτ Μέρντοχ στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο, κλπ.) δεν έφερε μόνο το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στην ηγετική θέση που απολαμβάνει σήμερα. Εκμεταλλεύτηκε την ανθρώπινη δημιουργικότητα και ανθεκτικότητα, τις παραγωγικές και αναπαραγωγικές κοινωνικές πρακτικές σε τέτοιο βαθμό που πλέον η κοινωνία δείχνει σημάδια εξάντλησης. Αυτό εκφράζεται στη διάλυση των κοινωνικών δεσμών, αλλά επίσης – όπως συνέβη πρόσφατα στην ιδιωτικοποιημένη Φρανς Τελεκόμ – σε μια σειρά αυτοκτονιών μελών του εξειδικευμένου προσωπικού που δεν μπορεί πλέον να αντέξει την εργασιακή πίεση. Τέλος, αυτό που εξαντλείται είναι η περιβαλλοντική βάση στην οποία ακουμπά η κοινωνία, είτε μέσω της υπερ-εκμετάλλευσης, είτε μέσω της μόλυνσης.

Ένα από τα κύρια επιχειρήματα των Πράσινων κομμάτων είναι ότι η περιβαλλοντική καταστροφή έχει καταστήσει άτοπη τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Σε ποιο βαθμό είναι η τρέχουσα περιβαλλοντική κρίση αποτέλεσμα της καπιταλιστικής λογικής και πειθαρχίας;
 
Το σχήμα Αριστεράς-Δεξιάς απαιτεί σίγουρα έναν αναστοχασμό, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι η διάκριση ανάμεσα σε μια κοινωνία βασισμένη στην εισοδηματική ισότητα, την πολιτιστική πρόοδο και τον αλληλοσεβασμό, και σε μια κοινωνία που προάγει την ατομική υλική επιτυχία και τον σωβινισμό, έχει πάψει να υπάρχει. Αυτό που υποδηλώνουν τα όρια της καπιταλιστικής πειθαρχίας είναι ότι κάποια συγκεκριμένα στοιχεία συντηρητισμού πρέπει να ενταχθούν σε μια αριστερή παράδοση η οποία μετά τη δεκαετία του ’60 έτεινε ολοένα και περισσότερο να λειτουργεί ως βάση εκτόξευσης του νεοφιλελευθερισμού. Σκέψου την έντονη κατανάλωση, ή τη χρήση των «ψυχαγωγικών» ναρκωτικών. Στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό πρέπει να ασκηθεί κριτική, εν μέρει, μέσω μιας αυτοκριτικής προς το είδος του ηδονισμού που χαρακτήρισε το νεολαιίστικο κίνημα της δεκαετίας του ’60 και προσέφερε τη μαζική βάση για την εγκατάλειψη του πειθαρχημένου τρόπου ζωής της μικτής οικονομίας του ’50 (όπως συνέβη, καθυστερημένα, και στον κρατικό σοσιαλισμό της Ανατολικής Ευρώπης).

Η κρίση της βιόσφαιρας έχει επέλθει από το βάθεμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, συνοδευόμενη για καιρό από μια προσπάθεια των κρατικο-σοσιαλιστικών καθεστώτων να τη συναγωνιστούν. Σήμερα, η καλλιεργήσιμη γη μετατρέπεται ώστε να επιτρέπει στην καπιταλιστική αγρο-βιομηχανία να πλουτίζει με ρυθμούς-ρεκόρ (στο Μπαγκλαντές, για παράδειγμα, οι ορυζώνες πλημμυρίζουν με θαλασσινό νερό ώστε να εκτρέφονται γαρίδες). Αποτέλεσμα αυτής της εκμετάλλευσης είναι η φυγή των ανθρώπων προς την πόλη (ο μισός και πλέον πληθυσμός του πλανήτη ζει πλέον στις πόλεις). Όμως, καμία πόλη στον κόσμο δεν μπορεί να σιτίσει τον πληθυσμό της, και άρα οι πιέσεις για μια ακόμα εντονότερη εκμετάλλευση της γης αυξάνονται. Παρά την ύπαρξη κάποιων τοπικών πρωτοβουλιών, αυτή η υπερ-εκμετάλλευση της γης οργανώνεται συνήθως από τις γιγαντιαίες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, οδηγώντας ακόμα περισσότερο κόσμο στις πόλεις.

Παρά τη διττή κρίση του καπιταλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, η ριζοσπαστική Αριστερά στην Ευρώπη φαίνεται ανίκανη να ωφεληθεί πολιτικά απ’ αυτή την κρίση και να αρθρώσει μια πειστική εναλλακτική πρόταση. Γιατί συμβαίνει αυτό, και τι πρέπει να συμπεριλάβει μια αριστερή στρατηγική σήμερα;
 
Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε κρίση γιατί, μετά από κάποιους αρχικούς δισταγμούς, συνυπέγραψε το νεοφιλελευθερισμό και τους μύθους με τους οποίους υποστηρίζεται. Πλέον, η σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει κάθε αξιοπιστία. Όμως, η ριζοσπαστική Αριστερά αναδύθηκε ιστορικά ως κίνημα στις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας, συνεπώς και η δική της νομιμοποίηση έχει πληγεί – ακόμα και πέρα από περιπτώσεις πλήρους μεταστροφής υπέρ του νεοφιλελευθερισμού, όπως η περίπτωση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η Αριστερά υπήρξε κομμάτι μιας τάσης που χαρακτήρισε έναν ολόκληρο πολιτισμό σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, της αισιοδοξίας στα τέλη του 19ου αιώνα ότι ο ηλεκτρισμός, το μεγαλύτερο προσδοκώμενο όριο ζωής κλπ. θα ήταν προάγγελοι μιας νέας εποχής – μιας αισιοδοξίας που εκφράστηκε και στην καλλιτεχνική πρωτοπορία στη ζωγραφική και τη μουσική, και με πολλούς άλλους τρόπους.

Η Αριστερά υπήρξε επίσης μια γεννήτρια της διανόησης, με δημόσιες συζητήσεις που ξεπέρασαν τα εθνικά σύνορα. Όμως, διχάστηκε ως προς το ζήτημα του πολέμου, και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος θρυμμάτισε την ουτοπική διάθεση εντελώς, κάνοντας στάχτη στα χαρακώματα κάθε ελπίδα μιας νέας Ευρώπης και ενός νέου κόσμου. Όταν η Ρώσικη Επανάσταση περιορίστηκε σε ότι είχε απομείνει από την αυτοκρατορία του Τσάρου και ο φασισμός ξαμολήθηκε εναντίον του κομμουνισμού παντού, η Αριστερά κατέπεσε στον Σταλινισμό ή σε θραύσματα όπως ο Τροτσκισμός, ο Μαοϊσμός κλπ. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι μια ταξική ανάλυση που να συμπληρώνει τα πολλά κενά στην κληρονομιά του ιστορικού υλισμού. Νομίζω ότι ο ρόλος των νέων μεσαίων τάξεων, των στελεχών, είναι ένα τέτοιο πεδίο, γιατί τα στελέχη είναι η τάξη που θα εκτελέσει τις απαιτούμενες αλλαγές σε συνθήκες κρίσης, όπως έκανε παλαιότερα στις δεκαετίες του ’30 και του ’70. Επίσης, και οι διεθνείς σχέσεις σχέσεις, από τις πρωταρχικές σχέσεις πολιτισμικά διαφορετικών κοινοτήτων μέχρι τον ιμπεριαλισμό, πρέπει να ερευνηθούν ξανά ως τέτοιες, χωρίς να ανάγονται στα οικονομικά.




01 November 2009

On Crisis, Marxism and IR - An interview with Professor Kees van der Pijl

 




“The old is dying but the new is not yet born”
 
An interview with Professor Kees van der Pijl
 
 
 
by Iraklis Oikonomou
(Published in two parts in the Greek newspapers “Avgi” and “Epohi”)
 

Professor van der Pijl, in Athens you will be speaking at a workshop on the financial crisis, in memory of Peter Gowan. Who was, really, Gowan as a person and as a scholar? What was his contribution to our understanding of the world?
 
I only met Peter Gowan a few times at conferences and always found him a most congenial and generous person. Peter was a man of exceptional breadth of interests and an exceptional ability to cover the most diverse fields. He wrote for instance on the history of the English civil service and the class profile of it, but also on world politics and finance. My own feeling is that his Global Gamble is the work that most impressed me, because not only did he get to the heart of the matter by speaking of a ‘gamble’, of which we now all know that it was lost; he also focused on the newly re-conquered terrain of Eastern Europe where this gamble was underwritten by broad majorities and eager elites, who are now paying the price. It fills me with deep sadness that in Peter Gowan we lost a man of his abilities at such a young age.
 
In your own work, you argue that the current global crisis is not simply financial, but involves a crisis of the nation-state as well as a crisis of the social and natural resources that are necessary for capitalist reproduction. Where do you see the origins of this multi-faceted crisis?
 
As a financial crisis, even if it evolves into the ‘Great Recession’ that people speak of, we are still looking at something cyclical. If governments were collectively willing to reenact an equivalent to the 1933 Glass-Steagal Act in the US, separating deposit from investment banking, the problem would be solved technically speaking. At least if this time, the opportunities to evade such legislation by moving offshore  (in the US case,  the City of London) are foreclosed. That this is not happening is because the investment bankers are not willing to forego their reliance on the  mass of deposits with which they play international markets and on which (in the UK alone) £ 8.5 billion is earned annually solely by not paying the interest. So imagine what profits can be made with using the underlying principal of several trillions for speculation on a global scale.  Bank capital now has other forms and the political scene firmly in its grip, much more so than in the 1930s.

More fundamentally I see the crisis as bringing to the surface the inherent limits of capitalist market discipline, which has performed its historic role of raising the level of our control over ourselves and our environment. It must now give way to new social forms. Unfortunately, it may once again be the case, as Gramsci said of the 1930s, that the old is dying but the new is not yet born and that in the meantime we will be witnessing many morbid phenomena. This time that might apply to xenophobia, neo-fascism and racism, which governments are openly flirting with—just think of how the endless repetition of phrases like ‘Islamic terrorism’ poisons the public sphere and mutual trust. Since many people are exposed to forms of extreme dislocation and a breakdown of social protection, scapegoating is an obvious way to release anxieties and dissatisfaction. The neoliberal offensive launched by Reagan and Thatcher (and prepared by people like Hayek and Friedman in the Mont Pèlerin Society, Rupert Murdoch in the International Chamber of Commerce, and so on) has not only brought financial capital to the commanding position it now enjoys. It has also exploited human creativity and resilience, productive and reproductive social practices, brief, the inner fabric society, to such an extent that society shows signs of exhaustion. This is expressed in the breakdown of social bonds, but also, as recently in the privatized France Télécom, in a range of suicides among highly skilled staff who no longer can handle the work pressures. Finally, what it also being exhausted is the natural basis on which society rests—whether through actual overexploitation or through pollution.
 
