Pages

10 August 2012

Λούμπεν διανοούμενοι χαμένοι στη μετάφραση






 
Λούμπεν διανοούμενοι χαμένοι στη μετάφραση
 
 

του Ηρακλή Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε σε RedNotebook, 10 Αυγούστου 2012)

 
Πρώτα, έγραψε ένα ακαταλαβίστικο άρθρο, στο οποίο ισχυριζόταν ότι λίγο-πολύ στην Ισλανδία τα καταστήματα και οι τράπεζες δεν αποδέχονται το ισλανδικό εθνικό νόμισμα στις συναλλαγές τους, για να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι προφανώς αυτό δεν συμβαίνει στην Ισλανδία αλλά σε ένα νησί της Νορβηγίας. [i] Κι μετά θέλησε να ξαναδοκιμάσει τις μεταφραστικές του ικανότητες, ανακαλύπτοντας πολιτικές συνομωσίες σε μία καθ’ όλα θαυμάσια – και εξαιρετικά δύσκολη – μετάφραση κειμένου του Σλαβόι Ζίζεκ, που αποκαλύφθηκε μάλιστα ότι ήταν διερμηνεία, δηλαδή ταυτόχρονη προφορική μετάφραση![ii]

Στο πρώτο άρθρο, το συμπέρασμα ήταν ότι μία ενδεχόμενη απόρριψη του ΔΝΤ και των υπολοίπων πατρόνων εκ μέρους της Ελλάδας δήθεν θα έφερνε ένα νόμισμα που δεν θα αποδεχόταν κανένας στην ίδια του τη χώρα. Στο δεύτερο άρθρο, το συμπέρασμα ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δήθεν παραποίησε μία ομιλία του Ζίζεκ για να υποκρύψει τις δήθεν αιμοσταγείς τάσεις του γνωστού φιλοσόφου που έτυχε να υποστηρίζει το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Στο πρώτο άρθρο, η γκάφα αποκαλύφθηκε από αναγνώστες που έτυχε να πάνε στην Ισλανδία, όπου φυσικά δεν συνάντησαν κανένα πρόβλημα με τη χρήση της ισλανδικής κορώνας. Στο δεύτερο άρθρο, η γκάφα αποκαλύφθηκε από την ίδια τη διερμηνέα που σε σχόλιό της στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου εξήγησε τις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης εργασίας της, τις ανάγκες διερμηνείας και όχι μετάφρασης που κλήθηκε να υπηρετήσει, και βέβαια την απουσία της οποιασδήποτε έξωθεν παρέμβασης. [iii] Εξάλλου, η γκάφα αυτή εντείνεται εφόσον ο οποιοσδήποτε με στοιχειώδεις γνώσεις αγγλικών μπορεί να επιβεβαιώσει ότι το «ruthless» μεταφράζεται πράγματι και ως «ωμό» ενώ το «brutally» δεν μεταφράζεται μόνο ως «κτηνωδώς», όπως προτείνει ο αρθρογράφος, αλλά εν δυνάμει και με ηπιότερη χροιά («αποφασιστικά» όπως επέλεξε η διερμηνέας, ή «δραστικά», κ.ο.κ.).

Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας έσπευσε να διορθώσει τη σύγχυση της Ισλανδίας με τη Νορβηγία με ένα ελάχιστα απολογητικό άρθρο του που επαναλάμβανε τη γνωστή επιχειρηματολογία περί καταστροφικής επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αποδίδοντας παράλληλα το μπέρδεμα σε λάθος του κατά την ακρόαση ραδιοφωνικής εκπομπής. [iv] Την ανικανότητά του να κατανοήσει τη μεταφορική χρήση βασικών όρων της αγγλικής γλώσσας, πάντως, δεν τη διόρθωσε· ακόμα περιμένει η μεταφραστική κοινότητα τη δημόσια συγνώμη του προς τη συνάδελφο μεταφράστρια. Το ζήτημα όμως δεν είναι ηθικό αλλά άκρως πνευματικό. Τι είναι αυτό που έχει οδηγήσει τους «διανοούμενους» διαμορφωτές της κοινής γνώμης στο διανοητικό ξεπεσμό και στην υποκατάσταση των επιχειρημάτων από φτηνή προπαγάνδα και ωμά ψεύδη;

Πάει καιρός που ο γέρο-Μαρξ φανέρωσε τη σύνδεση ανάμεσα στην κυρίαρχη ιδεολογία και στην κυρίαρχη οικονομικά τάξη, στη «Γερμανική Ιδεολογία» και αλλού: «Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες, δηλαδή η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας συνιστά την ίδια στιγμή και την κυρίαρχη διανοητική δύναμή της». [v] Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε, αλλά ένα παρέμεινε σίγουρα σταθερό: παντού και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να μετατρέψουν το συμφέρον των αρχόντων σε «γνώση», σε «θεωρία» και σε ιδεολογία έτοιμη προς κατανάλωση από τη συνείδηση των αρχομένων. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Κάποιοι το κάνουν συνειδητά, επί πληρωμή, εκ προμελέτης. Κάποιοι άλλοι, αυθεντικότεροι, το κάνουν με ειλικρίνεια, αυθόρμητα και ασυνείδητα.

Δεν μας αφορούν όμως οι προθέσεις εδώ· το αποτέλεσμα μετράει, τα κείμενα, τα επιχειρήματα και τα χαρακτηριστικά τους. Ποια είναι αυτά; Καταρχήν, το ότι διαβάζονται με εξαιρετική δυσκολία από ανθρώπους με έστω και στοιχειώδη γνώση των κανόνων της λογικής σκέψης. Η ρηχότητα των επιχειρημάτων, τα λογικά σφάλματα, οι αστήρικτες καταφάσεις μετατρέπουν το λόγο σε κακογραμμένη φάρσα, φτιασιδωμένη με κουρέλια φιλελεύθερου πνεύματος και ανοιχτής κοινωνίας. Δεν υπάρχει επαγωγική και παραγωγική και αναλογική σκέψη εδώ· υπάρχει μόνο ρηχότητα.

Τι εκφράζει αυτή; Μία αστική τάξη που ποτέ δεν υπήρξε, παρά μόνο ως σύναξη κρατικοδίαιτων «παραγωγών» και διαπλεκόμενων μεσαζόντων. Μία αστική τάξη που συστήθηκε στη σκηνή μοναχά ως λούμπεν μπουρζουαζία, σύμφωνα και με τον όρο του μεγάλου μαρξιστή Andre Gunder Frank, [vi] δηλαδή ως αστική τάξη διεθνώς εξαρτημένη, μεταπρατική και παρασιτική, καταδικασμένη να εκπροσωπεί και να μεσολαβεί. Η ιστορική, κοινωνική και οικονομική ρηχότητα της συγκεκριμένης ταξικής μερίδας εκφράζεται και μέσα από τη ρηχότητα των περιβεβλημένων με μία άχλη διανόησης διαφημιστών-συνηγόρων της.

Πού καιρός για βαθιά επιχειρήματα και δύσκολα βιβλία; Πού καιρός, δηλαδή, για ρίζες; Ας θυμηθούμε τον Παναγιώτη Κονδύλη:

Ο αστικός πολιτισμός εκδηλώθηκε εδώ στις στοιχειωδέστερες και εξωτερικότερες μόνο μορφές του, δηλαδή σε ορισμένους εθιμοτυπικούς κανόνες, σε ορισμένους άγραφους νόμους της συναναστροφής μεταξύ «κυρίων» και «κυριών» και στην απόκτηση μιας «ευρωπαϊκής μόρφωσης»· εν πάση περιπτώσει οι εγχώριες αστικές πολιτισμικές ανάγκες δεν έγιναν ποτέ τόσο επιτακτικές, ώστε να δημιουργηθεί μια όπερα ή μια πινακοθήκη κάποιων απαιτήσεων.[vii]

Ή ένα εγχώριο στρώμα διανοουμένων με βάθος, θα προσθέταμε εμείς. Όπως η τάξη που υπηρετεί είναι καταδικασμένη να τσιμπολογά από δω κι από εκεί κάνα ξεροκόμματο, έτσι και ο λούμπεν διανοούμενος, ο κατεξοχήν οργανικός της διανοούμενος, είναι καταδικασμένος να ζει μέσα σε ένα ατέρμονο παρόν, σε μία βασανιστική προσωρινότητα. Πρέπει, αφενός, να είναι τόσο επίσημος και αφηρημένος, ώστε να γίνεται αποδεκτός ως διανοητική αυθεντία. Πρέπει, αφετέρου, να είναι τόσο εκλαϊκευμένος, ώστε να προσφέρει τροφή πνευματική ακόμα και στον πιο αδαή εν δυνάμει ψηφοφόρο των κομματικών σχηματισμών που οι διανοούμενοι αυτοί διαφημίζουν. Πρέπει, πρωτίστως, να είναι τόσο προσωρινός όσο προσωρινή είναι και η κτήση της σημαίας ευκαιρίας από τους εφοπλιστές που απαρτίζουν την εμπροσθοφυλακή της τάξης που αυτός υπηρετεί.

Υπάρχει όμως κι άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτής της δοκιμιακής γραφής: ότι ικανοποιεί το γνωστό δόγμα «πες, πες, κάτι θα μείνει». Τα προϊόντα της διαστρεβλώνουν και συσκοτίζουν και παραπλανούν. Πάνω απ’ όλα, όμως – κι εδώ έγκειται η διαφορά τους με τον λεπτεπίλεπτο αστισμό της αμέσως προηγούμενης γενιάς των ιδεολογικών προγόνων τους – οι φορείς της δεν φοβούνται να επιτεθούν με υβριστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον αντιπάλων πολιτικών κομμάτων και χώρων. Μας οδηγούν, με άλλα λόγια, στον πολεμικό αντικομμουνισμό του ’40 και του ’50, διαγράφοντας από το χάρτη το επιστημονικό υπόβαθρο, την εκφραστική μαεστρία και τη διακριτικότητα ενός Παπανούτσου ή ενός Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου που μεσολάβησαν εντωμεταξύ. Ποιος θα το έλεγε εν έτει 2012 ότι θα διαβάζαμε στην κατεξοχήν «σοβαρή» ελληνική εφημερίδα κείμενο του κατεξοχήν «σοβαρού» αρθρογράφου της που θα κατέληγε ως εξής;

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η επιθετική ψευδολογία, στην οποία καταφεύγει όλο και πιο συχνά ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή μεγάλωσαν οι δουλειές του. Είναι ότι διδάσκει στα νέα παιδιά το νέο «αριστερό» ήθος, κάτι που είναι εμφανές σε όσους περιδιαβαίνουν τα κοινωνικά δίκτυα. Χειρότερα όμως θα είναι σε μια πιθανή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή θα οδηγήσει τη χώρα σε καταστροφή πολλά στελέχη θα ψάξουν για «εσωτερικούς εχθρούς» για να «εξηγήσουν» στον λαό τη αποτυχία τους. Τότε θα φλερτάρουν την γνήσια και ουχί ντεκαφεϊνέ μετάφραση του «ruthless» και «brutally».[viii]

Το γεγονός ότι τα κείμενα του εν λόγω εξόχως προβεβλημένου σχολιαστή βρίθουν τέτοιων μακαρθικής έμπνευσης ρητορικών σχημάτων μαρτυρά την κρίση ηγεμονίας στην οποία έχει περιέλθει ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός. Κομμένες πλέον οι ευγένειες και οι τυπικότητες. Κομμένες και οι πολλές λεπτομέρειες, τα «ναι μεν αλλά», η πολλή διαλεκτική. Ο κοινός νους πρέπει να κατασκευαστεί πάση θυσία, κι αν αυτό δεν είναι εφικτό με περίπλοκες θεωρίες και στοιχεία, υπάρχει πάντα η λύση της προσφυγής σε ορολογία πιάτσας: «μεγάλωσαν οι δουλειές του», και τα λοιπά. Δεν θα βοηθούσε, συνεπώς, σε τίποτα η προσφορά στον αρθρογράφο ενός καλού αγγλο-ελληνικού λεξικού ή κάποιου ακουστικού ενίσχυσης ακοής. Η μεταφραστική, ακουστική και εκφραστική του «αδυναμία» δεν είναι τεχνικής αλλά πολιτικής φύσης. Και κάνει καλά τη δουλειά της.
 


