
Texts about international + European politics etc. / Κείμενα για τη διεθνή + ευρωπαϊκή πολιτική κλπ.
19 May 2022
«Στρατηγική Πυξίδα» … προς το πουθενά

20 January 2022
Δέκα λόγοι για να αντισταθούμε στο εξοπλιστικό πάρτι της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Πέντε δισεκατομμύρια ευρώ για φρεγάτες;
Όχι, ευχαριστώ.
Δέκα λόγοι
για να αντισταθούμε στο εξοπλιστικό πάρτι της κυβέρνησης Μητσοτάκη
του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα AlterThess.gr, 5 Οκτωβρίου 2021).
Η αγορά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη τριών γαλλικών φρεγατών Belharra έχει συνοδευτεί από ένα ασύλληπτης έντασης
κύμα προπαγάνδας υπέρ της απόφασης αυτής στα μέσα ενημέρωσης. Εταιρικά δελτία
τύπου και κυβερνητικά non-paper έχουν μετατραπεί σε δήθεν αντικειμενικές αναλύσεις, και το
ένα ενθουσιώδες κείμενο για τις «υπερσύγχρονες ψηφιακές φρεγάτες» και τον «κρύο
ιδρώτα που έχει λούσει τους Τούρκους» διαδέχεται το άλλο. Το παρόν κείμενο θα
παρουσιάσει όσο το δυνατόν πιο απλά και συνοπτικά τους λόγους – από τον
λιγότερο προς τον περισσότερο σημαντικό - για τους οποίους τόσο η αγορά των
φρεγατών όσο και η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία είναι εξελίξεις που πρέπει να
βρουν κάθε πολίτη απέναντί τους.
1) Η συμφωνία δεν τηρεί τους
όρους που είχε θέσει το ίδιο το Πολεμικό Ναυτικό
Το Π.Ν. είχε ζητήσει και η κυβέρνηση είχε υιοθετήσει την αγορά τεσσάρων
νέων φρεγατών, τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων
φρεγατών MEKO 200 που ήδη
διαθέτει, και την άμεση παραχώρηση «ενδιάμεσης λύσης», δηλαδή δύο
μεταχειρισμένων και ετοιμοπαράδοτων φρεγατών για την κάλυψη των άμεσων αναγκών
του. Η απαίτηση της κυβέρνησης ήταν όλα αυτά να γίνουν διαθέτοντας πέντε δισ.
ευρώ. Η τελική συμφωνία, όμως, προβλέπει την αγορά τριών φρεγατών με προαίρεση
για την αγορά ακόμα μίας (το κόστος της οποίας, όμως, δεν περιλαμβάνεται στο
πακέτο) και την αγορά τριών κορβετών, δίχως ενδιάμεση λύση και δίχως
εκσυγχρονισμό των υπαρχουσών φρεγατών. Άρα, αντί για στόλο δέκα σύγχρονων και
εκσυγχρονισμένων φρεγατών, πηγαίνουμε σε στόλο έξι ή επτά πλοίων (τριών
φρεγατών και τριών ή τεσσάρων κορβετών). Η ευκολία με την οποία αποδέχεται η κυβέρνηση
μια τέτοια αλλαγή στους όρους επιτρέπει εν πολλοίς να σκεφτούμε ότι όλοι αυτοί
οι όροι είναι διακοσμητικοί. Δεν υπηρετεί η αγορά κάποια ανάγκη, εν τέλει· αντίθετα η υποτιθέμενη ανάγκη καταλήγει να υπηρετεί την
αγορά.
2) Δεν περιλαμβάνεται στη
συμφωνία ο εκσυγχρονισμός των τεσσάρων γερμανικών φρεγατών που ήδη διαθέτει το
Π.Ν.
Ο μη εκσυγχρονισμός υπάρχοντος στρατιωτικού υλικού, όταν τεχνικά και
οικονομικά είναι όχι μόνο εφικτός αλλά και επιθυμητός, είναι μια απόφαση που
οδηγεί στην απαξίωσή του υλικού αυτού. Η απαξίωση αυτή είναι πάγια τακτική όσων
έχουν συμφέρον να αγοράζονται συνεχώς νέα όπλα και ο λόγος είναι προφανής: όταν
δεν εκσυγχρονίζεις το μέσο που ικανοποιεί μια αμυντική σου ανάγκη, καταλήγεις
να πρέπει να αγοράσεις νέα μέσα για να ικανοποιήσεις την ανάγκη αυτή. Οι
τέσσερις φρεγάτες ΜΕΚΟ 200 που ήδη διαθέτει το Π.Ν. παραδόθηκαν κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του’90, από το 1992 έως το 1999, και δεν δικαιολογείται
καμία σκέψη απαξίωσής τους. Εξάλλου, το Π.Ν. διαθέτει φρεγάτες (τύπου Standard) που είναι 40+ ετών – από πού κι ως πού θεωρείται παλιό
και ανάξιο εκσυγχρονισμού ένα πλοίο που είναι δύο δεκαετίες νεότερο; Και πάλι,
συνεπώς, η τελική συμφωνία επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν εξυπηρετείται
κάποια «αντικειμενική» αμυντική απαίτηση – αντιθέτως, εξυπηρετούνται τα
συμφέροντα που επιδιώκουν νέες εξοπλιστικές αγορές.
3) Σπεύσαμε να αγοράσουμε την
πλέον ακριβή επιλογή και αγνοήσαμε τη λύση μεταχειρισμένων φρεγατών
Το να αγνοούνται λύσεις μεταχειρισμένου υλικού υπέρ της αγοράς νέου είναι
άλλη μια πάγια τακτική όσων επωφελούνται από τις ασταμάτητες αγορές όπλων. Ο
λόγος; Εάν ικανοποιήσεις την όποια αμυντική σου ανάγκη με μεταχειρισμένα όπλα,
δεν χρειάζεται να αγοράσεις καινούργια, ή δεν χρειάζεται να αγοράσεις όσα θα
αγόραζες εάν δεν είχες τα μεταχειρισμένα. Στην περίπτωση των φρεγατών, υπήρξε
μια σειρά λύσεων που αγνοήθηκαν τόσο από το Π.Ν. όσο κι από την κυβέρνηση. Και
μπορεί η συνήθεια των αξιωματικών να είναι να θέλουν πάντα ό,τι πιο εξελιγμένο
υπάρχει στην αγορά, αλλά ρόλος μιας κυβέρνησης είναι να επιδιώκει τη βέλτιστη
σχέση κόστους-απόδοσης. Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι για να καταλήξουμε στις
πανάκριβες Belharra έπρεπε να βγουν
σκάρτες μια σειρά άλλες φρεγάτες, από τις αυστραλιανές κλάσης Adelaide μέχρι τις ολλανδικές Μ και τις βρετανικές Type 23 – φρεγάτες μεταχειρισμένες και κατώτερων δυνατοτήτων,
αλλά που θα συνιστούσαν σαφή ποσοτική και σε κάποιο βαθμό ποιοτική αναβάθμιση
των δυνατοτήτων του Π.Ν. Επιπλέον, υπάρχει το παράδειγμα της Αιγύπτου, η οποία
αγόρασε από την Ιταλία πρόσφατα φρεγάτες FREMM που προορίζονταν για το
Ιταλικό Ναυτικό και που φέρονται να αγοράστηκαν σε τιμή σαφώς χαμηλότερη
εκείνης των Belharra [1,2 δισ. ευρώ για
δύο φρεγάτες (Naval News 2021) όταν η Ελλάδα εκτιμάται
ότι θα καταβάλλει ποσό που προσεγγίσει τα 3,5 δισ. ευρώ για τις τρεις φρεγάτες· σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία παραμένουν ασαφή τόσο για
το ύψος της αιγυπτιακής και της ελληνικής συμφωνίας όσο και για το τι
περιλαμβάνει η καθεμία από πλευράς όπλων, τεχνικής υποστήριξης κλπ.].
