Pages

13 November 2020

Πότε θα ασχοληθεί η Αριστερά με τους εξοπλισμούς;






Πότε θα ασχοληθεί η Αριστερά με τους εξοπλισμούς;

 

Η ενδεχόμενη απόφαση αγοράς των αμερικανικών φρεγατών από την ελληνική κυβέρνηση είναι το σημείο χωρίς επιστροφή.

 

του Ηρακλή Οικονόμου

 

Η συζήτηση για τη δαπάνη άνω των 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά τεσσάρων φρεγατών MMSC από τις ΗΠΑ δεν προδίδει μόνο την απύθμενη υποτέλεια της χώρας και της κυβέρνησης, η οποία πάει να αγοράσει ένα σκανδαλωδώς ακατάλληλο και πανάκριβο σκάφος υπακούοντας στην επιθυμία της αμερικανικής βιομηχανίας όπλων. Προδίδει και την ανεπάρκεια της ελληνικής αριστεράς – των κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται τέλος πάντων εντός της – η οποία με ελάχιστες εκλάμψεις και εξαιρέσεις δεν έχει να πει τίποτε συγκεκριμένο για την πολιτική εξοπλισμών της χώρας. Από το «πρώτη φορά αριστερά» που άφησε απ’ έξω τη θέση του επικεφαλής του υπουργείου Εθνικής Άμυνας μέχρι τη βουβαμάρα στο τωρινό εξοπλιστικό πάρτι στο οποίο επιδίδεται η κυβέρνηση με πρόφαση την τουρκική επιθετικότητα, ένας είναι ο κοινός παρονομαστής: η απουσία σύνδεσης μεταξύ Αριστεράς και εξοπλιστικής πολιτικής.

 

Όλο αυτό είναι αρκετά παράδοξο, δεδομένης της σημασίας των εξοπλισμών σε όλα τα επίπεδα. Εξηγείται, όμως, μέσα από μια σειρά αιτιών:

- Οι εξοπλισμοί συχνά γίνονται κατανοητοί ως ένα αμιγώς τεχνικό ζήτημα, δεδομένης της τεχνολογικής συνθετότητας και όλων των υπόλοιπων στρατηγικών πτυχών που εμπεριέχει μια εξοπλιστική απόφαση. Και η έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης περί των εξοπλιστικών στις γραμμές της Αριστεράς καθιστά δυσκολότερη τη σύνδεσή της με τον συγκεκριμένο τομέα πολιτικής.

- Οι εξοπλισμοί θεωρούνται ζήτημα που αφορά τη στρατιωτική εξουσία, τους αρχηγούς των όπλων, τους αξιωματικούς, τους χρήστες των όπλων, και όχι την πολιτική εξουσία η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι άσχετη και στη χειρότερη παίρνει μίζες.

- Η ύπαρξη της αντικειμενικής απειλής από την Τουρκία προσδίδει στα εξοπλιστικά ζητήματα έναν «υπαρξιακό» χαρακτήρα, και άρα οι όποιες διαφωνίες υποτίθεται ότι οφείλουν να υποτάσσονται στον στόχο της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.

- Οι αγορές οπλικών συστημάτων συνδέονται με τα συμφέροντα των χωρών που τα παράγουν και με τους εγχώριους πλασιέ τους, και η Αριστερά δεν θέλει να φανεί ότι ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο ξένο συμφέρον.

- Η Αριστερά εμφανίζει ευρύτερη αδυναμία άρθρωσης προγραμματικού λόγου, και άρα οι εξοπλισμοί εντάσσονται σε μια γενική τάση έλλειψης συγκεκριμένων πολιτικών προσαρμοσμένων σε συγκεκριμένους τομείς.

 

Στην πραγματικότητα, όμως, οι εξοπλισμοί είναι ένα πεδίο με το οποίο θα έπρεπε κατεξοχήν να ασχοληθεί η Αριστερά. Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον τέσσερις λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο θα έπρεπε να θεωρείται απολύτως δεδομένο.

 

1) Οι εξοπλισμοί έχουν τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο

Αυτό ισχύει γενικά, αλλά ισχύει και ειδικότερα για μια χώρα σαν την Ελλάδα που το 2019 διοχέτευσε σε αμυντικές δαπάνες το 5,4% των δημοσίων δαπανών της και το 2,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (σύμφωνα με το SIPRI). Η αποδοχή αυτής της αιμορραγίας ισοδυναμεί με αποδοχή του κυρίαρχου δημοσιονομικού μοντέλου, αποδοχή του παρασιτικού χαρακτήρα ενός μεγάλου μέρους των δημοσίων δαπανών, αποδοχή των αντιπαραγωγικών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, ισοδυναμεί και με αποδοχή των κοινωνικών δυνάμεων που επωφελούνται από αυτή την αιμορραγία – των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών παραγωγής όπλων, των εγχώριων διαμεσολαβητών τους, και ενός συμπλέγματος πολιτικής, στρατιωτικής και διανοητικής εξουσίας που νομιμοποιεί και αναπαράγει τις δυνάμεις αυτές. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, με άλλα λόγια, περνάει μέσα από την ελάφρυνση του βάρους των αμυντικών δαπανών. Από εκεί περνάει και η προώθηση ενός εναλλακτικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, σε μια περίοδο που οι στρατιωτικές παραγγελίες εμφανίζονται περίπου ως σωτηρία για την απασχόληση και την εγχώρια παραγωγή. Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικές δαπάνες είναι de facto παρασιτικές, ακόμα κι αν κάποια ψίχουλα επιστρέφουν στη χώρα με τη μορφή εγχώριου έργου, και είναι δουλειά της Αριστεράς να δείξει ότι τα δισεκατομμύρια που δαπανώνται για βόμβες και πυραύλους θα παρήγαγαν περισσότερες θέσεις εργασίας και θα τροφοδοτούσαν πραγματικά την ανάπτυξη και την αειφορία εάν διοχετεύονταν ως παραγωγικές επενδύσεις στην εγχώρια μη πολεμική οικονομία.

 

2) Οι εξοπλισμοί είναι πρωτίστως ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας

Το κατά πόσο μια χώρα αγορά αγοράζει όπλα για να ικανοποιήσει ξένες δυνάμεις ή δικές της αμυντικές ανάγκες άπτεται της ουσίας της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας αυτής. Η ιστορία των ελληνικών εξοπλιστικών αποφάσεων είναι, με εξαιρέσεις, η ιστορία της υποτέλειας του ελληνικού κράτους και της εξάρτησής του από τις ΗΠΑ, καταρχήν, και από την Ευρ. Ένωση και τα πρωταγωνιστικά κράτη-μέλη της, κατά δεύτερον. Άρα, εάν στα σοβαρά η Αριστερά ισχυρίζεται ότι θέλει να εξασφαλίσει μια νέα διεθνή θέση για τη χώρα, τότε πρέπει εξίσου στα σοβαρά να ασχοληθεί με τα κριτήρια με τα οποία λαμβάνονται οι εξοπλιστικές αποφάσεις, να ασκήσει κριτική στα κριτήρια αυτά, και να εξηγήσει πώς η δική της εξουσία θα προτάξει τις εγχώριες αμυντικές ανάγκες έναντι των αναγκών των ξένων βιομηχανιών όπλων. Όσο δεν το κάνει, τόσο πιο κούφια κάνει να φαίνεται η περί της εθνικής ανεξαρτησίας ρητορική της.

 

3) Οι εξοπλισμοί αφορούν άμεσα την ποιότητα της δημοκρατίας

Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην Ελλάδα αφορούν την αγορά όπλων, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες υψηλού προφίλ προφυλακίσεις πολιτικών προσώπων αφορούν εξοπλιστικές αποφάσεις πρώην υπουργών εθνικής άμυνας. Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνουν χώρα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και από την οποιαδήποτε εποπτεία, με μόνη υποτιθέμενη ασφαλιστική δικλείδα τη γνώμη της στρατιωτικής εξουσίας. Η ασφαλιστική δικλείδα αυτή είναι βεβαίως από σαθρή έως ανύπαρκτη, διότι και οι στρατιωτικοί έχουν κι αυτοί τις προτιμήσεις τους αναφορικά με ξένες χώρες, ξένες βιομηχανίες όπλων, και πάει λέγοντας – δεν απολαμβάνουν μια κάποιου είδους μαγική αυτονομία έναντι της επιρροής του ξένου παράγοντα. Εάν η Αριστερά επιθυμεί να ισχυροποιήσει τη βούληση των πολλών, θα πρέπει να διεκδικήσει την ενσωμάτωση των εξοπλιστικών θεμάτων στην ατζέντα του δημοσίου διαλόγου. Δεν νοείται πλατύς εκδημοκρατισμός του κράτους και του πολιτικού συστήματος που θα αφήνει απ’ έξω τη διαχείριση των δισεκατομμυρίων του αμυντικού προϋπολογισμού.

 

4) Οι εξοπλισμοί καθορίζουν τις αμυντικές και εν πολλοίς στρατηγικές δυνατότητες μιας χώρας

Ο τέταρτος παράγοντας είναι και ο πιο ευνόητος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός για την Αριστερά. Και δεν είναι μόνο το θέμα της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας, που από την εποχή του ΕΑΜ έχει εγγραφεί στο DNA της εγχώριας ριζοσπαστικής παράδοσης και που προφανώς καθορίζεται καίρια από την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων. Αποφάσεις που υποσκάπτουν την άμυνα της χώρας όταν η Αριστερά είναι στην αντιπολίτευση επιδρούν καίρια στο στρατηγικό τοπίο μέσα στο οποίο θα κληθεί να κινηθεί η Αριστερά ως κυβέρνηση. Η μη κάλυψη εξοπλιστικών αναγκών σημαίνει τη διαιώνιση των αναγκών αυτών στο μέλλον. Και η κάλυψη των αναγκών με εντελώς λάθος τρόπο, δηλαδή με πανάκριβα οπλικά συστήματα μηδενικής προστιθέμενης στρατηγικής αξίας, είναι ακόμα χειρότερη καθώς όχι μόνο αφήνει υπαρκτή την ανάγκη, αλλά κάνει και πιο δύσκολη και κοστοβόρα την κάλυψή της στο μέλλον, εφόσον το κάθε οπλικό σύστημα φέρνει από πίσω του την αντίστοιχη εκπαίδευση, τα αντίστοιχα ανταλλακτικά, τις αντίστοιχες γραμμές συντήρησης, κλπ. Με άλλα λόγια, τη λάθος εξοπλιστική επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης σήμερα τη «λούζεται» η οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση αύριο.