One of the main arguments of the “Green” parties and movements, including the newly founded Green Party in Greece, is that environmental degradation has rendered the Left-Right distinction meaningless. To what extent is the current ecological crisis an outcome of capitalism’s logic and discipline?
 
The Left-Right schema certainly requires rethinking but I find it hard to believe that the distinction between a society organized around income equality, cultural advancement, and mutual respect, would no longer be distinguished from one that celebrates individual material success and chauvinism. What the limits of capitalist discipline imply is certain elements of conservatism must be incorporated into a Left tradition that after the 1960s tended to function more and more as a launch-pad for neoliberalism. Just think of intensive consumption or the use of recreational drugs. Neoliberal capitalism must be criticized partly by a self-critique of the sort of hedonism that characterized the 1960s youth movement and provided the mass base for a break with the highly  regimented lifestyle of the 1950s mixed economy (just as it did, belatedly, in Eastern European state socialism). The crisis of the biosphere has been brought about by deepening capitalist exploitation, long complemented by a state-socialist attempt to match it. Today, agricultural land is being converted to allow capitalist agribusiness to thrive at a record rate (in the way rice paddies in Bangladesh are inundated with seawater for shrimp culture, and so on); people as a result are driven into the cities (more than  half of the world’s population is now urban). But no city in the world can feed its population, so the pressures to exploit the land even more intensively increase as well. In spite of some exciting local initiatives, it is usually through large-scale capitalist business that this exploitation is organized, more people will be driven to the cities, and so on.
 
Despite the two-fold crisis of capitalism and social democracy, the radical Left in Europe seems unable to benefit politically from this crisis and provide a convincing alternative. Why is this so, and what should a left-wing strategy involve?
 
Social Democracy is in crisis because, after initial hesitations, it signed up to neoliberalism and the myths by which it is being advocated.  They have lost all credibility. But the radical Left historically emerged as a fringe movement of Social Democracy, so its legitimacy too has suffered—even apart from the actual conversion to neoliberalism as in the case of the Italian Communist Party. The Left was part of a tendency that characterized an entire civilization at a particular juncture—the optimism of the late 19th century that electricity and sanitation, longer life-spans etc. would usher in a new age –an optimism expressed also in avant-garde painting and music and in many other ways. The Left itself was also an intellectual powerhouse, with debates raging across borders. It split over the threat of war, and the First World War shattered the utopian mood entirely, burning up all the hopes of a new Europe and a new world in the trenches. When the Russian revolution was then confined to what remained of the Czar’s empire, and Fascism was unleashed against communism everywhere, the Left degenerated into Stalinism or fragments like Trotskyism, Maoism etc. What is needed today is a class analysis that fills in the many blank spots in the legacy of historical materialism. I think the role of the new middle classes, or ‘cadre’ is one such urgently needed field, because the cadre will be the class the executes the necessary changes in the crisis, as it did before in the 1930s and 1970s. Also foreign relations, from elementary relations of culturally different communities to imperialism, must be investigated in their own right and not reduced to economics.
 
You have been a fierce critic of the US-led war in Iraq. With the benefit of hindsight and in the light of the complete failure of the proclaimed US goals (WMD, terrorism, stability, etc), why did this war take place?
 
I would say, as a last-ditch attempt to keep the forward drive of Western liberalism in conjunction with keeping capitalism expanding, and playing the last competitive advantage—US military superiority—in the process. All the subsidiary aims (oil and pipeline politics, excluding Russia, forcing the EU in line, arms industry interests, support for the ongoing Israeli colonization of Palestine…) follow from this basic fact.
 
Much of your work has been dedicated to the study of transatlantic relations.  A part of the Greek Left has traditionally stood for an “autonomous Europe” that is independent from the US and speaks with one voice. Is this goal feasible and, indeed, desirable, in the light of Europe’s growing military arm?
 
The EU is large enough to organize its own role in the world, but the problem is that it is deeply divided too. Britain and Berlusconi’s Italy, and the new member states in the former Soviet bloc, all want close ties with the US; Germany inevitably will dominate the continent, France with Russia will again move into positions which are part- complementary with Germany, part meant to contain it. The EU itself has lost credibility by blindly advocating neoliberalism to a degree matched only by Britain (which itself is happy to opt out of the consequences—the Euro, notably).  The build-up of European military industrial capacity is worrying, because it is so unclear what this is meant to serve except adding to a general tendency to seek military solutions. What we are looking at is a growing instability, notably in the European periphery, caused by the application of neoliberal policies; for which there is then a massive military machinery in place (which in the future can only be expected to be actually fielded by Germany) to control them and reassert the authority of the centre.
 
The title of one of your recent books is “Global Rivalries: From the Cold War to Iraq”. Is anarchy and war the most plausible future scenario concerning relations between capitalist metropolises? If yes, why? Is there an alternative that you envision?
 
This was very much an attempt to combine my work on transnational classes with the centrifugal effects of geopolitical competition, and to highlight how the West has advanced across the globe by incorporating challengers, or what I call ‘contender states’ without being able to entirely incorporate them into a liberal universe. In fact, it is less and less capable of doing so. Hence you see a sort of reversal towards regionalism, with Russia and China resisting the West although they have allowed capitalist forms  to proliferate in their own countries. Also what is happening in Latin America is of world historic proportions. The coup in Salvador which would have been a routine military intervention against the Left, and hence eligible for US support if not engineered by Washington in the first place, this time had to be neutralized. The alternative to Western hegemony and domination will come from a rough balance between the social models represented by the different regional formations, which however tend to be authoritarian whether inspired by Left or Right ideas. Democracy is in short supply these days, and the crisis of politics that we are witnessing threatens to create further vacuums.
 
Debates about international relations theory in Greece seem to be still stuck in the “prehistoric” dichotomy of realism v. idealism. What is, according to you, the fundamental problem or question in contemporary international relations theory?
 
IR is the most backward social science discipline, and can only recover as Global Political Economy, that is, through a comprehensive bringing back of the other disciplines that were separated from economics when it was sanitized to serve against Marxism in the late 19th century. My own current work investigates what is socially substantive in the relations of communities occupying separate spaces and considering each other as outsiders. This goes back to the earliest encounters of roving human bands, and in that sense the ‘foreign’ is as old as historical humanity, not something that came about in the Westphalian peace of 1648. Idealism and realism are branches of one and the same tree, which was planted after World War I when IR too had to be enlisted in the struggle against Marxism, then at the height of its prestige. Today, we are seeing not only the limits of capitalist expansion, but also of the expansion of the West. This has taken the form, paradoxically given that the English-speaking West itself is ‘post’-national, of an extended reproduction of the national state. This has had devastating, indeed genocidal  consequences as state boundaries were imposed across the living spaces of pre-national, tribal and other pre-modern social formations, triggering population movements across borders, creating ‘minorities’ and so on. That too is in crisis today, because no state in the world is coincident with a nation any longer.
 
You have referred explicitly to Nicos Poulantzas as one of the theorists who influenced your own work. In what way did he do so?
 
Poulantzas is of course very much a structuralist Marxist, and also guilty of economism in many respects. Even so, his work on the internationalization of capital and the nation-state is a text that I come back to time and again, and also his writings on law I find intriguing. What Poulantzas saw was that capital, by penetrating a national economy, disorganizes its social cohesion. Effectively it subordinates the governing class of the country in question to its own designs. In my own work, beginning with the Making of an Atlantic Ruling Class, I used this by also applying it to the United States itself. The US too is a society in the process of disintegration as a result of the world market movement of capital, so it is not a one-sided US-to-Europe process of expansion, but a transnational class ‘effect’ (as Poulantzas would say) in which the American role is preponderant but not qualitatively different from that of European countries.

More generally, are certain aspects of Marxist theory of any relevance to the analysis of international relations today?

First, what is relevant today is the Marxist method—the idea of society as always evolving through contradiction, the perceived inconsistency between what we are told is the case and what really happens. This has been applied to the economy, but it must also be expanded to other fields, not as Althusser and Poulantzas had it, by creating separate  floors above the economy which could be reached by an elevator that you enter on the ground floor (that of the economy), but by analyzing social conflicts in terms of exploitation and alienation. Gramsci’s writings are hugely important but of course he was not as broad as Marx. The bottom line of all Marxist critique and reflection is the connection with practical struggles, which is not the same as saying that everyone must be workers’ leader him/herself. A former Ph D student of mine, Jeroen Merk, is involved in the campaign for an Asian Floor Wage, a minimum wage that would limit the over-exploitation of Asian workers to supply cheap textiles and other goods to Western markets. Jeroen has analysed these product chains in terms of the role of a managerial cadre working for the large transnational companies organizing them. Now he is in a position to witness for himself, and for the Clean Clothes Campaign which combats abuses of textile workers across the globe, what can be done about it. I am following this closely, because in my view, this is what Marxism is ultimately about. We look at a nice pair of Nike athletic shoes, but behind that shoe is a world of misery and exploitation that can be changed. 




02 June 2009

Κρίση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και μαρξιστική θεωρία





Κρίση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και μαρξιστική θεωρία



των Κωνσταντίνου Φιλιππακόπουλου και Ηρακλή Οικονόμου

Δημοσιεύτηκε σε Monthly Review – Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο. 54 (119), Ιούνιος 2009, σελ. 22-41.



Ι. Εισαγωγή

Δύο δεκαετίες περίπου μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αρχική αισιοδοξία των κυρίαρχων κύκλων για την οικοδόμηση μιας ισχυρής, ενωμένης Ευρώπης έχει αντικατασταθεί από το φάντασμα της κρίσης της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, που πλανιέται πάνω από το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Η κρίση αυτή είναι βαθιά και πολυποίκιλη, και το μέγεθος της δεν μπορεί να το αποκρύψει η αισιοδοξία των δηλώσεων των Ευρωπαίων αξιωματούχων που πλέον δεν πείθει κανέναν. Η απόρριψη της Συνθήκης της Λισσαβόνας από το Ιρλανδικό δημοψήφισμα ήρθε απλά να επιβεβαιώσει αυτό που η αποτυχία του σχεδίου ευρωπαϊκού συντάγματος είχε ήδη υπονοήσει: ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει καθηλωθεί εν μέσω σημαντικών αντιθέσεων και αντιφάσεων. Η κυριότερη εξ αυτών είναι η συνύπαρξη των ενδο-καπιταλιστικών ανταγωνισμών και της εξουσίας του εθνικού κράτους σε συνθήκες οικονομικής διεθνοποίησης. Την ίδια στιγμή που οι αναγκαιότητες της καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας ενθαρρύνουν το βάθεμα της τάσης δημιουργίας διευρυμένων υπερεθνικών αγορών με ενιαία χαρακτηριστικά λειτουργίας στις οποίες επιχειρείται να δοθεί η μορφή και το περιεχόμενο ενός ενιαίου υπερεθνικού κρατικού μορφώματος σε συνθήκες κατακόρυφης αύξησης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και συνύπαρξης με το εθνικό κράτος, αυτό το βάθεμα φαντάζει ολοένα και περισσότερο ως ένα αδύνατο ενδεχόμενο.[i]

Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να ερμηνεύσει αυτή την πρωταρχική αντίφαση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στρεφόμενο στην αλληλεπίδραση των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής σε διεθνές επίπεδο. Συγκεκριμένα, ισχυριζόμαστε ότι η κρίση της Ε.Ε. είναι μια έκφραση της τάσης των σχέσεων παραγωγής να λειτουργούν ως εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, διαστρεβλώνοντας την κατεύθυνση και ανάπτυξη των τελευταίων, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η συνεχιζόμενη κυριαρχία του εθνικού κράτους, βασικής έκφρασης των καπιταλιστικών ταξικών σχέσεων, τροφοδοτεί τις δυνάμεις που αντιμάχονται τις διαδικασίες υπερεθνικών ενοποιήσεων όπως η Ε.Ε.