4) Υποτίθεται ότι η Ελλάδα
βιαζόταν να παραλάβει άμεσα φρεγάτες για να σωθεί από την τουρκική
επιθετικότητα
Το στοιχείο του χρονικού ορίζοντα της συμφωνίας είναι κρίσιμο, διότι πάνω
σε αυτό βασίστηκε όλη η φιλολογία περί άμεσης ανάγκης αγοράς όπλων λόγω των
επιθετικών κινήσεων της Τουρκίας με τις έρευνες κλπ. Η βιασύνη, βέβαια, κάπου
κόπασε στην πορεία, αφού η ίδια η απόφαση της κυβέρνησης για την αγορά των
φρεγατών πήγαινε από αναβολή σε αναβολή, λόγω και των αμερικανικών πιέσεων για
την αγορά των δικών τους φρεγατών. Κι αν δεν ήταν η κρίση του AUKUS, η σφοδρή γαλλική αντίδραση στην ακύρωση του συμβολαίου
κατασκευής υποβρυχίων για την Αυστραλία και η συνεννόηση Μακρόν-Μπάιντεν, ίσως ακόμα η επιλογή των φρεγατών να παρέμενε
κολλημένη. Αλλά δεν είναι μόνο η καθυστέρηση στην απόφαση. Αναφερόμαστε σε
πλοία που θα παραδοθούν στο Π.Ν. μετά από μια …τετραετία με πενταετία (οι δύο
πρώτες φρεγάτες το 2025 και η τρίτη το 2026). Τόσο πολύ βιαζόμασταν!
Για την ιστορία, οι χώρες που βιάζονται διότι αισθάνονται πραγματικά κάποια
απειλή κάνουν ό,τι και η Αίγυπτος στο παράδειγμα που προαναφέραμε, αγοράζοντας
ετοιμοπαράδοτες φρεγάτες. Ή, εναλλακτικά, μένουν πιστές στους όρους και στις
προϋποθέσεις που οι ίδιες ορίζουν. Στην περίπτωσή μας, η Ελλάδα ζήτησε άμεση
«ενδιάμεση λύση» με την παραχώρηση δύο μεταχειρισμένων φρεγατών. Η Γαλλία όμως
είχε φρεγάτες απαρχαιωμένες να δώσει που εμείς δεν θέλαμε (κλάσης Cassard) κι αυτές που εμείς θέλαμε δεν τις έδινε (κλάσης Lafayette). Μικρό το κακό: εφόσον δεν είχε διαθέσιμες φρεγάτες να
παραχωρήσει, παραγγείλαμε να μας φτιάξει …κορβέτες! Λεπτομέρειες: α) Θα
πληρώσουμε έξτρα για τις κορβέτες αυτές – πάνω από 1,5 δισ. β) οι κορβέτες
προφανώς δεν είναι ετοιμοπαράδοτες, με την πρώτη να παραδίδεται κάτι λιγότερο
από τρία χρόνια μετά από την υπογραφή της συμφωνίας, και γ) η Ελλάδα συμμετέχει
σε ένα άλλο πρόγραμμα κατασκευής κορβετών (European Patrol Corvette – EPC) με αναμενόμενο έτος
παραγωγής της πρώτης κορβέτας / πρωτοτύπου το 2026.
5) Υποτίθεται ότι η συμφωνία θα
αφορούσε πλοία που θα κατασκευάζονταν στην Ελλάδα
Αυτό που συμβαίνει με την Ελλάδα είναι μοναδικό στα παγκόσμια εξοπλιστικά
χρονικά: μια χώρα με ασύλληπτα υψηλές στρατιωτικές δαπάνες που δεν παράγει όχι
όπλα, αλλά ούτε …βίδα για όπλα! Πρόκειται για στοιχείο που επικυρώνει την
απόλυτα εξαρτημένη, αποικιακή θέση της χώρας στο παγκόσμιο σύστημα. Άλλες χώρες
με παρεμφερή αφετηρία με την Ελλάδα (έλλειψη βιομηχανικών υποδομών παράλληλα με
υψηλές αμυντικές δαπάνες) κατέληξαν να αναδειχθούν σε αξιοσημείωτες
εξοπλιστικές δυνάμεις· μην πάτε μακριά, δείτε
απλώς πώς η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε τις δικές της αγορές για να εξασφαλίσει
μεταφορά τεχνογνωσίας και να καταλήξει να καλύπτει σχεδόν το σύνολο των
εγχώριων εξοπλιστικών της δαπανών με εγχώρια παραγωγή, εξασφαλίζοντας παράλληλα
και εξαγωγές. Η Σερβία είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα και πολύ πιο πρόσφατη
περίπτωση χώρας που μερίμνησε για να καλύψει τις αμυντικές της ανάγκες όχι μόνο
σε στρατιωτικό αλλά και σε βιομηχανικό – παραγωγικό επίπεδο. Όσο για την
Ελλάδα; Δαπανά σχεδόν 3,5 δισ. ευρώ για φρεγάτες που θα κατασκευασθούν στη Γαλλία,
κι άλλα 3,5 δισ. ευρώ για μαχητικά αεροσκάφη που επίσης θα κατασκευασθούν στη
Γαλλία. Εξ ολοκλήρου!
Αυτή είναι και η ρίζα της νεο-αποικιακής κατάστασης σήμερα: η απόλυτη
έλλειψη παραγωγικών δομών, και η συνεπακόλουθη τεχνολογική και βιομηχανική
εξάρτηση από το εξωτερικό. Στην περίπτωση της Ελλάδας και των όπλων, όμως, η
κατάσταση αυτή αποκτά εξοργιστικό χαρακτήρα δεδομένου του ύψους των
στρατιωτικών δαπανών. Η σύμβαση για τις φρεγάτες παρατείνει αυτό το φαινόμενο,
όσες «χάντρες» κι αν προσφέρονται απλόχερα στον πληθυσμό από «ειδικούς» και
«δημοσιογράφους».
6) Υποτίθεται ότι η ασφάλεια και
η άμυνα της χώρας είναι εξασφαλισμένες από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ
Όποτε η ριζοσπαστική Αριστερά μιλάει για έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η
απάντηση του καθεστώτος είναι ότι πρόκειται για συμμαχίες στις οποίες πρέπει να
συμμετέχουμε ώστε να μας προστατέψουν σε μια στρατιωτική κρίση. Πράγματι, τόσο
το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ εμπεριέχουν πρόβλεψη για στρατιωτική συνδρομή σε
κράτος-μέλος που δέχεται ένοπλη επίθεση (Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης,
Άρθρο 42 της Συνθήκης για την ΕΕ αντίστοιχα). Αλλά τότε, γιατί χρειαζόμαστε μια
διμερή συμφωνία στρατιωτικής συνδρομής με τη
Γαλλία; Από μόνη της, η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία συνιστά κορυφαία
δικαίωση της θέσης υπέρ της εξόδου από ΝΑΤΟ και ΕΕ, τουλάχιστον όσον αφορά την
υποτιθέμενη ασφάλεια που μας παρέχουν. Δεν την παρέχουν, εφόσον το ΝΑΤΟ ρητά δεν
ασχολείται με επίθεση από κράτος-μέλος του (Τουρκία) σε άλλο κράτος-μέλος
(Ελλάδα), και εφόσον η ΕΕ δεν έχει κανένα κοινό στρατηγικό συμφέρον που θα
βάλει 27 χώρες να υποστηρίξουν την Ελλάδα απέναντι σε ένα πολεμικό επεισόδιο με
την Τουρκία. Εάν οι οργανισμοί αυτοί παρείχαν πράγματι την ασφάλεια που δήθεν
παρέχουν, καμία διμερής συμφωνία δεν θα ήταν αναγκαία.