Σημειώσεις

[i] Π. Μανδραβέλης, ‘Το άλλο μάθημα από την Ισλανδία’, Η Καθημερινή, 27 Μαΐου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/05/2012_483626

[ii] Π. Μανδραβέλης, ‘Ντεκαφεϊνέ και γνήσιες μεταφράσεις’, Η Καθημερινή, 12 Ιουνίου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/06/2012_485171

[iii] Βλ. σχόλιο αρ. 2 σε Ν. Σαραντάκος, ‘Ντεκαφεϊνέ μεταφράσεις;’, blog Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, 13 Ιουνίου 2012.

[iv] Π. Μανδραβέλης, ‘Το ορθό μάθημα από την Ισλανδία’, Η Καθημερινή, 6 Ιουνίου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/06/2012_484482

[v] K. Marx and F. Engels, The German Ideology, σε Marx και Engels, Collected Works, τομ. 5, Lawrence & Wishart, 1976, σελ. 59.

[vi] A. G. Frank, Lumpenbourgeoisie – Lumpendevelopment: Dependence, Class and Politics in Latin America, Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1972.

[vii] Π. Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Αθήνα, Θεμέλιο, 2007, σελ. 40.

[viii] Μανδραβέλης, ‘Ντεκαφεϊνέ και γνήσιες μεταφράσεις’.

02 June 2012

Ο Νίκος Πουλαντζάς ως θεωρητικός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης






Ο Νίκος Πουλαντζάς ως θεωρητικός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης


του Ηρακλή Οικονόμου

[Δημοσιεύτηκε σε Χ. Γολέμης & Η. Οικονόμου (επιμ., 2012), Ο Πουλαντζάς σήμερα, Αθήνα: Νήσος, σελ. 283-298]


Εισαγωγή

Μία από τις πιο αποσιωπημένες πτυχές του έργου του Νίκου Πουλαντζά είναι η συμβολήτου στην ανάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αποσιώπηση αυτή συνοδεύτηκε απόμια δίχως τέλος σύγχυση ως προς το τι είπε και τι δεν είπε γύρω από τοευρωπαϊκό ζήτημα. Η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να κάνει τρία πράγματα: α) νασυνοψίσει το περιεχόμενο της συμβολής του Πουλαντζά στην ανάλυση της ευρωπαϊκήςενοποίησης, β) να ερμηνεύσει την τόσο ηχηρή απουσία του μαρξιστή διανοητή απότη σημερινή συζήτηση περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο των ευρωπαϊκώνσπουδών, και γ) να καταδείξει εκείνα τα σημεία των αναζητήσεών του πουδιατηρούν την επικαιρότητά τους και έχουν θέση σε μια κριτική, μαρξιστικήοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σήμερα.

Το επιχείρημα της παρούσας εργασίας είναι συνοπτικά το εξής: Παρόλο που το κύριο σώμα της σκέψης του Πουλαντζά περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα του κράτους και της ταξικής εξουσίας, ο ίδιος μπορεί να θεωρηθεί ως πρωτοπόρος θεωρητικός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το έργο του «μία από τις πλέον διαυγείς και διορατικές μαρξιστικές αναλύσεις του ευρωπαϊκού πλαισίου που έχουμε».[i] Η απουσία του από τις ευρωπαϊκές σπουδές δεν οφείλεται σε κάποια επιστημονική αναγκαιότητα, αλλά σε ιδεολογικούς παράγοντες και αίτια που αγγίζουν την ευρύτερη μοίρα της μαρξιστικής θεωρίας στις διεθνείς και ευρωπαϊκές σπουδές. Παρά τις γιγαντιαίες μεταβολές που έχει υποστεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από την πρώιμη περίοδο του Πουλαντζά μέχρι σήμερα, κρίσιμες πτυχές του έργου του διατηρούν την επικαιρότητά τους. Η παρούσα ανάλυση αντιλαμβάνεται τη συνεισφορά του Πουλαντζά όχι ως θέσφατο, αλλά με όρους κριτικούς και ιστορικούς, δηλαδή ως ένα σώμα ιδεών που αντιστοιχεί στο στάδιο ανάπτυξης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης των μέσων του ’70. Παράλληλα, όμως, δίνει έμφαση στη διαχρονικότητα μέρους αυτών των επεξεργασιών, οι οποίες δεν νοούνται μόνο ως προλεγόμενα μιας μαρξιστικής μεθόδου ερμηνείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και ως καθαυτές ερμηνείες, με τη δική τους αυτόνομη αξία.


Ο Πουλαντζάς για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

Τι είπε ο Πουλαντζάς σε σχέση με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση; Η απάντηση βασίζεται κατ’ αρχάς σε μια κριτική ανάγνωση του μοναδικού έργου του που σχετίζεται άμεσα με το θέμα, δηλαδή της ενότητας «Η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων και το εθνικό κράτος»στο βιβλίο Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό.[ii] Οι εξαιρετικά αφαιρετικές επισημάνσεις στο βιβλίο του Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός για την πρωτοκαθεδρία της ταξικής πάλης έναντι των θεσμοποιημένων μηχανισμών αφορούν πρωτίστως το εθνικό κράτος και όχι την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.[iii] Η ενότητα «Η διεθνοποίηση…» βασίζεται στο ομώνυμο δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1973 και το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά.[iv] Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κείμενο ηλικίας περίπου τεσσάρων δεκαετιών. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο φιλόσοφος θεώρησε σκόπιμο να επανέλθει στο αρχικό δοκίμιό του, να το επεξεργαστεί και να το συμπεριλάβει σε βιβλίο δείχνει από μόνο του την κομβική θέση που κατείχαν στη σκέψη του τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του ιμπεριαλισμού.

 Εύκολα συμπεραίνεται ότι ο Πουλαντζάς θεωρούσε το πεδίο της Ευρώπης ως ένα οντολογικά διαφορετικό πεδίο ανάλυσης από αυτό του εθνικού κράτους. Με άλλα λόγια, μόνο αυτόματη και δεδομένη δεν θεωρούσε την εφαρμογή της θεωρίας του για το κράτος πάνω στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αλλιώς, προφανώς και δεν θα είχε συγγράψει μια εξολοκλήρου διαφορετική και πρωτότυπη θεώρηση αυτού του οικοδομήματος, σε σχέση με τη θεώρηση του αστικού κράτους. Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας σημειώνει: «Αυτά τα δοκίμια έχουν σαν κύριο αντικείμενο μελέτης τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και συγκεκριμένα τους ευρωπαϊκούς σχηματισμούς, γιατί αυτοί συνιστούν ένα ειδικό πεδίο».[v]

Ο Πουλαντζάς εντάσσει την ερμηνεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε μίαευρύτερη προβληματική περί ιμπεριαλισμού και διεθνοποίησης, ξεκινώντας από τηνέννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής:

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής […] χαρακτηρίζεται […] από μια διπλή τάση, που οι δύο όψεις της ξετυλίγονται ταυτόχρονα: από την αναπαραγωγή του μέσα σ’ ένα κοινωνικό σχηματισμό όπου «εδραιώνεται» και εγκαθιστά την κυριαρχία του και από την επέκταση της κυριαρχίας του έξω απ’ αυτόν τον σχηματισμό.[vi]

Υιοθετώντας τη λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό, προβάλλει την επέκταση ως εγγενές στοιχείο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, και την εξαγωγή κεφαλαίων έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων ως ένα αποφασιστικό χαρακτηριστικό αυτού του σταδίου. Ο Πουλαντζάς συναντά τον Λένιν και σε ένα άλλο κρίσιμο σημείο: στον τονισμό του πρωταρχικού ρόλου του παραγωγικού κεφαλαίου στη διαδικασία εξαγωγής κεφαλαίων.[vii] Δεν μένει όμως στον ιμπεριαλισμό ως γενική φάση του καπιταλισμού, παρά εντάσσει το ευρωπαϊκό μόρφωμα ως ενεργό δρώντα μέσα σε αυτή τη φάση. Ο Έλληνας διανοητής σηματοδοτεί την είσοδό του στο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όταν συνδέει την ανάλυση του ιμπεριαλισμού με τη μελέτη του κράτους: «είναι φανερό ότι το σημερινό κράτος […] δεν μπορεί να μελετηθεί παρά μόνο σε σχέση με τη σημερινή φάση του ιμπεριαλισμού και τις επιπτώσεις του μέσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις».[viii] Η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) νοείται ως μία από αυτές τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ή εναλλακτικά ως ιμπεριαλιστικός σχηματισμός.[ix] Είναι όμως ένας σχηματισμός συνδεδεμένος με άλλους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς με σχέσεις κυριαρχίας και εξάρτησης, μέσα σε μια ευρύτερη ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Απόρροια αυτού του αναλυτικού σχήματος είναι η έμφαση στις ευρωατλαντικές σχέσεις και στο ρόλο των ΗΠΑ έναντι της τότε ΕΟΚ.