 

Μήπως ψάχνετε μια περίπτωση που να συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά; Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε τις MMSC, τις αμερικανικές φρεγάτες που σπεύδει να αγοράσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κόντρα στις απαιτήσεις της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης (αύξηση κοινωνικών και παραγωγικών δαπανών), κόντρα στην αποτίμηση του συγκεκριμένου οπλικού συστήματος από πλήθος παρατηρητών (από ακατάλληλο έως επικίνδυνο), κόντρα ακόμα και στις εκφρασμένες ανάγκες του ίδιου του Π.Ν. (για φρεγάτες αντιαεροπορικής άμυνας ή πολλαπλών ρόλων και όχι για πλοία των οποίων ο οπλισμός παραπέμπει σε ενισχυμένη πυραυλάκατο).

 

Οικονομική σημασία της διαφαινόμενης παραγγελίας; Το ύψος της επικείμενης αγοράς ξεπερνά τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ με την προσθήκη της δαπάνης για αγορά σκαφών «ενδιάμεσης λύσης» και τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών ΜΕΚΟ 200 φτάνουμε στα 5 δισεκατομμύρια ευρώ! Σημασία για την εθνική ανεξαρτησία; Η απόφαση είναι μια άνευ προηγουμένου πράξη υποτέλειας στις ΗΠΑ υπό το βάρος των ασφυκτικών πιέσεων που ασκούνται προς την Ελλάδα για να προβεί στη συγκεκριμένη αγορά. Σημασία για τη δημοκρατία; Η απόφαση λαμβάνεται εν κρυπτώ, δίχως οι πολίτες να μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη τους κατά πόσο η προτεραιότητα αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να είναι η αγορά νέων φρεγατών εν μέσω δεκάδων θανάτων ημερησίως από COVID και γιγάντωσης της ύφεσης. Στρατηγική σημασία; Η αγορά των φρεγατών θα καθορίσει το βασικό πλοίο επιφανείας του Π.Ν για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες, και άρα θα καθορίσει ουσιαστικά και τις δυνατότητες του κρίσιμου αυτού όπλου – ή για την ακρίβεια, την ανυπαρξία δυνατοτήτων, εφόσον η κυβέρνηση προβεί στη συγκεκριμένη αγορά.

 

Αν δεν μιλήσει τώρα η Αριστερά για την τρομακτική σπατάλη άνω των 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, πότε θα μιλήσει; Όταν οι νεκροί από την πανδημία θα μετριούνται στις πολλές χιλιάδες; Όταν τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας θα έχουν βουλιάξει ανεπανόρθωτα ενώ μπορούν να ενισχυθούν σήμερα με τους πόρους που πρόκειται να δοθούν για ελαττωματικά και ακατάλληλα πλοία; Όταν οι παραγωγικές υποδομές της χώρας, στερημένες από παραγωγικές επενδύσεις, θα έχουν πλέον εξαλειφθεί μια και καλή στον βωμό του εξοπλιστικού παρασιτισμού; Όταν οι δυνατότητες του Π.Ν. θα έχουν υποθηκευτεί για τα επόμενα 20-30 χρόνια;

 

Η πρόθεση της αγοράς των φρεγατών από την ελληνική κυβέρνηση μάς φέρνει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Ο παραλογισμός των 4+ δισ. για την αγορά ακατάλληλων όπλων κινδυνεύει να παρασύρει στο διάβα του την οικονομία, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την ίδια την άμυνα της χώρας. Αν η Αριστερά συνεχίσει να σιωπά, αν δεν αναγάγει τις MMSC σε μείζον πολιτικό ζήτημα, αν δεν διεκδικήσει τη βέλτιστη σχέση τιμής-απόδοσης για την ενίσχυση του στόλου και των ενόπλων δυνάμεων, αν δεν απαιτήσει άλλες χρηματοδοτικές προτεραιότητες για την κάλυψη άλλων κοινωνικών αναγκών, τότε ο παραλογισμός αυτός ίσως παρασύρει και την ίδια, βαθύτερα, μέσα στην έλλειψη συνάφειας στην οποία έχει εδώ και καιρό παγιδευτεί.

02 October 2020

Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας: Η ελληνική εκδοχή του τέλους της ιστορίας






Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας: Η ελληνική εκδοχή του τέλους της ιστορίας

 

των Νικόλαου Καραμπέκιου & Ηρακλή Οικονόμου

 

Ο εξευρωπαϊσμός, η βαθμιαία μετάβαση και υιοθέτηση ευρωπαϊκών προτύπων συμπεριφοράς και διακυβέρνησης, αποτέλεσε την προκριμένη εθνική πολιτική για την αντιμετώπιση και διαχείριση της Τουρκίας από την πλευρά της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, η ελληνική προσέγγιση διαχείρισης των τουρκικών διεκδικήσεων διέπετο από την βασική παραδοχή ότι στο βαθμό που η Τουρκία επεδίωκε να γίνει μέλος της ΕΕ, αυτές οι ακραίες διεκδικήσεις θα λειαίνονταν και θα ‘εγκλωβίζονταν’ στο πλαίσιο της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με αποτέλεσμα να απομειωθεί το ακραία ρεαλιστικό τους ενδεχόμενο, δηλαδή, η πιθανότητα πολεμικής αναμέτρησης. Αυτό θα γινόταν στον βαθμό που οι τουρκικές κοινότητες άσκησης δημόσιας πολιτικής θα γίνονταν κοινωνοί και υπερασπιστές των αρχών της διαπραγμάτευσης, της ειρηνικής συμβίωσης, της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, κλπ. υιοθετώντας το ευρωπαϊκό πλαίσιο άσκησης πολιτικής. Αυτή η υπόθεση εργασίας αποτέλεσε την κεντρική πολιτική παραδοχή όλων των πρόσφατων ελληνικών κυβερνήσεων. Η συγκεκριμένη παραδοχή συνοδευόταν από έναν ευρύτερο πλαίσιο θέσεων που τόνιζαν τη δυνητική προστασία των εθνικών συνόρων μέσα από ευρωπαϊκού επιπέδου στρατιωτικές δομές καθώς και την κυρίαρχη σημασία των οικονομικών κινήτρων που διατίθενται από την ΕΕ προς την Τουρκία ως μέσο κατευνασμού.

 

Η λογική συνοχή του παραπάνω πλαισίου αναφοράς είχε να κάνει με την εκπεφρασμένη επιδίωξη της Τουρκίας να αποτελέσει μέλος της ΕΕ. Δηλαδή, μόνο εάν η Τουρκία ήθελε να γίνει μέλος της ΕΕ θα αποδεχόταν το κόστος που θα εμπεριείχε η υιοθέτηση των παραπάνω αρχών του δημοκρατικού διαλόγου και της ανεκτικότητας, κάτι που με την σειρά του θα οδηγούσε στην απεμπόληση του μέχρι τώρα μοντέλου διακυβέρνησης και δημόσιας πρακτικής, η οποία χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό και έλλειμμα δημοκρατίας. Εάν αποφάσιζε ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο δεν της είναι αρεστό ή/και ωφέλιμο, τότε το παραπάνω πλαίσιο αναφοράς έχανε την έλξη του. Γιατί να υποστεί κάποιος τη βάσανο των δημοκρατικών ιδεωδών όταν δεν έχει να κερδίσει κάτι; Δεν αναφερόμαστε φυσικά στον στόχο της εργαλειακής και à la carte πρόσβασης σε ευρωπαϊκά κονδύλια, που παραμένει για την Τουρκία, αλλά στη μόνιμη και οριστική πρόσδεση στο ευρωπαϊκό άρμα που απεδείχθη απλώς ένα ελληνικό wishful thinking.

 

Αυτό το ενδεχόμενο δεν απασχόλησε ποτέ τον ελληνικό δημόσιο διάλογο με αποτέλεσμα, τώρα που γίνεται εμφανές ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν αποτελεί στόχο της Τουρκικής εθνικής πολιτικής, η χώρα να μην έχει επεξεργασμένα σενάρια άσκησης πολιτικής. Με άλλα λόγια, όλη η πολιτική τάξη της Ελλάδας έχοντας αποδεχθεί ότι το ενδεχόμενο της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ θα αποτελούσε το κύριο και αποκλειστικό εργαλείο διαχείρισης του τουρκικού αναθεωρητισμού, βρίσκεται τώρα μπροστά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο ανυπαρξίας εναλλακτικών σεναρίων συνύπαρξης με τον εξ ανατολών γείτονά της.

 

Η απόδοση στην έννοια του εξευρωπαϊσμού τόσο μεγάλη σημασία στις διακρατικές σχέσεις της χώρας μπορεί να ιδωθεί μέσα από το σχήμα του τέλους της ιστορίας του Φουκουγιάμα (1992). Γνωστή η προσέγγιση: η ιστορία, ως μία δυναμική διαδικασία μεταξύ αντιμαχόμενων ιδεολογικών, πολιτισμικών και πολιτικών δυνάμεων, υποτίθεται ότι θα έληγε με την κατάρρευση του μπλοκ των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και την κατίσχυση των φιλελεύθερων, δυτικών αξιών και δημοκρατιών. Η πρόβλεψη αποδείχθηκε καταφανώς λάθος, όπως έδειξαν μεταξύ άλλων η άνοδος της Κίνας και η ανασύνταξη της Ρωσίας. Έτσι και στη δική μας περίπτωση, με το να αποδώσουν στο ενδεχόμενο του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας τόσο μεγάλη αξία διέλαθε της προσοχής των εγχώριων διαμορφωτών πολιτικής το ενδεχόμενο η πρόσδεση στις φιλελεύθερες αξίες της ΕΕ να μην αποτελέσει τελικό σκοπό της Τουρκικής εθνικής πολιτικής. Το να θεωρήσουν οι Έλληνες διαμορφωτές πολιτικής ότι η ιδεολογική και πολιτική διαμάχη με την Τουρκία επρόκειτο να λήξει πάνω στη βάση του ιδεολογήματος της ευρωπαϊκής πρόσδεσης της Τουρκίας  παραγνώρισε τις ενέργειες και συμπεριφορές της ίδιας της Τουρκίας. Η εγχώρια κοινότητα διαμόρφωσης πολιτικής διαχρονικά παρερμήνευε σειρά κινήσεων της γειτονικής χώρας που δεν εντάσσονταν στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο. Πλήθος επιλογών της γείτονας χώρας εντάσονται σε ένα σαφώς περισσότερο ενεργητικό μοντέλο διακρατικής συμπεριφοράς (και δεν αναφερόμαστε μόνο στις εξωτερικές της σχέσεις αλλά και στην τεχνολογική και βιομηχανική της πολιτική) μιας χώρας αποφασισμένης να συγγράψει δυναμικά και αυτόνομα την ιστορία της.