Όσο για την ιδέα ότι μια διμερής συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας προωθεί το όραμα
μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας, όπως έσπευσε να διαφημίσει ο Έλληνας
αντιπρόεδρος της Κομισιόν; Πρόκειται για μια προπαγανδιστική ανοησία ώστε και
το γόητρο της ΕΕ να μην πληγεί, και το ελληνο-γαλλικό love story να νομιμοποιηθεί στα μάτια του λαού
μέσω της ευρωπαϊκής οδού κι ενός ευρύτερου οράματος (της δήθεν «στρατηγικής
αυτονομίας» της ΕΕ). Η διμερής συμφωνία συνιστά επικύρωση της παντελούς
απουσίας ευρωπαϊκής άμυνας, κι αυτό είναι μια παράπλευρη απώλεια για τους ευρωπαϊστές και μία δικαίωση
για τους επικριτές τους.
7) Η οικονομική αφαίμαξη και το
δημόσιο χρέος λόγω των εξοπλισμών συνιστούν εθνική απειλή μεγαλύτερη κι από τη
στρατιωτική
Το εξοπλιστικό αμόκ της κυβέρνησης Μητσοτάκη δείχνει παντελή έλλειψη επαφής
με τη δημοσιονομική πραγματικότητα της χώρας και τροφοδοτεί την ήδη οξύτατη
οικονομική αιμορραγία των εξοπλισμών. Η χώρα μας είναι πρώτη σε όλο το ΝΑΤΟ σε
αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, με 3,82% ως εκτίμηση για το 2021 (NATO, 2021: 3) – ποσοστό εκτοξευμένο σε σχέση ακόμα και με το
τεράστιο 2,8% του 2020 (SIPRI, 2021: 13). Μιλάμε για μια χώρα που έχει «πνιγεί» στο χρέος, με το
ποσοστό του δημοσίου χρέους επί του ΑΕΠ να διεκδικεί μια θλιβερή πρωτιά παγκοσμίως
και με το ΑΕΠ να καταγράφει πτώση το 2020 άνω του 8%. Σε τέτοιες συνθήκες
οικονομικής διάλυσης έρχεται το πάρτι των εξοπλισμών να βάλει την ταφόπλακα, με
την υπογραφή όσων υποκριτικά δήθεν κόπτονται για το δημογραφικό ή για την
ανεργία ή για την παιδεία και τους νέους και την ίδια στιγμή διοχετεύουν
ασύλληπτους πόρους στον παρασιτισμό των όπλων.
8) Η αγορά εξοπλισμών δεν πρέπει
να υπηρετεί την «αγορά» συμμαχιών
Για την ακρίβεια, το να αγοράζεις συμμαχίες μέσω εξοπλισμών είναι ο ορισμός
της εξάρτησης, η απόλυτη επικύρωση της απουσίας ανεξάρτητης εξωτερικής και
αμυντικής πολιτικής. Είναι κακό τόσο για την εξωτερική πολιτική
(αφού αποπνέεται η εικόνα μιας αδύναμης χώρας που προσπαθεί να εξευμενίσει τους
ισχυρούς) όσο και για την αμυντική πολιτική
(αφού υποτάσσονται οι εξοπλιστικές αποφάσεις σε
μη τεχνο-οικονομικά κριτήρια). Και βέβαια η χώρα καταλήγει να αιμορραγεί οικονομικά επειδή ως
προτεραιότητα θέτει την εξασφάλιση της εύνοιας των διεθνών προστατών της μέσω
του εξοπλιστικού «φόρου» που καταβάλλει. Ο στόχος της τεχνικά αποτελεσματικής
και οικονομικά ορθολογικής αμυντικής θωράκισης είναι αυθύπαρκτος – δεν γίνεται
να υποτάσσεται στην τήρηση πολιτικών ισορροπιών και στην εξασφάλιση πολιτικών ή
διπλωματικών ανταλλαγμάτων. Αλλιώς, καταλήγουμε στο ελληνικό παράδοξο να
παραγγέλνονται μαχητικά αεροσκάφη σε …δόσεις με διαφορά ενός έτους, με 18 Rafale να αγοράζονται πέρυσι και άλλα έξι να
αγοράζονται φέτος, αντί να προγραμματίζουμε οργανωμένα τις ανάγκες μας και να
διεκδικούμε τους καλύτερους όρους και τις εκπτώσεις που προκύπτουν από τη
μεγαλύτερη κλίμακα. Αλλά θα μου πείτε… γιατί να κάνουμε μία μόνο φορά
χαρούμενους τους συμμάχους μας όταν μπορούμε να τους κάνουμε δύο;
Η «αγορά» ασφάλειας και συμμαχιών μέσω της αγοράς εξοπλισμών αποκαλύπτει
ότι ο βασιλιάς είναι εν τέλει γυμνός: υποτίθεται ότι μια χώρα εξοπλίζεται για
να αμυνθεί η ίδια, αλλά εν τέλει εμείς εξοπλιζόμαστε ώστε να εμπλακούν άλλοι
για να μας σώσουν. Μα γιατί να πρέπει να μας σώσουν οι άλλοι εάν οι φρεγάτες
μας και τα μαχητικά μας είναι όλα τόσο τέλεια και σύγχρονα; Το παράδοξο της
κυρίαρχης επιχειρηματολογίας υπέρ των εξοπλισμών είναι κάτι παραπάνω από
εμφανές… σαν να αγοράζετε από κάποιον ένα αυτοκίνητο για να σας πηγαίνει αυτός
στη δουλειά σας με το λεωφορείο. Και βέβαια, τώρα που η ταμπέλα απ’ έξω γράφει
«ανοίξαμε και σας περιμένουμε», το πιθανότερο είναι ότι θα έρθει σύντομα και ο
άλλος τακτικός επισκέπτης – οι ΗΠΑ - με τα δικά του …καλούδια προς πώληση. Να
είστε έτοιμοι για να βάλετε ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη.
9) Η συμφωνία δίνει πάτημα για
τυχοδιωκτικές κινήσεις στις πιο επιθετικές φωνές σε Ελλάδα και Γαλλία
Η αγορά πανάκριβων όπλων εις βάρος της οικονομίας και της ευρύτερης
αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας είναι επιβλαβής· ο εγκλωβισμός σε μια επιθετική, τυχοδιωκτική λογική κούρσας εξοπλισμών και
θερμών επεισοδίων με τις πλάτες της α’ ή β’ μεγάλης δύναμης είναι απολύτως
επικίνδυνος και καταστροφικός. Η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας που θα προσφέρει
η συμφωνία με τη Γαλλία μπορεί να ενθαρρύνει απερίσκεπτες κινήσεις εκ μέρους
της Ελλάδας, η οποία με κινήσεις όπως η αποστολή πυραύλων Patriot στη Σαουδική Αραβία μοιάζει ήδη να έχει
αρχίσει χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, με τις ευλογίες των συμμάχων. Κοινώς,
κινδυνεύουμε, με την ενθάρρυνση ξένων δυνάμεων, να εμπλακούμε σε πολεμικές
περιπέτειες για να εξυπηρετήσουμε τα τεράστια διεθνή γεωοικονομικά συμφέροντα
που κρίνονται αυτή τη στιγμή στη Μεσόγειο, και τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με
το συμφέρον του ελληνικού και των γειτονικών λαών. Μέχρι τώρα, αυτά τα
συμφέροντα πήγαζαν κυρίως από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Τώρα, η τούρτα του
τυχοδιωκτισμού αποκτά και γαλλικό κερασάκι.
10) Αν η Αριστερά δεν εναντιωθεί
στο εξοπλιστικό πάρτι, σε τι ακριβώς θα εναντιωθεί;
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η Αριστερά δεν τα πάει καλά με τους
εξοπλισμούς – νοιώθει έξω από τα νερά της όταν έχει να ασχοληθεί με αυτούς.
