Pages

02 August 2008

Για την Ευρωπαϊκή Δύναμη Πολιτικής Προστασίας





Για την Ευρωπαϊκή Δύναμη Πολιτικής Προστασίας

(με αφορμή μια πρόταση ψηφίσματος στο Ευρωκοινοβούλιο)



του Ηρακλή Οικονόμου

(αδημοσίευτο κείμενο, στάλθηκε στο Τμήμα Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Συνασπισμού τον Αύγουστο του 2008).

 

Το παρών σύντομο σημείωμα φιλοδοξεί να αποτελέσει συμβολή σε μια συζήτηση που θα έπρεπε να είχε ήδη αρχίσει, γύρω από τη στάση της Αριστεράς μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναντι της πολιτικο-στρατιωτικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Αφορμή για τη συγγραφή του στάθηκε η έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της απόφασης P6_TA(2008)0304 της 19ης Ιουνίου 2008, με θέμα την "αύξηση της ικανότητας της Ένωσης στην αντιμετώπιση καταστροφών".[1] Το ψήφισμα βασίστηκε στην εισήγηση – πρόταση ψηφίσματος B6-0303/2008 της 13ης Ιουνίου 2008, την οποία συνέταξε ο ευρωβουλευτής του Συνασπισμού Δημήτρης Παπαδημούλης.[2]


Με μια προσεκτική ανάγνωση μπορούν να επισημανθούν κάποια άκρως προβληματικά σημεία της εισήγησης του Έλληνα ευρωβουλευτή, η οποία:


1) Αποφεύγει τον οποιοσδήποτε ορισμό της έννοιας "καταστροφή", επιτρέποντας έτσι την ευρεία ερμηνεία του όρου και περιλαμβάνοντας σε αυτόν τόσο φυσικές καταστροφές, όσο και ανθρωπογενείς.  Αυτή δεν είναι μια αθώα επιλογή, καθώς διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της πρότασης. Με μία ευρεία ερμηνεία του όρου «καταστροφή» επιτρέπεται η επέκταση των σχετικών μέτρων σε περιπτώσεις τρομκρατικών επιθέσεων, πολεμικών επιχειρήσεων, μετακινήσεων πληθυσμών, κλπ.


2) Ενθαρρύνει την περαιτέρω ανάμειξη και επέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αναπτυσσόμενο κόσμο και στις γειτονικές χώρες, με πρόσχημα την πρόληψη καταστροφών (παρ. 4, 6 της πρότασης ψηφίσματος). Αυτή η αναφορά αντικατοπτρίζει μια κεντρική επιλογή των πολιτικο-στρατιωτικών ελίτ της Ε.Ε.: τη διεύρυνση της ατζέντας ασφαλείας μέα στην οποία νομιμοποιείται να δρα η Ένωση. Αυτή η επιλογή εμφανίζεται ξεκάθαρα στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας, η οποία κάνει λόγο για την ανάγκη ανάληψης προληπτικών μέτρων ασφάλειας εναντίον τρίτων χωρών και απειλών.[3]


3) Νομιμοποιεί την τεράστια βιομηχανία "ασφαλείας" που έχει ήδη στηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και περιλαμβάνει εφαρμογές όπως το κοινοτικό πρόγραμμα έρευνας για την ασφάλεια (FP7), διαστημικές εφαρμογές όπως τα προγράμματα Galileo και GMES, προγράμματα επιτήρησης συνόρων, ανάπτυξης εναέριων μη επανδρωμένων οχημάτων κλπ. (παρ. 9). Άμεσος αποδέκτης των οικονομικών πόρων που προβλέπονται για αυτά τα προγράμματα είναι η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων, καθώς αυτή έχει επεκταθεί σε μια σειρά πολιτικών τεχνολογικών εφαρμογών.


4) Ζητά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Δύναμης Πολιτικής Προστασίας, ενός μηχανισμού επέμβασης της Ε.Ε στο εσωτερικό τρίτων κρατών (παρ.7). Η αποστολή αυτής της Δύναμης παραμένει τελείως ασαφής, αλλά ο προσανατολισμός της περιλαμβάνει επεμβάσεις εκτός των συνόρων της Ε.Ε, όπως προβλέπει και η Έκθεση Μπαρνιέ “Europe Aid”.[4]


5) Αναπαράγει το σύνολο της κυρίαρχης στους κύκλους της Ε.Ε. φιλολογίας περί κινδύνων, απειλών και διακινδύνευσης (παρ. 5). Αυτή η φιλολογία χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο για την εισαγωγή νέων μέτρων εσωτερικής ασφάλειας και εξωτερικής προβολής δύναμης. Οι απειλές παρουσιάζονται από την κυρίαρχη ρητορική ως ολοένα και περισσότερο ασαφείς και πανταχού παρούσες, δημιουργώντας ένα ιδεολογικό πλαίσιο νομιμοποίησης των μηχανισμών ελέγχου πληθυσμών και κρατών μέσα και έξω από την Ε.Ε.


6) Αγνοεί την άμεση σύνδεση πολιτικών και στρατιωτικών μέτρων που προωθεί η Ε.Ε., προσδίδοντας στην προβολή ισχύος εκ μέρους της έναν ανθρωπιστικό και «αναγκαίο» χαρακτήρα. Η ενότητα πολιτικών και στρατιωτικών μέσων είναι μια βασικότατη αρχή, πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, η οποία διακηρύσσεται σε κάθε επίσημο κείμενο της Ε.Ε. για την ασφάλεια από το 1999 και μετά. Άρα, η επίκληση του πολιτικού χαρακτήρα των μέτρων της πρότασης Παπαδημούλη είναι άστοχη, εφόσον αυτά τα μέτρα υπάγονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσω του οποίου προωθείται η ταχεία στρατιωτικοποίησης της Ε.Ε.


Από τα παραπάνω σημεία, γεννιούνται κάποιες βασικές απορίες:


 - Υπήρξε η οποιαδήποτε εσωτερική συννενόηση μεταξύ του κ. Παπαδημούλη και του Συνασπισμού κατά τη συγγραφή της εισήγησης;


- Εκφράζει η εισήγηση το κόμμα του Συνασπισμού ή αποτελεί ατομική πρωτοβουλία του ευρωβουλευτή;


- Συνιστά πρόβλημα για τον Συνασπισμό το γεγονός ότι στο ψήφισμα Παπαδημούλη αναπαράγονται προτάσεις και φρασεολογίες κύκλων και ατόμων που βρίσκονται στην κορυφή της προσπάθειας στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ο Μισέλ Μπαρνιέ;


 - Ποιες θέσεις έχει επεξεργαστεί το Τμήμα Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΝ, άμεσα υπεύθυνο για τη χάραξη της πολιτικής έναντι των πολιτικών και θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το συγκεκριμένο θέμα;


Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στην περιβόητη «Έκθεση Μπαρνιέ» που αποτελεί εσχάτως τεράστιο σουξέ στους διαδρόμους των Βρυξελλών, και την οποία υποστηρίζει στο ψήφισμά του ο ευρωβουλευτής του ΣΥΝ. Ο Μισέλ Μπαρνιέ, Γάλλος συντηρητικός πολιτικός, υπήρξε Επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής της Ε.Ε. προτού γίνει Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Ραφαρέν. Κατά την προετοιμασία του Ευρωσυντάγματος, ο Μπαρνιέ ήταν επικεφαλής της ομάδας εργασίας για την άμυνα. Η Έκθεση Μπαρνιέ προωθεί από το παράθυρο μέτρα που οι λαοί της Γαλλίας και της Ολλανδίας πέταξαν στους «χώρους υγειονομικής ταφής» της ιστορίας, όπως η θέση Υπουργού Εξωτερικών της Ε.Ε. και η αυξημένη συνεργασία σε ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Η αναφορά της Έκθεσης Μπαρνιέ στην ανάγκη καταπολέμησης της βιολογικής τρομοκρατίας και ίδρυσης προξενικών αρχών της Ε.Ε. καταδεικνύει και στον πλέον δύσπιστο αναγνώστη ότι πρόθεση της Έκθεσης δεν είναι η προώθηση αγαθών μέτρων για την προστασία του Ευρωπαίου πολίτη, αλλά η υλοποίηση μιας ολόκληρης ατζέντας πολιτικο-στρατιωτικής ολοκλήρωσης της Ε.Ε. Καμία έκπληξη δεν προκαλούν αυτά· έκπληξη προκαλεί η σύμπλευση του ευρωβουλευτή του ΣΥΝ με αυτές τις πρακτικές, μέσω της στήριξης που ρητά εξέφρασε προς την Έκθεση Μπαρνιέ.


Συνοψίζοντας, η πρόταση απόφασης για την "πολιτική προστασία" που συνέγραψε ο κ. Παπαδημούλης είναι ουσιαστικά μια προσπάθεια στήριξης πολιτικών ιδιαίτερα αμφιλεγόμενων - αν όχι τελείως απαράδεκτων - που ως στόχο έχουν την περαιτέρω ένταση του εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου εκ μέρους της Ε.Ε. Οι πυρκαγιές στην Ελλάδα που επικαλέστηκαν οι υποστηρικτές της εισήγησης αποτελούν μια καλή πρόφαση, η οποία όμως αποσαρθρώνεται με μια απλή καταγραφή όσων προβλέπει το ψήφισμα Παπαδημούλη και η Έκθεση Μπαρνιέ. Η ατζέντα της καταστολής και της στρατιωτικοποίησης δεν έχει καμία σχέση με την καταπολέμηση των πυρκαγιών, εκτός και εάν κατά ένα περίεργο τρόπο συνδέονται οι πυρκαγιές στην Ελλάδα με την ίδρυση Ευρωπαϊκών προξενείων στο Κογκό και την καταπολέμηση της βιολογικής τρομοκρατίας. Πυροσβεστικά αεροπλάνα και πλήρως επανδρωμένο Πυροσβεστικό Σώμα χρειαζόμαστε, όχι ημι-στρατιωτικά σώματα άμεσης επέμβασης σαν αυτά που μαγειρεύονται στους διαδρόμους των Βρυξελλών.


H ριζοσπαστική στάση της αριστεράς σε ζητήματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η συνέπεια λόγων και πράξεων έναντι αυτών των ζητήμάτων και η μη σύμπλευσή της με τις πιο αντιδραστικές πρακτικές που αναδεικνύονται αυτή την περίοδο από την Ε.Ε. στον τομέα της ασφάλειας αποτελούν κρίσιμα ζητούμενα. Η πρακτική – και όχι μόνο ρητορική - εναντίωση στο Ευρωσύνταγμα, στην ένταση της εσωτερικής και εξωτερικής καταστολής και στα κυρίαρχα στρατιωτικο-βιομηχανικά συμφέροντα συνιστά αναγκαία συνθήκη ύπαρξης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Μπορεί αυτά να φαντάζουν ψιλά γράμματα για όσους ανακάλυψαν στο Ευρωσύνταγμα και στη Συνθήκη της Λισσαβόνας την εκπλήρωση του «αριστερού ευρωπαϊσμού» τους. Αυτά τα ψιλά γράμματα όμως θα καθορίσουν σε τελική ανάλυση την πολιτική πορεία όχι μόνο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και των αριστερών επικριτών της.


Παραπομπές

[1] http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?type=TA&reference=P6-TA-2008-0304&language=EL&ring=B6-2008-0303

[2] http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+MOTION+B6-2008-0303+0+DOC+XML+V0//EL

[3] http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cmsUpload/031208ESSIIEL.pdf

[4] http://ec.europa.eu/commission_barroso/president/pdf/rapport_barnier_en.pdf


02 June 2008

Γιατί δεν υπάρχει ευρωπαϊκή άμυνα;





Γιατί δεν υπάρχει ευρωπαϊκή άμυνα;
 
 
 
του Ηρακλή Οικονόμου
 
Δημοσιεύτηκε σε Monthly Review – Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο. 42 (107), Ιούνιος 2008, σελ. 117-119.

 

“Οι διεθνείς σχέσεις προηγούνται ή έπονται (λογικά) των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έπονται”.[i]
Αντόνιο Γκράμσι
 

Η ευρωπαϊκή άμυνα δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια, υπάρχει περισσότερο ως ρητορικό και ιδεολογικό σχήμα, και λιγότερο ως συνεκτικό στοιχείο της υλικής πραγματικότητας. Αυτή η διαπίστωση δεν υπονοεί ότι δεν υπάρχουν σπέρματα ενός ευρωπαϊκού συστήματος άμυνας, αλλά ότι τα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα αμυντικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνεχίζουν σε τελευταία ανάλυση να κρίνονται σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να μπορεί το οποιοδήποτε υπερεθνικό ή διακυβερνητικό όργανο να τα επηρεάσει οριστικά. Ένα μόνο επίκαιρο παράδειγμα αρκεί για να καταδειχθεί αυτή η θέση: η εγκατάσταση του συστήματος Εθνικής Αντιπυραυλικής Άμυνας των ΗΠΑ σε κράτη-μέλη της ΕΕ. Πολλοί, ανάμεσα στους οποίους και η ριζοσπαστική αριστερά στην Ελλάδα, έχουν αναφερθεί στις επικίνδυνες συνέπειες αυτού του εγχειρήματος. Αυτό που συχνά περνάει στα ψιλά είναι ότι αυτή τη στιγμή έχει ξεκινήσει μια διαδικασία τεράστιας σημασίας για την άμυνα ολόκληρης της Ευρώπης χωρίς να μπορεί η ΕΕ να κάνει το οτιδήποτε γι’ αυτό. Απέναντι σε ένα φαινόμενο αντίστοιχης σημασίας με την εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς τη δεκαετία του’80 στην Ευρώπη, κανένας δεν αμφισβητεί – παρά τις ρητορείες και τις διακηρύξεις για την Ευρωπαϊκή «άμυνα» και «ασφάλεια» – το δικαίωμα της Τσεχίας και της Πολωνίας να βάλουν φωτιά στα ανατολικά σύνορα της Ένωσης.
 
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που εξηγούν αυτή την επίμονη επιβίωση του έθνους-κράτους στο στρατιωτικό πεδίο. Καταρχήν, μεγάλο ρόλο παίζει η ιστορία, οι διαφορετικές ιστορικές καταβολές, παραδόσεις και εμπειρίες. Στην πολιτική άμυνας και ασφάλειας, η ιστορία δε μετριέται με μέρες αλλά με δεκαετίες, και η ΕΈ θα κλείσει μόλις την πρώτη της φέτος το Δεκέμβρη, δέκα χρόνια μετά την Γαλλο-Βρετανική σύνοδο του Σεν-Μαλό που αποτελεί την ανεπίσημη αφετηρία μιας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Καμία ρητορική διακήρυξη και καμία ομαδική φωτογραφία χαμογελαστών ηγετών δεν μπορεί να κρύψει τις μεγάλες ιστορικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη-μέλη, οι οποίες μετουσιώνονται σε διαφορές κουλτούρας. Ο όρος «κουλτούρα» έχει εδώ δύο έννοιες: τη γενική, ως ένα σύνολο καθιερωμένων προτύπων και συμπεριφορών, και τη ειδική σε σχέση με την άμυνα, ως «στρατηγική κουλτούρα». Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την πρώτη έννοια: είναι εμφανώς δύσκολο να συντονισθούν 26 οντότητες (η Δανία δεν συμμετέχει σε ζητήματα άμυνας) που είναι φορείς διαφορετικών γλωσσών, διαφορετικών εθνικών αφηγήσεων, και διαφορετικών συστημάτων αξιών. Οι διαφορές στη στρατηγική κουλτούρα είναι ακόμα σημαντικότερες: τα κράτη-μέλη έχουν διαφορετικές προσλήψεις εχθρού / φίλου, διαφορετικές αντιλήψεις περί του τι συνιστά απειλή, διαφορετικές τακτικές διεξαγωγής μάχης, κλπ. Ιστορία και κουλτούρα λοιπόν συνηγορούν απόλυτα στη μη ύπαρξη ευρωπαϊκής άμυνας.
 