 

Οι προθέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής βασίζονταν σε έναν ευσεβή πόθο. Ο αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο του Ελσίνκι σημείωνε εκείνη την περίοδο: «Για τη χώρα μας ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να εξομαλυνθούν οι οποιεσδήποτε διενέξεις και να οικοδομηθεί σε στέρεα βάση η ασφάλεια, η σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την περιοχή της Βαλκανικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στην πορεία του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, όσο περνά ο χρόνος, θα αυξάνονται τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που θα αποκομίζει η χώρα μας» (Ροκόφυλλος 1999).  Τα οφέλη αυτά, όμως, βασίζονταν σε μια υπόθεση εργασίας: ότι η Τουρκία θα επεδίωκε πράγματι, σταθερά και με συνέπεια τον μετασχηματισμό της που θα καθιστούσε δυνατή την ένταξή της στην ΕΕ, και άρα ότι η Ελλάδα θα της ήταν αναγκαία σε αυτή την προσπάθεια. Το ενδεχόμενο αλλαγής προσανατολισμού της Τουρκίας δεν ελήφθη ποτέ σοβαρά υπόψη.

 

Και μπορεί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ να αποτελεί πράγματι ένα επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ερμηνευτικό σφάλμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ελληνική προσέγγιση. Αν είχαμε να κάνουμε με μια αποδοχή από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας σε επίπεδο τακτικής ώστε να προωθηθεί η ένταξη της Κύπρου τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Το πρόβλημα προέκυψε από την υιοθέτηση από την Ελλάδα (σε επίπεδο στρατηγικής σκέψης) της υπόθεσης ότι η Τουρκία θα δρούσε πλέον με τρόπο που θα της εξασφάλιζε τη συμμετοχή της στη διεύρυνση της ΕΕ. Κοινώς, αντί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας να αποτελέσει τακτικό εργαλείο για την ελληνική εξωτερική πολιτική, κι ένα ενδεχόμενο μεταξύ πολλών άλλων, μετετράπη σε στρατηγικό θεμέλιο αυτής της πολιτικής.

 

Οι Έλληνες διεθνολόγοι πρωτοστάτησαν στην πρόταξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, συμβάλλοντας στην αδράνεια που προέκυψε. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος (2017) παρουσιάζει ως εξής το σκεπτικό της προώθησης αυτής της προοπτικής: «Το 2005 η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας συγκέντρωνε την αποδοχή του 74% της τουρκικής κοινωνίας. Για τη Δύση μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια απόδειξη ότι το Ισλάμ, η δημοκρατία και η νεωτερικότητα μπορούν να συνυπάρξουν. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα ξόρκιζε το σκοτεινό σενάριο του Χάντιγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Η Τουρκία θα αποτελούσε το μοντέλο για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο. Για την Ελλάδα η προοπτική μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής Τουρκίας θα σήμαινε άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητας και ειρηνική συνύπαρξη». Η σύγχυση ιδεολογίας, επιθυμίας και πραγματικότητας είναι αξιοπρόσεκτη: η ανάλυση και η πρόβλεψη της πραγματικότητας (ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας) βασιζόταν στην προσμονή επιθυμητών ιδεολογικών αποτελεσμάτων (διάψευση του Χάντινγκτον, συνύπαρξη Ισλάμ και δημοκρατίας, κλπ.), αντί να συμβαίνει το αντίθετο - αντί δηλαδή το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να βασιστεί στην ορθή ανάλυση και πρόβλεψη της πραγματικότητας.

 

Πώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η αποτυχία πολιτικών και διεθνολόγων να προβλέψουν την εξέλιξη της Τουρκίας σε επίπεδο διεθνούς προσανατολισμού της; Καταρχήν, το σχήμα του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας εξυπηρέτησε τον προσανατολισμό μιας χώρας όπως η Ελλάδα, η οποία ουσιαστικά επεδίωκε να δικαιολογήσει την υποκατάσταση της δικής της εξωτερικής πολιτικής από τις προτεραιότητες των Ευρωπαίων συμμάχων της. Η σύναψη συμμαχιών για μια χώρα που διαθέτει αυτόνομο εξωτερικό προσανατολισμό είναι μέσο και όχι σκοπός πολιτικής. Στην περίπτωσή της Ελλάδας, ο σκοπός υποκαταστάθηκε από το μέσο: η Ευρώπη ως σκοπός και ως μέσο θα ωφελούσε σε κάθε περίπτωση την Ελλάδα, είτε αλλάζοντας την Τουρκία προς το δημοκρατικότερο και το ειρηνικότερο, είτε αποκλείοντας την Τουρκία από τη διαδικασία ολοκλήρωσης και προσδίδοντας έτσι στρατηγικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα. Και να, όμως, που εν έτει 2020 η Τουρκία είναι «απ’ έξω» χωρίς η Ελλάδα να απολαμβάνει του υποτιθέμενου πλεονεκτήματος που θα της προσέδιδε αυτομάτως ο αποκλεισμός της Τουρκίας από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

 

Με άλλα λόγια, σε επίπεδο στοχασμού και ανάλυσης η Ελλάδα παρέμεινε προσκολλημένη στο εννοιολογικό δίπολο ένταξη / μη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, αντί να δει και να προβλέψει εγκαίρως το πραγματικό δίπολο που θα προέκυπτε στην πορεία: αποτελεσματική / αναποτελεσματική ανάσχεση μιας αυτονομημένης και ισχυροποιημένης Τουρκίας. Ουσιαστική, η ελληνική προσέγγιση αποτέλεσε αντανάκλαση της ελληνικής κατάστασης και προβολή της στην Τουρκία: η Τουρκία θα αποκτούσε σχέσεις εξάρτησης με την ευρωπαϊκή της προοπτική και άρα θα έκανε τα πάντα για να την υλοποιήσει. Αυτό που ισχύει όμως για την Ελλάδα απεδείχθη περίτρανα ότι δεν ισχύει για την Τουρκία - μια χώρα που δεν διστάζει τη μία μέρα να καταρρίπτει ρωσικό αεροσκάφος και την άλλη να αγοράζει τελευταίας τεχνολογίας ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους αγνοώντας τη βούληση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, και που δεν διστάζει εξίσου να επέμβει στρατιωτικά στη Συρία ή στη Λιβύη για να προασπίσει ό,τι αντιλαμβάνεται ως εθνικό της συμφέρον.

 

Ουσιαστικά, πίσω από την παρανόηση του πώς θα εξελισσόταν ο διεθνής τουρκικός προσανατολισμός κρύβεται μια βαθύτερη παρανόηση: η υπερεκτίμηση της ΕΕ ως πόλος έλξης μιας χώρας σαν την Τουρκία. Η βάση αυτής της υπερεκτίμησης είναι ιδεολογική: η προσκόλληση του κατεστημένου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε έναν παρωχημένο ευρωπαϊσμό ο οποίος άκριτα υπέθετε ότι το «καρότο» της ένταξης θα ήταν τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλλει μια συγκεκριμένη «πειθάρχηση» στην Τουρκία προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων. Ακόμα και τώρα που είναι ξεκάθαρο ότι το ελληνικό «στοίχημα» αναφορικά με την ελκυστικότητα της ΕΕ και της ένταξής της σ’ αυτήν απέτυχε παταγωδώς, ο παρατηρητής των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής δεν θα διαβάσει πουθενά ένα σύντομο έστω σχόλιο για την αδυναμία της ΕΕ να αποτελέσει πραγματικό θεμέλιο της ελληνικής στρατηγικής μετασχηματισμού της τουρκικής απειλής. Η mainstream ανάγνωση είναι ότι η Τουρκία απομακρύνθηκε από την Ένωση επειδή εντός της κυριάρχησε η εθνικιστική και ισλαμιστική μερίδα των εγχώριων ελίτ. Κι όμως, αυτό το ενδεχόμενο είχε επισημανθεί από νωρίς: «Αν και υπάρχει μια ξεκάθαρη ευρωπαϊστική πλειοψηφία εντός του πληθυσμού, υπάρχουν σημαίνουσες εθνικιστικές και ισλαμιστικές ομάδες που ισχυρίζονται ότι για λόγους εθνικού συμφέροντος, θρησκείας και κουλτούρας, το μέλλον της Τουρκίας δεν βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (MacLennan 2009: 23). Χωρίς να αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της παρατήρησης, ισχυριζόμαστε ότι η απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρώπη πρέπει να ειδωθεί παράλληλα και ως μια αποτυχία της Ένωσης - ή, ακριβέστερα, ως μια ένδειξη των ορίων της πολυδιαφημισμένης μετασχηματιστικής επίδρασης της ΕΕ στην Τουρκία ως υπό ένταξη χώρα. Σε αυτή την επίδραση πόνταρε η Ελλάδα, δίχως να υπάρχει καμία ένδειξη ότι το ποντάρισμα απέφερε τα αναμενόμενα κέρδη.

 

Ακόμα χειρότερα, μην αναγνωρίζοντας την αποτυχία της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας ως βασικό εργαλείο της ελληνικής διπλωματίας, η Ελλάδα κινδυνεύει να μην αντλήσει ούτε καν τα απαραίτητα διδάγματα από αυτό το λάθος ποντάρισμα. Καταρχήν, η ΕΕ δεν απεδείχθη αρκετά σημαντική και απαραίτητη για την Τουρκία, για να το θέσουμε ωμά. Αφενός, η έλλειψη βούλησης από συγκεκριμένα κράτη-μέλη να αποδεχθούν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ μείωσε περαιτέρω την ισχύ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Αφετέρου, το διπλωματικό μέγεθος της Ένωσης ως ενιαίου «παίκτη» στη διεθνή σκακιέρα είναι σαφώς μικρότερο πρακτικά, «στο έδαφος», απ’ ό,τι θα ήθελε η ευρωπαϊστική ρητορεία της Κομισιόν. Κι αν αυτό ισχύει μία φορά ως γενική παρατήρηση, ισχύει πολλαπλάσια για μια χώρα όπως η Τουρκία που φαίνεται να χαράσσει μια αυτόνομη πορεία έναντι τόσο της Ευρώπης όσο και των ΗΠΑ.

 

Βιβλιογραφία

 

Αρβανιτόπουλος, Κωνσταντίνος (2017), «Οι Σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας», Τα Νέα, 9 Οκτωβρίου 2017. Διαθέσιμο σε: https://www.tanea.gr/2017/10/09/opinions/oi-sxeseis-eyrwpis-toyrkias/

 

Ροκόφυλλος, Χρήστος (1999), «Τα πλεονεκτήματα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας», Ημερησία, 20 Δεκεμβρίου 1999.

 

Φουκουγιάμα, Φράνσις (1992), Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος, Αθήνα: Λιβάνης.