Ο Πουλαντζάς ασκεί κριτική τόσο στις νεότερες εκδοχές της αλά Κάουτσκι θεωρίας του υπερ-ιμπεριαλισμού όσο και στις επεξεργασίες του Έρνεστ Μαντέλ, ο οποίος εννοούσε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως διαδικασία αντιστάθμισης και αμφισβήτησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ εντός της Ευρώπης, αλλά και στις θέσεις του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που εννοούσε τις ενδο-μητροπολιτικές σχέσεις ως σχέσεις αυτόνομων εθνικών κρατών και αστικών τάξεων. Αντιπαραθετικά, προκρίνει την ιδέα της εξάρτησης της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής μητρόπολης από την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου. Κατά τον Πουλαντζά, ένας κοινωνικός σχηματισμός τελεί υπό κυριαρχία και εξάρτηση όταν «η άρθρωση της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής δομής του εκφράζει θεμελιακές και ασύμμετρες σχέσεις με έναν ή περισσότερους κυρίαρχους κοινωνικούς σχηματισμούς».[x] Στην περίπτωση των ευρωπαϊκών μητροπόλεων υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, αυτή η εξάρτηση εκφράζεται κατ’ αρχάς μέσα από την αναπαραγωγή εντός της Ευρώπης σχέσεων παραγωγής που αντανακλούν το αμερικάνικο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η κυριαρχία και η εξάρτηση είναι εσωτερικευμένες και εντυπωμένες στην ταξική και παραγωγική διάρθρωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Παράλληλα, ο Πουλαντζάς εισάγει την έννοια της εσωτερικής αστικής τάξης, δηλαδή μιας εγχώριας – αλλά συνάμα διεθνοποιημένης – αστικής τάξης, η οποία υπόκειται στην κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου, έχοντας απολέσει την πολιτική και ιδεολογική της αυτονομία.[xi]

Πώς στοιχειοθετείται η κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου και η εξάρτηση του ευρωπαϊκού; Ο Πουλαντζάς αντλεί τα επιχειρήματά του από το πεδίο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, επικαλούμενος την αναλογική αύξηση του αμερικανικού κεφαλαίου στον συνολικό όγκο των κεφαλαιακών επενδύσεων στο εξωτερικό, την αναλογική αύξηση των εισερχόμενων επενδύσεων του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη, την υπεροχή μέσα σ’ αυτές των άμεσων επενδύσεων έναντι των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, την αναλογική αύξηση του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη στον τομέα της μεταποίησης σε σχέση με τη συνολική εξαγωγή αμερικανικού κεφαλαίου στον συγκεκριμένο τομέα, την προέλευση των αμερικανικών επενδύσεων από τους πιο συγκεντρωμένους κλάδους της οικονομίας των ΗΠΑ, και τη συγκεντροποίηση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην Ευρώπη μέσω της αύξησης των αμερικανικών τραπεζικών θυγατρικών. Οι συγκεκριμένες διαδικασίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διεθνοποίηση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου «συντελείται κάτω από την αποφασιστική κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου».[xii]

Παράλληλα, ο Πουλαντζάς θεωρεί ότι η Ευρώπη εμφανίζει τις δικές της, αυτόνομες επεκτατικές τάσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι τόσο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός όσο και ο ιμπεριαλισμός των άλλων μητροπολιτικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένης και της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εμπλέκονται σε μια αέναη πάλη για την κυριαρχία και την εκμετάλλευση των κυριαρχούμενων σχηματισμών στην καπιταλιστική περιφέρεια. Η ηγεμονία των ΗΠΑ δεν αναιρεί την ιμπεριαλιστική φύση και δράση της ενωμένης Ευρώπης: «Στην πραγματικότητα, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και ο ιμπεριαλισμός των λοιπών μητροπόλεων μάχονται για την κυριαρχία και την εκμετάλλευση αυτών των (σ.σ.: εξαρτημένων) σχηματισμών».[xiii] Γι’ αυτό και ο Πουλαντζάς μιλά για κρίση του ιμπεριαλισμού συνολικά, η οποία δεν περιοριζόταν στην αμερικανική ηγεμονία. Όσο για την προσπάθεια αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας από μερίδες των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, ο Πουλαντζάς θεωρεί ότι αυτή η μάχη γίνεται για το μοίρασμα της ιμπεριαλιστικής πίττας, και καλεί σε ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και τα κρατικά και υπερκρατικά μορφώματα που δρουν στο πλαίσιό του.

Το βασικό θέμα που έχει απασχολήσει ιστορικά τη θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αφορά το δίπολο υπερεθνικοποίησης – διακυβερνητισμού. Ο Πουλαντζάς απορρίπτει ρητά το σενάριο οικοδόμησης ενός υπερεθνικού κράτους. Παρόλο που αφετηρία του επιχειρήματος είναι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ και το ενδεχόμενο ανάδειξης ενός παγκόσμιου κράτους ως συνέπεια αυτής της κυριαρχίας, αυτό βρίσκει εφαρμογή και στον ευρωπαϊκό χώρο.[xiv] Στον πυρήνα της απόρριψης του ενδεχομένου του υπερεθνικού κράτους βρίσκεται η θεωρία της άνισης ανάπτυξης, που συνοδεύεται από μια έμφαση στις συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικο-οικονομικές και θεσμικές ιδιομορφίες κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Η παγιωμένη ταξική δομή των εθνικών σχηματισμών συμβάλλει κι αυτή στη διατήρηση εθνοκεντρικών τάσεων, ιδιαίτερα μέσω της αναπαραγωγής της μικροαστικής τάξης και των αγροτικών στρωμάτων. Όμοιο ρόλο παίζει και η αδράνεια που προκαλούν οι διοικητικές γραφειοκρατίες και το πολιτικό – κομματικό προσωπικό, που αντλούν τα προνόμιά τους από το εθνικό κράτος.[xv] Όμως, ο κύριος λόγος για τον οποίο είναι αδύνατη η υπέρβαση του εθνικού κράτους είναι η συγκεκριμένη λειτουργία του ως κάτι πολύ ευρύτερο από ένα απλό εργαλείο ταξικής επιβολής:

Το κράτος που διατηρεί τη συνοχή και την ενότητα ενός ταξικού κοινωνικού σχηματισμού, συγκεντρώνει και συνοψίζει τις ταξικές αντιθέσεις του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού, καθιερώνοντας και νομιμοποιώντας τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και μερίδων έναντι των άλλων τάξεων του σχηματισμού, ενώ συνάμα επωμίζεται τις παγκόσμιες ταξικές αντιθέσεις.[xvi]

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΟΚ ορίζεται ως μορφή συντονισμού της οικονομικής πολιτικής, η οποία όμως δεν παραγκωνίζει –ούτε στέκεται πέρα και έξω από– τα εθνικά κράτη. Η πλήρης και σε βάθος μεταβίβαση των οικονομικών λειτουργιών του κράτους σε υπερεθνικούς οργανισμούς θεωρείται από τον Πουλαντζά αδύνατη, εξαιτίας του στοιχείου του αδιαίρετου που χαρακτηρίζει τον συνολικό πολιτικό ρόλο του κράτους. Έτσι, συσσωματώσεις όπως η τότε ΕΟΚ γίνονται αντιληπτές ως εκφράσεις προηγούμενων μετασχηματισμών στο εθνικό κράτος που «αποσκοπούν στο να επωμιστεί αυτό τη διεθνοποίηση των δημόσιων λειτουργιών απέναντι στο κεφάλαιο».[xvii]

Ως επιπλέον ένδειξη του αδύνατου της οικοδόμησης ενός υπερεθνικού κράτους,ο Πουλαντζάς αντιπαραβάλλει την υποτιθέμενη υπέρβαση του εθνικού κράτους με τονπραγματικό θρυμματισμό του έθνους ως αποτέλεσμα της οικονομικής διεθνοποίησης.

Δεν βρισκόμαστε εδώ μπροστά στην εμφάνιση ενός νέου κράτους πάνω από τα έθνη, αλλά μάλλον σε διασπάσεις της εθνικής ενότητας που βρίσκονται στη βάση των υπαρχόντων εθνικών κρατών. […] η διεθνοποίηση του κεφαλαίου επιφέρει περισσότερο ένα κομμάτιασμα του έθνους, όπως αυτό είχε σχηματιστεί ιστορικά, παρά μιαν υπερ-εθνικοποίηση του κράτους.[xviii]

Ως παράδειγμα υποστηρικτικό αυτής της θέσης, ο μαρξιστής φιλόσοφος φέρνειτα εθνοτικά – τοπικιστικά κινήματα της εποχής του. Η διόγκωση τέτοιωνκινημάτων, η όξυνση των περιφερειακών ανισοτήτων και η αδυναμία άρθρωσης μιαςκοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας επικυρώνουν την ισχύ αυτού του επιχειρήματοςσήμερα. Αυτή η παρατήρηση γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη αν λάβουμε υπόψη τησυμμετοχή της ΕΕ στην ενίσχυση της γλωσσικής, πολιτισμικής καιθεσμικής-περιφερειακής ποικιλομορφίας μέσα στα κράτη-μέλη. Το γεγονός αυτόμπορεί να γίνει αντιληπτό ως μια προσπάθεια διατήρησης και ενίσχυσης τωνεθνοτικών – τοπικιστικών διαφορών εκ μέρους των οργάνων της ΕΕ, και σε δεύτεροεπίπεδο ως μέσο περαιτέρω διάσπασης της εργατικής τάξης στο επίπεδο τηςσυνείδησης και της ιδεολογίας. Αυτό το επιχείρημα ενισχύει τη θέση του Πουλαντζά για το αδύνατο –και μη επιθυμητό εκ μέρους της μονοπωλιακήςδιεθνοποιημένης αστικής τάξης– της οικοδόμησης ενός ευρωπαϊκού υπερεθνικού κράτους.


Η διαχείριση του Πουλαντζά από τη θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Η σχεδόν καθολική αποσιώπηση της συνεισφοράς του Πουλαντζά στην ερμηνεία της ευρωπαϊκής πολιτικής εκ μέρους των ευρωπαϊκών σπουδών προκαλεί εντύπωση, μόνο όμως σε σχέση με την ιδιαίτερη σημασία αυτής της συνεισφοράς. Γιατί, κατά τα άλλα, αυτή η αποσιώπηση βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την ευρύτερη θέση της μαρξιστικής θεωρίας μέσα στη θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παραδόξως, ο μαρξισμός δεν θεωρήθηκε ποτέ ως νομιμοποιημένη σχολή σκέψης μέσα στα συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, κι ας ξεφύτρωσε αυτό από τα σπλάχνα της διεθνούς θεωρίας, δηλαδή από ένα σώμα ιδεών με μια σχετική παρουσία μαρξιστικής κριτικής σκέψης.[xix] Ρεαλιστές και διακυβερνητιστές, φιλελεύθεροι και νεολειτουργιστές, κονστρουκτιβιστές και μεταμοντέρνοι, έχουν ιστορικά συμφωνήσει ως προς την αδυναμία ερμηνείας της ευρωπαϊκής πολιτικής από τη μεριά της μαρξιστικής θεωρίας, καθώς και ως προς την ασήμαντη αξία εννοιών όπως η τάξη, το κεφάλαιο, η παραγωγή. Και αυτό το έχουν επισημάνει και μη μαρξιστές θεωρητικοί. Σύμφωνα με τη διαπρεπή διεθνολόγο Χέιζελ Σμιθ, «το κυρίως ρεύμα των σπουδών ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει παραμείνει κυριολεκτικά άθικτο από την ιστορικο-υλιστική θεώρηση».[xx] Παρόμοια είναι και η άποψη του Μπεν Ρόσαμοντ, γνωστού θεωρητικού της ευρωπαϊκής πολιτικής: «Στην πραγματικότητα, δεν αναπτύχθηκε ποτέ ένα συνεκτικό σώμα μαρξιστικών εργασιών πάνω στην ΕΕ, και οι ιστορικο-υλιστικές συνεισφορές στο γνωστικό πεδίο της ΕΟΚ/ΕΕ υπήρξαν σποραδικές, αν και σημαντικές μερικές φορές».[xxi]