Εξίσου σημαντική είναι και η επίδραση παραγόντων που ανάγονται στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, και συγκεκριμένα η ελλιπής διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Παρά το πλήθος συγχωνεύσεων και εξαγορών, παρά την Κοινή Αγορά, και το Ευρώ, δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί μέσα στην ΕΕ εκείνο το ενιαίο ταξικό υποκείμενο – δηλαδή μια ευρωπαϊκή υπερεθνική αστική τάξη – τα συμφέροντα του οποίου θα κληθεί να υπηρετήσει μια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων, όπου ακόμα και ένα πρότυπο βιομηχανικής διεθνοποίησης όπως η Γαλλο-Γερμανο-Ισπανική EADS έχει συναντήσει ουκ ολίγα προβλήματα από «ασυμφωνίες χαρακτήρων», δηλαδή εθνικές-ταξικές ασυμφωνίες ανάμεσα στη Γαλλική και τη Γερμανική της συνιστώσα. Επίσης, βρίσκεται σε πλήρη ισχύ το φαινόμενο που η Έλλεν Γουντ ονομάζει «αναντιστοιχία των οικονομικών και πολιτικών μορφών του καπιταλισμού».[ii] Την ίδια στιγμή που οι τάσεις της – ελλιπούς έστω – οικονομικής διεθνοποίησης θέτουν στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη υπέρβασης του έθνους-κράτους ως πρωταρχική μορφή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων – συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεων πολιτικο-στρατιωτικής εξουσίας – το έθνος-κράτος παραμένει ισχυρότατο και παρουσιάζει μεγάλο βαθμό αδράνειας.
 
Τέλος, ο συνδυασμός κουλτούρας και πολιτικής οικονομίας ενσωματώνεται σε ένα τρίτο παράγοντα αδυναμίας σύστασης μιας Ευρωπαϊκής άμυνας: τον παράγοντα ΗΠΑ. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν διαφορετικά πλέγματα συμφερόντων και συνεπώς διαφορετικές οπτικές αναφορικά με τις ΗΠΑ. Από τη μία, η περίφημη «ειδική σχέση» των ΗΠΑ με το Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχει ουσιαστικά και με κάθε άλλη χώρα της ΕΕ σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο. Από την άλλη, υπάρχουν τεράστιες διαβαθμίσεις σε αυτό το φαινόμενο· αλλιώς αντιλαμβάνεται την ανάγκη ύπαρξης Ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ η Γαλλία, και αλλιώς οι χώρες της Βαλτικής. Αυτό το πραγματικό χάσμα, το οποίο εκδηλώθηκε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια την περίοδο πριν τον πόλεμο του Ιράκ – ποιος θυμάται άραγε την κατάπτυστη επιστολή υποστήριξης των σχεδίων των ΗΠΑ από 8 κράτη-μέλη της ΕΕ στις 30 Ιανουαρίου 2003; – λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την οικοδόμηση μιας κοινής Ευρωπαϊκής άμυνας αφού δεν υπάρχει ζήτημα τοπικής και περιφερειακής ασφάλειας στο οποίο δεν εμπλέκεται με τον ένα ή άλλο τρόπο η άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
 
Εκτός όμως από γενεσιουργό αιτία, οι ΗΠΑ είναι και οι ευνοημένοι αποδέκτες των συνεπειών αυτής της κατάστασης. Παραμένουν στην καρδιά της Ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, τόσο μέσω της ύπαρξης και επέκτασης του ΝΑΤΟ, όσο και μέσω ενός πλέγματος στενότατων διμερών σχέσεων με κάθε χώρα της Ένωσης. Έτσι, η Τσεχία και η Πολωνία μπορούν ανενόχλητες να υποδέχονται τις πρώτες εγκαταστάσεις του συστήματος Εθνικής Αντιπυραυλικής Άμυνας των ΗΠΑ, δυναμιτίζοντας τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία. Έτσι, η Βουλγαρία και η Ρουμανία μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες παραμονής και επέκτασης μεγάλων βάσεων των ΗΠΑ στο έδαφός τους, υποσκάπτοντας κάθε έννοια Ευρωπαϊκής άμυνας – για να μη μιλήσουμε για τη Σούδα. Έτσι, η Πολωνία μπορεί να κάνει τη δική της αγορά του αιώνα με μαχητικά F-16, την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή που γίνεται δεκτή στην ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Έτσι, πολιτικοί όπως ο Μπαρόσο μπορούν να υποδέχονται τον πρόεδρο Μπους στις Κανάριες Νήσους λίγο πριν τον πόλεμο του Ιράκ, και να προάγονται μετά στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως επιβράβευση των αγαθών υπηρεσιών τους.
 
Συνεπάγεται η απουσία Ευρωπαϊκής άμυνας την απουσία οποιασδήποτε στρατιωτικής δραστηριότητας από την πλευρά της ΕΕ; Προφανώς και όχι. Την ίδια στιγμή που η απουσία μιας Ευρωπαϊκής άμυνας καθίσταται εμφανέστατη, αναδύεται με μεγάλη ταχύτητα μια νέα διάσταση στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαμορφώνεται δηλαδή ένα ευρωπαϊκό παράδοξο, της στρατιωτικοποίησης δίχως άμυνα. Το φαινόμενο αυτό αγγίζει πολιτικές, θεσμικές, νομικές, ιδεολογικές και κοινωνικο-οικονομικές πτυχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οδηγώντας π.χ. στη διεξαγωγή πολυάριθμων αποστολών προβολής ισχύος, στη δημιουργία νέων θεσμών όπως ο Ευρωπαϊκός Αμυντικός Οργανισμός και στον αναπροσανατολισμό της κοινοτικής χρηματοδότησης τομέων όπως η έρευνα και η τεχνολογία. Αλλά για το πολυσύνθετο αυτό ζήτημα θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.
 
Βιβλιογραφικές πηγές διαθέσιμες μόνο στην έντυπη έκδοση.





01 May 2008

Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας: Μια κριτική προσέγγιση




Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας: Μια κριτική προσέγγιση



του Ηρακλή Οικονόμου

Δημοσιεύτηκε σε Monthly Review – Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο. 41, Μάιος 2008.

Εισαγωγή

Ένα από τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου μοντέλου ανάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όπως αυτό εκφράζεται από το σύνολο του γνωστικού αντικειμένου των «Ευρωπαϊκών Σπουδών», είναι η απουσία κριτικού αναστοχασμού πάνω στο περιεχόμενο και τη λογική των πολιτικών της. Ένα πεδίο όπου αυτή η απουσία καθίσταται εμφανέστατη είναι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), ορισμένη ως ‘όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της σταδιακής διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, που δύναται να οδηγήσει σε μια κοινή άμυνα’.[i] Η απουσία οποιασδήποτε ριζοσπαστικής και κριτικής συμβολής στη μελέτη αυτής της πολιτικής είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Σε μεγάλο βαθμό, ο επιστημονικός λόγος για την ΕΠΑΑ έχει άκριτα υιοθετήσει τους στρατηγικούς στόχους της ΕΠΑΑ και έχει αναχθεί σε συλλογική συνείδηση αυτής της πολιτικής, παρουσιάζοντας συνεπώς μικρή μόνο αναλυτική αξία. Για τον Μαρξ, «όπως η άποψή μας για ένα άτομο δεν βασίζεται σε αυτά που νομίζει για τον εαυτό του, έτσι και εμείς δεν μπορούμε να κρίνουμε…μια περίοδο μετασχηματισμού από την ίδια τη συνείδησή της».[ii] Δεν μπορούμε να κρίνουμε την ΕΠΑΑ από τον λόγο που παράγουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί στήριξής της· αντίθετα, μοναδικά κριτήρια ανάλυσής της πρέπει να αποτελούν η ουσία και οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, απογυμνωμένες από το ιδεολογικό τους περίβλημα. Το παρών άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μια μικρή μόνο συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή.

Ορίζοντας την ΕΠΑΑ πέρα από την κυρίαρχη ρητορική

Η κυρίαρχη θεώρηση της ΕΠΑΑ έχει ως αφετηρία μια ξεκάθαρη κανονιστική θέση: ότι αυτή η πολιτική είναι κατά βάση θετική και ορθή. Επιμέρους προβλήματα και αδυναμίες μπορεί να υπάρχουν, αλλά στόχος πρέπει να είναι η επίλυση αυτών των προβλημάτων, και όχι η απόρριψη του πλαισίου στο οποίο υπάγονται. Αυτή η θεώρηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιλυτική προβλημάτων (problem-solving) ή απλά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο των Διεθνών Σχέσεων Ρόμπερτ Κοξ, η επιλυτική θεωρία λαμβάνει ως δεδομένες και αποδέχεται τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, καθώς και τους θεσμούς που τις στηρίζουν.[iii] Σε αυτή την καθεστωτική λογική θεώρησης των κοινωνικών επιστημών, ο Κοξ αντιπαραβάλλει την κριτική θεωρία, ως έναν τρόπο σκέψης και ανάλυσης που θέτει σε αμφισβήτηση το συνολικό υλικό, θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται το υπό εξέταση φαινόμενο.

Σε πλήρη στοίχιση με την επιλυτική θεωρία – και παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις – οι επικρατούσες ερμηνείες της ΕΠΑΑ ακολουθούν μια κοινή αφήγηση: Η κρίση στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90 και η επέμβαση των ΗΠΑ στη Βοσνία αποκάλυψε την αδυναμία της ΕΕ να δρα ως ένα συνεκτικό υποκείμενο ασφαλείας. Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας από το Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησε στην αλλαγή της πολιτικής του και στη διασύνδεσή του με τη Γαλλία, που κορυφώθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 στη συμφωνία του Σαιν-Μαλό για τη δημιουργία της ΕΠΑΑ. Ο πόλεμος του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας το 1999 κατέδειξε την έλλειψη μιας επαρκούς στρατιωτικής δυνατότητας της ΕΕ, συγκρινόμενη με την πανίσχυρη πολεμική μηχανή των ΗΠΑ που ηγήθηκε των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, η μεταβαλλόμενη φύση της ασφάλειας ανάγκασε την ΕΕ να εστιάσει την προσοχή της όχι στην εδαφική άμυνα, αλλά στη διαχείριση συγκρούσεων και στην προβολή ειρήνης και σταθερότητας στο εξωτερικό. Συνεπώς, η ΕΕ ήταν υποχρεωμένη να αναπτύξει μια αυτόνομη δυνατότητα στρατιωτικής δράσης μέσω της ΕΠΑΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών ήταν αναγκαία για να προμηθεύσει την Ένωση με τα απαραίτητα στρατιωτικά εργαλεία ανάληψης μιας τέτοιας δράσης.

Για να εκπληρώσει το ρόλο της ως ηγεμονική ιδεολογία, δηλαδή ως ιδεολογία που νομιμοποιεί τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις των κυρίαρχων τάξεων εξασφαλίζοντας την κοινωνική συναίνεση, αυτή η αφήγηση παραβλέπει επιδεικτικά κάποιες πτυχές του προβλήματος: Η «αποτυχία» της ΕΕ στη Γιουγκοσλαβία είναι αποτυχία μόνο αν θεωρηθεί ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της ΕΕ, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η ΕΕ «απέτυχε», αυτή η αποτυχία ήταν πολιτική και όχι στρατιωτική, και οφείλεται σε πολιτικούς και όχι στρατιωτικούς παράγοντες. Το πρόβλημα με την παρουσία της ΕΕ στο Κόσοβο δεν ήταν η οποιαδήποτε στρατηγική της αδυναμία κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά η συναίνεσή της στην πολιτική επιλογή των ΗΠΑ για την έναρξη αυτών των επιχειρήσεων. Εξάλλου, η διασύνδεση ανάμεσα στην ασφάλεια της ΕΕ και στην επέμβαση της π.χ. στο Κογκό, είναι ασαφής. Έκανε πιο ασφαλή την ΕΕ και τους πολίτες της η συνδρομή της ΕΕ στην εκπαίδευση αστυνομικών στη Γεωργία και στο Ιράκ; Επιπλέον, η επίκληση της ανάγκης αυτονόμησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ είναι το λιγότερο υποκριτική, όταν προέρχεται από τους ίδιους μηχανισμούς που συντηρούν και αναπαράγουν τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και τους στενότατους υπερατλαντικούς πολιτικο-στρατιωτικούς δεσμούς.

Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη ρητορική τείνει να α-πολιτικοποιήσει την γέννηση και εφαρμογή της ΕΠΑΑ, παρουσιάζοντας την περίπου ως μια αναγκαιότητα που επιβλήθηκε εκ των συνθηκών στην ΕΕ για να προσφέρει τις αγαθές υπηρεσίες σταθερότητας και ασφάλειας τόσο στο εσωτερικό της, όσο και στην εξωτερική της περιφέρεια. Στο πλαίσιο αυτής της α-πολιτικοποιημένης και από-ιδεολογικοποιημένης εκδοχής της ΕΠΑΑ, οι αναλυτές της – ακόμα και αυτοί που μιλούν εξ’ ονόματος ενός αριστερού αξιακού πεδίου – αγνοούν ή παραβλέπουν τρία βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής: 1) τον προσανατολισμό της προς την κτήση και βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της ΕΕ· 2) την σαφώς οριοθετημένη και μερική μόνο αυτονομία της ως προς τις ΗΠΑ· και 3) την ξεκάθαρη έμφασή της στην προβολή ισχύος προς το εξωτερικό της ΕΕ. Ας δούμε ξεχωριστά το καθένα από αυτά τα χαρακτηριστικά και τις συνέπειές του ως προς το τι πραγματικά είναι και που στοχεύει η ΕΠΑΑ.