ΙΙ. Η κρίση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και οι ερμηνείες της

Η τρέχουσα κρίση της ευρωπαϊκής ενοποίησης εκφράζεται στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας της Ε.Ε. με την απόπειρα μεταβολής του τρόπου λήψης των κρίσιμων αποφάσεων ενώ αντανακλάται στο επίπεδο των εργαζομένων με συμπτώματα όπως η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος και της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Ταυτόχρονα αγγίζει κοινωνικο-οικονομικές, θεσμικές και πολιτικο-στρατιωτικές πτυχές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ενδεικτικά, η μη εκπλήρωση των στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, το σχίσμα ανάμεσα στην «Παλιά» και τη «Νέα» Ευρώπη με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ, τα Γαλλο-Γερμανικά προβλήματα στη διαχείριση των συγχωνευμένων βιομηχανιών παραγωγής όπλων, η αδυναμία άρθρωσης μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας, και οι Αγγλο-Γαλλικές διαφωνίες αναφορικά με τον προσανατολισμό του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού καταδεικνύουν την κρίση στην απόπειρα δημιουργίας του υπερεθνικού κρατικού μορφώματος της Ε.Ε. Σε τελευταία ανάλυση, η κρίση εδράζεται στην πολιτική οικονομία της Ε.Ε. καθώς τα συνεχή θεσμικά προβλήματα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που απορρέουν από τους διακρατικούς ανταγωνισμούς, δηλαδή την επιμονή του εθνικού κράτους να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, παράγουν οικονομικά αποτελέσματα και συνδέονται άμεσα με την καπιταλιστική παραγωγή και αναπαραγωγή. Για παράδειγμα, η δημιουργία θεσμών και μηχανισμών για ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική, όπως προέβλεπε η Συνθήκη της Λισσαβόνας, θα είχε θετικές συνέπειες για τη στήριξη του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου, οι οποίες τώρα παραπέμπονται για το μέλλον.

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές σχολές ερμηνείας της κρίσης: την νεοφιλελεύθερη και τη σοσιαλφιλελεύθερη, η οποία εμπεριέχει και τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική. Η πρώτη θεωρεί την κρίση ως ένα αποτέλεσμα φοβικών συνδρόμων και εθνοκεντρικών πρακτικών, που χαρακτηρίζουν κοινωνίες που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση. Ταυτόχρονα, εστιάζει στην αδυναμία του Ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού να πείσει τους πολίτες για την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης της διαδικασίας ενοποίησης, αδυναμία η οποία ερμηνεύεται ότι προέρχεται είτε από ανικανότητα, είτε από υπερβολική σιγουριά και αλαζονεία. Η δεύτερη θεώρηση δίνει έμφαση στο «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ένωσης και στο χάσμα ανάμεσα στους πολίτες από τη μία, και τις κυβερνήσεις και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς από την άλλη. Έτσι, η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος και της Ευρωσυνθήκης γίνεται αντιληπτή ως αποτέλεσμα της έλλειψης δημοκρατικής συμμετοχής και ως απάντηση των πολιτών σε αυτή την έλλειψη. Παρά τις διαφορετικές πολιτικές τους αφετηρίες, και οι δύο αυτές ερμηνείες της κρίσης είναι ιδεαλιστικές, στο βαθμό που αγνοούν το υλικό, πολιτικο-οικονομικό υπόβαθρο της κρίσης. Αποδίδουν αιτιώδεις ιδιότητες στο αποτέλεσμα της κρίσης (αναποτελεσματικές πολιτικές ελίτ, λαϊκή δυσαρέσκεια για το δημοκρατικό έλλειμμα), αποφεύγοντας να θίξουν τις αιτίες που το γεννούν. Το περιεχόμενο της διαδικασίας ολοκλήρωσης και οι αιτίες των αντιθέσεων που αυτό εμπερικλείει δεν προσεγγίζονται και δεν αναλύονται και από τις δύο παραπάνω ερμηνείες.

Προφανείς λόγοι για τις δομικές αδυναμίες αυτών των σχολών σκέψης είναι ο αστικός πολιτικός προσανατολισμός τους. Το να αγνοείται για την ερμηνεία των κρισιακών κοινωνικών φαινομένων της Ε.Ε. η καθοριστικά αιτιώδης διαλεκτική σχέση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος, μεταξύ των δομικών στοιχείων της βάσης αλλά και μεταξύ των αντιστοίχων του εποικοδομήματος μαρτυρεί την ταξική προέλευση αυτών των σχολών σκέψης. Όμως, και η Αριστερά στις σημερινές συνθήκες της ιδεολογικής της δυσανεξίας και των απόνερων της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν έχει να επιδείξει κάποια ιδιαίτερη ερμηνεία της κρίσης∙ ιδιαίτερα δε η «ανανεωτική» της πτέρυγα θεοποιεί τους θεσμούς και τις διαδικασίες της ενοποίησης έχοντας οριστικά εγκαταλείψει τη μαρξιστική κοσμοαντίληψη για την κίνηση της ιστορίας. Τα «πώς» και τα «γιατί» της κρίσης της Ε.Ε. μάλλον υπονοούνται, όταν δεν αγνοούνται εντελώς. Συνεπώς, μια μαρξιστική ερμηνεία της τωρινής φάσης της Ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι όχι μόνο θεωρητικά χρήσιμη αλλά και πολιτικά αναγκαία. Η ένταση και το βάθος της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης αναδεικνύει την ανάγκη της επαναστατικής θεώρησης της Ε.Ε. για να βασιστεί πάνω της η επαναστατική πράξη.

ΙΙΙ. Εθνικό κράτος, οικονομική διεθνοποίηση και Ευρωπαϊκή Ένωση

Υπερεθνικά κρατικά μορφώματα υπό διαμόρφωση, όπως η Ε.Ε., αντιμετωπίζουν σοβαρότατα εμπόδια στην προσπάθειά τους να παράγουν κοινές στρατηγικές. Ένα βασικό εμπόδιο είναι ο χρόνος που απαιτείται για τη διασύνδεση των ξεχωριστών εθνικών-κρατικών οντοτήτων και την επίτευξη μιας σχετικής ομοιογένειας, υπερβαίνοντας ιστορικές, πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια ισχυρότατη τάση θρυμματίσματος των υπαρχόντων κρατικών οντοτήτων σε μικρότερα κομμάτια, για την ικανοποίηση της ανάγκης οικονομικών συγχωνεύσεων και εξαγορών, και οικονομικής επέκτασης γενικότερα. Στην πραγματικότητα, είμαστε μάρτυρες της δικαίωσης της θέσης του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ως το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Ένας πολυπολικός κόσμος με κρατικές οντότητες στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού που έχουν επιτύχει μυθικών διαστάσεων συσσώρευση κεφαλαίου και στρατιωτική ισχύ και οι οποίες ανταγωνίζονται αχαλίνωτα η μία την άλλη είναι η ουσία, αλλά και η αρχή του τέλους του ιμπεριαλισμού. Το καπιταλιστικό σύστημα στην αυγή του 21ου αιώνα δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια και τη δυναμική του εθνικού κράτους. Ακόμη και αν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν έχει εξαντληθεί, οι σχέσεις παραγωγής στη συγκεκριμένη ταξική έκφρασή τους μέσα στα πλαίσια του εθνικού κράτους έχουν αγγίξει το ανώτατο σημείο ανάπτυξής τους και προκαλούν πλέον στρεβλώσεις δομικού περιεχομένου στην ανάπτυξη των πρώτων. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να παρατηρήσουμε περαιτέρω ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας που είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για τη βελτίωση των παραγωγικών δυνάμεων. Οι σημερινές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν τη δημιουργία της ικανής συνθήκης που θα σταματήσει το μπλοκάρισμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οδηγώντας έτσι σε κοινωνικές παραμορφώσεις και προϊούσα αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού. Ο ισχυρισμός της λειτουργικής θεωρίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγούσε στη δημιουργία νέων υπερεθνικών και υπερκρατικών ρυθμίσεων και στην υπέρβαση και τη σμίκρυνση του ρόλου του εθνικού κράτους αποδεικνύεται ανέφικτος στόχος. Υπήρχε η ελπίδα ότι μέσα από την ένωση διαφορετικών εθνικών κρατών, την οποία αντιπροσωπεύει η Ε.Ε., μια νέα προσέγγιση θα γεννιόταν συνολικά στη διεθνή πολιτική. Τα όρια αυτής της πρόβλεψης μόλις σήμερα γίνονται αντιληπτά σε όλους.

Ας επιστρέψουμε στα βασικά: Το κράτος είναι μέρος του εποικοδομήματος. Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής συναποτελούν τη βάση, το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται το εποικοδόμημα, σε μία συστημική, διαλεκτική σχέση αλληλοκαθορισμού ενώ η ιστορική τους πορεία μπορεί να προσομοιωθεί με σπειροειδή αμφίδρομη ανέλιξη.[ii] Αυτό το έδαφος είναι ασταθές και οι ρήξεις βρίσκονται στην ημερήσια διάταξή. Ενώ οι σχέσεις παραγωγής βρίσκονται σε αντιστοιχία με τον κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό (τρόπο παραγωγής), η αλληλεπίδρασή τους με τις παραγωγικές δυνάμεις γεννάει φαινόμενα κρίσης στο εποικοδόμημα που σταδιακά βαθαίνουν. Το μπλοκάρισμα των παραγωγικών δυνάμεων είναι αποτέλεσμα της αναντιστοιχίας τους με τις επικρατούσες παραγωγικές σχέσεις, η οποία αντανακλάται στην μορφή του κράτους. Στο σύγχρονο κόσμο, κυρίαρχη μορφή του κράτους είναι το εθνικό κράτος. Ενώ η οικονομική ρύθμιση της υλικής παραγωγής, των αντίστοιχων υπηρεσιών και του χρηματοπιστωτικού πλαισίου, σε συνθήκες εξαιρετικής κοινωνικοποίησης της εργασίας και ταυτόχρονης μεγιστοποίησης της ιδιοποίησης της γεννώμενης υπεραξίας, απαιτεί την παγκοσμιοποίησή της και η δημιουργία υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων καθίσταται αναγκαία, το εθνικό κράτος, ως κύριος εκφραστής και θεματοφύλακας των συμφερόντων της αστικής τάξης, παραμένει απαραίτητο. Αυτή φανερώνει το εργαλείο, δηλαδή το εθνικό κράτος, με το οποίο οι σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ας θυμηθούμε τον Μαρξ:

Σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή – αυτό βασικά εκφράζει το ίδιο πράγμα με νομικούς όρους – με τις σχέσεις ιδιοκτησίας στο πλαίσιο των οποίων έχουν λειτουργήσει έως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται στα δεσμά τους.[iii]

Οι εκμεταλλευτικές σχέσεις εμφανίζουν το συμφέρον της αστικής τάξης ως το κοινό συμφέρον όλης της κοινωνίας. Η ανταγωνιστική φύση της καπιταλιστικής επιχείρησης προαπαιτεί για την επιβίωσή της τη συνεχή συγκέντρωση οικονομικής ισχύος ενώ, όταν ένας κλάδος της οικονομίας εκτείνεται πέρα από ένα συγκεκριμένο επίπεδο ωριμότητας, η κυκλική κρίση και ο θάνατος ενός αριθμού επιχειρήσεων αυτού του κλάδου γίνονται αναγκαία κακά. Οι κυκλικές κρίσεις στις περιόδους ιδιαίτερης όξυνσής τους αγκαλιάζουν ταυτόχρονα πολλούς κλάδους της οικονομίας οδηγώντας στη χρεοκοπία χιλιάδες επιχειρήσεις. Τεράστιες συγκρούσεις οικονομικών συμφερόντων λαμβάνουν χώρα και, μερικές φορές, ολόκληροι κλάδοι βιομηχανίας, γεωργίας και υπηρεσιών καταρρέουν. Γιγαντιαίες συγκεντρώσεις και συγκεντροποιήσεις κεφαλαίου βαθμιαία αδρανοποιούνται και παρασιτούν. Σήμερα, η όξυνση αυτών των φαινομένων της κρίσης από τις μεθόδους του νέο-συντηρητισμού και του νέο-φιλελευθερισμού, που εφαρμόζονται στις οικονομίες όλων των χωρών σε συνθήκες καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, ακυρώνουν τη δυνατότητα κάθε θεσμικής κρατικής παρέμβασης να διαμεσολαβήσει και εξισορροπήσει τα αντικρουόμενα καπιταλιστικά συμφέροντα καθώς και τις συγκρούσεις μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης.

Η επίτευξη αυτής της εξισορρόπησης εμφανίζεται ακόμα δυσκολότερη σε υπερ-κρατικές διευθετήσεις όπως η Ε.Ε. Η απορύθμιση των εσωτερικών και διεθνών αγορών που προωθείται από τις ηγέτιδες καπιταλιστικές δυνάμεις, η οποία συνοδεύεται από τη συνεχή επέκταση της ιδεολογίας του καταναλωτισμού, συνιστά μια προσπάθεια εξαναγκασμού των ημι-αναπτυγμένων και υπανάπτυκτων κρατών της περιφέρειας να υπηρετήσουν ως αγοραστικό κοινό, φθηνό εργατικό δυναμικό και βιομηχανικό παραγωγικό μηχανισμό τις ακόρεστες καταστροφικές δυνάμεις της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αυτή η απορύθμιση και ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός προϋποθέτουν έναν ανταγωνισμό χωρίς κανόνες, ο οποίος σημαίνει την καταστροφή του ζωντανού και νεκρού κεφαλαίου. Σημαίνει, με άλλα λόγια, μια οικονομική σύγκρουση ανάμεσα σε όλους τους παίκτες, μικρούς και μεγάλους, η οποία ουσιαστικά διεξάγεται ανάμεσα σε πανίσχυρες οικονομικά μερίδες της αστικής τάξης κάποιες εκ των οποίων χρησιμοποιούν το εθνικό κράτος ως εργαλείο τους ενάντια στην ανάπτυξη των υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων που υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία τους. Με αυτό τον τρόπο, το εθνικό κράτος αναγκάζεται να εγκαταλείψει το διαμεσολαβητικό του ρόλο ανάμεσα στις τάξεις και καλείται από τις αντιμαχόμενες μερίδες της αστικής τάξης είτε να παραιτηθεί των άλλων ρόλων του πλην της καταστολής είτε να ‘επιστρατεύσει’ τους εργαζόμενους και τη μικρομεσαίους ενάντια στη δημιουργία υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων. Εξάλλου, είναι πιθανό ότι για να είναι σε θέση να ορίσει και να αντιπροσωπεύσει το μέσο συμφέρον της αστικής τάξης, μια υπερεθνική κρατική οντότητα – όπως η Ε.Ε. – δημιουργεί τέτοιες οικονομικές και άλλες ανισότητες ώστε καθίσταται αδύνατη η επιβίωσή της. Μια πρόσφατη επιβεβαίωση αυτών των δυσκολιών είναι η αναπτυσσόμενη σύγκρουση ανάμεσα στα νέα μέλη και τις παραδοσιακές δυνάμεις μέσα στην Ε.Ε.

Η ιδεολογική αποδυνάμωση του διαμεσολαβητικού ρόλου της πολιτικής ανάμεσα στην οικονομία και τις υπόλοιπες λειτουργίες της κοινωνίας καταδεικνύει ακόμα περισσότερο το αδιέξοδο. Αυτή η ιδεολογική προσπάθεια, παρόμοια με την προσπάθεια για το «τέλος της ιστορίας», επιχειρείται να υπερβεί τα εθνικά εμπόδια στο δρόμο προς τη δημιουργία μιας υπερεθνικής κρατικής οντότητας. Παρόμοιες προσπάθειες αποθαρρύνουν τους πολίτες και επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι ο μηχανισμός ενός υπερεθνικού κράτους προς την κατεύθυνση της Ε.Ε. μπορεί να λειτουργήσει. Το μόνο που χρειάζεται σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση – και της «ανανεωτικής» αριστεράς στη χώρα μας – είναι ένα κοινοβούλιο το οποίο θα ρυθμίζει τις οικονομικές και άλλες υποθέσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Όσο πιο μακριά βρίσκεται το κοινοβούλιο από τις γειτονιές των πολιτών, και όσο περισσότερο ελέγχεται από τις ομάδες συμφερόντων της αστικής τάξης, τόσο το καλύτερο. Με αυτήν τη προσέγγιση και τη θεσμική μορφή, τόσο απαραίτητη για τη λειτουργία ενός υπερεθνικού κρατικού μορφώματος, επιχειρείται η απόκρυψη της ταξικής του ταυτότητας. Ταυτόχρονα εντείνεται η προσπάθεια αποπολιτικοποίησης της κοινωνίας στο όνομα απρόσωπων και τεχνοκρατικών μορφών διακυβέρνησης δήθεν ταξικά ουδέτερων. Οι προσπάθειες αυτές από συγκεκριμένες μερίδες της αστικής τάξης που κύρια εκφράζουν τα συμφέροντα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου τροφοδοτούν τον εθνικισμό, ο οποίος με τη σειρά του χρησιμοποιείται ως η καλύτερη πλατφόρμα για εκείνες τις μερίδες της αστικής τάξης των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από τη στρεβλή διεθνοποίηση της οικονομίας και του κράτους.

Τα μεγάλα πολυεθνικά – και όχι υπερεθνικά – μονοπώλια συνεχίζουν να ελέγχονται από ομάδες που παρουσιάζουν σχετική εθνική ομοιογένεια, παρά την άρση των φραγμών και των ελέγχων στην ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, αλλά δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Ως υλική οντότητα, το κεφάλαιο ελέγχεται και ανήκει σε συγκεκριμένα άτομα και ομάδες ατόμων που διατηρούν το δικαίωμα κληρονομιάς, σύμφωνα με το βασικό κανόνα της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο πλούτος που κληρονομείται μπορεί να προέρχεται από διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά αυτό δεν αναιρεί τον εθνικό χαρακτήρα των μελών της τάξης των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Με άλλα λόγια, η διεθνής αστική τάξη αποτελείται από επιμέρους εθνικές αστικές τάξεις. Το σύνολο που προκύπτει από τις επιμέρους εθνικές αστικές τάξεις δεν συνεπάγεται την παραγωγή μιας καινούργιας οντότητας, της οποίας τα συμφέροντα υπόκεινται στις αναγκαιότητες ενός «γενικού συμφέροντος». Επίσης, οι δεσμοί μεταξύ της κάθε εθνικής αστικής τάξης και της εθνικής-κρατικής εξουσίας – συμπεριλαμβανομένων όλων των στοιχείων του εποικοδομήματος (εκπαίδευση, κουλτούρα, κλπ.) παραμένει ισχυρή και παρουσιάζει μεγάλο βαθμό αδράνειας. Συνεπώς, οι ιδέες υπέρ του βαθέματος της Ευρωπαϊκής ενοποίησης που προωθούνται κυρίως από τα διευθυντικά στελέχη των πιο διεθνοποιημένων μερίδων του κεφαλαίου και από συγκεκριμένους Ευρωπαϊκούς θεσμούς (Επιτροπή, Κοινοβούλιο) συναντούν μερική μόνο αποδοχή και στήριξη από τις εθνικές αστικές τάξεις.

Η ιστορική εμπειρία, και ιδιαίτερα το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης, δείχνει ότι ο σχηματισμός μιας νέας κυρίαρχης τάξης και η ανάδειξή της σε τάξη καθ’ εαυτή και δι’ εαυτή απαιτούσε πάντα αλλαγές στη μορφή διακυβέρνησης. Η μετάβαση σε έναν νέο τρόπο παραγωγής απαιτεί την αλλαγή στη μορφή του κράτους που στην πραγματικότητα συνιστά, σε κάθε νέο εκμεταλλευτικό στάδιο της ύπαρξής του, την ενίσχυσή του προκειμένου να ανταποκριθεί στους καινούριους τρόπους αγοράς της εργατικής δύναμης από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Η υπέρβαση του εθνικού κράτους, του κάστρου από το οποίο η αστική τάξη δίνει όλες τις οικονομικές και κοινωνικο-πολιτικές μάχες της, σημαίνει την έλευση μιας νέας εποχής. Οι παραγωγικές δυνάμεις με την εγγενή τάση τους για περαιτέρω ανάπτυξη[iv] επιφέρουν ρήξεις του περιβλήματος που ενσαρκώνεται στη μορφή της ταξικής κοινωνίας και του εθνικού κράτους αναζητώντας νέους γόνιμους κοινωνικούς σχηματισμούς με επαναστατικά αλλαγμένες παραγωγικές σχέσεις. Τα ρήγματα που επιφέρονται στο περίβλημα των παραγωγικών δυνάμεων δηλαδή στη ταξική κοινωνική ρύθμιση και στο εθνικό κράτος δημιουργούν εν σπέρματι υπερεθνικά κρατικά μορφώματα που στη συνέχεια επιχειρούν την πλήρη υποβάθμιση και περιθωριοποίησή του δεύτερου. Όμως, οι οποιεσδήποτε προσπάθειες εγκαθίδρυσης υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων είναι σχεδιασμένες κυρίως από στοιχεία του εποικοδομήματος που δεν αντανακλούν τα συγκρουόμενα και μη ενοποιημένα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και δεν ικανοποιούν τις πραγματικές ανάγκες των παραγωγικών δυνάμεων, και είναι συνεπώς καταδικασμένες να αποτύχουν.