Εάν η αποσιώπηση του έργου του Πουλαντζά συνδέεται με έναν ευρύτερο υποβιβασμό του μαρξισμού, τότε καθίσταται αναγκαία η ερμηνεία αυτού του υποβιβασμού. Τα αίτιά του σχετίζονται κατ’ αρχάς με τη φύση και την εξέλιξη των ευρωπαϊκών σπουδών ως γνωστικού κλάδου. Η ανάπτυξη τους ως υπο-πεδίο της θεωρίας διεθνών σχέσεων στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συνέπεσε με τη συνολική καταβαράθρωση του ιστορικού υλισμού στις κοινωνικές επιστήμες. Έτσι, σε αντίθεση με κλάδους όπως η διεθνής πολιτική οικονομία, οι οποίοι φέρουν ακόμα τα σημάδια των μαρξιστικών θεωρήσεων των δεκαετιών του ’60 και του ’70, η θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι εξ ολοκλήρου τέκνο της αντι-μαρξιστικής συναίνεσης των τελευταίων είκοσι χρόνων. Παράπλευρη απώλεια αυτής της συναίνεσης είναι η εξαφάνιση του διαλόγου Πουλαντζά – Μαντέλ γύρω από τη φύση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε σχέση με την καπιταλιστική διεθνοποίηση, ενός διαλόγου που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και όχι στο πλαίσιο της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.[xxii] Ο Μαντέλ υποστήριξε ότι η ανάδυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής επίδρασης της διεθνοποίησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, προερχόμενη από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε συνθήκες ισχυρότατου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, για να λάβει τη γνωστή απάντηση του Πουλαντζά αναφορικά με τη διατήρηση της αμερικάνικης ηγεμονίας εντός του ευρωπαϊκού χώρου.

Μετά τη συζήτηση Πουλαντζά – Μαντέλ, το θέμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σχεδόν εγκαταλείφθηκε από τους μαρξιστές στοχαστές. Στις φωτεινές εξαιρέσεις συμπεριλαμβάνονται η κριτική προσέγγιση της Συνθήκης του Άμστερνταμ από τη Χέιζελ Σμιθ, η ερμηνεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης με όρους ιμπεριαλιστικών τάσεων των κρατών-μελών από τους Μπρούνο και Γουλιέλμο Καρκέντι, η εξαιρετικά επίκαιρη μελέτη του Γουλιέλμο Καρκέντι για την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας και η κριτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τον Βέρνερ Μπόνεφελντ ως πρόγραμμα προσανατολισμένο προς την ανάσχεση των συλλογικών βλέψεων για κοινωνικό έλεγχο και τον περιορισμό της επίδρασης της πολιτικής εξουσίας στη διαδικασία της συσσώρευσης.[xxiii] Μόνο η νεο-γκραμσιανή παραλλαγή του ιστορικού υλισμού κατάφερε να εδραιωθεί ως διακριτή θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με συγγραφείς όπως ο Στίβεν Γκιλ, ο Ανδρέας Μπίλερ και ο Μπαστιάν βαν Άπελντοορν. Όμως, η διασύνδεσή αυτού του σώματος ιδεών με τον Πουλαντζά υπήρξε ελάχιστη, παρά την κοινή σύνδεση με τον Γκράμσι.

Επίσης, η ανάπτυξη της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως κλάδου πλήρως συνδεδεμένου με τα συμφέροντα της ΕΕ σήμανε ότι κάθε θεωρία η οποία αμφισβητούσε αυτά τα συμφέροντα έπρεπε να περιθωριοποιηθεί. Οι ευρωπαϊκές σπουδές έχουν υπάρξει ιστορικά όχι ως σπουδές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά ως σπουδές για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και υπέρ αυτής. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη χρηματοδότησή τους δεν πρέπει να υποτιμάται, ούτε και η ηγεμονία συγκεκριμένων θεωρητικών παραδειγμάτων υπέρ της ΕΕ, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα που να επιτρέπει τη σύλληψη του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου ως μηχανισμού νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αναπαραγωγής συγκεκριμένων ιδεολογικών παραδοχών υπέρ αυτής. Ένας Πουλαντζάς που ανατέμνει τον ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό του ευρωπαϊκού μορφώματος δεν είχε και δεν έχει καμία θέση σε έναν ερευνητικό κλάδο που, για παράδειγμα, σκιαγραφεί τις εξωτερικές και στρατιωτικές βλέψεις της ΕΕ ως προϊόντα μιας «ειρηνικής», «ηθικής» ή «κανονιστικής» Ευρώπης.[xxiv]


Η επικαιρότητα του Πουλαντζά ως θεωρητικού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Μια προφανής απάντηση στο ερώτημα «πού έγκειται η επικαιρότητα του Πουλαντζά ως θεωρητικού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» είναι «πουθενά», εφόσον τις επεξεργασίες του και τη σημερινή ΕΕ χωρίζουν πάνω από τρεις δεκαετίες. Από τα μέσα του ’70 μέχρι σήμερα εξελίξεις όπως η Κοινή Αγορά, η Συνθήκη τουΜάαστριχτ, η κυκλοφορία του ευρώ, η ενίσχυση των τυπικών εξουσιών τουΕυρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η οικοδόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, μπορούν να ιδωθούν ως γεγονότα που αναιρούν εντελώς το αντικείμενο μελέτης του Έλληνα διανοητή στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Δενείναι όμως έτσι τα πράγματα, ιδιαίτερα καθώς η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν οδήγησε στην οικοδόμηση ενός υπερεθνικού κράτους. Αντίθετα, έφερε στηνεπιφάνεια νέες αντιθέσεις που επιβεβαιώνουν τις αρχικές προβλέψεις του Πουλαντζά.

Η πτυχή της πουλαντζιανής σκέψης που παρουσιάζεται περισσότερο προβληματική σήμερα είναι η υπερτίμηση εκ μέρους του της εξάρτησης του ευρωπαϊκού μορφώματος από τις ΗΠΑ, μια θέση που στα μέσα του ’70 ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα, αλλά που πλέον αδυνατεί να περιγράψει τις τάσεις στρατηγικής αυτονόμησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη πτυχή απαιτεί περαιτέρω μελέτη, που να αγκαλιάζει τις πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις στο επίπεδο των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – ΕΕ, κάτι που ξεφεύγει από τα όρια του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Ενδεικτικά, κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000, οκτώ, οκτώ και επτά από τις δέκα μεγαλύτερες εξαγορές ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ αφορούσαν εξαγορές αμερικανικών εταιρειών από ευρωπαϊκές.[xxv] Όμως, ακόμα κι αυτή η πτυχή της σκέψης του μεγάλου διανοητή χαρακτηρίζεται από ερμηνευτική ισχύ σήμερα. Για τον Λίο Πάνιτς,

Η οπτική του Πουλαντζά για τη διείσδυση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στα ευρωπαϊκά κράτη είναι ακόμα βάσιμη. Ενδεικτική αυτής της διείσδυσης είναι η πρόθυμη συνεργασία καθενός κράτους-μέλους της ΕΕ με την πιο πρόσφατη επιβεβαίωση της αμερικάνικης στρατηγικής ηγεμονίας έναντι της Ευρώπης – τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Εκείνοι που εστιάζουν σε δευτερεύοντες εμπορικούς και νομισματικούς ανταγωνισμούς βλέπουν τις μπανάνες και δεν βλέπουν τις βόμβες.[xxvi]

Φαινόμενα όπως η ειδική σχέση ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασίλειου ή η σύγκλιση των νέωνκρατών-μελών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης με τον ατλαντισμό, δεν μπορούν ναγίνουν κατανοητά χωρίς τη συνδρομή αυτών των επεξεργασιών.

Φαίνεται ότι η εμμονή του Πουλαντζά στην ηγεμονία του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη αποτύπωνε και μια ευρύτερη ιδεολογική αντίθεση προς το όραμα μιας ενωμένης καπιταλιστικής Ευρώπης – αντίβαρο στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, μια πτυχή της κριτικής του προς τον Mαντέλ αφορούσε τη με τα μάτια του Πουλαντζά de facto συμπόρευσή του δεύτερου με «την τωρινή αστική προπαγάνδα για την “ενωμένη Ευρώπη”».[xxvii] Η βαρύτητα της κατηγορίας μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα, της a priori εναντίωσης του Πουλαντζά στη θέαση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως μιας ευπρόσδεκτης εξισορροπητικής διαδικασίας έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Η αξιακή σκοπιά της ανάλυσής του είναι αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική.

Είναι όμως καιρός να διακριθεί το οντολογικό από το κανονιστικό στοιχείο στη θέαση του ευρωπαϊκού μορφώματος. Μπορεί κάποιος να ασκήσει κριτική στην ευρωπαϊκή ενοποίηση από αντικαπιταλιστική σκοπιά χωρίς να παραβλέπει τις διακριτές τάσεις επέκτασης του ευρωπαϊκού κοινωνικού σχηματισμού σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Η κατάδειξη του σχετικά αυτόνομου ρόλου του ευρωπαϊκού κοινωνικού σχηματισμού μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν μεταφράζεται σε υποστήριξή του. Τα μεγάλα βήματα αυτόνομης ανάπτυξης και επέκτασης τουευρωπαϊκού καπιταλισμού, από το ευρώ μέχρι το πρόγραμμα Galileo και από τον ευρωστρατό και τις επεμβάσεις στην Αφρική μέχρι την επέκταση της ΕΕ προς Ανατολάς, δείχνουν πόσο αναγκαία είναι η αναδιατύπωση των πουλαντζιανών κρίσεωνγια την ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς τη μονόπλευρη άρνηση των τάσεων αυτόνομου επεκτατισμού του ευρωπαϊκού διεθνοποιημένου κεφαλαίου, ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ.Όμως, αυτή η «κάθαρση» της σκέψης του Πουλαντζά ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος ερευνητικού σημειώματος.

Ο Κις βαν ντερ Πέιλ εντοπίζει ως εξής τη συμβολή του έλληνα φιλοσόφου: «Αυτό που είδε ο Πουλαντζάς ήταν ότι το κεφάλαιο, καθώς διαπερνά μια εθνική οικονομία, αποδιοργανώνει την κοινωνική συνοχή της και υποτάσσει την άρχουσα τάξη της χώρας στα δικά του σχέδια».[xxviii] Τελικά, αυτή η ανυπέρβλητη αντίφαση απέναντι στην οικονομική διεθνοποίηση και τους εθνικούς όρους αναπαραγωγής της αστικής ηγεμονίας αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντα ανάσχεσης της οικοδόμησης ενός πανευρωπαϊκού κρατικού μορφώματος, αλλά και πηγή συνεχών τριβών και αντιπαραθέσεων εντός της ΕΕ. Και είναι η ανάλυση αυτής ακριβώς της αντίφασης που έχει διαφύγει εντελώς της προσοχής της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όντας, η τελευταία, ξεκομμένη από τις μαρξιστικές θεωρίες του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της συμβολής του Πουλαντζά.