ΕΠΑΑ και ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων

Από την έναρξη των προσπαθειών οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας, οι συζητήσεις γύρω από αυτήν έδωσαν έμφαση στην ανάγκη ανάπτυξης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της ΕΕ. Αυτή η έμφαση βασίστηκε πάνω σε δύο ρητορικά σχήματα: το «χάσμα δυνατοτήτων-προσδοκιών» και το «χάσμα υπερ-Ατλαντικών δυνατοτήτων».[iv]Σύμφωνα με το πρώτο σχήμα, η ΕΕ είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει στρατιωτικές δυνατότητες ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών της για έναν αυξημένο διεθνή ρόλο ειρήνης και σταθερότητας. Σύμφωνα με το δεύτερο, η ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων είναι επιβεβλημένη εξαιτίας της αμερικάνικης στρατιωτικής υπεροχής και των προβλημάτων που θα δημιουργούσε στην Ατλαντική συμμαχία η αδυναμία ανταπόκρισης της Ευρώπης σε αυτήν. Παρά τη διαφορετική αφετηρία τους (Ευρωπαϊστική του πρώτου, υπερ-Ατλαντική του δεύτερου), και τα δύο αυτά επιχειρήματα συμφωνούν ως προς την ανάγκη ποσοτικής και ποιοτικής επέκτασης των στρατιωτικών μέσων και δυνατοτήτων της ΕΕ. Γι’ αυτό, και τα δύο αυτά επιχειρήματα λειτούργησαν έτσι ώστε να διευκολυνθεί η νομιμοποίηση της στρατιωτικής διάστασης της ΕΠΑΑ στην κοινή γνώμη.

Αυτή η διάσταση δεν άργησε να μετακινηθεί από το χώρο της θεωρίας στο χώρο της πράξης. Στη Σύνοδο του Σαιν-Μαλό το 1998, η Γαλλική και η Βρετανική κυβέρνηση διακήρυξαν ότι ‘η Ένωση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα για αυτόνομη δράση, υποστηριζόμενη από αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις, τα μέσα για να αποφασίσει τη χρήση τους, και την ετοιμότητα να πράξει ακολούθως’.[v] Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολονίας το 1999 υιοθέτησε την Αγγλο-Γαλλική διακήρυξη, σε μια πρώτη δημόσια εκδήλωση της βούλησης για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Στη συνέχεια, η Σύνοδος του Ελσίνκι διευθέτησε τις τελικές λεπτομέρειες για την ίδρυση των βασικών στρατιωτικών θεσμών της ΕΕ και υιοθέτησε τον «Στόχο-Προμετωπίδα» (Headline Goal). Σύμφωνα με τον τελευταίο, η ΕΕ θα αποκτούσε έως το 2003 τη δυνατότητα αποστολής μιας Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης με 50.000-60.000 στρατιώτες, μέσα σε 60 ημέρες και για μια περίοδο τουλάχιστον ενός έτους. Το 2001, η Σύνοδος του Λάακεν κήρυξε την ΕΠΑΑ καταρχήν επιχειρησιακή και παρουσίασε το Σχέδιο Δράσης Ευρωπαϊκών Δυνατοτήτων (European Capabilities Action Plan) για την κάλυψη των ελλειμμάτων σε εξοπλισμό και δυνατότητες.

Τον Ιούνιο του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αντικατέστησε τον «Στόχο-Προμετωπίδα» με τον «Στόχο-Προμετωπίδα 2010». Ο σχεδιασμός του βασίστηκε στην ιδέα των «Ομάδων Μάχης» (Battlegroups), δυνάμεων ταχείας αντίδρασης μεγέθους 1.500 στρατιωτών η καθεμία μαζί με υποστήριξη μάχης, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης μέσα σε 10 ημέρες μετά από τη λήψη απόφασης για την έναρξη μιας επιχείρησης. Η ΕΕ δεσμεύτηκε να αναπτύξει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ανάληψης δύο στρατιωτικών επιχειρήσεων ομάδων μάχης έως το 2007. Ο «Στόχος-Προμετωπίδα 2010» όρισε κάποιους φιλόδοξους στόχους, όπως η ίδρυση του Πολιτικο-Στρατιωτικού Πυρήνα εντός του Στρατιωτικού Επιτελείου της ΕΕ, η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού, η λειτουργία του Ενιαίου Πυρήνα Συντονισμού Στρατηγικών Μεταφορών, η ανάπτυξη 13 ομάδων μάχης ταχείας αντίδρασης, η διαθεσιμότητα ενός αεροπλανοφόρου, ο εκσυγχρονισμός του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού και η  βελτίωση της πολυεθνικής στρατιωτικής εκπαίδευσης. Κάποιοι από αυτούς τους στόχους έχουν ήδη υλοποιηθεί ενώ άλλοι έχουν ως τελικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης το 2010. Όλοι πάντως αναφέρονται στην ανάπτυξη και εφαρμογή προωθημένων στρατιωτικών δυνατοτήτων στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ.

Η ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων συμβαδίζει με την υποστήριξη των παραγωγών αυτών των δυνατοτήτων, δηλαδή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων. Η ανάλυση αυτής της πτυχής υπερβαίνει τα όρια του παρόντος άρθρου. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι η ΕΠΑΑ έχει διευκολύνει τη νομιμοποίηση μεταρρυθμίσεων υπέρ των εταιρειών παραγωγής όπλων στην Ευρώπη που μερικά μόνο χρόνια πριν θα φάνταζαν εξωπραγματικές. Αναφέρουμε περιληπτικά τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού, του βασικού θεσμού διαχείρισης των στρατιωτικο-βιομηχανικών ζητημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο οποίος ιδρύθηκε το 2004 στο όνομα της ανάπτυξης των δυνατοτήτων της ΕΠΑΑ. Επίσης, χαρακτηριστική είναι η σταδιακή διείσδυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε θέματα ελέγχου της αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού – ενός πεδίου που εξαιρείται από τους κανόνες της Κοινής Αγοράς – με επίκληση της ανάγκης ενίσχυσης της κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Τέλος, η ύπαρξη της ΕΠΑΑ άνοιξε το δρόμο για την έγκριση κοινοτικών χρηματοδοτικών μηχανισμών υπέρ του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου, όπως το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Έρευνας για την Ασφάλεια που προβλήθηκε στην κοινή γνώμη ως ένα ακόμα εργαλείο στήριξης των δυνατοτήτων άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ.

ΕΠΑΑ και υπερατλαντικές σχέσεις

Η ΕΠΑΑ μπορεί να ειδωθεί μέσα από το πρίσμα δύο διαφορετικών αναγνώσεων. Η πρώτη δίνει έμφαση στη συμπληρωματικότητα μεταξύ αυτής της πολιτικής και των αντίστοιχων πρωτοβουλιών πολιτικο-στρατιωτικής επέκτασης του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Η δεύτερη ανάγνωση εστιάζει στην ανταγωνιστική διάσταση της υπερ-Ατλαντικής σχέσης και στο στοιχείο της στρατηγικής αυτονομίας που – ρητορικά ή πρακτικά –  η ΕΕ επιδιώκει να κατακτήσει έναντι των ΗΠΑ. Και οι δύο αυτές θεωρήσεις είναι μερικές και αποσπασματικές. Ο χαρακτήρας της ΕΠΑΑ είναι διττός: από τη μία εξόπλισε την ΕΕ με εκείνους τους θεσμικούς και στρατιωτικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την ανάληψη τυπικά αυτόνομης στρατιωτικής δράσης, ενώ από την άλλη δεν έθεσε σε απείλησε την παρουσία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στα ευρωπαϊκά πράγματα. Με άλλα λόγια, η ΕΠΑΑ εκφράζει τις επεκτατικές τάσεις της ΕΕ και των ισχυρότερων κρατών-μελών της, χωρίς να αμφισβητεί την πολιτικο-στρατιωτική ηγεμονία του Ατλαντισμού στην Ευρώπη. Οι δύο πόλοι της αυτονομίας και της εξάρτησης δεν είναι αντιθετικοί, ούτε αλληλοαποκλείονται, αλλά αντίθετα συνυπάρχουν και αλληλοτροφοδοτούνται.

Οι ΗΠΑ δεν ήταν a priori αντίθετες στην οικοδόμηση της ΕΠΑΑ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η διαδικασία δεν θα έθετε σε αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ στη δομή του ευρωπαϊκού συστήματος «άμυνας» και ασφάλειας. Τον Δεκέμβριο του 1998, η τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ εισηγήθηκε με δημόσια παρέμβασή της την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, υπό τρεις όρους. Η ΕΕ θα έπρεπε να αποφύγει: α) την αποσύνδεση των διαδικασιών λήψης αποφάσεών της ΕΠΑΑ από τις αντίστοιχες διαδικασίες του ΝΑΤΟ· β) την παράλληλη επικάλυψη του σχεδιασμού δυνάμεων, των δομών διοίκησης και των μηχανισμών προμηθειών· και γ) την άσκηση διακρίσεων έναντι ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ.[vi] Ο Τζωρτζ Ρόμπερτσον, πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, προσέθεσε ένα άρωμα Ατλαντικής συναίνεσης με τις δικές του τρεις αρχές που θα έπρεπε να ακολουθήσει η ΕΠΑΑ: α) βελτίωση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων· β) συμπερίληψη όλων των συμμάχων· και γ) ενότητα και μη διαιρετότητα της υπερ-Ατλαντικής ασφάλειας.[vii]

Η τελική διευθέτηση του ζητήματος της χρήσης Νατοϊκών μέσων για τις ανάγκες της ΕΠΑΑ μέσω της συμφωνίας «Berlin Plus» σίγουρα δεν άφησε απογοητευμένες τις ΗΠΑ και τους στενούς Ευρωπαίους συμμάχους τους. Το σχετικό πλαίσιο οριστικοποιήθηκε στη συμφωνία των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2002 και τέθηκε σε εφαρμογή τον Μάρτιο του 2003. Χάρη σε αυτή τη συμφωνία, η ΕΕ απέκτησε πρόσβαση στα μέσα σχεδιασμού, διοίκησης και μάχης του ΝΑΤΟ για την υποστήριξη επιχειρήσεων που δεν περιλαμβάνουν τη συμμετοχή της συμμαχίας.[viii]Όμως, αυτή η σύνδεση ΝΑΤΟ – ΕΕ δεν σημαίνει ότι τυπικά η Ένωση δεν μπορεί να διεξάγει επιχειρήσεις δίχως την έγκριση των ΗΠΑ. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης και οι Ομάδες Μάχης μπορούν να ειδωθούν ως τα σπέρματα ενός εν δυνάμει ευρωπαϊκού στρατού, διακριτού από τις Νατοϊκές δυνάμεις. Υπάρχουν τέσσερα τουλάχιστον χαρακτηριστικά των Ομάδων Μάχης της ΕΕ που επιβεβαιώνουν μια τέτοια διαπίστωση: α) βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς ετοιμότητας· β) οι σχετικές δομές λήψης αποφάσεων είναι αυτόνομες από το ΝΑΤΟ· γ) μπορούν μετά από απόφαση της ΕΕ να συνεισφέρουν στη Δύναμη Αντίδρασης του ΝΑΤΟ καθώς και να ενισχυθούν από αυτήν· και δ) για τη λειτουργία τους δεν απαιτείται η συμμετοχή όλων των μελών της ΕΕ.[ix]

Επιπλέον, το στοιχείο του ανταγωνισμού ανάμεσα στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ ήταν εμφανές ήδη από τα πρώτα βήματα της ΕΠΑΑ. Για παράδειγμα, η δημιουργία της Νατοϊκής Δύναμης Αντίδρασης που προήλθε από μια πρόταση των ΗΠΑ το 2002, ακολούθησε χρονικά το στήσιμο των δομών και των αρχών λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης. Αντίστοιχα, η αναγγελία του «Στόχου-Προμετωπίδας» τον Δεκέμβριο του 1999 ήρθε μόλις λίγους μήνες μετά τον ορισμό της Πρωτοβουλίας Αμυντικών Δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ τον ίδιο χρόνο. Η Πρωτοβουλία στόχευε στη προώθηση της δια-λειτουργικότητας ανάμεσα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, δηλαδή της στενότερης σύνδεσης τους με τις ΗΠΑ σε συνθήκες ανάπτυξης αυτόνομων ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων. Επίσης, δεν είναι τυχαίος ο συγχρονισμός της επέκτασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά· η διεύρυνση της ΕΕ το 2004 ολοκληρώθηκε μόλις ένα μήνα αφότου εφτά χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης είχαν γίνει δεκτές ως πλήρη μέλη του ΝΑΤΟ. Τέλος, χαρακτηριστικό υπήρξε το θέμα ίδρυσης αυτόνομου στρατηγείου, όπως είχαν ζητήσει δημόσια οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου στη συνάντηση του Τερφούρεν τον Απρίλιο του 2003. Η αντίδραση των ΗΠΑ και των ενδο-ευρωπαϊκών φερέφωνών τους απέτρεψε προς στιγμή αυτή την εξέλιξη, προωθώντας τη στενότερη διασύνδεση των μηχανισμών σχεδιασμού του ΝΑΤΟ και της ΕΠΑΑ. Τελικά, η ΕΕ απέκτησε τη δική της αυτόνομη δυνατότητα στρατηγικού σχεδιασμού μέσω της ίδρυσης του Πολιτικο-Στρατιωτικού Πυρήνα το 2005.

Αυτονομία και ηγεμονία, Ευρωπαϊσμός και Ατλαντισμός, είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Έχει ορθά επισημανθεί ότι κατά την ανάπτυξη της ΕΠΑΑ, οι Ευρωπαϊστές δεν αντιτέθηκαν επί της αρχής στην ανάμιξη του ΝΑΤΟ στα θέματα ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ, και οι Ατλαντιστές δεν αντιτέθηκαν στην κτήση ενός βαθμού στρατηγικής αυτονομίας εκ μέρους της ΕΕ.[x] Και αν η Ένωση έχει κατακτήσει ένα σημαντικό βαθμό αυτόνομης λειτουργίας της ΕΠΑΑ, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η ΕΠΑΑ πολύ λίγο συνδέεται με την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια. Το ΝΑΤΟ παραμένει η καρδιά του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας και το μακρύ χέρι των ΗΠΑ στους εθνικούς αμυντικούς μηχανισμούς, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Παρά την ΕΠΑΑ, η Ένωση συνεχίζει να εμφανίζει τεράστιες αδυναμίες συντονισμού των εθνικών πολιτικών στο πεδίο της άμυνας. Για παράδειγμα, καμία ΕΠΑΑ δεν μπορεί να αποτρέψει την Τσεχία και την Ουγγαρία από το να προσφέρουν στέγη και φιλοξενία στην ευρωπαϊκή επέκταση του συστήματος Εθνικής Πυραυλικής Άμυνας των ΗΠΑ, ή την Πολωνία από το να αγοράζει μαχητικά F-16 αμερικάνικης κατασκευής τη χρονιά εισδοχής της στην ΕΕ.

ΕΠΑΑ και προβολή ισχύος

Η λέξη «άμυνα» στον όρο «Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας» είναι παραπλανητικός, καθώς αναφέρεται σε μια πολιτική που ως βασικό στόχο θέτει την προβολή στρατιωτικής ισχύος στην εξωτερική περιφέρεια της ΕΕ. Η επίσημη λίστα των αποστολών που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορεί να κληθούν να πραγματοποιήσουν είναι ενδεικτική. Αρχικά, οι «Αποστολές του Πέτερσμπεργκ» περιελάμβαναν: ανθρωπιστικές αποστολές και αποστολές διάσωσης, αποστολές διατήρησης ειρήνης, και αποστολές με χρήση δυνάμεων μάχης για τη διαχείριση κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής ειρήνης. Προφανώς, αυτές οι αποστολές αντανακλούσαν την απουσία οποιασδήποτε εδαφικής απειλής προς την ΕΕ, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της ψυχροπολεμικής ορθοδοξίας περί Σοβιετικής απειλής.[xi] Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας πρόσθεσε τρεις επιπλέον αποστολές στο μενού της ΕΠΑΑ: κοινές αποστολές αφοπλισμού, αποστολές υποστήριξης προς τρίτες χώρες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και αποστολές μεταρρύθμισης του τομέα ασφάλειας τρίτων χωρών.[xii] Οι έξι συνολικά αποστολές στη φαρέτρα του «Ευρωστρατού» αποτύπωσαν την τάση προώθησης ξένων επεμβάσεων εκ μέρους της ΕΕ, με τη χρήση στρατιωτικών και πολιτικών-αστυνομικών μέσων. Και φυσικά αυτή η τάση δεν χαράχθηκε μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη.