 

MacLennan, Julio Crespo (2009), ‘The EU-Turkey Negotiations: Between the Siege of Vienna and the Reconquest of Constantinopole’, σε Constantine Arvanitopoulos (επιμ.), Turkey’s Accession to the European Union: An Unusual Candidacy, Βερολίνο: Springer, σελ. 21-30.


07 September 2020

Πεθαίνοντας από ασφάλεια: Η ελληνική παράνοια των εξοπλισμών




Πεθαίνοντας από ασφάλεια: Η ελληνική παράνοια των εξοπλισμών


του Ηρακλή Οικονόμου 


Η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να εγκρίνει ένα πρόγραμμα-μαμούθ νέων εξοπλισμών που θα αγγίξει μακροπρόθεσμα τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Η μερίδα του λέοντος αυτού του τεράστιου ποσού προορίζεται για την απόκτηση γαλλικών μαχητικών Rafale και αμερικανικών ή γαλλικών φρεγατών. Εάν ολοκληρωθεί, αυτή η αγορά θα αποτελέσει το καρφί στο φέρετρο – χωρίς ίχνος υπερβολής. Και όποιος ενδιαφέρεται για τη μοίρα αυτής της χώρας κι αυτής της κοινωνίας οφείλει να εναντιωθεί σε αυτή την πράξη απόλυτης παράνοιας.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ, είναι τρελό η οικονομία μιας χώρας να καταγράφει ύφεση τριμήνου 15,5% με πρόβλεψη έτους ύφεση ύψους 9% - 10% και η κυβέρνηση αυτής της χώρας να επιλέγει έκτακτο πακέτο στρατιωτικών δαπανών και μάλιστα τέτοιου ύψους. Φαίνεται ότι η εμπειρία των μνημονίων κατά τη μαύρη δεκαετία 2010-2020 δεν μας έμαθε τίποτα, όπως τίποτα δεν διδαχθήκαμε κι από τη συσσώρευση δημοσίου χρέους και την έκρηξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ένα μεγάλο μέρος των οποίων προήλθε ακριβώς από τις αλόγιστες στρατιωτικές δαπάνες.

 

Και να πεις ότι δεν θυσιάζουμε ήδη την οικονομία για τους εξοπλισμούς… Η Ελλάδα είναι δεύτερη σε όλο το ΝΑΤΟ όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ με 2,24% του ΑΕΠ να πηγαίνει για όπλα και μισθούς στρατιωτικών. Μόνο οι ΗΠΑ μας ξεπερνάνε, με 3,42%, ενώ το ποσοστό της Τουρκίας είναι στο 1,89%. Όσο για τις ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις, τη Γαλλία και τη Γερμανία, το ποσοστό τους είναι 1,84% και 1,36% αντίστοιχα (στοιχεία του ΝΑΤΟ για το 2019). Και βέβαια, όταν μιλάμε για εξοπλιστικές δαπάνες, εννοούμε τις πλέον αντιπαραγωγικές δαπάνες – βόμβες και λαμαρίνες που συσσωρεύονται σε αποθήκες, τη στιγμή που η χώρα υποφέρει από αποβιομηχάνιση κι από έλλειψη παραγωγικών υποδομών. Για να μην μιλήσουμε για τις κοινωνικές δαπάνες που τόσο πολύ αναγκαίες είναι, όπως φώτισε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο η πανδημία του κορονοϊού και οι ελλείψεις σε προσωπικό, εξοπλισμό και εγκαταστάσεις.

 

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ, η Ελλάδα διαθέτει ήδη ένα οπλοστάσιο που παραπέμπει σε ευρωπαϊκή στρατιωτική υπερδύναμη παρά σε μια μικρή χώρα περιφερειακής σημασίας και εμβέλειας. Μεταξύ άλλων έχουμε τα καλύτερα συμβατικά υποβρύχια παγκοσμίως (Type 214), τα καλύτερα άρματα μάχης παγκοσμίως (Leopard 2HEL), κορυφαία ελικόπτερα ναυτικής συνεργασίας (S-70B), μια κορυφαία αντιαεροπορική άμυνα πολλαπλού βεληνεκούς και συστημάτων (Patriot, S-300, Improved Hawk, Skyguard, SA-8, TOR M1), κορυφαίες φρεγάτες που πρόκειται να εκσυγχρονιστούν (Meko 200), κορυφαίες πυραυλακάτους (Super Vita), κορυφαία μαχητικά F-16 τα οποία μόλις πέρυσι συμφωνήσαμε να εκσυγχρονίσουμε στην τεχνολογικά ανώτατη εκδοχή τους (Viper) και Mirage 2000-5 που κυριαρχούν στις αναχαιτίσεις στο Αιγαίο, υποστρατηγικά όπλα όπως οι πύραυλοι αέρος-εδάφους Scalp, κορυφαίους πυραύλους επιφανείας-επιφανείας Exocet με εκτοξευτήρες σε ξηρά και θάλασσα, και πάει λέγοντας. Η χώρα είναι οπλισμένη σαν αστακός. Δεν είναι Λιβύη και Συρία, με τα πολυβόλα φορτωμένα πάνω σε αγροτικά φορτηγάκια… Και άρα, μπορεί ήδη να αμυνθεί επαρκώς απέναντι στον Ερντογάν – ο οποίος παρά το απρόβλεπτο προσωπείο του εκφράζει με συνέπεια τον επεκτατισμό μιας πανίσχυρης τουρκικής ελίτ με τεράστιες βιομηχανικές δυνατότητες, με ημι-αυτόνομο διεθνή προσανατολισμό, και με βούληση προβολής ισχύος στο εξωτερικό.

 

Αλλά ακόμα κι αν υποτεθεί ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις χρειάζονται ένα …lifting, αυτό μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί με εκσυγχρονισμό υπάρχοντων οπλικών συστημάτων ή την αγορά μεταχειρισμένων. Για παράδειγμα, εάν λείπουν μαχητικά από την Πολεμική Αεροπορία, θα μπορούσε κάλλιστα να διαπραγματευθεί την αγορά μεταχειρισμένων Mirage 2000-5 από τρίτες χώρες που τα χρησιμοποιούν ή ακόμη καλύτερα από τους Γάλλους φίλους μας, αυξάνοντας έτσι τις διαθέσιμες μονάδες ενός όπλου που ήδη διαθέτουμε. Εάν μας λείπουν φρεγάτες, οι Ολλανδοί, οι Γερμανοί και οι Άγγλοι σύμμαχοί μας ξεφορτώνονται αξιόμαχα πλοία που θα προσέθεταν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά στην ισχύ του Πολεμικού Ναυτικού χωρίς να δημιουργούν πονοκεφάλους λόγω πολυτυπίας και κόστους αγοράς και συντήρησης. Και ο Στρατός Ξηράς έχει ατελείωτες ευκαιρίες ανανέωσης του αρματικού και πυραυλικού δυναμικού του, από μεταχειρισμένα Leopard 2 μέχρι τεθωρακισμένα οχήματα μάχης, αυτοκινούμενα πυροβόλα και αντιαρματικούς πυραύλους, αρκεί οι αξιωματικοί να ασχοληθούν στα σοβαρά με αυτή την αναζήτηση μεταχειρισμένου υλικού και όχι με το ποια σύμβαση αγοράς πανάκριβου νέου υλικού θα είναι επωφελέστερη για τους ίδιους. Δυστυχώς, βλέπουμε την ακριβώς αντίθετη δυναμική: διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις και στρατιωτικές ηγεσίες σνομπάρουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο κάθε ευκαιρία απόκτησης φτηνού αλλά χρήσιμου μεταχειρισμένου υλικού ώστε να διατηρείται υπαρκτή η άλφα ή βήτα εξοπλιστική ανάγκη, η οποία μετά καλύπτεται με την αγορά νέων οπλικών συστημάτων.

 

Σε κάθε περίπτωση, η αγορά μαχητικών μακράς ακτίνας δράσης και φρεγατών αντιαεροπορικής άμυνας είναι εμφανές ότι προορίζεται για μια πολεμική αναμέτρηση εκτός του Αιγαίου Πελάγους, το οποίο είναι γεμάτο νησιά και βραχονησίδες ιδανικές για την άμυνα με μικρές και ευέλικτες ναυτικές μονάδες, την εγκατάσταση εκτοξευτήρων παράκτιας και αντιαεροπορικής άμυνας, τη διασπορά της αεροπορίας σε πλήθος περιφερειακών αεροδρομίων, και πάει λέγοντας. Με άλλα λόγια, η άμυνα του Αιγαίου Πελάγους είναι απολύτως εφικτή με το διαθέσιμο οπλοστάσιο της χώρας και με τη συνήθη συντήρηση και αναβάθμισή του. Όσο για την Κύπρο, αν η Ελλάδα θέλει να συμβάλλει στην άμυνά της μπορεί να παρκάρει εκεί όποιο οπλικό σύστημα θέλει, αντί να το στέλνει στη Σαουδική Αραβία. Σίγουρα, πάντως, δεν χρειάζεται 10 δις. σε εξοπλισμούς. Γιατί λοιπόν θέλει η κυβέρνηση τα όπλα; Μα για να υπερασπιστεί την αχανή θαλάσσια έκταση μεταξύ Καστελόριζου και Κύπρου που καμία σχέση δεν έχει με το Αιγαίο ή τον Έβρο ή την Κύπρο ή το Καστελόριζο ή οτιδήποτε μπορεί να νοηθεί ως εθνικός χώρος, επικράτεια κλπ.

 

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ, η μετατόπιση της αμυντικής εστίασης από το Αιγαίο στην Ανατολική Μεσόγειο συνιστά λάθος ιστορικών διαστάσεων – έναν τυχοδιωκτισμό που έχει σαθρή βάση στο διεθνές δίκαιο αλλά και που στρατηγικά συνιστά αυτοκτονία για τη χώρα. Το τίμημα της εμπλοκής μας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι τεράστιο: συνεχείς εντάσεις με την Τουρκία, συνεχείς και πανάκριβοι εξοπλισμοί για να ελεγχθεί αυτή η αχανής περιοχή, ασύλληπτη διασπορά δυνάμεων, και εν τέλει απώλεια επαφής με την πραγματικότητα. Η ιδέα ότι η Ελλάδα θα ελέγχει στρατιωτικά την Ανατολική Μεσόγειο είναι το στρατηγικό αντίστοιχο της σχιζοφρένειας.