Σήμερα, μια πουλαντζιανή προσέγγιση της ΕΕ θα μπορούσε να ενθαρρύνει μια διπλή μετατόπιση του κέντρου βάρους των ευρωπαϊκών σπουδών, από το ευρωπαϊκό στο εθνικό (εθνικό κράτος) και από το ευρωπαϊκό στο παγκόσμιο (παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα). Μια τέτοια μετατόπιση ισοδυναμεί με την πρόσληψη της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως κλάδου της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, εάν αποδεχθούμε την άποψη του Πουλαντζά ότι η δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθορίζεται σε τελική ανάλυση από τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η στροφή προς την πολιτική οικονομία αποτελεί προϋπόθεση μελέτης των μεταβολών που η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιφέρει σε πλευρές του εποικοδομήματος, όπως η άμυνα. Η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών σε επίπεδο ΕΕ, καθώς και η ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, ανταποκρίνονται στην ανάγκη προβολής εξωτερικής ισχύος και καταστολής του ταξικού εχθρού μιας διεθνοποιημένης, μονοπωλιακής μερίδας της αστικής τάξης στην Ευρώπη.[xxix] Καιρός είναι αυτά τα φαινόμενα να μελετηθούν ως τέτοια από τις ευρωπαϊκές σπουδές, και η ενασχόληση με τον Πουλαντζά θα μπορούσε να συμβάλει τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση.


Συμπέρασμα

Η παρούσα ανάλυση βρίσκεται σε συμφωνία με τα συμπεράσματα που εξάγει οΆγγελος Ελεφάντης, ένας διανοητής που όπως κι ο Ν. Πουλαντζάς μάς λείπει πολύσήμερα:

Τι απομένει σήμερα από το έργο του Νίκου Πουλαντζά; […] α) εξακολουθεί να ισχύει ότι το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος έχει κεντρική σημασία για την οργάνωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής υπεραξίας∙ β) ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός […] εξακολουθεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ιμπεριαλισμό […]∙ γ) και η σημερινή διεθνοποίηση της αγοράς […] δεν αφαιρεί τίποτε από τη βαρύτητα και την κεντρικότητα του Έθνους.[xxx]

Πλάι σ’ αυτά τα ευρήματα, δείχτηκε εδώ πώς μια σύγχρονη πουλαντζιανήπροσέγγιση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να φωτίσει τις τεράστιες αντιφάσεις της και το αδύνατο της πραγμάτωσής της προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης. Επίσης, υποστηρίχτηκε ότι η θεωρία του κράτους και η θεωρία τηςευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στον Πουλαντζά είναι δύο διακριτά σώματα ιδεών, που δενεπιτρέπουν την απλή μετάφραση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως πεδίου συμπύκνωσης ταξικών συσχετισμών όμοιου με το αστικό κράτος. Το ευρωπαϊκό μόρφωμα στονΠουλαντζά είναι πρωτίστως μηχανισμός, και δευτερευόντως πεδίο.

Συνολικά, παρόλη την έντονα θεωρητική της διάσταση, η συμβολή του Πουλαντζά στην ερμηνεία του ευρωπαϊκού φαινομένου είναι πρωτίστως πολιτική. Κοινός παρονομαστής όλως των σύνθετων και συχνά αντιφατικών επεξεργασιών του για την Ευρώπη είναι η σημασία της ταξικής πάλης, η οποία όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τον βολονταρισμό των συσχετισμών. Ο Πουλαντζάς δεν κουράζεται να τονίζει την αμετάκλητα καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική φύση του ευρωπαϊκού μορφώματος. Όσο για την κατεύθυνση του πολιτικού προγράμματος της αριστεράς σε εποχές όξυνσης αυτής της κρίσης, ο Πουλαντζάς δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις, αναφερόμενος σε ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά μέτρα και σε συντριβή των εθνικών κρατικών μηχανισμών. Επιπλέον, στρέφεται στο εθνικό πεδίο, επισημαίνοντας ότι «η πάλη των λαϊκών μαζών στην Ευρώπη ενάντια στις δικές τους εσωτερικές αστικές τάξεις και ενάντια στα δικά τους κράτη παίζει […] θεμελιακό ρόλο».[xxxi] Όπως συμπεραίνει και ο Μπομπ Τζέσοπ, για τον Πουλαντζά «η πάλη για το σοσιαλισμό πρέπει ακόμα να είναι οργανωμένη γύρω από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας στο επίπεδο του έθνους-κράτους».[xxxii] Με αυτή την έννοια, το να (ξανα)διαβάσουμε τον Πουλαντζά αποτελεί ένα από τα επαναστατικά καθήκοντα της εποχής μας.


Υποσημειώσεις και βιβλιογραφία είναι διαθέσιμες στην έντυπη έκδοση.


20 May 2012

Και την αριστερή πίτα ολόκληρη, και τον ευρωπαϊστή σκύλο χορτάτο;

  


 

Και την αριστερή πίτα ολόκληρη, και τον ευρωπαϊστή σκύλο χορτάτο;
 
ΣΥΡΙΖΑ και Ευρώπη
 
 

του Ηρακλή Οικονόμου

(Στάλθηκε προς δημοσίευση σε περιοδικό τον Μάιο του 2012 αλλά δεν δημοσιεύτηκε λόγω έλλειψης χώρου).



Κοινά συμφέροντα και λάθος συνταγές

Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, ακολούθησε μία ομοβροντία δηλώσεων προβεβλημένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με κοινό παρονομαστή την ιδέα ότι το ελληνικό πρόβλημα απαιτεί πρωτίστως μία συναινετική αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής λιτότητας από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Είτε από βλακεία, είτε από άγνοια, οι ευρωπαίοι εταίροι μας υποτίθεται ότι αρμενίζουν στραβά· αυτό που απαιτείται είναι μία αναλυτική ενημέρωση, μία φιλική κουβέντα, μία διαπραγμάτευση έστω, που θα φέρει τον καπετάνιο στα συγκαλά του. Εξάλλου, είναι προς το συμφέρον όλων το ευρωπαϊκό καράβι να βρει τη ρότα του: «Το θέμα είναι να πείσουμε εταίρους και δανειστές ότι είναι προς το κοινό συμφέρον να αλλάξουμε την πολιτική λιτότητας».[i] Το ίδιο λογικό σχήμα επαναλαμβάνεται: «Εμείς θέλουμε να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι ακολουθούν μια λάθος συνταγή. … Να κάτσουμε στο τραπέζι να κουβεντιάσουμε για ένα άλλο πρόγραμμα για το καλό όλων μας».[ii]Και κορυφώνεται στην επιστολή του Αλέξη Τσίπρα προς τους ηγέτες των ευρωπαϊκών οργάνων, η οποία ξένισε με τον συμφιλιωτικό της τόνο: «Είναι βαθιά η πίστη μας ότι το πρόβλημα της κρίσης είναι ευρωπαϊκό, και άρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να βρεθεί η λύση».[iii]

Η παραπομπή της λύσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο μαρτυρά μία συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση εθνικού-ευρωπαϊκού, που αντανακλάται στην αντλημένη από τη φιλελεύθερη θεωρία διεθνών σχέσεων έννοια της αλληλεξάρτησης.[iv]Στην έννοια της εξάρτησης υπάρχει το στοιχείο της εξουσίας και της επιβολής, όπου κάποιος κάνει κάτι που ορίζεται και επιβάλλεται από κάποιον άλλο. Αντίθετα, η αλληλεξάρτηση αντανακλά μία συναινετική αντίληψη της πολιτικής που βασίζεται εννοιολογικά σε μία υποτιθέμενη κοινότητα συμφερόντων. Αυτήν την κοινότητα δεν την αντιλαμβάνονται πάντα όλοι οι δρώντες – όμως ευτυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ για να τους την υπενθυμίσει. Έτσι, η σχέση Ελλάδας-ΕΕ προσδιορίζεται ως «δομική αλληλεξάρτηση»: «Εμείς δεν μιλάμε για μονομερείς ενέργειες. Αντιθέτως, αναγνωρίζουμε ότι έχουμε μια δομική αλληλεξάρτηση στην ΕΕ και γι’ αυτό δεν μιλούμε για μονομερείς ενέργειες αλλά για επαναδιαπραγμάτευση των πάντων, εκτός και αν υποχρεωθούμε σε μονομερείς ενέργειες».[v]

Εδώ γεννιέται το εξής ερώτημα: πώς μπορεί η παύση πληρωμών και η διαγραφή χρέους να γίνει πολυμερώς; Πώς πείθεις τον πιστωτή σου να παραιτηθεί απ’ όσα του χρωστάς, χωρίς τίμημα για σένα; Αφενός, ο ΣΥΡΙΖΑ διαφώνησε με το PSI και με τη μεγάλη απώλεια πόρων των ασφαλιστικών ταμείων που προέκυψε μέσα από την «πολυμερή» συμφωνία διαγραφής μέρους του ελληνικού χρέους. Αφετέρου, διαλαλεί ότι θα αποφύγει τις μονομερείς ενέργειες. Η ιστορία δείχνει ότι η πολυμερής διαγραφή χρέους προσφέρεται ως «καρότο» σε μία απόλυτα ελεγχόμενη τοπική ελίτ, όπως στην περίπτωση της μεταπολεμικής Γερμανίας ή του μετα-Σαντάμ Ιράκ. Κάθε διαγραφή χρέους που υπήρξε μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος απεμπλοκής από διεθνείς δομές εξάρτησης έγινε μονομερώς από τον χρεώστη, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ της ανεξαρτησίας, ή της μετεπαναστατικής Κούβας.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα όταν στο τραπέζι μπαίνει το σύνθημα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Ο Γιάννης Δραγασάκης επισημαίνει ότι «δεν μπορεί να είμαστε στο ευρώ χωρίς καμία βιομηχανία, χωρίς παραγωγική βάση … Το διακύβευμα δεν είναι μέσα ή έξω από το ευρώ, αλλά η “επανένταξη” στο ευρώ με όρους ισοτιμίας και αξιοπρέπειας».[vi]Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα λογικό σφάλμα· πώς μπορούμε να επανενταχθούμε στο ευρώ με όρους ισοτιμίας όταν η συμμετοχή μας στην ίδια την ΕΕ εγγυάται την παραγωγική αποσάθρωση και την αδυναμία οικοδόμησης μιας έστω και υποτυπώδους παραγωγικής βάσης; Το διακύβευμα, με όρους παραγωγικής ανασυγκρότησης, δεν είναι μέσα ή έξω από το ευρώ, αλλά μέσα ή έξω από την ΕΕ.