Τέσσερις στρατιωτικές επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων διεξήχθησαν κάτω από την ομπρέλα της ΕΠΑΑ. Η πρώτη, «Επιχείρηση Κονκόρντια» άρχισε τον Ιανουάριο του 2003 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Στόχος της ήταν η αντικατάσταση των Νατοϊκών δυνάμεων που ήταν εγκατεστημένες στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από δυνάμεις της ΕΕ. Της επιχείρησης ηγήθηκε ο υποδιοικητής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, ενώ το επιχειρησιακό στρατηγείο είχε εγκατασταθεί στο Ανώτατο Στρατηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη. Η δεύτερη επιχείρηση στα Βαλκάνια με τον κωδικό «Αλθέα» που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2004, αφορούσε και αυτή την αντικατάσταση Νατοϊκών δυνάμεων – στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη – από δυνάμεις της ΕΕ. Και αυτή η επιχείρηση υπαγόταν στη συμφωνία Berlin-plus για τη χρήση μέσων του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η «Επιχείρηση Άρτεμις» στη Δημοκρατία του Κονγκό υπό την ηγεσία της Γαλλίας ήταν η πρώτη, τελείως αυτόνομη επιχείρηση της ΕΠΑΑ. Η επιχείρηση, που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2003, είχε μάλλον πολιτική παρά στρατιωτική σημασία· αν και μικρή σε μέγεθος, ήταν η πρώτη στην οποία δεν αναμείχθηκαν δυνάμεις και μέσα του ΝΑΤΟ. Τέλος, το 2006 υπήρξε άλλη μία στρατιωτική επιχείρηση στο Κονγκό για την υποστήριξη της αποστολής του ΟΗΕ κατά την περίοδο των τοπικών εκλογών.

Πολύς λόγος έχει γίνει για τις μη στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΠΑΑ, οι οποίες συχνά προβάλλονται ως ενδείξεις καλών προθέσεων και μη στρατιωτικής εμπλοκής της Ευρώπης. Όμως, η διάκριση ανάμεσα σε στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα προβολής ισχύος είναι δευτερεύουσα· το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις πρωτοβουλίες της ΕΠΑΑ είναι η προβολή ισχύος, είτε με στρατιωτικά, είτε με πολιτικά μέσα. Έτσι, οι πέντε αστυνομικές αποστολές που έχει ολοκληρώσει η ΕΕ, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, στη FYROM (δύο), στο Κονγκό και στα Παλαιστινιακά Εδάφη υπάγονται στο ίδιο πλαίσιο πολιτικής, την προβολή ισχύος, άσχετα εάν δεν αφορούσαν τη χρήση στρατιωτικών μέσων. Εξάλλου, κάποιες από αυτές τις αποστολές ήρθαν ως συνέχεια προηγούμενων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η αστυνομική αποστολή στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη αποφασίστηκε ως συμπληρωματική της δύναμη SFOR του ΝΑΤΟ, ενώ και η αστυνομική «Επιχείρηση Πρόξιμα» στη FYROM αποτέλεσε συνέχεια της στρατιωτικής «Επιχείρησης Κονκόρντια». Η ίδια ενότητα της προβολής ισχύος ισχύει και για τις υπόλοιπες πολιτικές επιχειρήσεις της ΕΕ, όπως οι δύο αποστολές «υποστήριξης του κράτους δικαίου» στη Γεωργία και στο Ιράκ, το 2004 και 2005 αντίστοιχα, ή η αποστολή παρατηρητών για την ειρηνευτική συμφωνία στο Άτσεχ της Ινδονησίας το 2005-2006. Η συμμετοχή στη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος δικαίου και στην εκπαίδευση των οργάνων ασφαλείας δεν είναι στοιχεία ξεκομμένα από το ευρύτερο πλαίσιο της προβολής ισχύος. Η σταθεροποίηση της εξουσίας μιας κοινωνικής ομάδας αλλά και ενός εθνικού ή υπερεθνικού σχηματισμού, απαιτεί όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτικά μέσα. Και αυτός ο στόχος σταθεροποίησης της εξουσίας είναι εμφανής στη δράση της ΕΠΑΑ, πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε επίκληση στην ασφάλεια του ευρωπαίου πολίτη, η οποία μάλλον δεν εξαρτάται από τις εκλογές στο Κονγκό και την επίλυση της σύγκρουσης στο Άτσεχ.

Η ιδεολογική και «ηθική» δικαιολόγηση της προβολής ισχύος έχει κατά καιρούς δοθεί με τον πιο ευθύ και ξεκάθαρο τρόπο από αξιωματούχους που βρίσκονται στην καρδιά του θεσμικού μηχανισμού της ΕΠΑΑ. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, «η Ευρώπη πρέπει να είναι σε θέση να προβάλλει και να προασπιστεί τα θεμελιώδη συμφέροντα και τις κοινές αξίες της».[xiii]Στο ίδιο πνεύμα, η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας συμπέρανε ότι «χρειαζόμαστε να αναπτύξουμε μια στρατηγική κουλτούρα που θα ενθαρρύνει την πρώιμη, γρήγορη και, όταν αυτό είναι αναγκαίο, στιβαρή επέμβαση».[xiv]Καμία έκπληξη δεν πρέπει να προκαλεί η ξεκάθαρη αυτή διατύπωση· ο Ρόμπερτ Κούπερ, βασικός συγγραφέας της Στρατηγικής τυγχάνει να είναι όχι μόνο ο Γενικός Διευθυντής Εξωτερικών και Πολιτικο-Στρατιωτικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και ένας από τους πιο διάσημους εκφραστές της ευρωπαϊκής επεκτατικότητας, μέσω της θεωρίας του «νέου φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού».[xv]

Η κανονιστική θέση που εκφράζεται στη Στρατηγική προϋποθέτει την ενότητατων στρατιωτικών και πολιτικών εργαλείων· και τα δύο είναι επιλεκτικά διαθέσιμα προς χρήση για την προβολή ισχύος στην περιφέρεια της ΕΕ, ή ακόμα και πέρα από αυτή. Η έμφαση στην πολιτική διάσταση της ΕΠΑΑ, κατανοητή για λόγους δημόσιας νομιμοποίησης, δεν μπορεί να κρύψει την πρωταρχική τάση προβολής ισχύος και «εξαγωγής σταθερότητας», δηλαδή εξαγωγής των συμφερόντων της ΕΕ και των ισχυρότερων πολιτικο-οικονομικά κρατών της. Η στρατιωτική και η πολιτική διάσταση της «διαχείρισης κρίσεων» είναι άρρηκτα συνδεδεμένες η μία με την άλλη. Όχι τυχαία, η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας διακήρυξε ότι «περίπου σε κάθε σημαντική επέμβαση, τη στρατιωτική αποδοτικότητα διαδέχθηκε το πολιτικό χάος. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη δυνατότητα συγκέντρωσης όλων των αναγκαίων πολιτικών μέσων για χρήση σε καταστάσεις κρίσης και μετά από αυτές».[xvi]

Επίλογος: Προς μια κριτική προσέγγιση της ΕΠΑΑ

Η εφαρμογή μιας κριτικής, υλιστικής προσέγγισης στο πεδίο της ΕΠΑΑ, όπως πειστικά έχει γίνει από τον Ιταλό θεωρητικό Γκουλιέλμο Καρτσέντι, παραπέμπει στη σύνδεση της οικονομικής και της πολιτικο-στρατιωτικής ενοποίησης.[xvii]Εστιάζοντας στην πολιτική οικονομία των εξοπλισμών, τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ, ο Καρτσέντι δείχνει ότι η εξέλιξη της ΕΠΑΑ προς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο με σημαντικά ωφελήματα για κράτη όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Κινητοποιημένη από την επεκτατική φύση της οικονομικής διεθνοποίησης, η ΕΕ φαίνεται ότι αναπτύσσει – αργά αλλά σταθερά – τις πολιτικο-στρατιωτικές της δυνατότητες σε ένα βαθμό ανάλογο με το οικονομικό της βάρος. Ταυτόχρονα όμως, μια υλιστική θεώρηση της ευρωπαϊκής «αμυντικής» ολοκλήρωσης οφείλει – σύμφωνα και με τον Καρτσέντι – να λάβει υπόψη της τη δυναμική της ανυπέρβλητης και σταθερά αυξανόμενης στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ, καθώς και τις εσωτερικές αντιφάσεις και δια-κρατικές διαφορές εντός της ΕΕ.[xviii] Οι δύο αυτοί παράγοντες καθιστούν αδύνατη κάθε πρόβλεψη ως προς την μελλοντική πορεία και δυναμική της ΕΠΑΑ, χωρίς όμως να μεταβάλλουν την επεκτατική φύση της ΕΕ και της «αμυντικής» της ολοκλήρωσης.

Η παρούσα ανάλυση καταδεικνύει τα κενά στο κυρίαρχο μοντέλο ερμηνείας της ΕΠΑΑ ως μια «φυσιολογική» πρωτοβουλία για τη «φυσιολογική» κάλυψη της «φυσιολογικής» ανάγκης άμυνας και ασφάλειας της Ένωσης. Δεν υπάρχει τίποτε το «φυσιολογικό» στη συγκεκριμένη πολιτική της ΕΕ· η ανάπτυξη της ΕΠΑΑ είναι μια βαθιά πολιτική και αντιφατική εξέλιξη που δεν υπηρετεί κάποιο δήθεν αντικειμενικό συμφέρον της ΕΕ, παρά κυρίως τα πολιτικο-στρατιωτικά συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο. Και αν η επίσημη ρητορική στήριξης της ΕΠΑΑ από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της ΕΕ (ερευνητικά ινστιτούτα, πανεπιστήμια, κοινοτικά όργανα κλπ) είναι αναμενόμενη, προξενεί μάλλον απορία η απόκρυψη της φύσης αυτής της πολιτικής από κάποιες φωνές εξ αριστερών στην Ελλάδα, στο όνομα της αυτονόμησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Προφανώς, αυτή η τάση αποτελεί την πρακτική συνέπεια της θεωρητικής αποκοπής ενός μεγάλου κομματιού της εγχώριας και παγκόσμιας αριστεράς από τα δήθεν ξεπερασμένα αναλυτικά εργαλεία της «μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας» και της θεωρίας του «ιμπεριαλισμού».

Συμπερασματικά, το σύντομο αυτό σημείωμα τονίζει την ανάγκη υπέρβασης παρωχημένων ιδεολογικών και ερμηνευτικών σχημάτων, τα οποία παραβλέπουν τη φύση της ευρωπαϊκής «αμυντικής» ολοκλήρωσης ως ένα επεκτατικό πρόγραμμα ενίσχυσης της πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας της ΕΕ στην περιφέρειά της. Η ανάπτυξη εξοπλιστικών δυνατοτήτων και η προβολή πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος βρίσκονται στην καρδιά αυτού του εγχειρήματος. Δυστυχώς για τους εξ αριστερών υποστηρικτές μιας αυτόνομης Ευρώπης-αντίβαρο στα σχέδια των ΗΠΑ, η ΕΠΑΑ είναι φορέας των περιορισμών και των αντιφάσεων που η αμερικανική ηγεμονία έχουν επιβάλλει τόσο στα κράτη-μέλη όσο και στον χώρο της ΕΕ συνολικά. Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής «αμυντικής» ολοκλήρωσης αποτελεί τον καλύτερο εγγυητή για τη συνέχιση ενός προγράμματος στρατιωτικοποίησης και επεκτατισμού που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τη στρατηγική αυτονομία από τις ΗΠΑ, αλλά ούτε και την υπεράσπιση της διεθνούς σταθερότητας και ειρήνης. Είναι καιρός το τέλος του Ψυχρού Πολέμου να σημάνει και το τέλος των αριστερών αυταπατών γύρω από τη φύση του ευρωπαϊκού μορφώματος και τη δυνατότητα του να εξισορροπήσει την επιθετικότητα των ΗΠΑ μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και έντασης των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Προφανώς και μπορούν κάποιοι να ονειρεύονται τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης που μέσω της ΕΠΑΑ θα δρουν αυτόνομα στο διεθνές περιβάλλον. Όμως, μέσα στο παρών κοινωνικο-οικονομικό σύστημα οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είτε θα είναι φορείς επεκτατισμού και στρατιωτικοποίησης, είτε δεν θα υπάρξουν.


Βιβλιογραφικές πηγές διαθέσιμες μόνο στην έντυπη έκδοση.

13 April 2008

Ευρώπη, Αμερική, Αριστερά



Ευρώπη, Αμερική, Αριστερά

 

του Ηρακλή Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε σε Ενθέματα, Η Κυριακάτικη Αυγή, 13 Απριλίου 2008, σελ. 31)
 

Ένας από τους πλέον διαδεδομένους κοινούς τόπους μέσα στο ΣΥΝ είναι η αντίθεση στον Ατλαντισμό και η υποστήριξη μιας αυτόνομης Ευρώπης – αντίβαρο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ). Η επίκληση της Αμερικάνικης ισχύος και της ανάγκης εξισορρόπησής της μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι ένα πάγιο χαρακτηριστικό του κομματικού λόγου επί διεθνών και ευρωπαϊκών θεμάτων. Η συλλογιστική αυτή είναι κοινή στις δύο μεγαλύτερες πτέρυγες μέσα στο ΣΥΝ. Η «ανανεωτική», προτείνει τη συνέχιση της πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ μέσω της ομοσπονδιοποίησης, ως μόνο αντίδοτο στην κυριαρχία του Ατλαντισμού. Η «αριστερή», προτείνει την άσκηση πίεσης προς την ΕΕ και τη μεταρρύθμισή της, για τη διόρθωση αυτής της τάσης ενσωμάτωσης στα Ατλαντικά σχέδια. Άμεση συνέπεια αυτής της εσωκομματικής συναίνεσης είναι η υποκατάσταση της κριτικής προς την ΕΕ με την κριτική προς τις ΗΠΑ, ή προς μία ΕΕ που υποτίθεται ότι λειτουργεί ως υποχείριο των ΗΠΑ. Η ίδια συλλογιστική υπονοεί ότι, εάν ένα μαγικό χέρι έδιωχνε το φάντασμα του Ατλαντισμού που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, τότε η ενωμένη Ευρώπη θα είχε έναν αγαθό και προοδευτικό ρόλο στα διεθνή πράγματα. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη, και το σύντομο αυτό σημείωμα θα προσπαθήσει να καταδείξει τους λόγους για τους οποίους ο ΣΥΝ θα πρέπει να εγκαταλείψει το κυρίαρχο αυτό μοντέλο ερμηνείας της ΕΕ και των υπερ-ατλαντικών σχέσεων.
 