Ένας λόγος είναι η τεχνική πολυπλοκότητα που συνοδεύει κάθε εξοπλιστική απόφαση
και επιλογή. Ένας άλλος λόγος είναι η γενική αποστροφή προς τα μέσα ένοπλης
βίας και προς τον πόλεμο. Και ένας τρίτος λόγος είναι η (λανθασμένη) ιδέα ότι η
ενασχόληση με τους εξοπλισμούς συνεπάγεται σώνει και καλά την εκ των προτέρων
αποδοχή τους. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η ατζέντα των εξοπλισμών αξίζει την
ενδελεχή προσοχή κάθε κριτικά σκεπτόμενου πολίτη, όχι μόνο επειδή ακόμα και η
πιο ριζοσπαστική κυβέρνηση θα κληθεί να ασχοληθεί με την άμυνα της χώρας, αλλά
και επειδή οι εξοπλισμοί ακουμπάνε στην καρδιά της εξουσίας – εξουσίας
πολιτικής και οικονομικής, στρατιωτικής και διπλωματικής, τεχνολογικής και
βιομηχανικής, εγχώριας και διεθνούς. Η μη ενασχόληση της Αριστεράς με τους
εξοπλισμούς σημαίνει, στο βάθος της, ότι δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί και με
την εξουσία. Και αντίστοιχα, η άκριτη αποδοχή των εξοπλιστικών επιλογών του
καθεστώτος συνεπάγεται και άκριτη επιλογή του ίδιου του καθεστώτος και του
πλέγματος εξουσίας που εκφράζει.
Το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25 και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έσπευσαν να ασκήσουν δριμεία κριτική και
στις δύο πτυχές της ελληνο-γαλλικής συμφωνίας (αγορά φρεγατών και αμυντική
συνδρομή), ορθά, ορθότατα, επισημαίνοντας τόσο τις πολεμικές περιπέτειες στις
οποίες μπλέκει βαθύτερα τη χώρα, όσο και το δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος.
Αντιθέτως, συνεχίζοντας την κακή παράδοση που ξεκίνησε ως κυβέρνηση (ανεκδιήγητη
συμφωνία ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των υπέργηρων αεροσκαφών
ναυτικής συνεργασίας P-3 Orion, διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην
Ελλάδα) και ως αντιπολίτευση με τα Rafale (θετική ψήφος στη
Βουλή), ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε επί της αρχής θετικός ως προς το εξοπλιστικό
σκέλος των συμφωνιών. Η κριτική του περιορίστηκε στις δήθεν «παλινωδίες» του
Μητσοτάκη που «έχουν κοστίσει πολλά δισ. σε εξοπλισμούς» ενώ εξέφρασε την
αντίθεσή του προς τα άρθρα 2 και 18 της συμφωνίας αμυντικής συνδρομής.
Συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι από το άρθρο 2 απουσιάζει η ρητή αναφορά στην
παραβίαση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας ως λόγος ενεργοποίησης της συμφωνίας, ενώ το
άρθρο 18 προβλέπει την κοινή ανάπτυξη δυνάμεων σε θέατρα επιχειρήσεων όπως το
Σαχέλ (ζώνη χωρών γαλλικού ενδιαφέροντος όπως το Μάλι και το Τσαντ), γεγονός
που «θα εξέθετε ελληνικές σε αποστολές σε εμπόλεμες περιοχές».
Η αποδοχή της συμφωνίας αγοράς των φρεγατών από τον ΣΥΡΙΖΑ καταδεικνύει την
εκ μέρους του απουσία οποιασδήποτε διάθεσης σοβαρής αμφισβήτησης του συστήματος
οικονομικής, πολιτικής, βιομηχανικής και στρατιωτικής εξουσίας σε εθνικό και
διεθνές επίπεδο. Όσο για την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή είναι προσχηματική. Καμία
παλινωδία δεν επιδεικνύει ο Μητσοτάκης, παρά μόνο μια αξιοθαύμαστη συνέπεια
στην εξυπηρέτηση των εξοπλιστικών συμφερόντων υποθηκεύοντας το οικονομικό
μέλλον της χώρας. Και όχι, δεν κοστίζουν δισεκατομμύρια οι κυβερνητικές παλινωδίες
αλλά οι ίδιοι οι εξοπλισμοί, τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίζει – βλέπε Rafale. Τέλος, δεν γίνεται να αποδέχεσαι τις στρατιωτικές
επεμβάσεις της Ευρ. Ένωσης και τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτές, κι ύστερα να
απορρίπτεις τη συμμετοχή της Ελλάδας στις επεμβάσεις της Γαλλίας. Κι ούτε είναι
εποικοδομητικό να ζητάς να υπάρξει αναφορά σε παραβίαση της ΑΟΖ και της
υφαλοκρηπίδας ως αιτία ενεργοποίησης της αμυντικής συνδρομής. Δηλαδή τι προτείνει
ο ΣΥΡΙΖΑ, τη διενέργεια πολεμικού επεισοδίου ως απάντηση στην επόμενη παραβίαση
της Τουρκίας;
Η ρητή και δίχως υποσημειώσεις απόρριψη της ελληνογαλλικής συμφωνίας, τόσο
στο εξοπλιστικό όσο και στο στρατηγικό της σκέλος, είναι η μόνη στάση που
υπηρετεί τόσο το αριστερό ειρηνιστικό και διεθνιστικό πρόταγμα, όσο και το «εθνικό»
συμφέρον διάσωσης της οικονομίας, έξυπνης αμυντικής θωράκισης και αποφυγής πολεμικών τυχοδιωκτισμών.
Σημειώσεις
NATO (2021), ‘Defence
Expenditure of NATO Countries (2014-2021), Communique PR/CP (2021)094, 11 Ιουνίου 2021. Διαθέσιμο σε:
https://www.nato.int/nato_static_fl2014/assets/pdf/2021/6/pdf/210611-pr-2021-094-en.pdf
Naval News (2021), ‘Second
Italian-Built FREMM Delivered to Egypt Reaches Alexandria’, 20 Απριλίου 2021. Διαθέσιμο σε:
SIPRI (2021), ‘Military
expenditure by country as percentage of gross domestic product’. Διαθέσιμο σε:
13 November 2020
Πότε θα ασχοληθεί η Αριστερά με τους εξοπλισμούς;
Πότε θα ασχοληθεί η Αριστερά με
τους εξοπλισμούς;
Η ενδεχόμενη απόφαση αγοράς των
αμερικανικών φρεγατών από την ελληνική κυβέρνηση είναι το σημείο χωρίς
επιστροφή.
του Ηρακλή Οικονόμου
Η συζήτηση για τη δαπάνη άνω των 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για
την αγορά τεσσάρων φρεγατών MMSC από τις ΗΠΑ δεν
προδίδει μόνο την απύθμενη υποτέλεια της χώρας και της κυβέρνησης, η οποία πάει
να αγοράσει ένα σκανδαλωδώς ακατάλληλο και πανάκριβο σκάφος υπακούοντας στην
επιθυμία της αμερικανικής βιομηχανίας όπλων. Προδίδει και την ανεπάρκεια της
ελληνικής αριστεράς – των κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται τέλος πάντων εντός
της – η οποία με ελάχιστες εκλάμψεις και εξαιρέσεις δεν έχει να πει τίποτε
συγκεκριμένο για την πολιτική εξοπλισμών της χώρας. Από το «πρώτη φορά
αριστερά» που άφησε απ’ έξω τη θέση του επικεφαλής του υπουργείου Εθνικής
Άμυνας μέχρι τη βουβαμάρα στο τωρινό εξοπλιστικό πάρτι στο οποίο επιδίδεται η
κυβέρνηση με πρόφαση την τουρκική επιθετικότητα, ένας είναι ο κοινός
παρονομαστής: η απουσία σύνδεσης μεταξύ Αριστεράς και εξοπλιστικής πολιτικής.
Όλο αυτό είναι αρκετά παράδοξο, δεδομένης της σημασίας των εξοπλισμών σε
όλα τα επίπεδα. Εξηγείται, όμως, μέσα από μια σειρά αιτιών:
- Οι εξοπλισμοί συχνά γίνονται κατανοητοί ως ένα αμιγώς τεχνικό ζήτημα,
δεδομένης της τεχνολογικής συνθετότητας και όλων των υπόλοιπων στρατηγικών
πτυχών που εμπεριέχει μια εξοπλιστική απόφαση. Και η έλλειψη εξειδικευμένης
γνώσης περί των εξοπλιστικών στις γραμμές της Αριστεράς καθιστά δυσκολότερη τη
σύνδεσή της με τον συγκεκριμένο τομέα πολιτικής.