IV. Η αντίσταση του εθνικού κράτους και το αδύνατο του υπερ-κράτους

Οι εντάσεις και οι ρήξεις ανάμεσα στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, ώστε να διατηρείται η συστημική και δυναμική ισορροπία τους ενώ οι πρώτες ικανοποιούν την αναπτυξιακή τους τάση, δημιουργούν κυκλικές οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις με αυξανόμενη διάρκεια και βάθος που με τη σειρά τους προκαλούν σεισμικές δονήσεις στο εποικοδόμημα. Οι δονήσεις αυτές ανάμεσα στα άλλα πεδία ιδεολογικής έκφρασής τους μεταφράζονται και σε εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές ερμηνείες για το ρόλο του εθνικού κράτους. Καθώς γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι οι παραγωγικές δυνάμεις εμποδίζονται στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, οι συγκρούσεις και οι συμμαχίες ανάμεσα στις διαφορετικές μερίδες της αστικής τάξης παίρνουν τη μορφή αιφνίδιων και ιδιαίτερα βίαιων συρράξεων. Τέτοιες συρράξεις είναι η πεμπτουσία αυτού που παρατηρούμε σήμερα στο πεδίο των εθνικών και διεθνών σχέσεων. Επιπλέον, η στασιμότητα των παραγωγικών δυνάμεων σημαίνει μεγάλες εντάσεις εντός των σχέσεων παραγωγής, εκφρασμένες σε μεγάλες κοινωνικές διαμάχες ανάμεσα στην άρχουσα και την αρχόμενη τάξη. Αυτές οι διαμάχες μέσα στις κοινωνίες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών παρουσιάζονται κάτω από τα λάβαρα του κυρίαρχου ρόλου του εθνικού κράτους και της διατήρησης των εθνικών χαρακτηριστικών. Ο ρόλος του κράτους μεταβάλλεται κατά το δοκούν, πότε παρεμβατικός και πότε όχι, ιδιαίτερα και κυρίαρχα στον τομέα της οικονομίας και πάντοτε στο όνομα της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Έτσι, λησμονείται η ιστορία και η εξέλιξη του κράτους από το ρόλο του ως νυχτοφύλακας σε αυτόν του παντοδύναμου βασιλιά, υπηρετώντας όμως πάντα τους ίδιους αφέντες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ερμηνεία πριν τριάντα χρόνια του φαινομένου του στασιμοπληθωρισμού από τους νεοφιλελεύθερους και τους νεοσυντηρητικούς ως οφειλόμενου στη ρυθμιστική παρουσία του κράτους στην αγορά και όχι ως αποτελέσματος της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού του κέρδους.

Ως προς τα εθνικά χαρακτηριστικά, αυτά παρουσιάζονται με το μανδύα των ηθικών, ιστορικών, γλωσσικών, θρησκευτικών, ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, καθώς αυτά έχουν γίνει κομμάτι της αστικής ψευδούς ιδεολογίας. Οι αρχικοί διαξιφισμοί ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν έχουν το ταξικό περιεχόμενο που κάποιος θα περίμενε να έχουν μετά την παρατεταμένη κρίση στις ρυθμίσεις του εποικοδομήματος. Το γεγονός αυτό εξηγείται από τις δυνάμεις αδράνειας που είναι παρούσες σε κάθε ιστορική περίοδο μετάβασης από έναν κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό σε έναν άλλον, κατά το αρχικό στάδιο μπλοκαρίσματος των παραγωγικών δυνάμεων. Στις μέρες μας, οι δυνάμεις της αδράνειας είναι ακόμα ισχυρότερες, καθώς η αστική τάξη χρησιμοποιεί τα εθνικά χαρακτηριστικά και τον ιδεολογικό έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των εκπαιδευτικών θεσμών και των κρατικών μηχανισμών, για να κινητοποιήσουν μερίδες της εργατικής τάξης προς όφελός της.

Εδώ και πολλά χρόνια, παρατηρούμε τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες να εμπλέκονται σε γιγαντιαία προγράμματα, με σημεία παραγωγής διασκορπισμένα σε διαφορετικές ηπείρους. Έτσι, καθίσταται εμφανής η ανάγκη για συντονισμό, σχεδιασμό, και οικονομικό και εργασιακό προγραμματισμό, της οποίας λογική συνέπεια και προέκταση είναι η δημιουργία υπερεθνικών αγορών στις οποίες επιτυγχάνεται η εξομάλυνση των διασυνοριακών διαφορών στα οικονομικά ζητήματα με πολιτικές όπως το κοινό νόμισμα, η κατάργηση προνομίων και προστατευτικών δασμών, τα κοινά φορολογικά κίνητρα και επιδοτήσεις, η δημιουργία κατάλληλων διεθνικών υποδομών ενέργειας, συγκοινωνίας, μεταφορών και επικοινωνίας. Η δημιουργία αυτών των υπερεθνικών αγορών όπως η Ε.Ε., NAFTA, κλπ. θα έπρεπε να οδηγεί σταδιακά στο μαρασμό και την κατάργηση του εθνικού κράτους. Όμως αντίθετα παρατηρείται η ενίσχυσή του με κυρίαρχη δύναμη καθοδήγησης της ενδυνάμωσής του τις εθνικές ιδεολογίες.

Την ίδια στιγμή που αναπτύσσονται αυτές οι αντιφατικές πορείες, δηλαδή η δημιουργία υπερεθνικών αγορών που δεν συνοδεύεται από τον ταυτόχρονο μαρασμό του εθνικού κράτους ιδιαίτερα στα ζητήματα της άμυνας, της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής, παρατηρούνται φαινόμενα διάσπασης των ήδη υφισταμένων εθνικών κρατών και δημιουργίας νέων με βάση την εθνοτική καθαρότητα. Έτσι ενώ η δημιουργία των εθνικών κρατών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου στηρίχτηκε στην ανάγκη ύπαρξης σταθερών και ενιαίων αγορών με ακριβώς καθορισμένα γεωγραφικά όρια και με συνύπαρξη περισσοτέρων της μιας εθνοτήτων, σήμερα περίπου διακόσια χρόνια μετά τη δημιουργία τους ενισχύονται φυγόκεντρες και αποσχιστικές τάσεις στο εσωτερικό τους που βασίζουν την ύπαρξή τους και την επιχειρηματολογία τους σε εθνοτικούς διαχωρισμούς. Αυτές οι τάσεις οδήγησαν ήδη στη δημιουργία νέων εθνικών οντοτήτων σε πολλές περιοχές του κόσμου. Παρατηρείται δηλαδή η διάσπαση των ήδη υπαρχόντων κρατών σε δύο, τρία ή τέσσερα κράτη.

Αυτές οι διασπάσεις συνήθως συλλαμβάνονται, προωθούνται, χρηματοδοτούνται, οργανώνονται και, μερικές φορές, επιβάλλονται από τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη που θα είχαν κάθε λόγο να ασκήσουν πολιτική επιρροή προς την αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου να στηρίξουν ενεργά τη δημιουργία των υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων. Την ίδια στιγμή η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και η Ιαπωνία προσπαθούν να γίνουν παγκόσμιοι παίκτες στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα μέσω της αύξησης της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος τους των κρατών εθνών τους. Αυτές οι δομικές αντιφάσεις αποτελούν τα πιο πειστικά αποδεικτικά στοιχεία της θέσης, σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν τις παραγωγικές δυνάμεις στην υλοποίηση της εγγενούς αναπτυξιακής τους τάσης μέσω της αντίστασης του εθνικού κράτους στον υπερεθνικό μετασχηματισμό του.

Υπάρχουν επιπλέον λόγοι εξαιτίας των οποίων το εθνικό κράτος αντιστέκεται στην απορρόφησή του από μεγαλύτερες οντότητες. Το κράτος είναι το εργαλείο του εποικοδομήματος που εκφράζει τα συμφέροντα της αστικής τάξης συνολικά. Με άλλα λόγια, το κράτος προσπαθεί – και τις περισσότερες φορές πετυχαίνει με χρήση των μηχανισμών του, ακόμα και των κατασταλτικών – να απορροφά τις δονήσεις από τα συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα θέτοντας στους ώμους της εργατικής τάξης το μεγαλύτερο βάρος αυτής της σύγκρουσης, και υποχρεώνοντας κάποιες μερίδες της άρχουσας τάξης να συμμορφώνονται με το «κοινό καλό» αυτής της τάξης. Ο καπιταλισμός παραμένει κυρίαρχος σε συνθήκες βαθέματος των συγκρούσεων ανάμεσα στους καπιταλιστές. Σήμερα, με το αδυνάτισμα των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και την απουσία του στρατοπέδου του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι ενδο-καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί παίρνουν μια όλο και αγριότερη μορφή στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.

Η οικονομική αναγκαιότητα αντιστροφής της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους της συνολικής καπιταλιστικής παραγωγής[v] οξύνει στο έπακρο τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις καθώς η επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος πέρα από κάθε όριο και η υπερκατανάλωση όχι μόνον δεν επαρκούν ως αντίδοτο αλλά οδηγούν στη δημιουργία και στη συνέχεια στην εισαγωγή νέων εθνικών παικτών που απαιτούν το εκ νέου μοίρασμα της πίτας. Η διάχυση της τεχνολογίας ιδιαίτερα στους τομείς της πληροφορικής και της ηλεκτρονικής σε συνδυασμό με το φθηνό εργατικό δυναμικό επιτρέπει την είσοδο νέων εθνικών κρατών στο κλαμπ των ισχυρών. Έτσι, οξύνονται καθημερινά οι ανταγωνισμοί και η επέκταση της απορύθμισης των αγορών γίνεται η απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή των παλαιών τζακιών της διεθνούς τάξης. Την ίδια στιγμή η ένταση των ενδοκαπιταλιστικών συγκρούσεων αυξάνεται καθώς οι κοινές αγορές, βλέπε π.χ. η Ε.Ε., αποσταθεροποιούν περισσότερο και πιο βίαια το ήδη τεταμένο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον γιατί συστηματικά αποτυγχάνουν να οδηγήσουν στη δημιουργία υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων με ενιαία χαρακτηριστικά στους τομείς της ασφάλειας, της άμυνας, της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, καταργώντας στην ουσία τα υφιστάμενα εθνικά κράτη. Η αναζήτηση και επιβολή του ‘κοινού συμφέροντος’ εκ μέρους του κράτους, ικανοποιώντας έτσι το βασικό κοινωνικό του ρόλο, ανάμεσα αφενός στις συγκρουόμενες μερίδες της αστικής τάξης και αφετέρου στη σύγκρουση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, δεν επιτυγχάνεται από τα υπερεθνικά κρατικά μορφώματα όπως δείχνει ξεκάθαρα η πρόσφατη ιστορία της Ε.Ε.