Καταρχήν, η έμφαση στη διάσταση του Ατλαντισμού δεν μπορεί να ερμηνεύσει περιπτώσεις όπου η αυτόνομη δράση της ΕΕ από μόνη της είναι προβληματική. Ας πάρουμε το παράδειγμα της στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης. Από το 1999 μέχρι σήμερα, η ΕΕ έχει προωθήσει σωρεία μέτρων για τη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων, που κορυφώθηκαν στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού το 2004. Το σκεπτικό αυτών των πρωτοβουλιών είναι η ενίσχυση της ΕΕ στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ ως προς την παραγωγή και διάθεση στρατιωτικού εξοπλισμού. Αυτός ο φαινομενικά πολιτικο-στρατιωτικός ανταγωνισμός αντανακλά τον προϋπάρχοντα ανταγωνισμό ανάμεσα σε αντίπαλα στρατιωτικο-βιομηχανικά κεφάλαια. Τι έχει να αντιπαραθέσει η καθ’ ημάς Αριστερά σε αυτές τις εξελίξεις, πέρα από μια παρωχημένη ρητορική επίκληση της αυτονομίας της Ευρώπης, δηλαδή του στόχου στο όνομα του οποίου λαμβάνουν χώρα αυτές οι εξελίξεις;
 
Το ίδιο ισχύει για μέτρα που ανήκουν στο πεδίο της εσωτερικής ‘ασφάλειας’, δηλαδή της καταστολής του εσωτερικού εχθρού μέσα στην ΕΕ. Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφασίζουν να μοιραστούν με τις ΗΠΑ όλα τα στοιχεία των Ευρωπαίων αεροπορικών επιβατών, τότε η ΕΕ υποτίθεται ότι είναι έρμαιο του Ατλαντισμού. Τι συμβαίνει όμως όταν η ΕΕ από μόνη της αποφασίζει την παρακολούθηση όλων των τηλεπικοινωνιών μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο; Πώς ερμηνεύεται η οικονομική υποστήριξη που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παράσχει σε επιχειρήσεις για την ανάπτυξη τεχνολογίας και εφαρμογών για την ασφάλεια, μέσω του 7ου Προγράμματος-Πλαισίου για την Έρευνα; Η Αριστερά, παγιδευμένη στη λογική της αντιπαράθεσης με μια υποτιθέμενα Ατλαντική Ευρώπη, αδυνατεί να αναλύσει αντιδραστικές πολιτικές που εφαρμόζονται όχι κατ’ εντολή των ΗΠΑ και των εδώ συμμάχων τους, αλλά από μία Ευρώπη που ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ.
 
Αποκορύφωμα και φυσική συνέπεια αυτής της λογικής αποτελεί η υποστήριξη που ένα κομμάτι του ΣΥΝ παρέχει προς το λεγόμενο Ευρωστρατό, δηλαδή προς τη δημιουργία αυτόνομων ομάδων μάχης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΕΠΑΑ). Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι πολλές από τις αποστολές που έχει αναλάβει η Ένωση αποτελούν συνέχεια προηγούμενων αποστολών του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστική είναι και η στενότατη συνεργασία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ, όπως αυτή αποτυπώθηκε στη συμφωνία Berlin-Plus για τη χρήση Νατοϊκών μέσων από ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις. Παραδόξως, ενώ οι υποστηρικτές ενοχλούνται από την επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ, δεν φαίνεται να ενοχλούνται από την ανάμιξη των Ευρωπαίων που έχουν αναλάβει την εκπαίδευση των σωμάτων ασφαλείας του Ιράκ. Η ουσία της ΕΠΑΑ, δηλαδή η προβολή ισχύος στην εξωτερική περιφέρεια της Ένωσης και η σταθεροποίηση καθεστώτων ασφαλείας συμβατών με τα συμφέροντα της ΕΕ, μένει συχνά στο απυρόβλητο. Όμως, για την Αριστερά δεν γίνεται να υπάρχουν καλές και κακές στρατιωτικές επεμβάσεις, καλή και κακή προβολή ισχύος, καλοί και κακοί διαμελισμοί κρατών, ανάλογα με το αν αυτοί γίνονται υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ.
 
Οι υποστηρικτές της ΕΠΑΑ αντιτάσσουν δύο επιχειρήματα σε αυτή την κριτική. Σύμφωνα με το πρώτο, ο Ευρωστρατός συνιστά έναν τρόπο εξισορρόπησης των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο. Αυτό είναι ένας πολυδιαφημισμένος μύθος, καθώς η ΕΠΑΑ δεν αναιρεί τους πολλαπλούς πολιτικο-στρατιωτικούς δεσμούς με τους οποίους συνδέονται η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Όλες οι αποστολές της ΕΕ λειτούργησαν και λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά προς το ΝΑΤΟ. Εξάλλου, ο Ευρωστρατός αποτελείται από εθνικές στρατιωτικές μονάδες. Πιστεύει κάποιος στα σοβαρά ότι χώρες όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Εσθονία, θα διαθέσουν τα στρατεύματά τους για να αντιπαρατεθούν στρατιωτικά στα σχέδια των ΗΠΑ; Δυστυχώς, η ΕΠΑΑ είναι η εγγύηση για τη συνέχιση της λειτουργίας του ΝΑΤΟ και το αντάλλαγμα που οι ΗΠΑ ήταν διατεθειμένες να διαθέσουν προς την Ευρώπη για τη συνέχιση αυτή. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί στα πλαίσια της ΕΠΑΑ αντανακλούν είτε προϋπάρχουσες Νατοϊκές επιλογές, είτε τάσεις αυτόνομης ευρωπαϊκής στρατιωτικοποίησης που είναι εξίσου αποκρουστική και κατακριτέα με αυτή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
 
Σύμφωνα με το δεύτερο επιχείρημα, η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί μακροπρόθεσμα από την προοπτική κοινής άμυνας των κρατών-μελών της ΕΕ. Όμως, η ΕΠΑΑ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ορίζεται ως «άμυνα». Η ΕΠΑΑ είναι σαφώς προσανατολισμένη προς την προβολή ισχύος στο εξωτερικό και δεν αφορά την εδαφική άμυνα που ενδιαφέρει την Ελλάδα. Ο Ευρωστρατός υπάρχει για να επεμβαίνει στο Κονγκό και στο Κόσοβο, και όχι σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Συνεπώς, η επίκληση των ελληνικών συμφερόντων στη συζήτηση για την ΕΠΑΑ στερείται νοήματος.
 
Η κύρια πηγή θεωρητικής αδυναμίας των επεξεργασιών του ΣΥΝ ως προς το διεθνή ρόλο της ΕΕ είναι η εγκατάλειψη των επεξεργασιών για τον ιμπεριαλισμό. Για να προληφθούν ειρωνικές αντιδράσεις, υπενθυμίζεται ότι ο όρος «ιμπεριαλισμός» έχει συγκεκριμένη επιστημονική σημασία μέσα στο σώμα της κλασικής και νεότερης Μαρξιστικής θεωρίας, από τις επεξεργασίες του Λένιν μέχρι τις πρωτοποριακές αναλύσεις του Νίκου Πουλαντζά. Η εγκατάλειψη αυτού του σώματος σκέψης είναι αδικαιολόγητη. Η ΕΕ έχει κράτη-μέλη, πολλά εκ των οποίων διαθέτουν ένα πλούσιο παρελθόν επιθετικών πολεμικών επιχειρήσεων και επεμβάσεων. Η ΕΕ δεν μένει ανεπηρέαστη από κράτη-μέλη με επεκτατικές τάσεις και δεν έρχεται σε οξεία αντίθεση με τις σχετικές εθνικές πολιτικές των κρατών-μελών της. Η ΕΕ δεν είναι ούτε κράτος, ούτε ένα αποκλειστικά υπερεθνικό μόρφωμα· ειδικά στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, οι αποφάσεις λαμβάνονται με διακυβερνητικές – δηλαδή διακρατικές – διαδικασίες, στις οποίες πρωταγωνιστούν κράτη με μακρά παράδοση επεκτατισμού. Είναι τουλάχιστον παράδοξο να ισχυριζόμαστε ότι η Γαλλία λειτουργεί ιμπεριαλιστικά όταν π.χ. διατηρεί στρατεύματα σε πρώην αποικίες της, αλλά προοδευτικά και ειρηνευτικά όταν συμμετέχει σε ευρωπαϊκές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αφρική. Επιπλέον, η οικονομική ολοκλήρωση των επιμέρους εθνικών κεφαλαίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο γεννά τάσεις επέκτασης στην παγκόσμια αγορά που συχνά απαιτούν το μακρύ πολιτικο-στρατιωτικό χέρι όχι μόνο των εθνικών κρατών αλλά και της ΕΕ συνολικά. Εάν πραγματικά εννοούμε ότι η ριζοσπαστική αριστερά αντιπαρατίθεται στις δυνάμεις του εθνικού και υπερεθνικού κεφαλαίου, τότε αυτή η αντιπαράθεση πρέπει να αγκαλιάζει όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις πολιτικο-στρατιωτικές πτυχές της εξουσίας του. Και η ΕΠΑΑ είναι μία από αυτές.
 
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές του 2009 είναι μια ευκαιρία για την περαιτέρω αποσαφήνιση και ριζοσπαστικοποίηση του λόγου του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ επί των ευρωπαϊκών θεμάτων. Η εγκατάλειψη του Ατλαντισμού ως κύριου στόχου της αριστερής κριτικής και η ενσωμάτωση σε αυτήν του πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή της ίδιας της ΕΕ, συνιστούν προϋποθέσεις αυτής της ριζοσπαστικοποίησης. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να θέλουμε και την πίτα της ευρωπαϊκής «άμυνας» και «ασφάλειας» ολόκληρη, και τον σκύλο του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία χορτάτο.

01 March 2008

Οικονομική διεθνοποίηση και αμυντική βιομηχανία στην Ευρώπη: Η περίπτωση της EADS





Οικονομική διεθνοποίηση και αμυντική βιομηχανία στην Ευρώπη: Η περίπτωση της EADS


του Ηρακλή Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε σε Πτήση & Διάστημα, τ. 270, Μάρτιος 2008, 114-123.

Εισαγωγή

Οι φίλοι και οι φίλες των αμυντικών και αεροναυτικών ζητημάτων προσεγγίζουν συνήθως τα ζητήματα αυτά μέσω δύο κυρίως οπτικών: την οπτική της τεχνολογίας και την οπτική της ισορροπίας δυνάμεων. Αυτό φυσικά είναι δικαιολογημένο, καθώς και η τεχνολογία και η στρατηγική παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγγίζουν ευρύτερα ζητήματα, όπως η ασφάλεια και η άμυνα μιας χώρας. Υπάρχει όμως και ένα τρίτο σημείο αναφοράς, το οποίο συχνά τίθεται στο περιθώριο των αμυντικών αναλύσεων: η πολιτική οικονομία των εξοπλισμών και των αμυντικών βιομηχανιών. Ο όρος «πολιτική οικονομία» δεν πρέπει να παραπέμπει σε δαιδαλώδεις εξισώσεις οικονομετρίας και σε πολύπλοκα διαγράμματα, αλλά απλούστατα στη στενή, αμφίδρομη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις οικονομικές, πολιτικές και στρατηγικές πτυχές των εξοπλισμών. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η σχέση δεν εμφανίζεται μόνο στο επίπεδο του εθνικού κράτους, αλλά και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο μέσω της ανάπτυξης του γνωστού σε όλους μας «Ευρωστρατού», όσο και μέσω της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής αμυντικής, τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης.

Η γένεση και ανάπτυξη της EADS (European Aeronautic Defence and Space Company) αποτελεί ένα ιδιαίτερο κρίσιμο επεισόδιο στην ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής αμυντικής και βιομηχανικής ταυτότητας. Η φιλολογία γύρω από τα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει η εταιρεία στο πρόσφατο παρελθόν τείνει με απλουστευτικό τρόπο να επισκιάσει άλλες πτυχές της λειτουργίας της. Παράλληλα, οι εγγενείς προκλήσεις και αντιφάσεις αυτού του εγχειρήματος τείνουν να ξεχαστούν, μια δεκαετία μετά τις δαιδαλώδεις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην οικοδόμησή του. Το παρών άρθρο φωτίζει βασικές πτυχές της ιστορίας της EADS και αναλύει τις πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές συνέπειες της δημιουργίας της σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η έμφαση δίδεται στον αμυντικό τομέα, καθώς η ιστορία της Airbus είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σύνθετο κεφάλαιο στην ιστορία της ευρωπαϊκής αεροδιαστημικής βιομηχανίας.

Ιστορική αναδρομή

Βρισκόμαστε στο 1997. Οι συζητήσεις για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αεροδιαστημικής και Αμυντικής Εταιρείας (EADC – European Aerospace and Defence Company) βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο, ανάμεσα στη βρετανική εταιρεία British Aerospace (BAe), τη γαλλική Aerospatiale, τη γερμανική DASA και την ισπανική CASA. Αυτές οι συζητήσεις υποστηρίζονται και από μια σαφή πολιτική βούληση ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής αμυντικής και αεροδιαστημικής βιομηχανίας έναντι των κύριων ανταγωνιστών της, μέσω ενός πανευρωπαϊκού εταιρικού γίγαντα. Έχει εντωμεταξύ προηγηθεί η εξαγορά της McDonnell-Douglas από την Boeing, που δημιούργησε έναν επιβλητικό ανταγωνιστή στις Η.Π.Α.. Με την τριμερή δήλωσή τους στις 9 Δεκεμβρίου 1997, οι ηγέτες της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας ζητούν από τις εθνικές τους βιομηχανίες την προετοιμασία ενός ξεκάθαρου σχεδίου ενοποίησης τους. Ως τελική προθεσμία υποβολής του ορίζεται το τέλος Μαρτίου 1998.

Η αναφορά εκ μέρους των εταιρειών υποβάλλεται στις 27 Μαρτίου 1998, τόσο στις τρεις κυβερνήσεις, όσο και στις εταιρείες Finmeccanica και Saab από την Ιταλία και τη Σουηδία αντίστοιχα. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι κυβερνήσεις των έξι χωρών ενθαρρύνουν δημόσια τις εταιρείες να επιλύσουν όλα τα προβλήματα στο δρόμο προς τη γιγαντιαία ενοποίηση. Μια δεύτερη αναφορά υποβάλλεται τον Νοέμβριο, όπου πλέον καθίστανται εμφανείς οι επιχειρηματικές διαφορές και οι δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος. Συγκεκριμένα, παραμένει δυνατή η συμφωνία ως προς όλες τις κύριες δραστηριότητες της EADC, την τελική δομή της εταιρείας και το τελικό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Η πολυπλοκότητα των προβλημάτων και η ετερογένεια των συμμετεχόντων αποτρέπουν τελικά την προώθηση μιας ενοποιημένης επιχειρηματικής λύσης, καθώς ήταν πρακτικά αδύνατον να επιτευχθεί η πολυπόθητη ισορροπία ανάμεσα στους υποψήφιους εταίρους.