 

Λίγο ακόμα και θα πιστέψουμε στ’ αλήθεια αυτό που προπαγανδίζουν κάποιοι «σύμμαχοί» μας – ότι δηλαδή πράγματι η Ανατολική Μεσόγειος μάς ανήκει και πράγματι μπορούμε να την υπερασπιστούμε και πάει λέγοντας. Αυτός ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος από οποιονδήποτε άλλο. Μέχρι χθες-προχθές, πολιτικοί, καθηγητές και στρατιωτικοί δεν ήξεραν καν τι σημαίνει ΑΟΖ και πού πέφτει η Ανατολική Μεσόγειος πάνω στον χάρτη, και τώρα ξαφνικά έγινε η πλήρης επήρεια του Καστελόριζου το πανάρχαιο εθνικό μας δίκαιο; Η κυβέρνηση κλείνει τον λιγνίτη και επιδοτεί ηλεκτρικά αυτοκίνητα, και τώρα ξαφνικά ανακαλύψαμε τη γοητεία των (αμφιβόλου εκμεταλλευσιμότητας) κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων; Είναι εμφανές ότι πίσω από αυτή την εθνική ψύχωση με την Ανατολική Μεσόγειο κρύβονται βλέψεις και αντιθέσεις διεθνούς χαρακτήρα: η επιθυμία των ΗΠΑ να σκοράρει πόντους έναντι Ρωσίας και Κίνας στον νέο Ψυχρό Πόλεμο, η βούληση της Γαλλίας να προωθήσει τον τεράστιο εξοπλιστικό της κλάδο προστατεύοντας παράλληλα τα συμβόλαια που έχουν εξασφαλίσει οι πετρελαϊκές της εταιρείες, ο ειδικός ρόλος του Ισραήλ ως «φαροφύλακα» της δυτικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, και πάει λέγοντας. Κανένα «εθνικό» συμφέρον δεν υπηρετείται από την εμπλοκή μας με την Ανατολική Μεσόγειο, εκτός κι αν – παραφράζοντας τη γνωστή ρήση – πιστέψουμε ότι …ό,τι είναι καλό για τη Dassault και τη Lockheed Martin είναι καλό για την Ελλάδα.

 

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ, στέλνουμε το λάθος μήνυμα στην Τουρκία αλλά πρωτίστως στους εαυτούς μας. Η επιλογή των εξοπλισμών (και μάλιστα τέτοιας εξωφρενικής κλίμακας) λέει στον άλλον ότι προκρίνουμε τη στρατιωτική λύση. Μην ακούω κλισέ για την ειρήνη που εξασφαλίζουμε προετοιμαζόμενοι για πόλεμο… την ειρήνη την εξασφαλίζουμε προετοιμαζόμενοι για ειρήνη και προωθώντας κινήσεις που πραγματικά συμβάλλουν στην ειρήνη: διαπραγματεύσεις, διάλογος, χρήση διπλωματικών εργαλείων. Δεν χαράσσονται ΑΟΖ με νέες φρεγάτες, όπως δεν χαράσσονται ΑΟΖ με τους θαλάσσιους τσαμπουκάδες της Τουρκίας και με το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο – το οποίο, by the way, πάτησε πάνω σε τεράστιες διπλωματικές και όχι βεβαίως εξοπλιστικές αδυναμίες της Ελλάδας.

 

Κι ούτε εξασφαλίζουμε και καμία αποτροπή με τους εξοπλισμούς. Ανεβαίνοντας σκαλί στρατιωτικά (το Rafale δεν έχει καμία σχέση ως επιθετικό όπλο με οτιδήποτε διαθέτει η τουρκική αεροπορία, η οποία σημειωτέον εκδιώχθηκε από το πρόγραμμα του αμερικανικού μαχητικού F-35), τροφοδοτούμε έναν νέο γύρο κούρσας των εξοπλισμών που προφανώς θα έχει απάντηση από την Τουρκία και που θα μας φέρει απλώς πιο κοντά στην πολεμική αναμέτρηση. Ακόμα χειρότερα, η εξοπλιστική …αστακοποίηση της Ελλάδας θα μπορούσε να απομακρύνει εντελώς την ανάγκη διαλόγου από τα κεφάλια όσων λαμβάνουν τις αποφάσεις – να δώσει δηλαδή τέτοιο αίσθημα υπεροπλίας και μεγαλείου που θα εξαλείψει εντελώς τις φωνές εκείνες που αντιστέκονται στη διπλωματία των κανονιοφόρων και προκρίνουν τη διπλωματία των διπλωματών.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, πολύ εύκολα (ευκολότερα απ’ ό,τι θα ήθελαν να νομίσετε οι διευθυντές αμυντικών ιστοσελίδων, οι έμποροι όπλων και ο κυβερνητικός-κομματικός στρατός από διεθνολόγους) η εκστρατεία ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου θα μπορούσε να αποβεί απολύτως καταστροφική για την Ελλάδα. Τα 10 δις. για μαχητικά και φρεγάτες είναι η εξοπλιστική προέκταση μιας μεγαλομανίας και ενός τυχοδιωκτισμού που αποτελούν κακό σύμβουλο για τη χάραξη εθνικής στρατηγικής. Το μόνο που έρχεται στο μυαλό ως ιστορικό αντίστοιχο αυτής της μεγαλομανίας είναι η Μικρασιατική Καταστροφή. Και προϋπόθεση για να αποφύγουμε μια τέτοιας κλίμακας καταστροφή είναι να εκφραστεί με κάθε τρόπο ένα μεγάλο «όχι» στο νέο εξοπλιστικό πακέτο που έχει στα σκαριά η κυβέρνηση.

16 May 2020

Κων/νος Φιλιππακόπουλος: Παγκόσμια αταξία και κοινωνικός μετασχηματισμός






Παγκόσμια αταξία και κοινωνικός μετασχηματισμός

 


Συνέντευξη με τον πολιτικό επιστήμονα Κων/νο Φιλιππακόπουλο

 

 


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

 

Αν ξεχωρίζαμε ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει το διεθνές περιβάλλον σήμερα, αυτό θα ήταν ο τρομερός κατακερματισμός του παγκόσμιου συστήματος - μια πραγματική παγκόσμια αταξία. Πώς ερμηνεύεται αυτή;

 

Ο πολυπολικός κόσμος που έχει διαμορφωθεί δεν επιτρέπει στις ΗΠΑ να επιβάλουν στους συμμάχους τους όλα τους τα θέλω με κύρια αιτία ότι τα συμφέροντα είναι συνεχώς θεμελιωδώς αντικρουόμενα. Δεν υπάρχει πια η πάλη των αντιθέτων καπιταλισμός - σοσιαλισμός που δημιουργούσε αντικειμενικές ενοποιητικές τάσεις στο εσωτερικό των αντίπαλων στρατοπέδων. Σήμερα, και αυτό αρχίζει μόλις τώρα να διαφαίνεται, κρατικά μορφώματα, τα οποία πρέπει να υπερασπίζονται συγκεκριμένα τοπικά ταξικά οικονομικά και άλλα «εθνικά» συμφέροντα, διαγκωνίζονται για την επιβολή των απόψεών τους χρησιμοποιώντας ακόμα και στρατιωτικά μέσα έστω και σε αντίθεση με τις «πολιτικές επιθυμίες» των μεγάλων και ιστορικών νταβατζήδων της διεθνούς τάξης. Αν τώρα η επίθεση της Τουρκίας σε μία τόσο εύφλεκτη περιοχή όπως είναι η Μέση Ανατολή δημιουργεί προϋποθέσεις μεταβολής των υπαρχόντων συμμαχιών σε συνδυασμό με τις ενδοαστικές συγκρούσεις και διαφορές απόψεων στο εσωτερικό των μεγάλων κρατών (βλ. ΗΠΑ, Κίνα, Γερμανία, Ρωσία, Γαλλία, κλπ.), αυτή η συνθήκη θα αναδείξει ξεκάθαρα, για όσους δεν το έβλεπαν μέχρι τώρα, την απουσία απόλυτου ελέγχου και περιορισμού των εν δυνάμει ποιοτικών κοινωνικών μεταβολών σε κράτη και περιοχές της περιφέρειας, που είναι όμως εξαιρετικά κρίσιμες για τα κομβικά κράτη των διάφορων ιμπεριαλιστικών κέντρων.  Νομίζω πως περνάμε από τις πολιτικές επαναστάσεις σε προοίμια κοινωνικών επαναστάσεων και πάλι βέβαια στους αδύναμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας αλλά με πολύ μεγαλύτερες και πιο ουσιαστικές επιπτώσεις στους δυνατούς κρίκους της τελευταίας από αυτές που είχε προκαλέσει η επανάσταση του Οκτώβρη.

 

Τι εννοείς με αυτή τη διάκριση πολιτικών-κοινωνικών επαναστάσεων;

 

Ο όρος πολιτική επανάσταση στη μαρξιστική ιστοριογραφία και πολιτική οικονομία χρησιμοποιείται με την έννοια ότι αυτή δεν έχει ως σκοπό την ανατροπή των σε ισχύ παραγωγικών σχέσεων. Αντίθετα ο όρος κοινωνική επανάσταση χρησιμοποιείται για δείξει ότι σκοπός είναι η ριζική μεταβολή των παραγωγικών σχέσεων.

 

Και γιατί τώρα θα είναι μεγαλύτερες και πιο ουσιαστικές οι επιπτώσεις των εξεγέρσεων/μεταβολών από την περιφέρεια στο κέντρο? Γιατί τώρα π.χ. μια εξέγερση στην Τουρκία ή στο Ιράν ή στην Αίγυπτο θα επηρέαζε το κέντρο περισσότερο από την εποχή του Νάσσερ ή του Αγιατολάχ Χομεϊνί?