- Οι εξοπλισμοί θεωρούνται ζήτημα που αφορά τη στρατιωτική εξουσία, τους
αρχηγούς των όπλων, τους αξιωματικούς, τους χρήστες των όπλων, και όχι την
πολιτική εξουσία η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι άσχετη και στη
χειρότερη παίρνει μίζες.
- Η ύπαρξη της αντικειμενικής απειλής από την Τουρκία προσδίδει στα
εξοπλιστικά ζητήματα έναν «υπαρξιακό» χαρακτήρα, και άρα οι όποιες διαφωνίες υποτίθεται
ότι οφείλουν να υποτάσσονται στον στόχο της προστασίας της εδαφικής
ακεραιότητας της χώρας.
- Οι αγορές οπλικών συστημάτων συνδέονται με τα συμφέροντα των χωρών που τα
παράγουν και με τους εγχώριους πλασιέ τους, και η Αριστερά δεν θέλει να φανεί
ότι ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο ξένο συμφέρον.
- Η Αριστερά εμφανίζει ευρύτερη αδυναμία άρθρωσης προγραμματικού λόγου, και
άρα οι εξοπλισμοί εντάσσονται σε μια γενική τάση έλλειψης συγκεκριμένων
πολιτικών προσαρμοσμένων σε συγκεκριμένους τομείς.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι εξοπλισμοί είναι ένα πεδίο με το οποίο θα
έπρεπε κατεξοχήν να ασχοληθεί η Αριστερά. Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον τέσσερις
λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο θα έπρεπε να θεωρείται απολύτως δεδομένο.
1) Οι εξοπλισμοί έχουν τεράστιο
οικονομικό αντίκτυπο
Αυτό ισχύει γενικά, αλλά ισχύει και ειδικότερα για μια χώρα σαν την Ελλάδα
που το 2019 διοχέτευσε σε αμυντικές δαπάνες το 5,4% των δημοσίων δαπανών της
και το 2,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (σύμφωνα με το SIPRI). Η αποδοχή αυτής της αιμορραγίας ισοδυναμεί με αποδοχή
του κυρίαρχου δημοσιονομικού μοντέλου, αποδοχή του παρασιτικού χαρακτήρα ενός
μεγάλου μέρους των δημοσίων δαπανών, αποδοχή των αντιπαραγωγικών παθογενειών
της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, ισοδυναμεί και με αποδοχή των κοινωνικών
δυνάμεων που επωφελούνται από αυτή την αιμορραγία – των μεγάλων πολυεθνικών
εταιρειών παραγωγής όπλων, των εγχώριων διαμεσολαβητών τους, και ενός
συμπλέγματος πολιτικής, στρατιωτικής και διανοητικής εξουσίας που νομιμοποιεί
και αναπαράγει τις δυνάμεις αυτές. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, με άλλα λόγια,
περνάει μέσα από την ελάφρυνση του βάρους των αμυντικών δαπανών. Από εκεί περνάει και η προώθηση ενός
εναλλακτικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, σε μια περίοδο που οι στρατιωτικές
παραγγελίες εμφανίζονται περίπου ως σωτηρία για την απασχόληση και την εγχώρια
παραγωγή. Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικές δαπάνες είναι de facto παρασιτικές, ακόμα κι αν κάποια ψίχουλα επιστρέφουν στη χώρα
με τη μορφή εγχώριου έργου, και είναι δουλειά της Αριστεράς να δείξει ότι τα
δισεκατομμύρια που δαπανώνται για βόμβες και πυραύλους θα παρήγαγαν
περισσότερες θέσεις εργασίας και θα τροφοδοτούσαν πραγματικά την ανάπτυξη και
την αειφορία εάν διοχετεύονταν ως παραγωγικές επενδύσεις στην εγχώρια μη
πολεμική οικονομία.
2) Οι εξοπλισμοί είναι πρωτίστως
ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας
Το κατά πόσο μια χώρα αγορά αγοράζει όπλα για να ικανοποιήσει ξένες δυνάμεις
ή δικές της αμυντικές ανάγκες άπτεται της ουσίας της εθνικής ανεξαρτησίας της
χώρας αυτής. Η ιστορία των ελληνικών εξοπλιστικών αποφάσεων είναι, με
εξαιρέσεις, η ιστορία της υποτέλειας του ελληνικού κράτους και της εξάρτησής
του από τις ΗΠΑ, καταρχήν, και από την Ευρ. Ένωση και τα πρωταγωνιστικά
κράτη-μέλη της, κατά δεύτερον. Άρα, εάν στα σοβαρά η Αριστερά ισχυρίζεται ότι
θέλει να εξασφαλίσει μια νέα διεθνή θέση για τη χώρα, τότε πρέπει εξίσου στα
σοβαρά να ασχοληθεί με τα κριτήρια με τα οποία λαμβάνονται οι εξοπλιστικές
αποφάσεις, να ασκήσει κριτική στα κριτήρια αυτά, και να εξηγήσει πώς η δική της
εξουσία θα προτάξει τις εγχώριες αμυντικές ανάγκες έναντι των αναγκών των ξένων
βιομηχανιών όπλων. Όσο δεν το κάνει, τόσο πιο κούφια κάνει να φαίνεται η περί
της εθνικής ανεξαρτησίας ρητορική της.
3) Οι εξοπλισμοί αφορούν άμεσα
την ποιότητα της δημοκρατίας
Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην Ελλάδα αφορούν
την αγορά όπλων, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες υψηλού προφίλ
προφυλακίσεις πολιτικών προσώπων αφορούν εξοπλιστικές αποφάσεις πρώην υπουργών
εθνικής άμυνας. Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνουν χώρα μακριά από τα φώτα της
δημοσιότητας και από την οποιαδήποτε εποπτεία, με μόνη υποτιθέμενη ασφαλιστική
δικλείδα τη γνώμη της στρατιωτικής εξουσίας. Η ασφαλιστική δικλείδα αυτή είναι
βεβαίως από σαθρή έως ανύπαρκτη, διότι και οι στρατιωτικοί έχουν κι αυτοί τις
προτιμήσεις τους αναφορικά με ξένες χώρες, ξένες βιομηχανίες όπλων, και πάει
λέγοντας – δεν απολαμβάνουν μια κάποιου είδους μαγική αυτονομία έναντι της επιρροής
του ξένου παράγοντα. Εάν η Αριστερά επιθυμεί να ισχυροποιήσει τη βούληση των
πολλών, θα πρέπει να διεκδικήσει την ενσωμάτωση των εξοπλιστικών θεμάτων στην
ατζέντα του δημοσίου διαλόγου. Δεν νοείται πλατύς εκδημοκρατισμός του κράτους
και του πολιτικού συστήματος που θα αφήνει απ’ έξω τη διαχείριση των
δισεκατομμυρίων του αμυντικού προϋπολογισμού.
4) Οι εξοπλισμοί καθορίζουν τις αμυντικές
και εν πολλοίς στρατηγικές δυνατότητες μιας χώρας
Ο τέταρτος παράγοντας είναι και ο πιο ευνόητος, αλλά όχι λιγότερο
σημαντικός για την Αριστερά. Και δεν είναι μόνο το θέμα της προστασίας της
εδαφικής ακεραιότητας, που από την εποχή του ΕΑΜ έχει εγγραφεί στο DNA της εγχώριας ριζοσπαστικής παράδοσης και που προφανώς
καθορίζεται καίρια από την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων. Αποφάσεις που
υποσκάπτουν την άμυνα της χώρας όταν η Αριστερά είναι στην αντιπολίτευση
επιδρούν καίρια στο στρατηγικό τοπίο μέσα στο οποίο θα κληθεί να κινηθεί η
Αριστερά ως κυβέρνηση. Η μη κάλυψη εξοπλιστικών αναγκών σημαίνει τη διαιώνιση
των αναγκών αυτών στο μέλλον. Και η κάλυψη των αναγκών με εντελώς λάθος τρόπο,
δηλαδή με πανάκριβα οπλικά συστήματα μηδενικής προστιθέμενης στρατηγικής αξίας,
είναι ακόμα χειρότερη καθώς όχι μόνο αφήνει υπαρκτή την ανάγκη, αλλά κάνει και πιο
δύσκολη και κοστοβόρα την κάλυψή της στο μέλλον, εφόσον το κάθε οπλικό σύστημα
φέρνει από πίσω του την αντίστοιχη εκπαίδευση, τα αντίστοιχα ανταλλακτικά, τις
αντίστοιχες γραμμές συντήρησης, κλπ. Με άλλα λόγια, τη λάθος εξοπλιστική
επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης σήμερα τη «λούζεται» η οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση
αύριο.