Αντί αυτής της λύσης, οι εταιρείες επιδόθηκαν σε ένα γαϊτανάκι διερευνητικών προτάσεων για διμερή συνεργασία, που κορυφώθηκε στις συζητήσεις ανάμεσα στην BAe και την DASA για μια πιθανή συγχώνευση. Αυτές οι συζητήσεις είχαν ξεκινήσεις στις αρχές του 1998, παράλληλα με τον διάλογο των έξι εταιρειών. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο κατασκευαστών ήταν η αποκρατικοποιημένη τους λειτουργία, σε αντίθεση με την Aerospatiale που παρέμενε κρατική. Κάθε σκέψη όμως για ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων εγκαταλείφθηκε όταν ανακοινώθηκε ότι η Marconi, το αμυντικό σκέλος της GEC, βασικού ανταγωνιστή της BAe στην εθνική της αγορά, ήταν διαθέσιμο προς πώληση. Η BAe δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και το αγόράσε, τον Ιανουάριο του 1999, αποτιμώντας θετικά τη διείσδυση της εταιρείας στις Η.Π.Α. Αυτόματα, το μέγεθος της καινούργιας εταιρείας κατέστησαν απαγορευτική κάθε προσπάθεια συγχώνευσης με τους γερμανούς σε ισότιμη βάση. Για το 1998, ο κύκλος εργασιών των δύο αγγλικών εταίρων ξεπερνούσε τα 17 δισ. Ευρώ, όταν ο αντίστοιχος της DASA μόλις που προσέγγιζε τα 10 δισ. Ευρώ. Ήταν προφανές ότι η γερμανική πλευρά δεν μπορούσε να δεχτεί μια απλή απορρόφησή της από το νεοσύστατο βιομηχανικό γίγαντα της BAe-Marconi, ή BAE Systems, όπως μετονομάστηκε τον Δεκέμβριο του 1999.

Εντωμεταξύ, η ισπανική CASA βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο διαλόγου με την DASA για πιθανή συμφωνία συνεργασίας των δύο εταιρειών, σε μια περίοδο όπου η ισπανική κυβέρνηση ήθελε να διαθέσει τις μετοχές της στην CASA σε ιδιωτικούς επενδυτές. Αυτή όμως η γερμανο-ισπανική συμφωνία δεν επρόκειτο να διαρκέσει για πολύ. Από τον Ιούλιο του 1998, η γαλλική κυβέρνηση είχε αποφασίσει τη μερική ιδιωτικοποίηση της Aerospatiale μέσω της συγχώνευσής της με την ιδιωτική Matra, κίνηση που ολοκληρώθηκε ένα χρόνο μετά. Με την αρνητική κατάληξη των αγγλο-γερμανικών διαπραγματεύσεων, εντάθηκαν οι διμερείς επαφές μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, μέσα σε συνθήκες άκρας μυστικότητας, γύρω από την πιθανή συγχώνευση Aerospatiale-Matra και DASA. Στη γαλλική πλευρά, η πρωτοβουλία των διαπραγματεύσεων είχε συναινετικά δοθεί στα στελέχη της ιδιωτικής Matra, ενώ τα στελέχη της κρατικής Aerospatiale είχαν διακριτικά περιθωριοποιηθεί. Αυτός ο περιορισμός των κρατικών στελεχών σαφέστατα διευκόλυνε το δύσκολο έργο της συνεννόησης, μέσω της προώθησης του κοινού οράματος κερδοφορίας και επέκτασης μιας τριεθνούς EADS. Έτσι, στις 14 Οκτωβρίου 1999, η Aerospatiale-Matra και η DASA αποφασίζουν να συγχωνευθούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν την EADS. Δύο μήνες μετά, το Δεκέμβριο του 1999, ολοκληρώθηκε και η προσθήκη της CASA στο εταιρικό σχήμα.

Η δημιουργία της EADS θεωρήθηκε εκείνη την εποχή ως ένα αποφασιστικό βήμα προς τον εξευρωπαϊσμό της αμυντικής βιομηχανίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Για πρώτη φορά, οι «εθνικοί πρωταθλητές» δύο ευρωπαϊκών κρατών συνένωναν τις δραστηριότητες και τα κεφάλαιά τους. Η προσθήκη της CASA έδειξε ότι η συμφωνία δεν περιοριζόταν σε μια απλή προσέγγιση του γαλλο-γερμανικού άξονα, αλλά ότι είχε ευρύτερες πανευρωπαϊκές διαστάσεις. Με 95.000 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών 21 δισ. Ευρώ το 2000, το μέγεθος της εταιρείας συνιστούσε μια τρανή απόδειξη για το πόσο φιλόδοξο ήταν το εγχείρημα αυτό από την αφετηρία του. Τεχνολογικά, η EADS ανέλαβε κρίσιμο ρόλο στα περισσότερα και μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα της Ευρώπης: μαχητικά και μεταφορικά ελικόπτερα, πύραυλοι, διαστημική τεχνολογία, μεταφορικά αεροπλάνα, και πολλά άλλα. Ταυτόχρονα, η EADS συμπύκνωνε και μία σειρά διακρατικών συμβιβασμών. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί αποδέχτηκαν τη γαλλική κρατική οντότητα στη μετοχική σύνθεση της εταιρείας, με σημαντικό αριθμό μετοχών και με απεριόριστο χρονικό ορίζοντα παρουσίας τους. Από την άλλη, οι Γάλλοι συμβιβάστηκαν με τη θεσμική και διοικητική εξίσωσή τους με τους Γερμανούς μέσα στην εταιρεία, παρότι οι κύκλοι εργασιών και παραγγελιών της DASA ήταν μικρότεροι από αυτούς της Aerospatiale-Matra. Και οι Ισπανοί, τέλος, υποχρεώθηκαν να παίξουν ένα μικρότερο ρόλο σε σχέση με τις άλλες δύο εταιρείες, ο οποίος ανταποκρινόταν στα σχετικά μεγέθη των τριών μερών. Αυτοί οι συμβιβασμοί ήταν το απαραίτητο τίμημα για την ισχυροποίηση των ξεχωριστών εθνικών κεφαλαίων, μέσω της συνένωσής τους.

Το παρόν ενός φιλόδοξου εγχειρήματος

Στο μετοχικό κεφάλαιο της EADS, η SOGEADE (γαλλικό κράτος και όμιλος Lagardére) κατέχει το 30%, η DaimlerChrysler το 22,5%, και η κρατική ισπανική εταιρεία SEPI κατέχει το 5,5%. Το υπόλοιπο 42% ελέγχεται από άλλους επενδυτές, καθώς και από το προσωπικό. Η εταιρεία απασχολεί περίπου 116.000 εργαζόμενους και δραστηριοποιείται σε ένα ευρύτατο φάσμα τομέων και προϊόντων. Εκτός από την πασίγνωστη Airbus, στον έλεγχο της εταιρείας υπάγονται η Eurocopter που παράγει τα ελικόπτερα NH-90 και Tiger, ο τομέας στρατιωτικών μεταφορικών αεροσκαφών με το Α400Μ, και η EADS Astrium που κατέχει ηγετική θέση στην αγορά διαστημικής τεχνολογίας στην Ευρώπη και συμμετέχει στα προγράμματα Ariane και Galileo. Ταυτόχρονα, η EADS κατέχει το 37,5% της MBDA, της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής πυραύλων στον κόσμο. Πέρα από την MBDA, ο ιστός της διεθνοποιημένης ιδιοκτησίας της EADS περιλαμβάνει το 45.5% της γαλλικής Dassault και το 43% του προγράμματος Eurofighter.

To 2005, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της εταιρείας προερχόταν από την Ευρώπη (40%), με την αγορά της βορείου Αμερικής στη δεύτερη θέση (26%) και της Ασίας-Ειρηνικού στην τρίτη (23%). Στον αμυντικό τομέα την ίδια χρονιά, 25% των εσόδων προέρχεται από πωλήσεις πυραύλων, 21% από την Eurocopter, 18% από στρατιωτικά αεροπορικά συστήματα, 11% από συστήματα άμυνας και επικοινωνίας, 10% από διαστημικές εφαρμογές, 6% από ηλεκτρονικά συστήματα, 6% από το Α400Μ, και 3% από άλλα προγράμματα. Από πλευράς προσωπικού, το 48% περίπου ήταν απασχολημένο στην Airbus, το 20.5% στον τομέα αμυντικών συστημάτων, το 11% στην Eurocopter, το 10% στον τομέα διαστήματος και το 3.5% στο στρατιωτικό μεταφορικό αεροσκάφος, με το υπόλοιπο 7% απασχολημένο σε άλλες δραστηριότητες.

Η διαδρομή του πολυεθνικού εγχειρήματος της EADS δεν υπήρξε όμως χωρίς εμπόδια. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της παραγωγικής διαδικασίας και διοίκησης που συνοδεύει τη διεθνοποίηση άφησε το στίγμα της και εκεί. Η επιτυχής πορεία της εταιρείας ανακόπηκε προσωρινά το 2006, με μια σειρά προβλημάτων που ανέκυψαν τόσο στο παραγωγικό όσο και στο διοικητικό κομμάτι των εργασιών της. Τα πρώτα σύννεφα εμφανίστηκαν τον Απρίλιο του 2006, όταν οι όμιλοι Lagardére και DaimlerChrysler ανακοίνωσαν τη μείωση του ποσοστού των μετοχών τους κατά 7.5%, ενώ ταυτόχρονα η BAE Systems αποφάσισε την αποχώρηση από την Airbus μέσω της πώλησης του 20% που κατείχε μέχρι τότε. Η σύγχυση που προκλήθηκε κορυφώθηκε τον Ιούνιο, όταν η εταιρεία ανακοίνωσε καθυστερήσεις στην παράδοση του αεροσκάφους A380. Είχε ήδη προηγηθεί ένας δημόσιος προβληματισμός γύρω από το κόστος λειτουργίας των Α340 και Α350, ενώ και η συνεργασία Thales-Alcatel Space ενέτεινε τον ανταγωνισμό στο διαστημικό τομέα. Τελικά, αποφασίστηκε η εφαρμογή ενός σχεδίου ανασυγκρότησης που ονομάστηκε Power8 και εγκρίθηκε τον Οκτώβριο του 2006.

Εστιασμένο στην Airbus, το σχέδιο Power8 αποβλέπει στην εξοικονόμηση 5 δισ. Ευρώ κατά την περίοδο 2007-2010, και 2 δισ. Ευρώ ετησίως από το 2010 και μετά. Βασικοί στόχοι του σχεδίου αποτελούν η περικοπή δαπανών, η επιτάχυνση της ανάπτυξης νέων αεροσκαφών, η διατήρηση και επέκταση των τεχνολογικών δυνατοτήτων, και η βελτίωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της εταιρείας μέσω της μεγιστοποίησης των χρηματικών ροών. Η πιο δυσάρεστη πτυχή του σχεδίου αφορά την περικοπή περίπου 10.000 θέσεων εργασίας μέσα σε τέσσερα χρόνια. Αυτές περιλαμβάνουν 3.700 θέσεις εργασίας στη Γερμανία, 3.200 στη Γαλλία, 1.600 στη Βρετανία και 400 στην Ισπανία, καθώς και 1.100 στην έδρα της Airbus στην Τουλούζη. Ταυτόχρονα, προβλέπεται η συγκεντροποίηση των λειτουργιών χρηματοδότησης, έρευνας & τεχνολογίας, προμηθειών και ανθρώπινων πόρων, με στόχο τη μεγιστοποίηση των οικονομιών κλίμακας και τη βελτίωση του ελέγχου και του συντονισμού μεταξύ τους. Ο χρόνος ανάπτυξης νέων αεροσκαφών προβλέπεται να μειωθεί από επτάμισι σε έξι χρόνια, με ταυτόχρονη βελτίωση της παραγωγικότητας του μηχανολογικού κλάδου κατά 15%. Τέλος, το σχέδιο προβλέπει δραστική μείωση του κόστους των προμηθειών της εταιρείας, με ταυτόχρονη αναδιοργάνωση και ενοποίηση του κατασκευαστικού σχεδιασμού και κλείσιμο κάποιων βιομηχανικών μονάδων.

Η διεθνής διάσταση της εταιρείας

Τόσο η γιγάντωση, όσο και τα όποια προβλήματα της εταιρείας μπορούν να αποδοθούν στη διεθνοποιημένη φύση και λειτουργία της. Οι τάσεις διεθνοποίησης δεν αποτυπώνονται μόνο στη δημιουργία της EADS με τη σύμπραξη τριών εθνικών βιομηχανιών, αλλά και στη μετέπειτα επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας. Καταρχήν, η EADS διατηρεί στενούς δεσμούς με τη βρετανική αμυντική βιομηχανία. Έως και το 2005, η BAE Systems κατείχε ένα ποσοστό 20% στην Airbus, προτού το μεταβιβάσει στην EADS για να αφοσιωθεί εξολοκλήρου στον αμυντικό τομέα και ιδιαίτερα στην αγορά των Η.Π.Α. Επιπλέον, η EADS συνεργάζεται με την BAE Systems στα πλαίσια της MBDA. Οι δύο εταίροι κατέχουν το 37.5% της MBDA έκαστος, ενώ η ιταλική Finmeccanica κατέχει το 25%. Η σύμπραξη EADS-BAE Systems αποτυπώνεται και στο γνωστό αεροσκάφος Eurofighter, όπου οι δύο κατασκευαστές ελέγχουν το 43% και 37.5% του προγράμματος αντίστοιχα, ενώ η ιταλική Alenia ελέγχει το 19.5%. Η τελευταία επιχειρηματική προσθήκη βρετανικής εταιρείας στην EADS αφορούσε τη Racal Instruments, η οποία αγοράστηκε το 2004 για 105 εκατ. δολάρια. Κρίσιμο στοιχείο σε αυτή την αγορά, όπως και σε κάθε επιχειρηματική συνεργασία με τη βρετανική αμυντική βιομηχανία γενικά, συνιστά ο μεγάλος βαθμός διείσδυσης της τελευταίας στην αγορά των Η.Π.Α.