 

Μετά την έναρξη της εντατικοποιημένης παγκοσμιοποίησης των οικονομικών σχέσεων με την καθολική επέκταση και διαπλοκή των οικονομικών δεσμών μεταξύ όλων σχεδόν των κρατών, μέσα από την πλήρη απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων και της απορρύθμισης της αγοράς, η ανατροπή των υφιστάμενων παραγωγικών σχέσεων σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη προκαλεί πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος από εκείνες που προκάλεσε για παράδειγμα η Ρώσικη επανάσταση. Το 1917 ο κίνδυνος από τη Ρώσικη επανάσταση δεν ήταν συστημικός αλλά παραδειγματικός. Το 2019 μία νέα Κινέζικη κοινωνική επανάσταση μπορεί να προκαλέσει απίστευτες αλυσιδωτές αντιδράσεις μέσα στον κύριο κορμό της καπιταλιστικής οικονομίας. Παρατηρούμε ότι επαναστατικές μεταβολές αρκετά αμφιλεγόμενες ως προς τους στόχους τους και σε χώρες ελάχιστης επιρροής στις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες (βλ. Υεμένη) προκαλούν σοβαρά προβλήματα στις τελευταίες. Οι επαναστάσεις του Νάσσερ στην Αίγυπτο και του Χομεϊνί στο Ιράν ήταν πολιτικές επαναστάσεις που όμως ακόμα και αυτές διατάραξαν και η μία ακόμα διαταράσσει τις ζητούμενες από το σύστημα ισορροπίες. Με την αύξηση της έντασης των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αποτέλεσμα της όξυνσης των οικονομικών αδιεξόδων, που οδηγεί καθημερινά στην αύξηση της χρήσης στρατιωτικών μέσων για ιδιαίτερα προσωρινές αποκαταστάσεις των αναγκαίων για το σύστημα ισορροπιών (βλ. Αραβική Άνοιξη), κοινωνικές επαναστάσεις στην περιφέρεια θα προκαλέσουν μεγάλες αναταραχές στις κοινωνικές δομές των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Με τις σημερινές δυνατότητες μετακίνησης των ανθρώπων και των συστημάτων επικοινωνίας για τη μεταφορά της πληροφορίας, επαναστατικές εκρήξεις, όπως παρατηρούμε, δημιουργούν τεράστιες μεταναστευτικές ροές, που δεν περιορίζονται, όπως κάποτε, στα όμορα κράτη (σφαγή Αρμενίων, Ποντίων, μικρασιατική καταστροφή, κλπ.) αλλά κατευθύνονται στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Τέλος, οι εμπορικοί πόλεμοι που αναπτύσσονται μέρα με τη μέρα εμπλέκουν πλέον όχι μόνον τους σχεδιαστές αυτών των πολέμων αλλά όλες τις χώρες γιατί η παραγωγή των αγαθών ανήκει πλέον σε μεγάλο βαθμό στην περιφέρεια. Για παράδειγμα ένας δασμός των ΗΠΑ σε ένα προϊόν της Κίνας και αντίστροφα επηρεάζει αποφασιστικά και τις οικονομίες της Ευρώπης γιατί η αγορά των αγαθών και των κεφαλαίων είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ενοποιημένη.

 

Άρα κάθε κοινωνική επανάσταση, η οποία θα πετύχει σε κάποια χώρα (φυσικά όχι αν γίνει στο Μπενίν) αντίστοιχη στη σημερινή διάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως η Ρωσία το ’17 δηλαδή ας πούμε Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Ιράν, Σαουδική Αραβία, Κορέα, Αργεντινή, κλπ, θα έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στη διατήρηση του status quo. Αυτό που χρειαζόμαστε πλέον είναι ένα νέο κύμα κοινωνικών επαναστάσεων και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προκαλέσουν θα είναι πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμες από το σύστημα κυρίως στην προσπάθειά του να απομονώσει τον επαναστατικό ιό πριν μολύνει και το υπόλοιπο σώμα του. Το πέτυχε με σχετική ευκολία στο μεσοπόλεμο με την τότε Σοβιετική Ένωση, έχασε κάπως τον έλεγχο της απομόνωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σήμερα το ανοσοποιητικό του δυναμικό είναι εξαιρετικά καταπονημένο ώστε σε μία τέτοια επίθεση οι πιθανότητες να καταρρεύσει και με αρκετή ταχύτητα είναι πολύ μεγαλύτερες.

 

Για ποια πράγματα διαφωνούν μεταξύ τους μερίδες της αστικής τάξης στον σύγχρονο καπιταλισμό; Και ποια μορφή λαμβάνουν οι ενδοαστικές συγκρούσεις; Είναι το Brexit; Είναι οι σχέσεις με τη Ρωσία;

 

Είναι φανερό ότι οι ενδοαστικές συγκρούσεις στο εσωτερικό κρατών παρουσιάζονται μέχρι στιγμής μόνο στα κράτη της περιφέρειας, όπου για ποικίλους λόγους κυρίως οικονομικούς, δεν έχουν παγιωθεί οι θεσμικές ρυθμίσεις λειτουργίας του συστήματος (παγιωμένη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία). Οι κρίσιμες συγκρούσεις ενδοαστικών συμφερόντων επιλύονται πολλές φορές και με τη χρήση όπλων. Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται κυρίως σε κράτη της περιφέρειας. Για παράδειγμα το Brexit είναι σοβαρή ενδοαστική σύγκρουση που αν συνέβαινε σε κράτος της περιφέρειας μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει και σε πολιτική επανάσταση. Στην Αγγλία αυτή ενδοαστική σύγκρουση παρά τη σφοδρότητά της θα επιλυθεί μέσα από περίπλοκους συμβιβασμούς και θεσμικές ρυθμίσεις που βασικός τους σκοπός είναι να ηττηθεί η «άλλη πλευρά» χωρίς όμως να ενεργοποιηθούν πέραν του κρίσιμου σημείου τα ταξικά αντανακλαστικά της εργατικής τάξης. Πρέπει το επίχρισμα της ιερότητας των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να μην υπονομευτεί πέραν του σημείου εκείνου που να αναδυθεί η ανάγκη για ποιοτικές κοινωνικές μεταβολές.

 

Έχω την εντύπωση ότι κάποιοι σοβαροί περιορισμοί της ανεξαρτησίας των χρηματιστών του Λονδίνου σε σχέση με την προσπάθεια της Γερμανίας να ελέγξει προς όφελός της κάθε οικονομική εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγεί τις δυνάμεις του Brexit σε προφανή συνεννόηση και με δυνάμεις στις ΗΠΑ. Βλέπει κανείς για παράδειγμα ότι οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς Κίνα κατά κύριο λόγο είναι αγροτικά αγαθά ενώ οι εισαγωγές τους εκτείνονται από σπάνια μέταλλα μέχρι όλων των ειδών βιομηχανικές παραγωγές. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να εγκαταλείψει η Κίνα το δολάριο ως εργαλείο συσσώρευσης μέσω της συνεχούς αγοράς των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Παράλληλα οι ΗΠΑ επιχειρούν να ελέγξουν οικονομικά τη Ρωσία και μέσω των ενεργειακών της πόρων να ελέγξουν την Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπε Γερμανία. Η Γερμανία πάλι εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της βιομηχανικής της παραγωγής μέσα από τις εξαγωγές σε Κίνα και ΗΠΑ γιατί με τις εξαγορές βιομηχανικών κολοσσών, που παράγουν ίδια προϊόντα στα κράτη μέλη της Ε.Ε., αυξάνει κατακόρυφα τα κέρδη της αλλά δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας στο εσωτερικό της. Αν προκαλέσει η ίδια η Γερμανία το κλείσιμο και την περαιτέρω αποβιομηχάνιση των άλλων κρατών της Ε.Ε. μέσα από τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα (χαμηλότερο κόστος εργασίας από τις Βόρειες χώρες και περίπου ίδιο με τις χώρες του Νότου) μέσω των εξαγορών της θα οδηγήσει σε σμίκρυνση της κατανάλωσης μέσα στην Ε.Ε. και κατά συνέπεια σε υψηλή ανεργία (ήδη τη βλέπουμε στο Νότο) και επομένως μείωση των πωλήσεων των αγαθών που παράγει μέσα στην Ε.Ε. με ότι αυτό συνεπάγεται.

 

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ανάγλυφα ότι οι ενδοαστικές συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες και κάθε φορά οι λύσεις που επιβάλλονται χαρακτηρίζονται από το μικρό χρονικό τους ορίζοντα. Το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε θέση συνεχώς ασταθούς ισορροπίας, σε κάθε νέα θέση ο χρόνος που μεσολαβεί από την προηγούμενη είναι μικρότερος και το πέρασμα σε κάθε νέα θέση από την κατάσταση της ευσταθούς ισορροπίας σε αυτήν της ασταθούς γίνεται όλο και πιο γρήγορα.

 

Άρα, η γεωπολιτική αστάθεια συνδέεται άμεσα με οικονομικά αδιέξοδα.

 

Η αδυναμία ελέγχου των οικονομικών εξελίξεων και των αποφάσεων των κυβερνήσεων Ρωσίας και Κίνας κατά τα πρότυπα της αποικιοκρατικής εποχής με την ταυτόχρονη μεγάλη οικονομική και στρατιωτική ανάκαμψη των δύο τελευταίων αποσταθεροποιεί πολύ πιο κεντροβαρικά το καπιταλιστικό σύστημα. Παράλληλα οι αντικειμενική ανάγκη επίλυσης των οικολογικών προβλημάτων δημιουργούν επιπλέον αντιθέσεις ανάμεσα σε κράτη και αστικές μερίδες εντός των κρατών (πετρελαϊκές εταιρείες, εταιρείες ενέργειας, όλες τις σχετικές με αυτές βιομηχανίες) ενώ την ίδια στιγμή ο αυτοματισμός στην παραγωγή και η ψηφιακή επανάσταση με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης δημιουργούν τεράστιες κοινωνικές πιέσεις με τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, που η εξάπλωσή τους και στις "μεγάλες χώρες" μπορεί να οδηγήσει σε μη ελεγχόμενες εκρήξεις. Η ανισοκατανομή του πλούτου παίρνει τέτοιες διαστάσεις και τέτοια ποικιλομορφία που εντείνει τις μεταναστευτικές ροές προς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ενώ αναγκάζει χώρες της περιφέρειας σε λήψεις αποφάσεων που αποσταθεροποιούν περαιτέρω το σύστημα. Οι στρατιωτικές συγκρούσεις στην περιφέρεια επεκτείνονται και σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση της έντασης στις σχέσεις των αναπτυγμένων χωρών οδηγούν και πάλι σε αυξήσεις των στρατιωτικών προϋπολογισμών με τα συνακόλουθα προβλήματα στις οικονομίες. Τέλος, η πτωτική τάση των ποσοστού του κέρδους σε παγκόσμια κλίμακα που τελευταία αν το παρακολουθείς αρχίζει και διαπιστώνεται και από ινστιτούτα και οικονομολόγους αστούς επιδεινώνει την κατάσταση και το κυριότερο θολώνει την κρίση αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις γιατί κάθε καινούρια απόφαση χειροτερεύει τις συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία (βλ. δασμούς Κίνα - ΗΠΑ, Brexit, κλπ).