Μήπως ψάχνετε μια περίπτωση που να συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά;
Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε τις MMSC, τις αμερικανικές
φρεγάτες που σπεύδει να αγοράσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κόντρα στις απαιτήσεις
της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης (αύξηση κοινωνικών και παραγωγικών
δαπανών), κόντρα στην αποτίμηση του συγκεκριμένου οπλικού συστήματος από πλήθος
παρατηρητών (από ακατάλληλο έως επικίνδυνο), κόντρα ακόμα και στις εκφρασμένες
ανάγκες του ίδιου του Π.Ν. (για φρεγάτες αντιαεροπορικής άμυνας ή πολλαπλών
ρόλων και όχι για πλοία των οποίων ο οπλισμός παραπέμπει σε ενισχυμένη πυραυλάκατο).
Οικονομική σημασία της διαφαινόμενης παραγγελίας; Το ύψος της επικείμενης
αγοράς ξεπερνά τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ με την προσθήκη της δαπάνης για
αγορά σκαφών «ενδιάμεσης λύσης» και τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών ΜΕΚΟ 200
φτάνουμε στα 5 δισεκατομμύρια ευρώ! Σημασία για την εθνική ανεξαρτησία; Η απόφαση
είναι μια άνευ προηγουμένου πράξη υποτέλειας στις ΗΠΑ υπό το βάρος των
ασφυκτικών πιέσεων που ασκούνται προς την Ελλάδα για να προβεί στη συγκεκριμένη
αγορά. Σημασία για τη δημοκρατία; Η απόφαση λαμβάνεται εν κρυπτώ, δίχως οι
πολίτες να μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη τους κατά πόσο η προτεραιότητα αυτή τη
στιγμή θα έπρεπε να είναι η αγορά νέων φρεγατών εν μέσω δεκάδων θανάτων
ημερησίως από COVID και γιγάντωσης της
ύφεσης. Στρατηγική σημασία; Η αγορά των φρεγατών θα καθορίσει το βασικό πλοίο
επιφανείας του Π.Ν για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες, και άρα θα καθορίσει
ουσιαστικά και τις δυνατότητες του κρίσιμου αυτού όπλου – ή για την ακρίβεια,
την ανυπαρξία δυνατοτήτων, εφόσον η κυβέρνηση προβεί στη συγκεκριμένη αγορά.
Αν δεν μιλήσει τώρα η Αριστερά για την τρομακτική σπατάλη άνω των 4
δισεκατομμυρίων ευρώ, πότε θα μιλήσει; Όταν οι νεκροί από την πανδημία θα
μετριούνται στις πολλές χιλιάδες; Όταν τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας
θα έχουν βουλιάξει ανεπανόρθωτα ενώ μπορούν να ενισχυθούν σήμερα με τους πόρους
που πρόκειται να δοθούν για ελαττωματικά και ακατάλληλα πλοία; Όταν οι
παραγωγικές υποδομές της χώρας, στερημένες από παραγωγικές επενδύσεις, θα έχουν
πλέον εξαλειφθεί μια και καλή στον βωμό του εξοπλιστικού παρασιτισμού; Όταν οι
δυνατότητες του Π.Ν. θα έχουν υποθηκευτεί για τα επόμενα 20-30 χρόνια;
Η πρόθεση της αγοράς των φρεγατών από την ελληνική κυβέρνηση μάς φέρνει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Ο παραλογισμός των 4+ δισ. για την αγορά ακατάλληλων όπλων κινδυνεύει να παρασύρει στο διάβα του την οικονομία, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την ίδια την άμυνα της χώρας. Αν η Αριστερά συνεχίσει να σιωπά, αν δεν αναγάγει τις MMSC σε μείζον πολιτικό ζήτημα, αν δεν διεκδικήσει τη βέλτιστη σχέση τιμής-απόδοσης για την ενίσχυση του στόλου και των ενόπλων δυνάμεων, αν δεν απαιτήσει άλλες χρηματοδοτικές προτεραιότητες για την κάλυψη άλλων κοινωνικών αναγκών, τότε ο παραλογισμός αυτός ίσως παρασύρει και την ίδια, βαθύτερα, μέσα στην έλλειψη συνάφειας στην οποία έχει εδώ και καιρό παγιδευτεί.
02 October 2020
Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας: Η ελληνική εκδοχή του τέλους της ιστορίας
Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας: Η ελληνική
εκδοχή του τέλους της ιστορίας
των Νικόλαου
Καραμπέκιου & Ηρακλή Οικονόμου
Ο
εξευρωπαϊσμός, η βαθμιαία μετάβαση και υιοθέτηση ευρωπαϊκών προτύπων συμπεριφοράς
και διακυβέρνησης, αποτέλεσε την προκριμένη εθνική πολιτική για την
αντιμετώπιση και διαχείριση της Τουρκίας από την πλευρά της Ελλάδας. Με άλλα
λόγια, η ελληνική προσέγγιση διαχείρισης των τουρκικών διεκδικήσεων διέπετο από
την βασική παραδοχή ότι στο βαθμό που η Τουρκία επεδίωκε να γίνει μέλος της ΕΕ,
αυτές οι ακραίες διεκδικήσεις θα λειαίνονταν και θα ‘εγκλωβίζονταν’ στο πλαίσιο
της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με αποτέλεσμα να απομειωθεί το ακραία
ρεαλιστικό τους ενδεχόμενο, δηλαδή, η πιθανότητα πολεμικής αναμέτρησης. Αυτό θα
γινόταν στον βαθμό που οι τουρκικές κοινότητες άσκησης δημόσιας πολιτικής θα
γίνονταν κοινωνοί και υπερασπιστές των αρχών της διαπραγμάτευσης, της ειρηνικής
συμβίωσης, της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, κλπ. υιοθετώντας το ευρωπαϊκό πλαίσιο
άσκησης πολιτικής. Αυτή η υπόθεση εργασίας αποτέλεσε την κεντρική πολιτική
παραδοχή όλων των πρόσφατων ελληνικών κυβερνήσεων. Η συγκεκριμένη παραδοχή
συνοδευόταν από έναν ευρύτερο πλαίσιο θέσεων που τόνιζαν τη δυνητική προστασία
των εθνικών συνόρων μέσα από ευρωπαϊκού επιπέδου στρατιωτικές δομές καθώς και
την κυρίαρχη σημασία των οικονομικών κινήτρων που διατίθενται από την ΕΕ προς
την Τουρκία ως μέσο κατευνασμού.
Η λογική
συνοχή του παραπάνω πλαισίου αναφοράς είχε να κάνει με την εκπεφρασμένη
επιδίωξη της Τουρκίας να αποτελέσει μέλος της ΕΕ. Δηλαδή, μόνο εάν η Τουρκία ήθελε
να γίνει μέλος της ΕΕ θα αποδεχόταν το κόστος που θα εμπεριείχε η υιοθέτηση των
παραπάνω αρχών του δημοκρατικού διαλόγου και της ανεκτικότητας, κάτι που με την
σειρά του θα οδηγούσε στην απεμπόληση του μέχρι τώρα μοντέλου διακυβέρνησης και
δημόσιας πρακτικής, η οποία χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό και έλλειμμα
δημοκρατίας. Εάν αποφάσιζε ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο δεν της είναι αρεστό ή/και
ωφέλιμο, τότε το παραπάνω πλαίσιο αναφοράς έχανε την έλξη του. Γιατί να υποστεί
κάποιος τη βάσανο των δημοκρατικών ιδεωδών όταν δεν έχει να κερδίσει κάτι; Δεν
αναφερόμαστε φυσικά στον στόχο της εργαλειακής και à la carte πρόσβασης σε
ευρωπαϊκά κονδύλια, που παραμένει για την Τουρκία, αλλά στη μόνιμη και οριστική
πρόσδεση στο ευρωπαϊκό άρμα που απεδείχθη απλώς ένα ελληνικό wishful thinking.