Μένει λοιπόν στους σχεδιαστές του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ να εξηγήσουν πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί παραγωγικά μία χώρα δίχως δική της νομισματική πολιτική, δίχως εθνικοποιημένο σύστημα τραπεζικής πίστης, και δίχως το δικαίωμα της κυβέρνησης να διοχετεύσει παραγωγικούς πόρους σε συγκεκριμένους τομείς μέσω επιδοτήσεων, ενίσχυσης των εξαγωγών, και άλλων παρεμβάσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι το ζήτημα της νομισματικής πολιτικής είναι λυμένο μέσα στο Ευρώ, ότι το τραπεζικό σύστημα θα συνίσταται από ένα δημόσιο πυλώνα και από ιδιωτικές τράπεζες που θα έχουν τύχει δημόσιας εξυγίανσης, και ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση μπορεί να λάβει χώρα εντός της ΕΕ. Τι κι αν στους θεμελιώδεις κανόνες της Ένωσης περιλαμβάνεται η ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου, η ελευθερία κίνησης προϊόντων και υπηρεσιών, και βέβαια η «ελεύθερη» αγορά και η παρέμβαση στη σχέση δημόσιας-ιδιωτικής ιδιοκτησίας προς όφελος της δεύτερης;

Με άλλα λόγια, τα ζητήματα της εξόδου από το Ευρώ και την ΕΕ, καθώς και της επεξεργασίας εναλλακτικών μορφών ολοκλήρωσης ανάμεσα στις χώρες που θα αποδεσμεύονται από τον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σχηματισμό, δεν αποτελούν ιδιοτροπία κάποιων ταλιμπάν αντι-ευρωπαϊστών. Αντίθετα, ανακύπτουν αναγκαστικά ως αιτήματα συνυφασμένα με κάθε πρόγραμμα προοδευτικού μετασχηματισμού που ατενίζει πέρα από τον καπιταλιστικό ορίζοντα, όσο «εξανθρωπισμένος» κι αν φαντάζει αυτός. Το Ευρώ και η ΕΕ είναι περιφερειακές δομές αυστηρότατης ταξικής πειθάρχησης υπέρ του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο που ως μόνο όρο υποστήριξης μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης, μετεκλογικά, οι ηγέτες των καθεστωτικών κομμάτων έθεσαν τη συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Δεν το έκαναν επειδή θαυμάζουν το Ατόμιουμ στις Βρυξέλλες, ούτε επειδή γοητεύτηκαν από το χάρισμα του Χέρμαν Βαν Ρομπέι. Η αποδοχή της συμμετοχής στις ευρω-ενωσιακές δομές αποτελεί ουσιαστικά αποδοχή του αδύνατου της υπέρβασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο, το πρόβλημα με τον ευρωπαϊσμό του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγκειται στην αποδοχή ή μη αυτών των σχέσεων· είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός να αυτό-προσδιορίζεται ιδεολογικά όπως θέλει. Το πρόβλημα έγκειται στην παράλληλη επίκληση του σοσιαλισμού από μέρους του· και την αριστερή πίτα ολόκληρη, και τον ευρωπαϊστή σκύλο χορτάτο;

Κι άλλο new deal για την Ευρώπη;

Σύμφωνα και με έναν εκ των κορυφαίων παραγωγών πολιτικής μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ο ρεφορμισμός έχει την τάση να αναζητά «‘εναλλακτικές’ οικονομικές πολιτικές διαχείρισης της (διεθνούς) οικονομίας, και μέτρα ‘δημοκρατικής διεξόδου’ για τον ‘θεσμικό εκδημοκρατισμό’».[vii] Εδώ ο Γιάννης Μηλιός περιγράφει με ακρίβεια – και ορίζει ως ρεφορμιστική – τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΕΕ, δώδεκα χρόνια πριν τη συνυπογράψει. Το πρόβλημα με την Ένωση, για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι ο δομικός χαρακτήρας της ως περιφερειακός μηχανισμός καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, παρά μόνο η ασκούμενη πολιτική διαχείρισής της. Έτσι, και οι προτεινόμενες λύσεις (επαναδιαπραγμάτευση, αλλαγή της πολιτικής λιτότητας, κλπ.) αφορούν τη διαχείριση ενός προφανώς ορθού ή έστω καλοδεχούμενου μηχανισμού. Πόσο πιο ειλικρινής και ακριβής μπορεί να υπάρξει ένας κεϋνσιανός σοσιαλδημοκράτης σε σύγκριση με τον Τσίπρα που δηλώνει ότι: «Σε αυτή την κρίση υπάρχουν δύο δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Ο ένας είναι ο δρόμος που ακολούθησε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ του new deal της ρύθμισης. … Η Ευρώπη … αξίζει να ακολουθήσει τον δρόμο που ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του ’30».[viii]

Δυστυχώς, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λανθασμένη μόνο με όρους αντικαπιταλιστικής κριτικής, ως ρεφορμισμός· είναι λανθασμένη ακόμα και με τους δικούς του όρους που επικαλείται. Στις σημερινές συνθήκες, η οποιαδήποτε προσπάθεια αναβίωσης του καπιταλισμού του κράτους πρόνοιας είναι καταδικασμένη να ενισχύει ακόμα περισσότερο το ιδιωτικό κεφάλαιο. Χαρακτηριστική υπήρξε η αποκάλυψη της αντίληψης περί εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, πρόταση -σημαία του προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Δραγασάκης επεξηγεί: «Πρέπει να συζητήσουμε τον τρόπο που θα γίνει ο δημόσιος έλεγχος, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα του παρελθόντος. Εμείς προκρίνουμε κάτι κοντά στο σουηδικό μοντέλο, όταν η χώρα κρατικοποίησε τις τράπεζες, τις τροφοδότησε με κεφάλαια, τις εξυγίανε, τις κατέστησε κερδοφόρες και τις πούλησε σε ιδιώτες».[ix]Η εθνικοποίηση αλά ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά συνεπώς την πραγματική κοινωνικοποίηση των τραπεζών αλλά την τελική ιδιωτικοποίησή τους από το παράθυρο, μέσω της δημόσιας εξασφάλισης της κεφαλαιακής επάρκειας και κερδοφορίας τους!

Σε ένα πράγμα έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ: στην επίκληση της απειλής που η αδιαλλαξία των ευρωπαίων ηγετών συνιστά για την κοινωνική συνοχή. Πράγματι, απαιτούνται παραχωρήσεις για να υπάρξει κοινωνική συνοχή. Όμως, η αστική τάξη δεν είναι πλέον διατεθειμένη να κάνει υποχωρήσεις, ούτε να διαπραγματευτεί. Ιδεολογικά, η παντοδυναμία των αστών από το ’89 και μετά, η παντελής απουσία αντίπαλου δέους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, σήμαναν και την αδυναμία τους να αντιληφθούν την ανάγκη παραχωρήσεων ως προϋπόθεση διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Οικονομικά, δεν υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις σε συνθήκες συστημικής κρίσης – δηλαδή εν μέσω της συνεχιζόμενης πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους – για την επανασύσταση αυτού που οι νέοι σοσιαλδημοκράτες φαντασιώνονται ως παλιό, καλό κράτος πρόνοιας. Και αν αυτό ισχύει μία φορά για τα κράτη του αναπτυγμένου καπιταλισμού, ισχύει δέκα για ένα περιφερειακό κράτος όπως η Ελλάδα. Ο Αλέκος Αλαβάνος ορθά σημειώνει: «Μέσα στα πλαίσια όμως της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που εξισώνει όλες τις κατακτήσεις προς τα κάτω, μέσα στο χώρο της Ευρωζώνης που βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, εντός της περιφέρειάς της που γονατίζει κάτω από τη δημοσιονομική πειθαρχία, σε μια χώρα δεμένη με δουλικές δανειακές συμβάσεις δεν υπάρχει κανένα, απολύτως κανένα, περιθώριο σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής».[x]

Η ταξική υλικότητα του αριστερού ευρωπαϊσμού

Τελειώνοντας, είναι χρήσιμο να ερμηνευθεί η μετεκλογική στάση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους. Το να την αποδώσουμε σε μία προσπάθεια προεκλογικής παραπλάνησης του κόσμου ή μετεκλογικού καθησυχασμού του είναι κακεντρεχές και απλουστευτικό. Η «αστάθεια» λόγων και θέσεων δεν είναι αποτέλεσμα κακών ή κακών προθέσεων, αλλά συνέπεια της προσπάθειας άρθρωσης ενός αριστερών αποχρώσεων λόγου διαμαρτυρίας με παράλληλη προσκόλληση στο Ευρώ και στην ΕΕ. Τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα όρια του αριστερού ευρωπαϊσμού: η προσκόλληση στην Ευρώπη ως σύνολο καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Εκεί έγκειται η ουσία του «αριστερού ευρωπαϊσμού»: στην πίστη ότι η ΕΕ είναι κατά βάση μία θεμελιωδώς θαυμάσια ιδέα διότι βασίζεται σε θεμελιωδώς θαυμάσιες κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή σε ένα φαντασιακό ευρωπαϊκό κεκτημένο αστικού κράτους δικαίου και κοινωνικής ευημερίας συνδυασμένης με την οικονομία της αγοράς. Αυτές οι σχέσεις ενίοτε αμαυρώνονται από αρνητικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Ευτυχώς, βρίσκεται πάντα ένας Ολάντ για να αναδιατάξει τους συσχετισμούς αυτούς και να φέρει άρωμα αλλαγής στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ή κάπως έτσι…

Παράλληλα, οι παλινδρομήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, από τη μονομερή διαγραφή του χρέους και τη μονομερή ακύρωση του Μνημονίου στην αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής λύσης, αντανακλούν τα όρια του ρεφορμισμού γενικότερα. Επισημαίνοντας την αντίθεση ανάμεσα στον προεκλογικό και στο μετεκλογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Άλεξ Καλλίνικος τονίζει: «Αυτού του είδους η αμφιταλάντευση είναι στη φύση κάθε είδους ρεφορμισμού. Ο ρεφορμισμός επιδιώκει ταυτόχρονα να εκφράσει την αντίσταση των εργατών στον καπιταλισμό, αλλά και να την περιορίσει μέσα στα πλαίσια του συστήματος».[xi]

Κι αν δεν υπήρχε ρεφορμισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να τον εφεύρει, καθώς μία τεράστια μάζα πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ μετακινείται προς αυτόν. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό τους; Η προσδοκία ότι είναι ακόμα εφικτή η επιστροφή στα «παλιά», ότι είναι εφικτό να συνεχίσουμε όπως πρώτα. Και η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι δυνατή η απόρριψη του Μνημονίου (και κάθε παρεμφερούς προγράμματος δημοσιονομικής πειθαρχίας) με παράλληλη παραμονή στο Ευρώ και στην ΕΕ «κουμπώνει» στην προσδοκία αυτή. Η κρίσιμη λεπτομέρεια, ότι η ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας δεν είναι απλώς ένα επιδιορθώσιμο ατόπημα αλλά στρατηγική αναπαραγωγής του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού μηχανισμού στην τρέχουσα κρίση κερδοφορίας, αποσιωπάται. Και η παραπομπή σε μία μελλοντική άρση της λιτότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι μουσική στ’ αυτιά των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Δεν χρειάζεται να αλλάξουμε σύμφωνα με τις επιταγές του Μνημονίου, ούτε όμως σύμφωνα με τις επιταγές ενός επαναστατικού μετασχηματισμού. Θα αλλάξουν οι Ευρωπαίοι για μας, και μάλιστα χάρις στη δική μας σοφή παρέμβαση.