Παρόλο που η EADS, σε σχέση με την BAE Systems, είναι πολύ περισσότερο προσανατολισμένη προς την αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατηρεί μια σταδιακά διευρυνόμενη παρουσία και στις Η.Π.Α., η οποία παγιώθηκε τον Μάιο του 2003 με την ίδρυση της EADS Βορείου Αμερικής. Ένα σημαντικό επεισόδιο στην επέκταση της εταιρείας στην αγορά αυτή υπήρξε η αγορά της Racal Instruments το 2004. Η εταιρεία αυτή, με ηγετική θέση στο χώρο της ανάπτυξης και παραγωγής συστημάτων δοκιμής ηλεκτρονικού και αμυντικού οπλισμού, υπήρξε η πρώτη προσθήκη στο επιχειρηματικό οπλοστάσιο της EADS στις Η.Π.Α. Ο στόχος, όπως είχε τεθεί και από τους ιθύνοντες της EADS North America, ήταν σαφής: η περαιτέρω επέκταση των αμυντικών δραστηριοτήτων της εταιρείας στις Η.Π.Α., μέσω της εξαγοράς και ενσωμάτωσης αμερικανικών εταιρειών. Επίσης, η EADS συμμετέχει σε μεγάλα αμυντικά προγράμματα των Η.Π.Α. σε συνεργασία με Αμερικανικές εταιρείες, όπως στο Εθνικό Αντιπυραυλικό Σύστημα μαζί με τη Boeing. Το 2004, η EADS υπέγραψε υπομνήματα συνεργασίας με τη Lockheed Martin και τη Northrop Grumman για την από κοινού ανίχνευση πιθανών επιχειρηματικών ευκαιριών στην παγκόσμια αγορά αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων. Δύο άλλα βασικά προγράμματα στα οποία η EADS συνεργάζεται με την αμερικανική αμυντική βιομηχανία είναι το πρόγραμμα Συμμαχικής Εδαφικής Επιτήρησης (AGS) του ΝΑΤΟ – με τη Northrop Grumman – και το Διευρυμένο Σύστημα Αεράμυνας Μέσης Ακτίνας (MEADS) – με τη Lockheed Martin. Η συνεργασία EADS – Lockheed Martin επεκτείνεται και στο πρόγραμμα Deepwater για την Ακτοφυλακή των Η.Π.Α., με την παροχή αεροσκαφών θαλάσσιας επιτήρησης CN-235. Το συμβόλαιο προβλέπει την κατασκευή 36 τέτοιων αεροσκαφών. Στο χώρο των ελικοπτέρων, η EADS-Eurocopter σε συνεργασία με τη Sikorsky επελέγησαν από τον στρατό των Η.Π.Α. για την παραγωγή 322 ελικοπτέρων ελαφριάς χρήσης UH-145. Το συμβόλαιο, συνολικής αξίας άνω των 3 δισ. δολαρίων, κατέδειξε σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της EADS North America ότι η ‘EADS μπορεί να είναι επιτυχής στην αμυντική αγορά των Η.Π.Α. όταν έχει το σωστό προϊόν, την πλήρη υποστήριξη της EADS Europe και τις δυνατότητες να καταθέσει μια ανταγωνιστική προσφορά’. Αλλά το μεγαλύτερο πρόγραμμα όπου εμπλέκεται η EADS στις Η.Π.Α. είναι φυσικά ο διαγωνισμός για το ιπτάμενο τάνκερ της USAF, με την υποψηφιότητα του KC-30 (σε συνεργασία με τη Northrop Grumman) να στοχεύει στο να κερδίσει το πολυπόθητο συμβόλαιο ύψους άνω των 25 δισ. δολαρίων.

Σημαντική είναι και η σχέση της EADS με τη ρωσική αεροδιαστημική βιομηχανία, μέσω της κατοχής του 10% της Irkut από την EADS αλλά και μέσω της σύμπραξης των δύο εταιρειών στην κοινοπραξία EADS-Irkut. Το σχήμα αυτό, όπου η EADS κατέχει το 30% και η Irkut το 70%, ως κύριο στόχο έχει την προώθηση στην αγορά του αμφίβιου αεροσκάφους πολλαπλών αποστολών Be-200. Η σχέση με τη ρωσική αμυντική βιομηχανία επεκτείνεται και στον τεχνολογικό τομέα, με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, όπως π.χ. δείχνει το μνημόνιο συνεργασίας που υπέγραψαν τον Ιούνιο του 2003 η EADS και η MBDA με τη Sukhoi για την από κοινού ανάπτυξη αμυντικών συστημάτων, όπως μη επανδρωμένα αεροπορικά οχήματα μάχης. Όμως, η αγορά του 5% της EADS από τη Ρώσικη Vneshtorgbank (VTB), τον Οκτώβριο του 2006, κατέδειξε την άλλη πλευρά του νομίσματος, αναφορικά με το φαινόμενο της διεθνοποίησης. Ότι, δηλαδή, το επιθετικό άνοιγμα σε ξένες αγορές και κεφάλαια εμπεριέχει πάντα τον κίνδυνο εισόδου άλλων βιομηχανικών παικτών.

Γιατί η διεθνοποίηση;

Εξ ορισμού, η EADS αποτελεί το εντυπωσιακότερο παράδειγμα διεθνοποίησης της αμυντικής παραγωγής στην Ευρώπη, με τη συγχώνευση τριών διαφορετικών εθνικών κεφαλαίων. Για να κατανοήσουμε την αφετηρία και την ανάπτυξη της εταιρείας, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε εν συντομία τους παράγοντες εκείνους που οδήγησαν στις τάσεις διεθνοποίησης και συγκεντροποίησης των παραγωγών αμυντικού εξοπλισμού. Ως κύριο παράγοντα στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούμε να θεωρήσουμε την ανάγκη βελτίωσης της συνεργασίας στα πλαίσια της Airbus, καθώς η τελευταία ήταν και συνεχίζει να είναι η κύρια πηγή εσόδων και κερδών για την EADS. Το γεγονός αυτό αντανακλά και την αντικειμενική ύπαρξη συμπληρωματικών χαρακτηριστικών και λειτουργιών ανάμεσα στον αμυντικό και πολιτικό τομέα, μέσω των περίφημων τεχνολογιών «διπλής χρήσης» (dual-use). Για κάθε αμυντική βιομηχανία, οι πολιτικές εφαρμογές αυξήθηκαν ραγδαία τη δεκαετία του 1990 εξαιτίας όχι μόνο της τεράστιας επιτυχίας της Airbus που άνοιξε νέους δρόμους, αλλά και της ανάγκης εξισορρόπησης της πτώσης των αγορών αμυντικού εξοπλισμού. Ο βαθμός σύζευξης των αμυντικών και πολιτικών εφαρμογών υπήρξε και συνεχίζει να είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται αδύνατη η αναφορά σε μια αυστηρά «αμυντική βιομηχανία» ή το αντίθετο.

Παράλληλα, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η τάση μείωσης των αμυντικών προϋπολογισμών στην Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η απουσία ενός εμφανούς και απειλητικού εχθρού αφαίρεσε ένα ισχυρό πολιτικό εργαλείο από τους μηχανισμούς προώθησης των εξοπλισμών. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις στράφηκαν – έστω και προσωρινά – στην αναζήτηση αυτού που ονομάστηκε «μέρισμα ειρήνης» (peace dividend), δηλαδή στην παροχή μέρους των αμυντικών δαπανών για ειρηνικούς σκοπούς. Οι περικοπές είχαν άμεση επίδραση στην αμυντική βιομηχανία, καθώς στόχευαν κυρίως στις δαπάνες για εξοπλισμούς, παρά στις δαπάνες για προσωπικό. Κατά τη δεκαετία του ’90, οι εξοπλιστικές δαπάνες μειώθηκαν τόσο σε απόλυτο βαθμό, όσο και ως ποσοστό του συνόλου των αμυντικών δαπανών. Από το 1989 έως το 1998, η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία μείωσαν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους κατά 12%, 28% και 24% αντίστοιχα. Συνολικά, οι δαπάνες της Δυτικής Ευρώπης μειώθηκαν κατά 14% την ίδια περίοδο. Αυτή η μείωση της ζήτησης είχε μια άμεση επίδραση στη βιομηχανική συγκεντροποίηση· μπροστά στη σμίκρυνση της πίτας, οι παίκτες έπρεπε είτε να βγουν εκτός αγοράς, είτε να μεγεθυνθούν μέσω διεθνών συνεργασιών και συγχωνεύσεων.

Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας που επέδρασε στη διαδικασία διεθνοποίησης ήταν η ανάγκη επίτευξης οικονομιών κλίμακας για να εξισορροπηθεί η τάση αύξησης του κόστους έρευνας και ανάπτυξης των αμυντικών εξοπλιστικών προϊόντων. Με απλά λόγια, η αμυντική τεχνολογία γίνεται ολοένα και ακριβότερη. Αναλυτές έχουν υπολογίσει ότι το μέσο κόστος ενός οπλικού συστήματος αυξάνεται περίπου κατά 10% ετησίως, ενώ διπλασιάζεται περίπου κάθε επτά χρόνια. Η αεροδιαστημική βιομηχανία – όπου ανήκει πρωταρχικά η EADS – βρέθηκε στην κορυφή αυτής της τάσης. Για παράδειγμα, ένα αμερικάνικο μαχητικό F-15 που άρχισε να παράγεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 κόστιζε επτά φορές περισσότερο από ένα F-86 κατασκευασμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Αντίστοιχα, ένα Mirage 2000 το 1983 κόστιζε 15 φορές περισσότερο από ένα Mirage ΙΙΙ που τέθηκε σε παραγωγή δύο δεκαετίες νωρίτερα. Κύριο χαρακτηριστικό της αεροδιαστημικής βιομηχανίας είναι το υψηλό και αυξανόμενο κόστος τεχνολογικής έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας, όπως αυτά συνδέονται με την γνωστή «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» (Revolution in Military Affairs). Πτυχές αυτής της «επανάστασης» συνδέονται με την αυξανόμενη σημασία των ηλεκτρονικών συστημάτων στο σύγχρονο πεδίο μάχης, την προσθήκη της διαστημικής διάστασης σε πολεμικές επιχειρήσεις, και την ευρύτατη ένταξη πολιτικής τεχνολογίας σε στρατιωτικά προϊόντα. 

Επιπλέον, οι τάσεις στην εξέλιξη της τεχνολογικής έρευνας τροφοδότησαν τη διεθνοποίηση. Το 1998, ένα χρόνο πριν τη δημιουργία της EADS, ο αεροδιαστημικός τομέας στην Ευρώπη αφιέρωσε 16% του κύκλου εργασιών του σε έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, με πάνω από το μισό αυτού του ποσοστού αφιερωμένο σε στρατιωτικές εφαρμογές. Το κόστος έρευνας και ανάπτυξης την ίδια περίοδο στα αεροδιαστημικά προγράμματα στρατιωτικού χαρακτήρα άγγιζε το 25-30% του συνολικού κόστους ενός προγράμματος. Είναι εμφανές ότι μόνο εταιρείες ενός μεγάλου μεγέθους μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις της παραγωγής σύγχρονου αμυντικού εξοπλισμού· και η επίτευξη αυτού του μεγέθους υπήρξε βασικός στόχος αυτής της διαδικασίας βιομηχανικής συγκεντροποίησης. Ο κατατεμαχισμός και η αμοιβαία επικάλυψη ερευνητικών δραστηριοτήτων, δηλαδή η ταυτόχρονη έρευνα σε παρεμφερή πεδία από πολλαπλές εταιρείες και σε μικρή κλίμακα, είναι ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη εξορθολογισμού και συντονισμού των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστεί η στασιμότητα στις αμυντικές δαπάνες και η υποχώρηση του κράτους από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αμυντικού εξοπλισμού. Το υψηλό κόστος της έρευνας μέσα σε αυτές τις οικονομικές συνθήκες μεταφράζεται σε χαμηλότερη ζήτηση για εξοπλιστικά συστήματα και συνεπώς σε υψηλότερο κόστος κατά μονάδα. Γιγαντιαία προγράμματα διεθνούς συνεργασίας, όπως το μεταγωγικό αεροσκάφος Α400Μ της EADS, αντικατοπτρίζουν τις προσπάθειες αντιστροφής αυτών των τάσεων, μέσω της ενίσχυσης της διεθνοποίησης.

Τα αυξανόμενα κόστη της στρατιωτικής τεχνολογίας και έρευνας καθρεφτίζουν την αυξανόμενη πολυπλοκότητα και συνθετότητα αυτής της τεχνολογίας, που προέρχεται από την ευρύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων των σύγχρονων κοινωνιών. Για να εξασφαλίσουν κερδοφορία, οι εταιρείες παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού απαιτούν έναν όγκο παραγωγής που δεν μπορεί να απορροφηθεί αποκλειστικά από μία μόνο εθνική αγορά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, θεωρητικοί της πολιτικής οικονομίας όπως ο Ernest Mandel προέβλεψαν ότι η αεροδιαστημική βιομηχανία στη Δυτική Ευρώπη θα εμφάνιζε ραγδαίες τάσεις συγκεντροποίησης, για να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας και παρουσία σε διεθνείς αγορές. Αυτή η πρόβλεψη δικαιώθηκε απόλυτα, με την κοσμοϊστορικής κλίμακας διεθνοποίηση της αμυντικής βιομηχανίας στην Ευρώπη δύο δεκαετίες μετά.

Τέλος, ένας παράγοντας που συνεχίζει να επηρεάζει τις αποφάσεις της αμυντικής βιομηχανίας στην Ευρώπη, και που αναμφισβήτητα συνέβαλλε στη δημιουργία της EADS είναι ο ανταγωνισμός με τις εταιρείες παραγωγής αμυντικού υλικού των Η.Π.Α. Σε σχέση με την Ευρώπη, διαδικασία συγκεντροποίησης και αναπροσαρμογής της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας πραγματοποιήθηκε νωρίτερα, και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ήδη από το 1993, το Υπουργείο Άμυνας των Η.Π.Α. ενημέρωσε τις βιομηχανίες ότι θα έπρεπε να προχωρήσουν σε συγχωνεύσεις. Και ενώ εκείνη τη χρονιά υπήρξαν 15 κατασκευαστές όπλων με πωλήσεις άνω του ενός δισ. δολαρίων, μόλις πέντε είχαν απομείνει τέσσερα χρόνια αργότερα. Η τάση συγχωνεύσεων κορυφώθηκε με την εξαγορά της McDonnell Douglas από την Boeing το 1997. Ένα χρόνο πριν, η Boeing είχε εξαγοράσει και την Rockwell Aerospace, ενώ οι δύο βασικές συγχωνεύσεις εταιρειών έγιναν το 1993 και το 1994, και αφορούσαν τις Northrop και Grumman, και τις Lockheed και Martin Marietta αντίστοιχα. Την ίδια περίοδο, η Raytheon εξαγόρασε την Hughes Electronics, τον αμυντικό κλάδο της Texas Instruments. Στην Ευρώπη, αυτές οι κινήσεις έγιναν αντιληπτές ως ένδειξη της απειλής που ο αμερικάνικος ανταγωνισμός συνιστούσε για τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά συμφέροντα. Ιδιαίτερος φόβος υπήρχε για την πιθανότητα άσκησης μιας επιθετικής πολιτικής εξαγορών ευρωπαϊκών εταιρειών από αμερικάνικες. Η μόνη διέξοδος ήταν συνεπώς η διεθνοποίηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας μέσω συγχωνεύσεων σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με κύριο παράδειγμα την EADS.