Αυτό το
ενδεχόμενο δεν απασχόλησε ποτέ τον ελληνικό δημόσιο διάλογο με αποτέλεσμα, τώρα
που γίνεται εμφανές ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν αποτελεί στόχο της
Τουρκικής εθνικής πολιτικής, η χώρα να μην έχει επεξεργασμένα σενάρια άσκησης
πολιτικής. Με άλλα λόγια, όλη η πολιτική τάξη της Ελλάδας έχοντας αποδεχθεί ότι
το ενδεχόμενο της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ θα αποτελούσε το κύριο και
αποκλειστικό εργαλείο διαχείρισης του τουρκικού αναθεωρητισμού, βρίσκεται τώρα
μπροστά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο ανυπαρξίας εναλλακτικών σεναρίων συνύπαρξης με
τον εξ ανατολών γείτονά της.
Η απόδοση
στην έννοια του εξευρωπαϊσμού τόσο μεγάλη σημασία στις διακρατικές σχέσεις της
χώρας μπορεί να ιδωθεί μέσα από το σχήμα του τέλους της ιστορίας του Φουκουγιάμα
(1992). Γνωστή η προσέγγιση: η ιστορία, ως μία δυναμική διαδικασία μεταξύ
αντιμαχόμενων ιδεολογικών, πολιτισμικών και πολιτικών δυνάμεων, υποτίθεται ότι
θα έληγε με την κατάρρευση του μπλοκ των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και την
κατίσχυση των φιλελεύθερων, δυτικών αξιών και δημοκρατιών. Η πρόβλεψη
αποδείχθηκε καταφανώς λάθος, όπως έδειξαν μεταξύ άλλων η άνοδος της Κίνας και η
ανασύνταξη της Ρωσίας. Έτσι και στη δική μας περίπτωση, με το να αποδώσουν στο
ενδεχόμενο του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας τόσο μεγάλη αξία διέλαθε της προσοχής
των εγχώριων διαμορφωτών πολιτικής το ενδεχόμενο η πρόσδεση στις φιλελεύθερες
αξίες της ΕΕ να μην αποτελέσει τελικό σκοπό της Τουρκικής εθνικής πολιτικής. Το
να θεωρήσουν οι Έλληνες διαμορφωτές πολιτικής ότι η ιδεολογική και πολιτική
διαμάχη με την Τουρκία επρόκειτο να λήξει πάνω στη βάση του ιδεολογήματος της ευρωπαϊκής
πρόσδεσης της Τουρκίας παραγνώρισε τις
ενέργειες και συμπεριφορές της ίδιας της Τουρκίας. Η εγχώρια κοινότητα
διαμόρφωσης πολιτικής διαχρονικά παρερμήνευε σειρά κινήσεων της γειτονικής
χώρας που δεν εντάσσονταν στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο. Πλήθος επιλογών της
γείτονας χώρας εντάσονται σε ένα σαφώς περισσότερο ενεργητικό μοντέλο
διακρατικής συμπεριφοράς (και δεν αναφερόμαστε μόνο στις εξωτερικές της σχέσεις
αλλά και στην τεχνολογική και βιομηχανική της πολιτική) μιας χώρας
αποφασισμένης να συγγράψει δυναμικά και αυτόνομα την ιστορία της.
Οι προθέσεις
της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής βασίζονταν σε έναν ευσεβή πόθο. Ο
αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο του
Ελσίνκι σημείωνε εκείνη την περίοδο: «Για τη χώρα μας ο εξευρωπαϊσμός
της Τουρκίας αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να εξομαλυνθούν οι
οποιεσδήποτε διενέξεις και να οικοδομηθεί σε στέρεα βάση η ασφάλεια, η
σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την περιοχή της Βαλκανικής
και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στην πορεία του εξευρωπαϊσμού
της Τουρκίας, όσο περνά ο χρόνος, θα αυξάνονται τα πολιτικά και
οικονομικά οφέλη που θα αποκομίζει η χώρα μας» (Ροκόφυλλος 1999). Τα οφέλη αυτά, όμως, βασίζονταν σε μια υπόθεση
εργασίας: ότι η Τουρκία θα επεδίωκε πράγματι, σταθερά και με συνέπεια τον
μετασχηματισμό της που θα καθιστούσε δυνατή την ένταξή της στην ΕΕ, και άρα ότι
η Ελλάδα θα της ήταν αναγκαία σε αυτή την προσπάθεια. Το ενδεχόμενο αλλαγής
προσανατολισμού της Τουρκίας δεν ελήφθη ποτέ σοβαρά υπόψη.
Και μπορεί η
ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ να αποτελεί πράγματι ένα επίτευγμα της ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ερμηνευτικό σφάλμα πάνω στο
οποίο βασίστηκε η ελληνική προσέγγιση. Αν είχαμε να κάνουμε με μια αποδοχή από
την Ελλάδα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας σε επίπεδο τακτικής ώστε να
προωθηθεί η ένταξη της Κύπρου τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Το πρόβλημα προέκυψε
από την υιοθέτηση από την Ελλάδα (σε επίπεδο στρατηγικής σκέψης) της υπόθεσης
ότι η Τουρκία θα δρούσε πλέον με τρόπο που θα της εξασφάλιζε τη συμμετοχή της
στη διεύρυνση της ΕΕ. Κοινώς, αντί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας να
αποτελέσει τακτικό εργαλείο για την ελληνική εξωτερική πολιτική, κι ένα
ενδεχόμενο μεταξύ πολλών άλλων, μετετράπη σε στρατηγικό θεμέλιο αυτής της πολιτικής.
Οι Έλληνες
διεθνολόγοι πρωτοστάτησαν στην πρόταξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας,
συμβάλλοντας στην αδράνεια που προέκυψε. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος (2017) παρουσιάζει
ως εξής το σκεπτικό της προώθησης αυτής της προοπτικής: «Το 2005 η ευρωπαϊκή
προοπτική της Τουρκίας συγκέντρωνε την αποδοχή του 74% της τουρκικής κοινωνίας.
Για τη Δύση μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια απόδειξη ότι το Ισλάμ, η
δημοκρατία και η νεωτερικότητα μπορούν να συνυπάρξουν. Η επιτυχία του
εγχειρήματος θα ξόρκιζε το σκοτεινό σενάριο του Χάντιγκτον για τη σύγκρουση των
πολιτισμών. Η Τουρκία θα αποτελούσε το μοντέλο για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό
κόσμο. Για την Ελλάδα η προοπτική μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής Τουρκίας θα
σήμαινε άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητας και ειρηνική συνύπαρξη». Η σύγχυση
ιδεολογίας, επιθυμίας και πραγματικότητας είναι αξιοπρόσεκτη: η ανάλυση και η
πρόβλεψη της πραγματικότητας (ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας) βασιζόταν στην
προσμονή επιθυμητών ιδεολογικών αποτελεσμάτων (διάψευση του Χάντινγκτον,
συνύπαρξη Ισλάμ και δημοκρατίας, κλπ.), αντί να συμβαίνει το αντίθετο - αντί
δηλαδή το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να βασιστεί στην ορθή
ανάλυση και πρόβλεψη της πραγματικότητας.