 

Οι ενδοαστικές αντιθέσεις κατά κύριο λόγο εκφράζονται με τις συγκρούσεις μεταξύ των κρατών-εθνών. Κάτω όμως από τη μεγάλη αστάθεια του συστήματος οι συγκρούσεις αυτές εκφράζονται και στο εσωτερικό των τελευταίων. Θυμίζω τη μεγάλη σύγκρουση στο εσωτερικό των αστικών τάξεων της Αγγλίας και της Γαλλίας κατά το μεσοπόλεμο για την αντιμετώπιση του ναζισμού και του φασισμού στην Ευρώπη και μάλιστα παρά την ενοποιητική επίδραση στο εσωτερικό αυτών των τάξεων της ύπαρξης τότε του μεγάλου και κύριου εχθρού της Σοβιετικής Ένωσης - ενοποιητική επίδραση που οδήγησε για παράδειγμα στις συμφωνίες του Μονάχου. Σήμερα με την απουσία κοινού εχθρού τουλάχιστον "φαινομενικά" (βλ. τις προσπάθειες αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες - αν ο εχθρός δεν υπήρχε και πραγματικά, έστω εν δυνάμει, κανείς δεν θα κοίταζε να στηρίξει κόμματα που θα επιχειρήσουν να ξεγελάσουν για μία ακόμα φορά την εργατική τάξη) και τα αδιέξοδα, εξ' ορισμού, των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων οδηγούν στην ενδυνάμωση των ενδοαστικών συγκρούσεων. Στα κυρίαρχα κράτη των ιμπεριαλιστικών κέντρων η επίλυση των συγκρούσεων αυτών προς το παρόν πραγματοποιείται με ανάλογες θεσμικές ρυθμίσεις. Στα κράτη της περιφέρειας οι συγκρούσεις αυτές οδηγούνται σε στρατιωτικά πραξικοπήματα ή ακόμα και σε πολιτικές επαναστάσεις.

 

Τι σημαίνουν, δηλαδή, οι προσπάθειες αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής;

 

Η ανάγκη να στηθούν νέα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με διάφορους μανδύες - ένας από αυτούς ο πράσινος της οικολογίας, που παρακολουθούμε στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ με την προσπάθεια μετακίνησης των Δημοκρατικών πιο αριστερά - είναι αν θέλεις και ένα διαγνωστικό τεστ που δείχνει ανάγλυφα το φόβο της αστικής τάξης για επερχόμενη κοινωνική αστάθεια και πολέμους που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνικές επαναστάσεις.. Γίνεται κάθε μέρα και πιο φανερό ότι αποτελεί ένα μεγάλο μύθο ότι η συμμετοχή του κράτους στο επιχειρείν (βλ. υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, συγκοινωνίες, κρατικές εταιρείες εκμετάλλευσης κρίσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, κλπ.), ο ρυθμιστικός του ρόλος και η αναδιανομή των εισοδημάτων μέσα από τη φορολογία και την κοινωνική πολιτική αποτελούν τις κυρίαρχες αιτίες για τα οικονομικά προβλήματα των αναπτυγμένων κρατών. Ο μύθος αυτός  που βασάνισε και δυστυχώς συνεχίζει να βασανίζει σχεδόν όλα τα κράτη τα τελευταία 40 χρόνια αρχίζει να ξεθωριάζει κάτω από τη ζοφερή πραγματικότητα της μεγάλης ανεργίας, της αναντιστοιχίας των πραγματοποιούμενων επενδύσεων σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας, του αδιεξόδου του άκρατου και άναρχου καταναλωτισμού, των μεγάλων οικολογικών προβλημάτων, της σταδιακής αλλά σταθερής ενσωμάτωσης της μεσαίας τάξης στην εργατική, της φορολογικής πολιτικής και τέλος της ανισοκατανομής του πλούτου. Αυτό το ξεθώριασμα βρίσκει την παλιά σοσιαλδημοκρατία βουτηγμένη πολιτικά στον ίδιο μύθο, αποκομμένη από την εργατική τάξη σε μεγάλο βαθμό ακόμα και εκεί που είχε βαθιές ρίζες και ένοχη για προδοσία όλων των υποσχέσεών της και των συνθημάτων της έχοντας σε όλα σχεδόν τα κράτη ταυτιστεί με την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχει λοιπόν μεγάλο πολιτικό κενό και είναι ώριμη και κατάλληλη στιγμή για το χτίσιμο νέων επαναστατικών κομμάτων εκεί που αυτά χάθηκαν μέσα στη λαίλαπα των μύθων του τέλους της ιστορίας. Αν αυτό το χτίσιμο δεν ξεκινήσει άμεσα τότε ο κίνδυνος μίας αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατικής αυταπάτης είναι ορατός.   

 

Πώς εξηγείς όμως την αδυναμία των ΗΠΑ να επιβάλλει στρατιωτικά στη Βενεζουέλα ή στη Συρία ή στην Τουρκία αυτό που θα έκανε επί Ψυχρού Πολέμου; Μήπως ο νέος κατατεμαχισμός αφαιρεί από τον ιμπεριαλισμό τη δυνατότητα στρατιωτικής παρέμβασης, λόγω φόβου της αντίδρασης των υπολοίπων πόλων, βλ. Ρωσία, Κίνα;

 

Όταν διακυβεύεται κάτι σημαντικό κατά την εκτίμηση των ιμπεριαλιστικών κέντρων (βλ. Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία) παρά τον κατατεμαχισμό γίνεται ευθεία στρατιωτική παρέμβαση, χωρίς καμία επιφύλαξη, αντίστοιχη με αυτήν του Βιετνάμ. Στην Τουρκία όμως ή στην Βενεζουέλα με την απουσία πλέον της δικαιολογίας εισόδου του στρατοπέδου του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Αμερικανική ήπειρο ή στο μαλακό υπογάστριο της Μέσης Ανατολής και των συνεπαγόμενων κινδύνων για τα συμφέροντα π.χ. των πετρελαϊκών εταιρειών και των τοπικών εκπροσώπων τους η ευθεία στρατιωτική επέμβαση θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στις ντόπιες αστικές τάξεις μεγαλύτερα από αυτά που δημιουργεί ο Ερντογάν ή ο Τσάβες στο εσωτερικό αυτών των χωρών αλλά και στις γειτονικές χώρες. Μία στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα θα κινητοποιήσει ιστορικά και σημερινά ταξικά και εθνικά αντανακλαστικά με κίνδυνο αυτές οι συγκρούσεις να πάρουν ανεξέλεγκτο χαρακτήρα και να αφήσουν χνάρια που πολλοί θα θελήσουν να περπατήσουν και πάλι στο μέλλον. Νομίζω ότι δεν υπολογίζουν τόσο τη στρατιωτική αντίδραση της Ρωσίας ή της Κίνας, χωρίς αυτή να υποτιμάται, αλλά στη μεν Λατινική Αμερική είναι εύκολο με τις συνθήκες που επικρατούν να δημιουργήσουν νέους Μπολίβαρ και Τσε Γκεβάρα στη δε Μέση Ανατολή η νέα τάξη πραγμάτων που θα προκύψει να είναι συνολικά πολύ χειρότερη από αυτήν που υπάρχει τώρα. Ήδη η εξελίξεις στη Συρία δείχνουν ότι η απόφαση να ξεφορτωθούν τον Άσαντ οδήγησε στη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας καθιστώντας την και εκείνη ρυθμιστή των εξελίξεων. Τα διακυβεύματα σήμερα αξιολογούνται με διαφορετικό τρόπο από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού γιατί τότε επικρατούσε πάντα η εκτίμηση του zero game, δηλαδή ό,τι χανόταν για τον καπιταλισμό ήταν αυτόματα κέρδος για το σοσιαλισμό και ανάποδα.

 

Από την άλλη μεριά ας μη ξεχνάμε ότι όπως κυλούν τα χρόνια σβήνει από τη συλλογική συνείδηση η μνήμη της κακής Σοβιετικής Ένωσης, όπως μαρτυρούν οι μελέτες που ρωτούν νέους ανθρώπους για τον υπαρκτό σοσιαλισμό και δηλώνουν πλήρη άγνοια. Έτσι, το κλασικό ταξικό επιχείρημα της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο αρχίζει να αποκτά από αδήριτες ανάγκες επιβίωσης και πάλι υπόσταση. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού από τη στιγμή της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού χάνουν τον ενοποιημένο χαρακτήρα τους (εξαίρεση η επέμβαση στο Σουέζ το 1956 όπου διασπάστηκαν οι δυνάμεις του και αντιπαρατέθηκαν ΗΠΑ εναντίον Αγγλίας και Γαλλίας). Όπως βαθαίνουν οι αντιθέσεις στρατιωτικοί σχηματισμοί των κυρίαρχων χωρών θα βρεθούν σε σημεία του πλανήτη να υπερασπίζονται αντιτιθέμενα συμφέροντα (βλ. Ρωσία και ΗΠΑ στη Συρία). Άλλωστε δε νομίζω ότι θα αργήσει να έρθει η ημέρα να δούμε και τη στρατιωτική εμπλοκή της Κίνας σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Η Κίνα ξοδεύει μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της σε άλλες ηπείρους και δανειοδοτεί κράτη και επιχειρήσεις και επομένως πρέπει να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της ακόμα και με στρατιωτικά μέσα. Πιστεύω ότι αυτή είναι και η αιτιολογία της μεγάλης αύξησης των στρατιωτικών δαπανών της ιδιαίτερα σε στρατιωτικά μέσα που είναι χρήσιμα για να κάνεις τον πόλεμο σε άλλη γη σε άλλα μέρη.

 

Το φαινόμενο Τραμπ πώς το εξηγείς; Και τι εκφράζει αυτή η προστατευτική αναδίπλωση με τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα;

 

Δεν υπάρχει φαινόμενο Τραμπ. Ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα είναι αναπόφευκτη συνέπεια της πολιτικής της Κίνας που στην αρχή υποτιμήθηκε από τους Δυτικούς. Η Κίνα αποφάσισε να γίνει το εργοστάσιο παραγωγής όλων των αγαθών της Δύσης έχοντας όμως στην αρχή κρυμμένο και μετά διακηρυγμένο στόχο την απόκτηση της γνώσης όλων των βιομηχανικών διαδικασιών  διαθέτοντας ένα ιδιαίτερα μορφωμένο στρώμα ειδικών σε κάθε τομέα της σύγχρονης παραγωγής και ένα ιδιαίτερα φθηνό εργατικό δυναμικό για να προσελκύσει αρχικά τις επενδύσεις. Αυτή η πολιτική συνοδεύτηκε από συσσώρευση μεγάλων κεφαλαίων ιδιωτικών και κρατικών που μπορούσαν να επιτρέψουν τη δημιουργία δικής τους βιομηχανίας που να μη στηρίζεται πλέον μόνο στο φασόν αλλά και στην παραγωγή βιομηχανικών εξοπλισμών ικανών να αντικαταστήσουν επάξια προϊόντα της Δυτικής βιομηχανίας. Το ότι η οικονομία ελέγχεται και κατευθύνεται κεντρικά από το κόμμα υπήρξε καταλύτης αυτής της πολιτικής γιατί μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις αυτής της τριακονταετίας με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που κράτησε σταθερή την εσωτερική αγορά. Έτσι μοιραία η Κίνα έγινε με βάση τα παραπάνω, την τεράστια εσωτερική της αγορά, και τις υψηλές τεχνολογίες, μία δύναμη η οποία στην ουσία προκαλούσε και προκαλεί το μεγάλο άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ.