Κράτος, βιομηχανία, διεθνοποίηση

Ποια όμως υπήρξε η σχέση κράτους και αμυντικής βιομηχανίας στη φάση της διεθνοποίησης, και πως επηρέασε αυτή την εξέλιξη της EADS; Δεδομένης της ευρείας παρουσίας του κράτους στην παραγωγή όπλων, η αμυντική βιομηχανία δεν είναι μια «κανονική» βιομηχανία. Ιστορικά, η εθνική αυτάρκεια σε αμυντικό εξοπλισμό αποτέλεσε ένα σύμβολο και ένα μέσο κρατικής ισχύος και κυριαρχίας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η απειλή μιας στρατιωτικής αναμέτρησης έδωσε στις αμυντικές βιομηχανίες χαρακτήρα εθνικής περιουσίας. Αυτή η στρατηγική διάσταση αντανακλάστηκε στις δομές ιδιοκτησίας· η παραγωγή όπλων στην Ευρώπη βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο και την ιδιοκτησία του κράτους. Οπουδήποτε διατηρήθηκε η ιδιωτική ιδιοκτησία, οι εταιρείες έλαβαν προνομιακή μεταχείριση από το κράτος με τη μορφή προστατευτικών επιχορηγήσεων και χρηματοδότησης έρευνας και τεχνολογίας. Αυτή η υποστήριξη των εθνικών αμυντικών βιομηχανιών από το κράτος, από την πλευρά τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης, είχε φυσικά και κάποιες αρνητικές οικονομικές συνέπειες. Αυξήσεις κόστους πάνω από τον πληθωρισμό και αποτυχίες ακριβών προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης ήταν το τίμημα που τα κράτη έπρεπε να πληρώσουν για να διατηρήσουν μια εγχώρια παραγωγική βάση.

Αυτή η σχέση κράτους-βιομηχανίας άλλαξε κατά τη δεκαετία του ’90, εξαιτίας της ανόδου του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και του κύματος ιδιωτικοποιήσεων που σάρωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιδιωτικοποίηση μπορεί να οριστεί ως η μερική ή ολική μεταβίβαση κυβερνητικών λειτουργιών ή περιουσιακών στοιχείων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η διαδικασία έχει ειδωθεί ως μια ορθολογική αντίδραση των κυβερνήσεων που βρίσκονται αντιμέτωπες με περιορισμούς στις δημόσιες δαπάνες. Όμως, αυτή η διαδικασία δεν έγινε αυτόματα, αλλά με την παρέμβαση οικονομικών και πολιτικών υποκειμένων. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η ανάδειξη της ιδιωτικής επιχείρησης ως την κύρια μορφή ιδιοκτησίας σε όλα τα μεγάλα κράτη παραγωγής αμυντικού εξοπλισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σπέρματα αυτής της διαδικασίας εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’80 με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση της BAe στη Βρετανία. Άλλες εταιρείες που ιδιωτικοποιήθηκαν στη Βρετανία την ίδια περίοδο περιλαμβάνουν τις Rolls Royce, Ferranti, Royal Dockyards και Royal Ordnance. Άλλες χώρες επηρεάστηκαν εξίσου, όπως η Ισπανία με την ιδιωτικοποίηση των Santa Barbara και Indra, η Φιλανδία με την Patria, η Σουηδία με την Celsius, η Ολλανδία με τη Fokker, και φυσικά η Ελλάδα με την ΕΛΒΟ και τα Ελληνικά Ναυπηγεία.

Η EADS αποτελεί τέκνο αυτής της ιστορικής τάσης. Οι εταίροι της υπήρξαν προϊόν συγχωνεύσεων σε εθνικό επίπεδο. Η DASA γεννήθηκε μέσω της αγοράς της MBB από τη Daimler-Benz το 1990, η Aerospatiale-Matra προήλθε από τη συγχώνευση της κρατικής Aerospatiale με την ιδιωτική Matra το 1998, ενώ και η ισπανική CASA ιδιωτικοποιήθηκε το 1999. Η σημασία του ιδιοκτησιακού καθεστώτος αντανακλάται στο γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία της EADC, η BAe είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα συνεργαζόταν με μια γαλλική εταιρεία όσο αυτή παρέμενε υπό κρατικό έλεγχο. Η διεθνής συνεργασία μεταξύ εταιρειών απαιτεί την ύπαρξη ενός ισότιμου πεδίου λειτουργίας τους, το οποίο εξαρτάται άμεσα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Διαφορές στην ιδιοκτησία σημαίνουν διαφορές στα επίπεδα κρατικής ενίσχυσης, αλλά και στα κριτήρια λειτουργίας της επιχείρησης.

Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι συνώνυμη με την εξάλειψη του κράτους ως παράγοντα επιρροής στις αγορές αμυντικού εξοπλισμού. Μέσω του μονοπωλίου αγοράς υλικού και της πολλαπλής – έστω και μειωμένης σε σχέση με το παρελθόν – συμμετοχής στην παραγωγή του, ο ρόλος του κράτους στην προσφορά και ζήτηση του αμυντικού τομέα παραμένει σημαντικός. Συνεπώς, πολιτικά σκεπτικά εισέρχονται και επηρεάζουν τις συζητήσεις για περαιτέρω συγχωνεύσεις. Επίσης, η φιλελευθεροποίηση της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας παραμένει ατελής. Η γαλλική κυβέρνηση διατηρεί ένα μειοψηφικό πακέτο μετοχών στην EADS και στη Thales. Και η Finmeccanica είναι εν μέρει κρατική, με το ιταλικό κράτος να ελέγχει το 32,4% των μετοχών. Η ατελής φιλελευθεροποίηση θέτει προβλήματα σε οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια περαιτέρω συγκεντροποίησης, καθώς παραμένουν οι εθνικές διαφορές στην ιδιοκτησιακή διασύνδεση κράτους-βιομηχανίας. Μετά την κορύφωση της διεθνοποίησης τη δεκαετία του ’90, αυτή η διασύνδεση παρουσιάζεται ισχυρότερη στη Γαλλία, και αποδυναμωμένη στη Γερμανία και τη Βρετανία.
Για παράδειγμα, το ενδεχόμενο συγχώνευση EADS-Thales έχει απορριφθεί στο παρελθόν εξαιτίας της αντίδρασης της γερμανικής πλευράς σε κάθε προσπάθεια μείωσης της επιρροής της μέσα στην EADS. Χαρακτηριστικές ήταν εξάλλου και οι αντιδράσεις στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στις διοικητικές δομές της EADS, όταν αυτές είχαν αρχικά προταθεί από τη γαλλική πλευρά. Η επίσημη γερμανική θέση έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη μη ανατροπή της γαλλο-γερμανικής ισορροπίας ως προς τη διοίκηση της εταιρείας. Πριν από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, η καθημερινή διοίκηση της εταιρείας γινόταν από δύο γενικούς διευθυντές, ένας από κάθε χώρα. Τελικά, το σύστημα των δύο γενικών διευθυντών άλλαξε, και από το 2007 η EADS διοικείται από τον Γάλλο διευθυντή Louis Gallois ενώ ο Γερμανός Rüdiger Grube ορίστηκε επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις περιέλαβαν και τη σχετική αυτονόμηση της EADS από τις μητρικές εταιρείες, με την αύξηση των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού συμβουλίου και τη διεύρυνση των εξουσιών του γενικού διευθυντή.

EADS και ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση

Η οικονομική διεθνοποίηση δεν αγγίζει μόνο τις οικονομικές εξελίξεις, αλλά επηρεάζει και αποφάσεις που αφορούν την πολιτικο-στρατηγική διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι αλήθεια ότι το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας της EADS συνδέεται με την Airbus και συνεπώς με μη αμυντικές εφαρμογές της τεχνολογίας. Το 2006, η εταιρεία κατέγραψε έσοδα 39,4 δισ. Ευρώ περίπου, εκ των οποίων τα 25,1 προήλθαν από πωλήσεις της Airbus. Όμως, ο αμυντικός τομέας παίζει έναν συνεχώς αυξανόμενο ρόλο στην δραστηριότητα της EADS. Μεταξύ 2000 και 2004, τα έσοδα από πωλήσεις αμυντικού υλικού αυξήθηκαν πάνω από 50%, από 5 σε 7.7 δισ. Ευρώ. Εξάλλου, η τεχνολογία της Airbus αποτελεί τη βάση αμυντικών εφαρμογών, όπως το A400M, το Πολλαπλών Χρήσεων Αεροσκάφος Ανεφοδιασμού και Μεταφορών (Η.Π.Α.), και το Μελλοντικό Αεροσκάφος Στρατηγικού Ανεφοδιασμού (Βρετανία). Αυτή η διττή τεχνολογική διάσταση συνιστά για την Airbus ένα μέσο προστασίας από την κυκλική φύση της αγοράς επιβατικών αεροσκαφών, δηλαδή από τα σκαμπανεβάσματα που παρουσιάζει η επιχειρηματική απόδοση σε αυτόν τον τομέα.

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και τη στενή σύνδεση που υπάρχει μεταξύ της EADS και της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας. Βασικά προϊόντα της εταιρείας βρίσκονται στην καρδιά των σχεδιασμένων εξοπλιστικών αναγκών αυτής της πολιτικής. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το μεταγωγικό αεροσκάφος Α400M, που έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα προγράμματα για την επίτευξη Ευρωπαϊκής αυτάρκειας στα στρατιωτικά ζητήματα. Και όχι τυχαία. Το Α400Μ όχι μόνο κάλυψε ένα διακριτό κενό στις επιχειρησιακές δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και αποτέλεσε ένα επιτυχημένο παράδειγμα βιομηχανικής συνεργασίας μέσω του Οργανισμού Κοινής Εξοπλιστικής Συνεργασίας (OCCAR). Επίσης, η επιλογή 180 Α400Μ από επτά Ευρωπαϊκές χώρες αποτέλεσε ένα ισχυρό πλήγμα στην παρουσία των Η.Π.Α. στις Ευρωπαϊκές εξοπλιστικές αγορές, αφού αντιπαρατέθηκε στην ανταγωνιστική κοινοπραξία Boeing – Lockheed Martin. Οι συμφωνίες πώλησης με την Νότιο Αφρική και τη Μαλαισία καταδεικνύουν και τις εξαγωγικές δυνατότητες του αεροσκάφους πέραν της Ευρώπης.

Ένα άλλο προϊόν της εταιρείας που έχει συνδεθεί με τις εξοπλιστικές δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας είναι το τακτικό μεταφορικό ελικόπτερο NH90. Αρχικά σχεδιασμένο για να καλύψει τις ανάγκες τεσσάρων κρατών (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ολλανδία), το NH90 έχει γνωρίσει εξαγωγική επιτυχία και στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, και αυτό, και το A400M έχουν παρουσιαστεί στην επίσημη ρητορική της Ε.Ε. ως αναγκαία συστατικά μιας αυτόνομης Ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η επίτευξη μιας αυτόνομης στρατιωτικής δυνατότητας από την πλευρά της Ε.Ε. απαιτεί και έναν εξευρωπαϊσμό της αμυντικής-εξοπλιστικής της βάσης, μέσω του οποίου εξασφαλίζετε και τεχνολογική αυτονομία αλλά και ασφάλεια εφοδιασμού σε συνθήκες κρίσης.

Η σημασία όμως της EADS για την ευρωπαϊκή άμυνα δεν είναι μόνο τεχνολογική και εξοπλιστική, αλλά και πολιτική. Το κύμα συγχωνεύσεων και η επακόλουθη διεθνοποίηση επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία να δράσει πολιτικά και με μια σχετική συνεκτικότητα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το 2004 ιδρύθηκε ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Αεροδιαστημικών και Αμυντικών Βιομηχανιών (ASD) με έδρα τις Βρυξέλλες. Ο σύνδεσμος αυτός προήλθε από τη συγχώνευση τριών ξεχωριστών οργανώσεων, της AECMA (αεροναυτική βιομηχανία), της EUROSPACE (διαστημική βιομηχανία) και της EDIG (αμυντική βιομηχανία). Η δημιουργία του συνδέεται άμεσα με τη διεθνοποίηση, κορύφωση της οποίας υπήρξε η δημιουργία της EADS. Από τη στιγμή που οι τρεις οργανώσεις συμφερόντων είχαν καταλήξει να έχουν ως επί το πλείστον τα ίδια μέλη, δεν υπήρξε λόγος αυτόνομης ύπαρξής τους. Η EADS εξέφρασε τη συγχώνευση όχι μόνο διαφορετικών βιομηχανιών, αλλά και διαφορετικών τομέων και εθνικών κεφαλαίων. Συνεπώς, μέσω αυτής της εταιρείας στάθηκε δυνατός ο σχετικός συγχρονισμός της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας σε επίπεδο Ε.Ε., μέσω της πρόσδεσής σε ένα ευρύτερο πολιτικό-θεσμικό άρμα που συμπεριλαμβάνει πολλαπλούς τεχνολογικούς τομείς και εθνικές βιομηχανίες. Η δράση της EADS και της ASD μαζί με τις αντικειμενικές απαιτήσεις μιας διεθνοποιημένης ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας απέναντι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό εισήγαγαν μια καινούργια ατζέντα πολιτικής στο ευρωπαϊκό στερέωμα Αυτό καταδεικνύει π.χ. η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Υπηρεσίας από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η οποία επετεύχθη σε στενή διαβούλευση με την ASD. Επίσης, ο κοινοτικός ορισμός ενός απλουστευμένου καθεστώτος ενδοκοινοτικών μεταβιβάσεων αλλά και ευρύτερα οι προσπάθειες οικοδόμησης μιας κοινής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού θα ήταν αδιανόητοι χωρίς την παρουσία μιας πολυεθνικής παραγωγικής οντότητας όπως η EADS. Τέλος, και η προώθηση της κοινοτικής έρευνας για την ασφάλεια – με σαφείς αμυντικές εφαρμογές – μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην εντεινόμενη διείσδυση μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών, όπως η EADS, στην αγορά συστημάτων ασφαλείας. Για αυτές τις πρωτοβουλίες όμως θα αναφερθούμε σε επόμενη δημοσίευση.

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, η μέχρι σήμερα εξέλιξη της EADS εμπεριέχει όλες τις υποσχέσεις αλλά και τις αντιφάσεις που δημιούργησε η διεθνοποίηση της αμυντικής και αεροδιαστημικής βιομηχανίας στην Ευρώπη. Μέσα σε συνθήκες σφοδρού ανταγωνισμού, η εταιρεία αποτέλεσε την ευρωπαϊκή απάντηση στην επέκταση της βιομηχανικής παρουσίας των Η.Π.Α. και ένα σύμβολο επιτυχούς βιομηχανικής συνεργασίας στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, επέδρασε ως καταλύτης στις προσπάθειες οικοδόμησης μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας, ενοποιώντας διαφορετικές εθνικές βιομηχανίες και συμφέροντα, και προωθώντας θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο Ε.Ε. Δεν θα ήταν υπερβολική η επισήμανση ότι η παρουσία μιας ισχυρής και διεθνοποιημένης αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί βασική προϋπόθεση μιας ενοποιημένης και συνεκτικής παρουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διεθνή σκηνή. Η μελλοντική πορεία της EADS θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί – και θέλει – να διαδραματίσει έναν αυτόνομο ρόλο τόσο στις οικονομικές, όσο και στις πολιτικο-στρατηγικές εξελίξεις διεθνώς. Και θα ήταν βέβαια κοινότοπο να επισημάνουμε ότι η εκπλήρωση αυτού του ρόλου χρειάζεται όχι μόνο διακηρύξεις και καλές προθέσεις, αλλά και πρακτικές δεσμεύσεις εκ μέρους εκείνων που οραματίζονται έναν τέτοιο ρόλο.