Πώς μπορεί
να ερμηνευθεί αυτή η αποτυχία πολιτικών και διεθνολόγων να προβλέψουν την
εξέλιξη της Τουρκίας σε επίπεδο διεθνούς προσανατολισμού της; Καταρχήν, το
σχήμα του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας εξυπηρέτησε τον προσανατολισμό μιας χώρας
όπως η Ελλάδα, η οποία ουσιαστικά επεδίωκε να δικαιολογήσει την υποκατάσταση
της δικής της εξωτερικής πολιτικής από τις προτεραιότητες των Ευρωπαίων συμμάχων
της. Η σύναψη συμμαχιών για μια χώρα που διαθέτει αυτόνομο εξωτερικό
προσανατολισμό είναι μέσο και όχι σκοπός πολιτικής. Στην περίπτωσή της Ελλάδας,
ο σκοπός υποκαταστάθηκε από το μέσο: η Ευρώπη ως σκοπός και ως μέσο θα ωφελούσε
σε κάθε περίπτωση την Ελλάδα, είτε αλλάζοντας την Τουρκία προς το
δημοκρατικότερο και το ειρηνικότερο, είτε αποκλείοντας την Τουρκία από τη
διαδικασία ολοκλήρωσης και προσδίδοντας έτσι στρατηγικό πλεονέκτημα στην
Ελλάδα. Και να, όμως, που εν έτει 2020 η Τουρκία είναι «απ’ έξω» χωρίς η Ελλάδα
να απολαμβάνει του υποτιθέμενου πλεονεκτήματος που θα της προσέδιδε αυτομάτως ο
αποκλεισμός της Τουρκίας από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Με άλλα
λόγια, σε επίπεδο στοχασμού και ανάλυσης η Ελλάδα παρέμεινε προσκολλημένη στο
εννοιολογικό δίπολο ένταξη / μη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, αντί να δει και να
προβλέψει εγκαίρως το πραγματικό δίπολο που θα προέκυπτε στην πορεία:
αποτελεσματική / αναποτελεσματική ανάσχεση μιας αυτονομημένης και
ισχυροποιημένης Τουρκίας. Ουσιαστική, η ελληνική προσέγγιση αποτέλεσε
αντανάκλαση της ελληνικής κατάστασης και προβολή της στην Τουρκία: η Τουρκία θα
αποκτούσε σχέσεις εξάρτησης με την ευρωπαϊκή της προοπτική και άρα θα έκανε τα
πάντα για να την υλοποιήσει. Αυτό που ισχύει όμως για την Ελλάδα απεδείχθη
περίτρανα ότι δεν ισχύει για την Τουρκία - μια χώρα που δεν διστάζει τη μία
μέρα να καταρρίπτει ρωσικό αεροσκάφος και την άλλη να αγοράζει τελευταίας
τεχνολογίας ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους αγνοώντας τη βούληση των ΗΠΑ
και του ΝΑΤΟ, και που δεν διστάζει εξίσου να επέμβει στρατιωτικά στη Συρία ή
στη Λιβύη για να προασπίσει ό,τι αντιλαμβάνεται ως εθνικό της συμφέρον.
Ουσιαστικά,
πίσω από την παρανόηση του πώς θα εξελισσόταν ο διεθνής τουρκικός
προσανατολισμός κρύβεται μια βαθύτερη παρανόηση: η υπερεκτίμηση της ΕΕ ως πόλος
έλξης μιας χώρας σαν την Τουρκία. Η βάση αυτής της υπερεκτίμησης είναι
ιδεολογική: η προσκόλληση του κατεστημένου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
σε έναν παρωχημένο ευρωπαϊσμό ο οποίος άκριτα υπέθετε ότι το «καρότο» της
ένταξης θα ήταν τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλλει μια συγκεκριμένη «πειθάρχηση»
στην Τουρκία προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων. Ακόμα και τώρα που είναι
ξεκάθαρο ότι το ελληνικό «στοίχημα» αναφορικά με την ελκυστικότητα της ΕΕ και
της ένταξής της σ’ αυτήν απέτυχε παταγωδώς, ο παρατηρητής των διεθνών σχέσεων
και της εξωτερικής πολιτικής δεν θα διαβάσει πουθενά ένα σύντομο έστω σχόλιο για
την αδυναμία της ΕΕ να αποτελέσει πραγματικό θεμέλιο της ελληνικής στρατηγικής
μετασχηματισμού της τουρκικής απειλής. Η mainstream ανάγνωση είναι ότι η
Τουρκία απομακρύνθηκε από την Ένωση επειδή εντός της κυριάρχησε η εθνικιστική
και ισλαμιστική μερίδα των εγχώριων ελίτ. Κι όμως, αυτό το ενδεχόμενο είχε
επισημανθεί από νωρίς: «Αν και υπάρχει μια ξεκάθαρη ευρωπαϊστική πλειοψηφία
εντός του πληθυσμού, υπάρχουν σημαίνουσες εθνικιστικές και ισλαμιστικές ομάδες
που ισχυρίζονται ότι για λόγους εθνικού συμφέροντος, θρησκείας και κουλτούρας,
το μέλλον της Τουρκίας δεν βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (MacLennan
2009: 23). Χωρίς να αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της παρατήρησης, ισχυριζόμαστε
ότι η απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρώπη πρέπει να ειδωθεί παράλληλα και
ως μια αποτυχία της Ένωσης - ή, ακριβέστερα, ως μια ένδειξη των ορίων της
πολυδιαφημισμένης μετασχηματιστικής επίδρασης της ΕΕ στην Τουρκία ως υπό ένταξη
χώρα. Σε αυτή την επίδραση πόνταρε η Ελλάδα, δίχως να υπάρχει καμία ένδειξη ότι
το ποντάρισμα απέφερε τα αναμενόμενα κέρδη.
Ακόμα
χειρότερα, μην αναγνωρίζοντας την αποτυχία της ευρωπαϊκής προοπτικής της
Τουρκίας ως βασικό εργαλείο της ελληνικής διπλωματίας, η Ελλάδα κινδυνεύει να
μην αντλήσει ούτε καν τα απαραίτητα διδάγματα από αυτό το λάθος ποντάρισμα.
Καταρχήν, η ΕΕ δεν απεδείχθη αρκετά σημαντική και απαραίτητη για την Τουρκία,
για να το θέσουμε ωμά. Αφενός, η έλλειψη βούλησης από συγκεκριμένα κράτη-μέλη
να αποδεχθούν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ μείωσε περαιτέρω την ισχύ της
ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Αφετέρου, το διπλωματικό μέγεθος της Ένωσης ως
ενιαίου «παίκτη» στη διεθνή σκακιέρα είναι σαφώς μικρότερο πρακτικά, «στο
έδαφος», απ’ ό,τι θα ήθελε η ευρωπαϊστική ρητορεία της Κομισιόν. Κι αν αυτό
ισχύει μία φορά ως γενική παρατήρηση, ισχύει πολλαπλάσια για μια χώρα όπως η
Τουρκία που φαίνεται να χαράσσει μια αυτόνομη πορεία έναντι τόσο της Ευρώπης
όσο και των ΗΠΑ.
Βιβλιογραφία
Αρβανιτόπουλος,
Κωνσταντίνος (2017), «Οι Σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας», Τα Νέα, 9 Οκτωβρίου 2017. Διαθέσιμο σε: https://www.tanea.gr/2017/10/09/opinions/oi-sxeseis-eyrwpis-toyrkias/
Ροκόφυλλος,
Χρήστος (1999), «Τα πλεονεκτήματα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας», Ημερησία, 20 Δεκεμβρίου 1999.
Φουκουγιάμα,
Φράνσις (1992), Το Τέλος της Ιστορίας και
ο Τελευταίος Άνθρωπος, Αθήνα: Λιβάνης.
MacLennan, Julio Crespo (2009), ‘The EU-Turkey Negotiations: Between the
Siege of Vienna and the Reconquest of Constantinopole’, σε Constantine Arvanitopoulos (επιμ.), Turkey’s Accession to the European Union: An Unusual Candidacy, Βερολίνο: Springer, σελ.
21-30.