Πόσο εφικτή είναι η δημιουργία ενός υπερ-κράτους που θα εκπληρώσει το καθήκον εύρεσης και επιβολής ενός ‘κοινού συμφέροντος’; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παραδοσιακές και νέες, λειτουργούν σήμερα στη βάση της ύπαρξής τους ως ένα εθνικό κράτος και όχι ως μια ένωση κρατών. Οι υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις στο εποικοδόμημα με τη μορφή ενός νέου υπερεθνικού κράτους, εμποδίζοντας την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και επηρεάζοντας την κατεύθυνσή τους. Φαίνεται στον ορίζοντα η εξάντληση και των αδρανειακής προέλευσης δυνατοτήτων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα πλαίσια των κρατουσών παραγωγικών σχέσεων και του αντιστοιχούντος εποικοδομήματος.

Αυτή η θεώρηση αφενός καταδεικνύει τη σημασία του υποκειμενικού παράγοντα στην ιστορία, καθώς ένα κομμάτι των παραγωγικών δυνάμεων είναι η εργατική τάξη, της οποίας η θέση επηρεάζεται από την αστική ιδεολογική ηγεμονία όπως αυτή εκφράζεται από τις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες του εθνικού κράτους, και αφετέρου αναδεικνύει τα όρια της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η εργατική τάξη δυσκολεύεται να γίνει τάξη για τον εαυτό της δηλαδή να επιτύχει την αυτοοργάνωσή της που θα οδηγήσει στην κοινωνική απελευθέρωση. Παράλληλα η επιστημονικοτεχνική επανάσταση αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα σύνθεσης των ουσιαστικών παραμέτρων της προκειμένου να συνεχίσει την εξελικτική της πορεία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το ενεργειακό πρόβλημα και η σχέση της κοινωνίας με το περιβάλλον. Και στα δύο αυτά μέτωπα οι απαιτούμενες μη εκμεταλλευτικές σε περιεχόμενο και ‘υπερεθνικές’ σε μορφή και διάρθρωση ενέργειες και δράσεις στους τομείς της επιστήμης, της τεχνικής και της οικονομίας δεν σχεδιάζονται και επομένως δεν υλοποιούνται. Έτσι, οι παραγωγικές δυνάμεις, αναγκασμένες από τα εμπόδια που θέτουν οι σχέσεις παραγωγής, πιέζουν για τη δημιουργία στο εποικοδόμημα εκείνων των ρυθμίσεων που θα τους επιτρέψουν να αναπτυχθούν, ιδιαίτερα αναφορικά με τη μορφή του κράτους. Στο υποκειμενικό επίπεδο, οι άρχουσες τάξεις μάλλον κατανοούν ότι ο σχηματισμός υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων θα οδηγήσει στην υπέρβαση των εθνικών εμποδίων από τις υποτελείς κοινωνικές δυνάμεις, διευκολύνοντας την ανατροπή της τάξης τους. Αυτή είναι μια επιπλέον αιτία της πάλης εναντίον της δημιουργίας τέτοιων υπερεθνικών μορφωμάτων ενώσεων κρατών από κάποιες μερίδες της αστικής τάξης.

Η εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που βρίσκεται στο επίκεντρο των σχέσεων παραγωγής, γεννάει το κράτος, και στην εποχή του καπιταλισμού γεννάει το εθνικό κράτος. Το εθνικό κράτος με τη σειρά του λειτουργεί απορροφητικά και εξαναγκαστικά ως προς την εγγενή σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Συνεπώς, το εθνικό κράτος κάποια χρονική στιγμή στην εξελικτική πορεία ενός τρόπου παραγωγής γίνεται ο εκφραστής της παρεμπόδισης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από τις παραγωγικές σχέσεις. Έτσι, το εθνικό κράτος διαδραματίζοντας το ρόλο του έναντι των συνθετικών στοιχείων της βάσης λειτουργεί στον ιστορικό χρόνο είτε ως προωθητική είτε ως ανασχετική δύναμη στην αναπτυξιακή πορεία των παραγωγικών δυνάμεων. Κατά συνέπεια και τα υπερεθνικά κρατικά μορφώματα όπως και οι διακρατικές σχέσεις, που είναι και αυτές μέρος του εποικοδομήματος, επηρεάζουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό τη σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Η προσπάθεια δημιουργίας των υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων, όπως της Ε.Ε., φαίνεται να ικανοποιεί τις νέες ανάγκες της βάσης αλλά προσκρούει στο εκμεταλλευτικό περιεχόμενο των παλαιών αναγκών της. Μόνο οι ανάγκες ενός νέου, σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, μπορούν να τροφοδοτήσουν τη δημιουργία υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων, οι οποίες θα είναι απαραίτητες για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών.

Η ανάγκη για το εθνικό κράτος να αντισταθεί στις τάσεις ενοποίησης δεν είναι μεταφυσική, και δεν συνιστά μόνο αποτέλεσμα μιας γραμμικής αντίθεσης βάσης-εποικοδομήματος. Σύμφωνα με τον Πουλαντζά,

Εάν το κράτος στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, παρόλο που σήμερα υφίσταται συγκεκριμένες τροποποιήσεις, διατηρεί ακόμα τον χαρακτήρα του ως εθνικό κράτος, αυτό οφείλεται ανάμεσα σε άλλα στο γεγονός ότι το κράτος δεν είναι ένα απλό εργαλείο ή όργανο των κυρίαρχων τάξεων, που δύναται να χειραγωγηθεί κατά βούληση, έτσι ώστε κάθε βήμα που το κεφάλαιο θα έπαιρνε προς την κατεύθυνση της διεθνοποίησης θα προκαλούσε αυτόματα μια παράλληλη ‘υπερεθνικοποίηση’ των κρατών. Η αποστολή του κράτους είναι η διατήρηση της ενότητας και της συνοχής ενός κοινωνικού σχηματισμού χωρισμένου σε τάξεις, και το κράτος συγκεντρώνει και συνοψίζει τις ταξικές αντιφάσεις ολόκληρου του κοινωνικού σχηματισμού με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να επικυρώνει και να νομιμοποιεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και μερίδων σε αντιπαράθεση με τις άλλες τάξεις του σχηματισμού, σε ένα πλαίσιο παγκόσμιων ταξικών αντιφάσεων.[vi]

Το εθνικό κράτος οργανώνει τα εθνικά καπιταλιστικά συμφέροντα με σκοπό να ανταγωνιστούν άλλα συμφέροντα· αυτή είναι μία αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για τη ρύθμιση του ανταγωνισμού παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Η οργάνωση τέτοιων ευρύτερων συμφερόντων μέσω υπερ-κρατικών ρυθμίσεων είναι μια περίπου αδύνατη αποστολή, αλλά και μια αποστολή που απαιτεί πάρα πολύ χρόνο ώστε να αφομοιωθούν οι κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, και ιστορικές διαφορές ανάμεσα στα εθνικά κράτη μέσα π.χ. στην Ε.Ε. Επιπλέον, ο παράγοντας της αδράνειας που χαρακτηρίζει το εποικοδόμημα ως προς την υιοθέτηση των αναγκαίων αλλαγών, σε συνδυασμό με το βάθεμα της σύγκρουσης παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων οδηγεί στο μπλοκάρισμα των πρώτων. Η συγκεκριμένη θέση καταδεικνύει την ισχύ της μαρξιστικής θεωρίας και την συνθετική της ουσία, αντικρούοντας με αυτό τον τρόπο τη συκοφαντική κατηγορία του «οικονομισμού». Οι παραγωγικές δυνάμεις από μόνες τους δεν παράγουν τίποτα, και δεν έχουν καμία αιτιώδη λειτουργία. Μόνο η διπολική τους ύπαρξη με τις σχέσεις παραγωγής εξασφαλίζει τη σπειροειδή ανοδική τους κίνηση. Η ταξική σύγκρουση σε συνδυασμό με τους ενδοταξικούς ανταγωνισμούς της κυρίαρχης τάξης, που συνιστά την ουσία των σχέσεων παραγωγής, αντανακλά την οικονομική ρύθμιση της παραγωγής και των υπηρεσιών μέσω της αγοράς. Επομένως, η αναζήτηση ποιοτικών μεταβολών στο εποικοδόμημα όπως π.χ. στη μορφή και στο περιεχόμενο του αστικού κράτους αποτελεί συνθήκη που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Οι υπερεθνικές κρατικές οντότητες για να λειτουργήσουν με κανόνες και ρυθμίσεις αντίστοιχες του εθνικού κράτους απαιτούν την εκ προοιμίου υιοθέτηση του κεντρικού σχεδιασμού και τη μη ιδιοποίηση της παραγόμενης υπεραξίας. Η ολοκληρωτική σύγχυση από την αφετηριακά λαθεμένη ανάγνωση των αιτιών που προκαλούν τα οικονομικά προβλήματα του στασιμοπληθωρισμού, της ανεργίας, της υπερκατανάλωσης φαίνεται από την ταυτόχρονη επιδίωξη για ‘λιγότερο κράτος’ και για δημιουργία υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων. Τα σημερινά αποτελέσματα της βαθιάς κρίσης του χρηματοπιστωτικού τομέα προδίδουν αυτή τη σύγχυση. Έτσι, η ανάγκη για υπέρβαση του σημερινού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δεν ικανοποιείται.

V. Καπιταλιστική κρίση, ιμπεριαλισμός και υπερεθνική ολοκλήρωση

Στις σημερινές συνθήκες, η αστική τάξη εμφανίζεται ανίκητη. Επεκτείνει το εκμεταλλευτικό μοντέλο του καταναλωτισμού σε μια μάταιη προσπάθεια να υπερνικήσει τα ενδογενή προβλήματα της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους παρά την τεράστια συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα εντείνει την κρίση, αλλάζοντας την κατεύθυνση της έρευνας και ανάπτυξης σε όλους τους τομείς και προκαλώντας παρασιτικές συνέπειες σε όλους τους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. Το κεφάλαιο που επενδύεται στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα αυξάνεται παγκοσμίως σε απόλυτους και σχετικούς όρους, σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα πριν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους έχει επιδράσει ακόμα και στο χώρο των νέων τεχνολογιών, που θεωρείτο ως η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας που θα έβγαζε την παγκόσμια οικονομία από τις ημέρες του υψηλού πληθωρισμού και της ανεργίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξάπλωσης και του βαθέματος της κρίσης είναι η ταχύτητα με την οποία οι βιομηχανίες των νέων τεχνολογιών, όπως είναι η βιομηχανία ηλεκτρονικών υπολογιστών, τόσο προγραμμάτων όσο και μηχανικού εξοπλισμού, εισέρχονται στο σημείο κορεσμού του οικονομικού τους κύκλου.