 

Άρα ο πόλεμος των δασμών δεν είναι υποκειμενισμός του Τραμπ αλλά ανάγκη αντίδρασης του συνηθισμένου σε αποικιοκρατικές συμφωνίες αμερικάνου αστού σε ένα πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας του. Αυτοί που επικρίνουν αυτήν την πολιτική δεν έχουν ουσιαστικά οικονομικά αντίδοτα. Απλά οι πολέμιοι του Τραμπ προτείνουν να επιβάλουν αυτοπεριορισμούς στην Κίνα, η οποία όμως έχει δυναμώσει και δεν είναι διατεθειμένη να τους αποδεχθεί. Βλέπεις ότι το ίδιο γίνεται και με τη Ρωσία όπου οι εμπορικές κυρώσεις σε ένα πολυπολικό κόσμο έχουν για τις μεγάλες αυτές χώρες μικρό έως μηδενικό αποτέλεσμα. Ποιος θα περίμενε λίγα χρόνια πριν ότι η Κίνα θα ανταπέδιδε τον εμπορικό πόλεμο με δικούς της δασμούς στα εμπορικά προϊόντα των ΗΠΑ. Το πόσο ισχυρή είναι η Κίνα το βλέπεις από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι το αποφεύγουν σαν το διάολο το λιβάνι να προχωρήσουν σε προστατευτικά μέτρα ενάντιά της. Η Γερμανία για παράδειγμα αν σταματήσει να εξάγει στην Κίνα τα αυτοκίνητά της και αντίστοιχα να κατασκευάζει εκεί μεγάλο μέρος της βιομηχανικής της παραγωγής θα αντιμετωπίσει μεγάλη κρίση στην οικονομία της. Αυτοί οι εμπορικοί πόλεμοι επομένως είναι αναμενόμενο να αρχίσουν και να μεγαλώνουν ως αποτέλεσμα των αδιεξόδων της παγκόσμιας οικονομίας.

 

Εντύπωση προκαλεί και το κομφούζιο σε σχέση με τη Μέση Ανατολή - μία φεύγουν τα στρατεύματα μία δε φεύγουν, μία υπέρ των Κούρδων μία κατά, το ίδιο με τους Τούρκους, το ίδιο με το Ιράν. Τι δείχνει αυτή η αδυναμία των ΗΠΑ να βρει το βασικό της "συμφέρον" στη Μέση Ανατολή;

 

Η απάντηση είναι απλή. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ενοποιητικός παράγοντας, δηλαδή το αντίπαλο δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, αυτός που σήμερα είναι φίλος σου αύριο είναι εχθρός σου και τανάπαλιν. Αν διαβάσει κανείς ιστορία μέχρι τη γέννηση της Σοβιετικής Ένωσης θα δει ότι οι συμμαχίες άλλαζαν καθημερινά ανάμεσα στα τότε καθεστώτα και σήμερα ήσαν με την Ελλάδα και το Βενιζέλο και αύριο - στην κυριολεξία αύριο - με την Τουρκία και τον Κεμάλ. Άρα αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο και μη εξηγήσιμο. Το βασικό συμφέρον στη Μέση Ανατολή είναι το πετρέλαιο. Ποιος όμως υπηρετεί αυτό το συμφέρον με σταθερότητα; Το Ισραήλ, οι δυναστείες των βασιλιάδων και μία μεταπρατική τάξη εμπόρων που λειτουργεί σε όλα τα κράτη της Μέσης Ανατολής. Όλοι οι υπόλοιποι  συναποτελούν με την πλατιά έννοια την εργατική τάξη όλων αυτών των χωρών που όμως ανήκουν σε τόσο ποικιλόμορφες κατηγορίες όπου μπλέκονται εθνικά ζητήματα, φυλετικά ζητήματα, θρησκευτικά ζητήματα, μικροαστικά εμπορικά συμφέροντα, ταξικά συμφέροντα, κλπ. Αυτή η ποικιλομορφία κατακερματίζει την εργατική τάξη όλων αυτών των χωρών. Οι αστικές τάξεις αυτών των χωρών στην προσπάθεια ελέγχου των κοινωνιών τους και ταυτόχρονης προσφοράς υπηρεσιών στους ξένους ιδιοκτήτες, κατ’ ουσία, των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών αλλάζουν συνεχώς τη στάση τους προκειμένου σε τελευταία ανάλυση να υπηρετούν τα συμφέροντα των τελευταίων.

 

Αυτές οι συνεχείς μεταβολές των δεδομένων αναγκάζουν και τους ξένους ποικιλώνυμους προστάτες να αλλάζουν συνεχώς την εκάστοτε πολιτική τους χρησιμοποιώντας και τις ωμές στρατιωτικές επεμβάσεις όπου κρίνουν ότι αυτό απαιτείται. Αυτό που δεν αλλάζει είναι ο κεντρικός στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ που είναι η προστασία με κάθε κόστος των ενεργειακών τους συμφερόντων. Θυμίζω ότι το Ιράν έγινε εχθρός την επόμενη μέρα της ανατροπής του Σάχη που τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας έπαψαν να είναι ιδιοκτησία των πετρελαϊκών εταιρειών. Έτσι οι σημερινοί σύμμαχοι μετατρέπονται σε αυριανούς εχθρούς. Θυμήσου τι αντικρουόμενα εθνικά και ταξικά συμφέροντα έκρυβαν μέσα τους οι Ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες μέχρι το 1920 που κατέρρευσαν (μιλάω μέσα στην Ευρώπη) και πως άλλαζαν κάθε μέρα τις συμμαχίες τους απλά γιατί τα οικονομικά συμφέροντα εξ' ορισμού μεταβάλλονται καθημερινά. Επομένως σήμερα είσαι με τους Κούρδους και αύριο ενάντιά τους.

 

Μία μικρή παρένθεση εδώ. Πολλές φορές οι ιδεολογικοί μανδύες που επιβάλλονται από την άρχουσα τάξη και τυλίγουν όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής παίρνουν μία δική τους υλική δύναμη και οδηγούν σε αποφάσεις που μερικές φορές δεν υπηρετούν μακροπρόθεσμα αλλά και βραχυπρόθεσμα τα ταξικά της συμφέροντα. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά την αμερικανική εξωτερική πολιτική από την εποχή του Ρήγκαν θα διαπιστώσει ότι το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα που υποτίθεται θα θεράπευε τα οικονομικά προβλήματα που προκαλούσε το κράτος και οι ρυθμίσεις του διαμόρφωσε και διαμορφώνει και το περιεχόμενό της.  

 

Άλλωστε γι' αυτό και ο υπεριμπεριαλισμός του Καούτσκι, που τον ονειρεύτηκαν πολλοί σοσιαλδημοκράτες πριν και μετά το θάνατό του ήταν μία ονείρωξη τόσο μακριά από την πραγματικότητα όσο και ένας άλλος γαλαξίας από τον δικό μας. Ενοποίηση των καπιταλιστικών συμφερόντων στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, όπως και σε όλα τα προηγούμενα στάδιά του, είναι αδύνατον να υπάρξει. Κατάργηση της ταξικής πάλης είναι αδύνατον να υπάρξει. Μάλιστα στην εποχή της παρακμής του ιμπεριαλισμού η αδυναμία του να συνταχθούν έστω και μερικώς τα συμφέροντά του σε κοινό μέτωπο θα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε τοπικούς και γενικευμένους πολέμους σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, τα αποτελέσματα των οποίων θα καταλήγουν στην επιβολή μίας ανεξέλεγκτης κοινωνικής βαρβαρότητας.

 

Οι νέοι παίκτες στη γεωπολιτική σκακιέρα, η Ρωσία και η Κίνα, μπορεί να έχουν ρόλο σε μελλοντικές επαναστατικές ανακατατάξεις;

 

Η Ρωσία και η Κίνα παρουσιάζουν μία αξιοσημείωτη καπιταλιστική ανάπτυξη με ένα ιδιαίτερα υψηλού μορφωτικού επιπέδου εργατικό δυναμικό. Οι εργατικές τάξεις και των δύο χωρών διαθέτουν μερικά από εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία λείπουν μέχρι ένα βαθμό από τις αντίστοιχες των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Είναι μορφωμένες, έχουν συλλογική ιστορική πείρα από υψηλού βαθμού πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση, οι μεγάλοι αριθμοί των μελών τους εργάζονται στις λεγόμενες κλασικές γραμμές παραγωγής της πραγματικής οικονομίας, η μαρξιστική επαναστατική παράδοση έχει βαθιές ρίζες, οι δομές κρατικές και κοινωνικές είναι ιδιαίτερα συγκεντρωτικές, ο έλεγχος της καπιταλιστικής ανάπτυξης γίνεται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος και τα κόμματα εξουσίας, οι ρίζες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι πολύ αδύναμες και η φενάκη των θεσμικών ρυθμίσεων, που κοιμίζει τις κοινωνίες, είναι μικρού βεληνεκούς και ανεπαρκούς απόδοσης, το στρατιωτικό κατεστημένο στηρίζεται στην υποχρεωτική στράτευση του συνόλου του πληθυσμού ενώ στη συνείδηση των πολλών είναι αποδεκτή η ακόμα και αιματηρή παρέμβασή του στα κοινωνικά δρώμενα και τέλος σήμερα οι χώρες αυτές διαθέτουν πραγματική αυτονομία και κανένα εμπάργκο δεν μπορεί να ανατρέψει ανεπιθύμητες από τη Δύση κοινωνικές αλλαγές. Σημειώνω ότι η βιομηχανική ανάπτυξη αυτών των χωρών είναι σε τέτοιο σημείο που μπορούν να επεξεργαστούν και να εφαρμόσουν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία μοντέλα ανάπτυξης που να προσομοιάζουν με τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία. Δηλαδή δεν έχουν την εγγενή αδυναμία λόγω του σημείου που βρίσκεται η ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων να αναπαραγάγουν το καπιταλιστικό αδιέξοδο όπως έγινε στην πρώτη απόπειρα. Σε αυτές τις χώρες λοιπόν είναι πιο πιθανό να σπάσει ο αδύνατος κρίκος του ιμπεριαλισμού με απεριόριστες δυνατότητες να πάρει το δρόμο της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Τέλος και οι δύο χώρες διαθέτουν τέτοια δύναμη που εάν επιβληθεί ένα επαναστατικό καθεστώς η Δύση δεν θα μπορεί να παρέμβει ούτε στρατιωτικά για να σβήσει τη φωτιά.