Ένας καλοπροαίρετος θα υπέθετε ότι αρκεί η συντροφική κριτική του ευρωπαϊσμού αλά ΣΥΡΙΖΑ για να καταδειχτούν οι αντιφάσεις του και να πειστούν οι φορείς του για την ανάγκη άρνησης του Ευρώ και της ΕΕ. Το πρόβλημα όμως είναι μόνο εκ πρώτης όψεως ιδεολογικό· στην ουσία του, είναι ταξικό.  Το κόμμα του Συνασπισμού χαρακτηρίζεται από την ηγεμονία εντός του εκείνων των μερίδων της μικροαστικής τάξης που συνδέονται με ανθεκτικό ομφάλιο λώρο με την ΕΕ. Η σύνδεση αυτή είναι δευτερευόντως μόνο αξιακή ή ιδεολογική· πρωτίστως, είναι στενά οικονομική, υλική. Με άλλα λόγια, το ταξικό υπόβαθρο του Συνασπισμού είναι ευρωπαϊστικό, διότι η υλική και χρηματική σύνδεση με την ΕΕ αποτελεί όρο επιβίωσης και συνθήκη ύπαρξης των ταξικών μερίδων που εκπροσωπεί. Δεν είναι τυχαίο που ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπείτο κατά την περίοδο 2004-2009 στο ευρωκοινοβούλιο από έναν πολιτικό με επαγγελματική ιδιότητα «επιχειρησιακός σχεδιασμός και διαχείριση ευρωπαϊκών προγραμμάτων».[xii] Ερευνητές, οικονομολόγοι, μηχανικοί, καθηγητές πανεπιστημίου, περιβαλλοντολόγοι, στελέχη μη κυβερνητικών οργανώσεων, υπάλληλοι υπουργείων, σύμβουλοι συνδικάτων και τοπικής αυτοδιοίκησης, ως και σύμβουλοι διαχείρισης αναπτυξιακών προγραμμάτων, συνθέτουν τον πυρήνα του στελεχικού και κοινωνικού δυναμικού του Συνασπισμού και ηγεμονεύουν σαφώς μέσα σ’ αυτό. Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση δεν είναι γι’ αυτούς απλώς μία επιλογή ανάμεσα στις άλλες· είναι όρος ύπαρξής τους. Με αυτή τη χρηματοδότηση – ή, ακριβέστερα, με αυτές τις κοινωνικές σχέσεις – ταξιδεύουν, συμβουλεύουν, ερευνούν, ζουν. Το να ζητήσουμε να απαρνηθούν το θεσμικό μηχανισμό που παράγει αυτές τις κοινωνικές σχέσεις ισοδυναμεί με το να ζητήσουμε από έναν δύτη να κόψει το λάστιχο παροχής οξυγόνου. Είναι όχι μόνο αφελές, αλλά και απάνθρωπο.

Συμπέρασμα

Τι απομένει, τώρα που η περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ στα σαλόνια της Ευρώπης κατέδειξε την προσκόλλησή του στην ευρωπαϊστική αφήγηση; Απομένει ισχυρό το αίτημα ενωτικής συμπόρευσης εκείνων των δυνάμεων της αριστεράς που θέτουν ως στόχο την υπέρβαση του Ευρώ και της ΕΕ ως μέσα πειθάρχησης υποτελών τάξεων και περιφερειακών χωρών. Από το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού και κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και από το Μέτωπο Αλληλεγγύης μέχρι το ΚΚΕ, ξετυλίγεται ένα δυναμικό ιδεών και ανθρώπων που καλούνται να συμπορευθούν ενωτικά. Ως προς το χώρο του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται ότι το θέλγητρο της εκλογικής μεγέθυνσης και ένας παλιομοδίτικος εισοδισμός έχουν εγκλωβίσει για τα καλά έναν κόσμο που μέχρι χθες μιλούσε ανοιχτά για έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ. Αυτός ο κόσμος, αν και αποστασιοποιείται ρητά από την ατζέντα του «αριστερού» ευρωπαϊσμού, δεν αποστασιοποιείται από έναν πολιτικό σχηματισμό που σε μία μόνο μετεκλογική εβδομάδα μοίρασε τόσους όρκους πίστης στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό μόρφωμα όσους δεν μοίρασε ο Ζαν Μονέ σε ολόκληρη τη ζωή του! Μπορούν οι υγιείς δυνάμεις του πολιτικού φάσματος που μόλις περιγράφηκε να συνομιλήσουν με ταπεινότητα και συντροφικότητα, και να επεξεργαστούν μία κοινή προγραμματική πλατφόρμα; Μπορούν να πάνε το αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης λίγο πιο πέρα από τις ευρωπαϊστικές αυταπάτες, αφενός, και τον σεχταριστικό αυτισμό, αφετέρου; Ιδού …οι Βρυξέλλες, ιδού και το πήδημα.
 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Α. Τσίπρας, Συνέντευξη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, 14 Μαΐου 2012.

[ii] Α. Τσίπρας, Συνέντευξη στο CNBC, 10 Μαΐου 2012.

[iii] Α. Τσίπρας, Επιστολή προς την ευρωπαϊκή ηγεσία, 10 Μαΐου 2012.

[iv] Βλ. R. O. Keohane και J. S. Nye, Power and Interdependence, Βοστώνη: Little, Brown and Co., 1977.
[v] Γ. Δ
ραγασάκης, Συνέντευξη στο «Βήμα», 13/5/2012.

[vi] Στο ίδιο.

[vii] Γ. Μηλιός, «Λόγος περί ‘παγκοσμιοποίησης’ και μαρξιστική Αριστερά», Θέσεις, τ. 72, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000.

[viii] Α. Τσίπρας, Συνέντευξη στο CNBC, 10 Μαΐου 2012.

[ix] Γ. Δραγασάκης, Συνέντευξη στο «Βήμα», 13/5/2012.

[x] Α. Αλαβάνος, «15 Σημειώσεις στο Πρόχειρο», 12 Μαΐου 2012, www.tometopo.gr

[xi] Α. Καλλίνικος, «Η κρίση στην ευρωζώνη και η αριστερά στην Ευρώπη», Το Βήμα, 17 Μαΐου 2012.

[xii] «Βιογραφικό», www.papadimoulis.gr

28 April 2012

The European Defence Agency and EU military space policy: Whose space odyssey?

TheEuropean Defence Agency and EU military space policy:

Whosespace odyssey?

by Iraklis Oikonomou

Published in (2012), Space Policy, 28, pp. 102-109.

I. Introduction

Given the material and ideational magnitude of EU space-related projects such as Galileo and the Global Monitoring for Environment and Security (GMES), it is probably a commonplace to suggest that space-related activities have strengthened both the capacity of the Union to act as a Union, and the public visibility and recognition of it. In fact, the question of the relationship between space policy and European identity has been explicitly addressed at conferences and publications.[i] Yet, despite the increasing awareness of the interrelatedness between space, military policy and the EU, there is a relative absence of the European Defence Agency (EDA) from the academic debates surrounding EU space policy. This is indeed surprising. Apart from becoming a hub for the management of armaments issues at the EU level, next to the European Commission’s involvement in defence equipment market, security research and aerospace, EDA has been increasingly fuelling attempts to develop and consolidate EU military-related space capabilities. Such initiatives include the Multinational Space-based Imaging System (MUSIS) and the European Satellite Communications Procurement Cell (ESCPC), as well as projects geared towards the development of critical space technologies.

What is exactly taking place at the crossroads of EDAand EU military space policy? How can EDA’s involvement be interpreted? Whatare the key sources and actors in the making of EDA space agenda? And how canthis agenda and involvement be theorised? This paper starts by providing ageneral account of the making and function of the Agency as an armaments policyinstitution. It then presents in detail the role of EDA in EU space affairs,documenting its increasing elevation to an EU space policy actor. Next, itdelineates the multiplicity of synergetic relations developed between theAgency and other space-related institutions at the EU level. The case forunderstanding EDA as a response to socio-economic rather than purely strategic considerationsis presented in the next section, which dissects the connection between theindustry and the Agency and demonstrates the continuity and depth of thispattern of synergy. Finally, a concluding section sums up the main findings ofthe study.

The argument here is the following: Every institutionhas a social purpose, i.e. a set of ‘deep’, long-term goals and functions thatneed to be fulfilled, and an institutional form, i.e. a set of specificinstitutional arrangements through which it is run. In EU military space policyintegration, the unity of institutional purpose is more significant than the potentialdifferentiation in the institutional form of EU actors. In order to understandthe making of EDA space policy, one has to turn from the intergovernmental formof the Agency – as opposed to the supranational Commission – to the actualsocio-economic purpose and content of that policy. In the face of risinginternationalization and competition as well as of declining budgets, EDA hasbeen accepted as a space policy actor because it is an essential tool for thebroadening of security and military-related market opportunities andapplications, directly benefiting the European space manufacturers. Theend-result of this process is a growing tendency towards militarisation of EUspace policy, through the formal participation of a military institution suchas EDA in the making of this policy. To the analysis of the basics of the Agencythe article now turns.

II. The European Defence Agency: Abrief overview

EDA was formally established by a Joint Action in 2004 and became fully operational in mid-2005.[ii] Essentially, this is the first truly EU-wide institution for the management of armaments affairs in the Union. The Agency’s 26 participating member states (pMS) include all EU member states except Denmark. The pMS are represented by officials from the Ministries of Defence; the supreme body at EDA is the Steering Board, composed of the defence ministers of each pMS plus a representative of the Commission without voting rights. The Head of the Agency is the EU High Representative for Foreign Affairs and Security Policy. Yet, day-to-day running is assigned to the Chief Executive, who is responsible for the coordination of all directorates. Work at EDA is organised around four directorates: Capabilities; Research & Technology; Armaments; and Industry & Market.

The Agency is largely run through intergovernmental mechanisms. It is funded from yearly contributions by the participating member states, rendering it ‘very much an instrument of those Member States which choose to participate in the Agency’.[iii] As Aris Georgopoulos has pointed out, the EDA is not the supervisory body of a unified EU arms market but a cooperative framework at the disposal of the member states.[iv] Its decision-making body is the Steering Board, consisting of one representative from each pMS at the level of Defence Minister and a representative of the Commission. Note that, apart from informal meetings, there was no formal venue for Defence Ministers’ consultation at the EU level prior to EDA.