Η προσπάθεια του κεφαλαίου να εκμεταλλευθεί την επιστημονικοτεχνική επανάσταση στην ηλεκτρονική και τις τηλεπικοινωνίες συνοδεύτηκε και από την τεράστια διεύρυνση του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μέσω της δημιουργίας επενδυτικών τραπεζών, ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνων. Οι νέες τεχνολογίες στους τομείς που προαναφέρθηκαν επέτρεψαν την πολύ πέραν της πραγματικής οικονομίας διόγκωση του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Με τη σειρά του ο τομέας αυτός για την ανάπτυξή του επέβαλε τη μεγαλύτερη απορύθμιση της αγοράς από τότε που επινοήθηκε η ρύθμισή της.[vii] Με την πολιτική της απορύθμισης της αγοράς φάνηκε προς στιγμήν ότι προκλήθηκε αντιστροφή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού του κέρδους σε παγκόσμια κλίμακα. Η σημερινή κατάρρευση μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων εξαιτίας της έκθεσής τους στη φούσκα του χρηματοπιστωτικού τομέα και η εκ νέου ανάγκη παρέμβασης των εθνικών κρατών για τη σωτηρία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς μαρτυρεί με τον πλέον πειστικό τρόπο ότι οι ασθένειες του καπιταλισμού μάλλον είναι μη θεραπεύσιμες.

Παρά τη συνεχή πτώση στους μισθούς, που είχαν θεωρηθεί ένοχοι για το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού από τους θιασώτες του νέο-συντηρητισμού και του νέο-φιλελευθερισμού τη δεκαετία του ’80 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90, παρά την επέκταση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης με κύρια χαρακτηριστικά την απορύθμιση των αγορών και τη διόγκωση του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, παρά τις στρατιωτικές επεμβάσεις στα κράτη ‘παρίες’, παρά τις συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στις οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών, παρά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, και, τέλος, παρά την επέκταση των κοινοβουλευτικών πολιτικών διαδικασιών στα περισσότερα μέρη του κόσμου, η ανισότητα ανάμεσα στις φτωχές και τις πλούσιες χώρες, αλλά και ανάμεσα στις φτωχές και πλούσιες κοινωνικές ομάδες εντός των χωρών αυξάνεται με ταχύτητα που δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία. Ταυτόχρονα, οι παράφορες προσπάθειες εκ μέρους της αστικής τάξης να διατηρήσει και να αυξήσει το ποσοστό του κέρδους ή, με άλλα λόγια, να εμποδίσει την πτωτική του τάση, πυροδοτούν τοπικούς πολέμους, αναζωογονούν παλιούς εθνικισμούς, τροφοδοτούν καινούργιους, δημιουργούν βαθιά σχίσματα μέσα στην ίδια την άρχουσα τάξη.

Το κοινό έδαφος για τις γιγαντιαίες καπιταλιστικές συγχωνεύσεις που παρατηρούμε σήμερα είναι η ανάγκη επέκτασης της ισχύος του κεφαλαίου για να αντιμετωπισθούν τα καθήκοντα και οι δυσκολίες που τίθενται στην ημερήσια διάταξη της παραγωγικής διαδικασίας από τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις. Όταν αυτή η ανάγκη συνδυαστεί με την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, τότε γίνεται ξεκάθαρο ότι μόνο μια διεθνής κοινότητα κρατών στη βάση του οικονομικού σχεδιασμού και της άνευ όρων κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο μπορεί να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες, υψηλές, πολύπλοκες, αντιφατικές και εκρηκτικών ρυθμών ανάγκες της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η προτεινόμενη από αστούς πολιτικούς και οικονομολόγους επιστροφή στη ρύθμιση της αγοράς μέσω της κρατικής παρέμβασης δεν επαρκεί. Η κρατική ρύθμιση πρέπει να είναι ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας και αυτό αντιβαίνει το θεμελιώδη όρο λειτουργίας της αγοράς. Καπιταλισμός και υπερεθνικός κεντρικός σχεδιασμός είναι έννοιες μη συμβατές. Οι συγχωνεύσεις κολοσσιαίων εταιρειών σηματοδοτούν την κατάργηση των ρυθμίσεων, κανόνων και ελέγχων της αγοράς και άρα στην ουσία την κατάργηση των κύριων λειτουργιών του εθνικού κράτους και επομένως το μαρασμό της ισχύος του. Μεγάλες πολιτικοκοινωνικές ενώσεις όπως η Ε.Ε. απορυθμίζουν και στο τέλος κακοποιούν τη σχέση κοινωνίας και οικονομίας. Οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής έχουν εντυπωμένες στη δομή τους τις συγκρουσιακές τάσεις που κορυφώνονται με την ολική καταστροφή μέσω θερμών πολεμικών συγκρούσεων. Οι τωρινές εμπόλεμες καταστάσεις στην Ασία, αλλά και η ολοκληρωτική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στην Ε.Ε. καταδεικνύουν ότι οι υπερεθνικές κρατικές οντότητες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις λειτουργίες του εθνικού κράτους χωρίς να αποτελούν το πεδίο καταστροφής της άρχουσας τάξης, μερίδες της οποίας υποστηρίζουν τη δημιουργία τους.

Η απαξιωμένη από τους σύγχρονους αναλυτές θεωρία της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης εξηγεί πολύ καθαρά γιατί και πως υπάρχουν και λειτουργούν οι παρούσες σχέσεις ανάμεσα σε ένα αναπτυγμένο και ένα ημι-αναπτυγμένο εθνικό κράτος. Σήμερα στην Ε.Ε. επιχειρείται η ενιαιοποίησή τους σε ένα υπερεθνικό κρατικό μόρφωμα. Εάν αυτά τα εθνικά κράτη πρόκειται να συνυπάρξουν και να λειτουργήσουν μέσα και κάτω από το ίδιο κρατικό μηχανισμό, οι αναγκαίες ρυθμίσεις θα πρέπει να καταργήσουν το εθνικό κράτος, διαφορετικά θα συνεχίσει να υπάρχει ένα εθνικό κράτος μέσα στο υπερεθνικό κράτος πράγμα που είναι εκ κατασκευής θνησιγενές.

Το υπερεθνικό κρατικό μόρφωμα της Ε.Ε. είναι προϊόν των διαδικασιών απορύθμισης που απαιτούσαν συγκεκριμένες αιτιώδεις σχέσεις και αλυσιδωτές αντιδράσεις στην εποχή της οριστικής ωρίμανσης του ιμπεριαλισμού.[viii] Το επενδυμένο κεφάλαιο στην παραγωγή και τις υπηρεσίες στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αρχίζει να παρουσιάζει τις πρώτες ενδείξεις της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού του κέρδους. Η πρώτη αντίδραση των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών και κυρίως των Η.Π.Α. είναι η εμπλοκή τους σε πολεμικές περιπέτειες όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι πόλεμοι ενάντια στα αντιαποικιοκρατικά κινήματα της Αφρικής. Οι πολεμικές εμπλοκές προκαλούν επιδείνωση της πτωτικής τάσης, η οποία εκδηλώνεται με τα κρισιακά φαινόμενα του στασιμοπληθωρισμού και της απότομης αύξησης των τιμών των πρώτων υλών και των εμπορευμάτων στα μέσα της δεκαετίας του ’70.[ix] Οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί της αστικής τάξης επανέρχονται στα ιδεολογικά προτάγματα του Άνταμ Σμιθ και υιοθετούν τις απόψεις των σύγχρονων οπαδών του, δηλαδή της σχολής του Σικάγου. Κυρίαρχος μοχλός για τη δομική μεταβολή των κανόνων, των ελέγχων και των ρυθμίσεων της αγοράς είναι η συνολική απορρύθμισή της. Η απορύθμιση βαφτίζεται παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως έχει ήδη συντελεστεί μέσα από τη λειτουργία των πολυεθνικών εταιρειών στους τομείς της παραγωγής και των υπηρεσιών χωρίς όμως να έχει επιτύχει την αντιστροφή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού του κέρδους. Έτσι, η απορρύθμιση επικεντρώνεται στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος στη συνέχεια γιγαντώνεται.[x] Επιχειρείται με τη συστηματική διόγκωση του μεριδίου του στο σύνολο του Α.Ε.Π. των πλέον αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών η αντιστροφή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού του κέρδους σε παγκόσμια κλίμακα. Όμως ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν μπορεί να αποκτήσει μέγεθος που δεν αντιστοιχεί και αναλογεί στην υλική παραγωγή και στις υπηρεσίες. Η πέραν αναλογιών και αντιστοιχιών ανάπτυξή του δεν αποτελούσε παρά ένα ντοπάρισμα της παγκόσμιας οικονομίας που ευνοήθηκε από τις πολιτικές της απορύθμισης των αγορών των εθνικών κρατών και που ταυτόχρονα την απαιτούσε. Η τεχνητή διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέση με την υλική παραγωγή και τις αντίστοιχες υπηρεσίες και η προκύπτουσα δυσαναλογία μεγεθών στην παγκόσμια οικονομία είναι το σαθρό θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια η καπιταλιστική ηγεμονία.

Η εξέλιξη αυτή της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ενισχύθηκε πέρα από τις πολιτικές της απορύθμισης των αγορών των εθνικών κρατών και με τη δημιουργία κατ’ ουσίαν υπερεθνικών αγορών όπως η Ε.Ε., η NAFTA κλπ. Στις υπερεθνικές αυτές αγορές ο ρόλος του εθνικού κράτους φάνηκε προς στιγμήν περιττός. Οι απόψεις αυτές ενισχύθηκαν με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ πολλοί υποστήριξαν ότι ο νέος τρόπος λειτουργίας της αγοράς συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτό το αποτέλεσμα. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού συνέπεσε χρονικά με την κυριαρχία των απόψεων και ρυθμίσεων του νεοφιλελευθερισμού και έτσι στα ιδεολογήματα του τελευταίου αποδόθηκε αυτή η κατάρρευση στην καπιταλιστική αναγέννηση και στην ανανεωτική δύναμη που ενυπάρχει στην αγορά…

VI. Συμπέρασμα

Το παρόν άρθρο επιχείρησε να αναλύσει το πρόβλημα της κρίσης της Ευρωπαϊκής ενοποίησης εστιάζοντας στη σχέση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Εξετάσαμε τους πολλαπλούς τρόπους μέσω των οποίων τα εμπόδια στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής επηρεάζουν το εθνικό κράτος και καθορίζουν την αντίδρασή του έναντι υπερεθνικών κρατικών μορφωμάτων όπως η Ε.Ε. Το κράτος κατοχυρώνει και νομιμοποιεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης έναντι των υπόλοιπων τάξεων του κοινωνικού σχηματισμού. Βασική πτυχή της στρατηγικής του κράτους για να το πετύχει αυτό είναι η στήριξη κάποιων από τα αιτήματα των εκμεταλλευόμενων τάξεων ώστε να διατηρήσει την ενότητα του κοινωνικού σχηματισμού χωρίς τη συνεχή και απροκάλυπτη των κατασταλτικών του μηχανισμών. Επιπλέον, το κράτος πρέπει να συγκεράσει τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα του κεφαλαίου, ένα αναπόσπαστο στοιχείο των παραγωγικών σχέσεων και της ταξικής πάλης. Αυτό καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο σε μια εποχή που οι παραγωγικές σχέσεις δρουν ανασταλτικά στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Σε τελική ανάλυση, το κράτος προσπαθεί συνεχώς να ικανοποιήσει τις ανάγκες ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όπως αυτές διαμεσολαβούνται από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής, με το συνεχή εξορθολογισμό τους σύμφωνα πάντα με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Η αδυναμία ικανοποίησης αυτών των αναγκών οφείλεται στην είσοδο στην εποχή του μπλοκαρίσματος των παραγωγικών δυνάμεων από τις παραγωγικές σχέσεις, συνθήκη που οδηγεί στην κατακόρυφη όξυνση της ταξικής και ενδοταξικής πάλης.

Εάν αυτό το μπλοκάρισμα εμφανίζεται με την αδυναμία του εθνικού κράτους να ανταποκριθεί στα ταξικά καθήκοντά, του με τη μορφή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, με τη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση των εκμεταλλευόμενων τάξεων, και με την άκρως ανισόμετρη ανάπτυξη όχι μόνο μεταξύ κρατών, αλλά και μέσα στα ίδια τα κράτη, τότε δύο κύρια ρεύματα σκέψης για την αντιμετώπιση της βαθιάς δομικής κρίσης του καπιταλισμού αρχίζουν να εμφανίζονται εντός της κυρίαρχης τάξης.

Το ένα κύριο ρεύμα συμφερόντων και σκέψης της αστικής τάξης αντιπροσωπεύει κατά κύριο λόγο το κεφάλαιο των ιδιοκτητών των μέσων υλικής παραγωγής και των αντίστοιχων υπηρεσιών, οι οποίοι παρατηρούν ότι η τεχνολογική ανάπτυξη δεν μπορεί να υπερβεί το επίπεδο που επιτεύχθηκε στις δεκαετίες του ’30, ’40 και ’50 του 20ου αιώνα, καθώς οι κλάδοι της ηλεκτρονικής και της πληροφορικής προκαλούν επαναστατικές βελτιώσεις στις επικοινωνίες αλλά η ενσωμάτωσή τους στη βασική υλική παραγωγή δεν μεταβάλλει ποιοτικά τους όρους λειτουργίας της τελευταίας. Έτσι, η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στις ήδη υπάρχουσες βελτιώνει την αποτελεσματικότητα των τελευταίων χωρίς να επιφέρει την ποιοτική μεταβολή τους. Το πάντρεμα των τεχνολογιών είναι μια αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για να οδηγηθούν σε περαιτέρω ανάπτυξη οι παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως, το ρεύμα αυτής της σκέψης της αστικής τάξης επιμένει στη διατήρηση του εθνικού κράτους και των θεσμών του γιατί αντιλαμβάνεται ότι η κατάλυσή του θα οδηγήσει σε ταχύτερη χειροτέρευση του βασικού προβλήματος της οικονομίας που είναι η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους.[xi] Η απορύθμιση της αγοράς και τα υπερεθνικά κρατικά μορφώματα αποτελούν για το ρεύμα αυτό ευκαιρία άκρατου και δυσανάλογου πλουτισμού του τραπεζικού και χρηματιστηριακού κεφαλαίου και οδηγούν σε ολική καταστροφή την πραγματική οικονομία. Γι’ αυτό και το ρεύμα αυτό, αν και ευκαιριακά εκμεταλλεύεται την απορύθμιση της αγοράς, εναντιώνεται στις πρακτικές της παγκοσμιοποίησης που υπερβαίνουν το βαθμό που επιτεύχθηκε στις συνθήκες του ελεγχόμενου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.

Το άλλο ρεύμα συμφερόντων και σκέψης της αστικής τάξης αντιπροσωπεύει κατά κύριο λόγο το τραπεζικό και χρηματιστηριακό κεφάλαιο καθώς και το βιομηχανικό κεφάλαιο των νέων τεχνολογιών που, αφενός, επιχειρεί τη συστηματική εξάρτηση των ιδιοκτητών των μέσων υλικής παραγωγής και των αντίστοιχων υπηρεσιών μέσω των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων, της χειραγώγησης των μετοχών, των τιμών των εμπορευμάτων και των πρώτων υλών στα διεθνή χρηματιστήρια, και, αφετέρου, επιδιώκει την πλήρη απορύθμιση των αγορών και τη δημιουργία υπερεθνικών μορφωμάτων προκειμένου ληστεύοντας την πραγματική οικονομία να επιτύχει την αντιστροφή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού του κέρδους. Φυσικά αυτό που επιτυγχάνει είναι μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο μεταφορά – κλοπή – κεφαλαίου και κερδών από τους ιδιοκτήτες των μέσων υλικής παραγωγής και υπηρεσιών στους βαρόνους των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των επενδυτικών κεφαλαίων. Η σύγκρουση αυτή των δύο ρευμάτων συμφερόντων και σκέψης βαθαίνει καθημερινά καθώς αποτελεί έκφραση του μπλοκαρίσματος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από τις παραγωγικές σχέσεις.

Συνεπώς, οι παραγωγικές δυνάμεις απαιτούν έναν νέο τύπο σχέσεων παραγωγής που θα τους επιτρέψει να κινηθούν προς τα εμπρός. Η τάση αναζήτησης νέου τύπου παραγωγικών σχέσεων οδηγεί σε οξύτατες κοινωνικές συγκρούσεις ταξικού και ενδοταξικού περιεχομένου ενώ ταυτόχρονα απαιτεί τη δημιουργία υπερεθνικών κρατικών οντοτήτων που για να γίνουν και να λειτουργήσουν χρειάζεται η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Η Ε.Ε., με την κοινοβουλευτική και υπηρεσιακή γραφειοκρατία της, θα παραμείνει γραφική καρικατούρα κρατικού μορφώματος που θα υπηρετεί ορισμένη μερίδα του μεγάλου κεφαλαίου χωρίς να μπορεί να μετασχηματιστεί σε ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος όπως οι Η.Π.Α. Την ίδια στιγμή τα εθνικά κράτη που συνιστούν την Ε.Ε. θα βυθίζονται όλο και περισσότερο στη δομική κρίση του καπιταλισμού και θα στρέφονται το ένα ενάντια στο άλλο. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι αντικειμενικές συνθήκες και η κρίση της ευρωπαϊκής ενοποίησης φαίνεται να απαιτούν την επαναστατική μεταβολή των παραγωγικών σχέσεων με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Παρά τις δυσκολίες, η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης φώτισαν αρκετές πλευρές του εγχειρήματος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αφήνοντας την ίδια στιγμή πολλά καίρια ερωτήματα για το τι πρέπει να γίνει προκειμένου να περάσει ο άνθρωπος από την προϊστορία στην ιστορία.

Σημειώσεις

[i] Αυτή η αντίφαση ανάμεσα σε δύο αντιθετικές τάσεις (διεθνοποίηση του κεφαλαίου & εθνική μορφή πολιτικού εποικοδομήματος), εγγεγραμμένες στη φύση του καπιταλισμού, επισημαίνονται στο E. Meiksins Wood, ‘Global capital, national states’, σε M. Rupert και H. Smith (επιμ.), Historical Materialism and Globalization (London: Routledge, 2002), σελ. 30-31.

[ii] Βλ. Ε. Μπιτσάκης, Θεωρία και Πράξη: Προβλήματα Φιλοσοφίας του Ανθρώπου (Αθήνα: Gutenberg, 1980), σελ. 88-91.

[iii] K. Marx, ‘Preface’ σε A Contribution to the Critique of Political Economy (Moscow: Progress Publishers, 1970), σελ. 20, μετάφραση των συγγραφέων.

[iv] Η εγγενής τάση για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων νοείται ως η ανάγκη ικανοποίησης του συνόλου των προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας στο επίπεδο της υπό εξέταση χρονικής στιγμής ύπαρξής της.

[v] Ο όρος ‘πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους’ χρησιμοποιείται εδώ σε ένα αφαιρετικό επίπεδο, όπως ορίζεται από τη σύνθετη και συχνά αντιφατική θεώρηση του Μαρξ και παρουσιάζεται κριτικά στο Β. Χωραφάς, ‘Η θεωρία του Μαρξ για τις οικονομικές κρίσεις’, Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο. 49 (Ιανουάριος 2009), σελ. 2-33.

[vi] N. Poulantzas, Classes in Contemporary Capitalism (London: Verso, 1978), σελ. 78, μετάφραση των συγγραφέων.

[vii] Ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς δήλωσε πρόσφατα: «Αυτό που συνέβη είναι εξαιρετικά απλό. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αγωνίστηκε να απαλλαγεί από κάθε κανόνα ελέγχου και διαφάνειας. Επεδίωξε να είναι απολύτως αδιαφανής και απολύτως ανεξέλεγκτος. Το κατάφερε. Και τώρα το πληρώνει. Κατασκεύασε προϊόντα τόσο πολύπλοκα και σκοτεινά ώστε ούτε οι δημιουργοί τους μπορούν να υπολογίσουν την αξία τους». Συνέντευξη του Τζόζεφ Στίγκλιτς στον Παύλο Τσίμα, εφημερίδα «Τα Νέα», 4 Οκτωβρίου 2008.

[viii] Σύμφωνα με τον Werner Bonefeld, ‘η τρέχουσα οικοδόμηση της Ευρώπης ανανεώνει την αντεπανάσταση που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 και το κάνει σε ένα αλλαγμένο πλαίσιο ορισμένο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και αυτό που εμφανίζεται ως μια μόνιμη κρίση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε παγκόσμια κλίμακα’. W. Bonefeld, ‘European integration: the market, the political and class’, Capital & Class, Αρ. 77 (2002), σελ. 132, μετάφραση των συγγραφέων.

[ix] Για το πώς αυτά τα φαινόμενα επηρέασαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, βλ. K. van der Pijl, ‘Beyond the European Union: A Global Perspective for the European Left’, Transform! Journal, Νο. 1 (2007), σελ. 50-52.

[x] Μια διαδικασία γνωστή και ως η ‘χρηματιστικοποίηση της συσσώρευσης κεφαλαίου’, J. Bellamy Foster, ‘Η χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου και η κρίση’, Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο. 45, (Σεπτέμβριος 2007), σελ. 2-21.

[xi] Αυτή η επιμονή στη διατήρηση του εθνικού κράτους συνοδεύεται από την από-εδαφοποιημένη κλίμακα της καπιταλιστικής συσσώρευσης και των μορφών εκμετάλλευσης, που σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά ‘αντισταθμίζουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους’. C. Tsoukalas, “Globalization and ‘the Executive Committee’: Reflections on the Contemporary Capitalist State, σε L. Panitch et al. (επιμ.), The Globalization Decade: A Critical Reader (London: The Merlin Press, 2004), σελ. 177.