Although it does not have voting rights, the Commission can formally participate in the Agency’s programmes and projects.[v] Despite all rhetoric over the link of EDA to ESDP capabilities, the Commission is represented at EDA by DG Enterprise instead of DG Relex. During the Council deliberations for the setting up of EDA, Chris Patten from DG Relex represented the Commission because the Joint Action was a second pillar instrument. Given that the activities of the Agency belong de facto to the first pillar – Research & Technology, public procurement, industrial policy – it was decided to move the point of contact of the Commission in EDA from DG Relex to DG Enterprise. Another reason was the provision of the failed Constitutional Treaty under which Javier Solana was to become responsible for DG Relex while being Head of the Agency. In 2004, it seemed safer for the Commission to have in the EDA someone from the first pillar and DG Enterprise, rather than risking an under-representation of the Commission by Solana’s double institutional hat. The result was to link more closely the arms industry with EDA via DG Enterprise, the DG most directly associated with the arms producers.

In the Steering Board, decisions are taken by qualified majority voting (QMV) requiring at least two thirds of the votes; QMV is used as little as possible and consensus is sought, but its existence still deviates from strict intergovernmentalism. There is also an ‘emergency break’ or ‘safety break’ clause, according to which a vote is not taken if a pMS expresses the intention to oppose a decision ‘for important and stated reasons of national policy’.[vi] In that case, the Council can issue guidelines to the Steering Board or decide itself, provided that the Steering Board decides by QMV to refer the matter to the Council. Either way, the Council acts by unanimity. The application of QMV, even if qualified, prevents as a rule the blocking of decision-making by a single pMS. This emphasis on effectiveness is reinforced by the provision of ad hoc projects and programmes without the uniform participation of every pMS. This allows interested parties, i.e. the big arms-producing states, to proceed with projects under the flag of EDA when other pMS are not involved, mirroring proposals for the application of structured cooperation in ESDP. The concept of flexible integration is all the more important when considering the diverging visions of what EDA should look like. The UK opted for a coordinating agency without central management while the French pursued a more ambitious vision of an agency with more resources and with the potential of becoming a centralised defence procurement agency for the EU.

EDA iscapabilities-oriented and, thus, project-oriented as well. Projects belong totwo categories: Category A and Category B. The former is initiated by one ormore pMS, or by the Agency’s Chief Executive and presumes participation of allmembers. The latter is also initiated by one or more pMS but does not presumeparticipation of all other members; it is simply open to them. In practice,Category A projects involve a large amount of participants while Category Bprojects are restricted to fewer contributors. MUSIS, the key space-related EDAproject, is a Category B one, and this is the type of projects that we shalldeal mostly with, for the purposes of this paper.

Experts play a key role inthe running of EDA through a number of channels. A primary venue for theirparticipation is CapTechs, i.e. networks of experts focusing on particulartechnologies. Their role is to propose research & technology initiatives,based on pre-existing capability gaps and needs, which can lead to concreteprojects. Experts also participate in Integrated Development Teams; theycontribute to the preparatory stages of Steering Board decisions, but theirmain role is to coordinate the work of Project Teams (PT). The latter are groupstasked with the preparation of all accompanying activities linked to the launchof a project, such as training and exercises, as well as with the articulationof the military requirement on which each project is based. PTs consist ofnational experts sharing an interest in a specific topic, assisted by EDAofficials and a pMS representative. Several PTs fall under the supervision of asingle Integrated Development Team. These acronyms may seem complicated, yetthey are extremely relevant to the topic at hand, given that certain PTs areespecially dedicated to space-related areas. This point takes us to theconcrete analysis of the involvement of EDA in space affairs.

III. The European Defence Agency andSpace

Space did not reach the agenda of EDA during the early years of its operations. In 2005, the Agency’s then Director of Research & Technology Bertrand de Cordoue admitted that space was not a top priority for the Agency.[vii] The first annual programme included four ‘flagship’ programmes, and none of these involved space as a field of application. The first one, undertaken by the Capabilities Directorate, focused on Command, Control and Communications systems; the second one by the R&T Directorate was a technology demonstration project for long-endurance Unmanned Aerial Vehicles (UAV); the third one by the Armaments Directorate investigated prospects for the convergence of requirements and production of the armoured fighting vehicle sector; and the fourth one, initiated by the Market & Industry Directorate dealt with the European Defence Equipment Market.[viii] Next to them, a number of ad hoc projects appeared, such as the initiative on the monitoring of air-to-air refuelling procurement options with the participation of ten countries. Space was absent from these ad hoc projects as well.

However, after six years of operations, the picture now is radically different. Even though analysts have been right to point out that the Agency’s “role in the development of specific ‘space’ applications is still awaiting concrete conclusions”,[ix] developments are impressive, not only in terms of discursive exercising but also in terms of practical policy engagement. The involvement of EDA in EU space policy can be divided into a) direct involvement in project development; b) involvement in collaborative projects; and c) involvement in the definition of strategic requirements and orientation.

To begin with, EDA has been home to the development of the MUSIS earth observation project. This was launched by six member states (France, Germany, Italy, Spain, Greece and Belgium). It is planned to provide a multinational space-based imaging system for surveillance, reconnaissance and observation, to replace existing national earth-observation systems after 2015-2017. Such systems include the French Helios II and Pleiades, the German SAR LUPE and the Italian Cosmo-Skymed. By hosting the project, the Agency seeks to assure that the next generation of military earth observation satellites will form a network, rather than be built independently; this, of course, involves the provision of a common design architecture for all future European earth observation satellite systems. In March 2009, MUSIS became an EDA Category B project and was open to participation of other EDA participating Member States.[x]

Earth observation and projects such as MUSIS belong to the broader theme of Intelligence, Surveillance and Reconnaissance (ISR). The depth of EDA’s interest in space is reflected in its decision to include ISR among the top ten priorities for capabilities development. In 2006, EDA awarded a contract to Thales for the Tactical Imagery Exploitation Station study, assessing the technological potential for interoperability between ISR systems and ground terminals. Additional contracts were awarded to Thales in 2007, in order to further test and demonstrate interoperability and compatibility issues between the EDA project and a similar NATO-led joint multi-sensor project.

Furthermore, EDA has provided its expertise to the maritime surveillance arm of the GMES. In November 2006, the Agency established a Project Team on Maritime Surveillance. Its mission was to establish the facts with respect to current assets and suggest options for future collaboration in the field of maritime surveillance, with special emphasis on collaboration with Frontex. In March 2008, the Agency called for the naval forces to identify a list of capabilities and tasked itself with ensuring that these needs and concerns would be taken into account in the shaping of GMES services and governance. At the same time, it delineated the possible spectrum of maritime surveillance missions, tasks and constraints.[xi] As shown by the European Space Policy Implementation Plan,[xii] EDA is more broadly in charge of identifying the requirements for GMES services dedicated to security users that fall within the context of ESDP, together with the Council, the Commission and the EU Satellite Centre.

The European Satellite Communication Procurement Cell (ESCPC) was launched in October 2009 as an EDA Ad Hoc Category B project. The participating states are France, Italy, the United Kingdom, Poland and the Netherlands. ESCPC is a three-year pilot project and, according to EDA estimates, could reach an annual business volume of about € 30 million.[xiii] The aim of ESCPC, as defined by one of its key officers, is “to unify the procurement of commercial SatCom capacity in order to reduce costs, promote ease of access and improve efficiency to deliver a better connectivity to armed forces of the EU Member States’.[xiv] Essentially, this is about manipulating the market for commercially available satellites through the centralisation and management of supply and demand for this product. After 2012, it is envisioned that ESCPC will end its pilot period and will be established as a separate entity, permanently available to member states. Apart from ESCPC, EDA is set to launch a study on mobile/tactical satellite communication gap analysis, an area where the European Space Agency (ESA) is already conducting research.[xv] Moreover, it is focusing on next generations of military satellite communications, identifying possible common requirements, collaborative schemes and critical research & technology areas for space-based radio-communication networks.

Since 2008, the Agency has also been assessing military requirements forspace surveillance, in the context of improving EU space situation awareness.The latter term refers to the provision of data with regard to spaceenvironment and the potential threats to space-related assets, both in orbitand on the ground. An EDA Project Team was tasked with the elaboration of a CommonStaff Target document on the harmonisation of military requirements for spacesituation awareness; in March 2010, this document was approved by the Agency’sBoard. Military requirements fell into four broad categories: Recognised SpacePicture; data security; governance of future European space situationawareness; and imaging of space objects.

The Work Programme for 2010 provided a fair picture of the responsibilities and tasks undertaken by EDA with respect to space. With respect to space-based earth observation, EDA was, firstly, supposed to evaluate future EU requirements, drawing on the experience from past operations. It was also tasked with promoting synergies between GMES and MUSIS as well as with the Commission in general concerning R&T, and it was called upon to help identify new participants for MUSIS. With respect to the ESCPC, it was invited to finalise its bureaucratic and technical details, launch its operational phase and promote the Cell to all pMS. Finally, as far as space situation awareness is concerned, EDA was mandated to endorse the Common Staff Target as well as to discuss requirements with ESA.[xvi]

The picture would be incomplete if we left out the strategic-ideological dimension of the Agency’s engagement with space. All pillars of the Agency’s perspective concerning space and defence are to be found in its Long-Term Vision, a key strategic document published in 2006. To begin with, the Vision places industrial protection at the heart of capabilities development; it calls for ‘averting a steady contraction and decline of the European defence industry by increasing investment; consolidating the European technological and industrial base; harnessing Europe’s full potential; and targeting what we want to preserve or develop’.[xvii] It also asserts the expeditionary, power-projection nature of ESDP missions, with a potentially global strategic reach. Finally, the Vision emphasises the role of knowledge as a vital resource in military conflict, focusing in particular on the need of military forces to possess the necessary intelligence, surveillance and reconnaissance capabilities. All of these elements lead to ‘offensive counter-space’, ‘situation awareness’, and ‘a broad range of sensors and systems, including satellites’;[xviii] in other words, they highlight an increased necessity to use space-based assets.

When it comes to EDA and space today, vision appears to be as powerful as reality. In fact, the sky is the limit, as far as the envisioned role of EDA in space affairs is concerned. As early as in 2003, the cream of Europe’s strategic institutes put forward the idea of setting-up a European Security and Defence Advanced Projects Agency that would provide the framework for exploring future space-related applied technologies;[xix] seeds of this idea were to be incorporated in EDA, a year later. Serge Plattard saw EDA as a tool for the reduction of the dependence of Europe on foreign supplies.[xx] Other experts have repeatedly viewed EDA as a venue for bringing together end-users, technology, programmes and industry. A study commissioned by the European Parliament defines potential EDA tasks as follows: ‘define capabilities … propose development programs and play a key role in the orientation of space-defence research, through the coordination with national Defence and Space Agencies and ESA’.[xxi] In general, despite its relative lack of funding – at least, the lack of sufficient funding for the undertaking of any meaningful space programme – the Agency can be seen as a valuable tool for the broadening and the deepening of EU mil-space agenda. How can one interpret the Agency’s role in the shaping of that agenda?

IV. Variety of forms, unity ofpurpose

European integration is characterised by a particular institutional form and socio-economic content. The historical materialist critique of mainstream integration theories suggests that these theories focus largely on the institutional form of integration, rather than on its social purpose.[xxii] According to this critique, the key question is not whether institutionalised authority lies on the side of supranational or intergovernmental units of analysis. Emphasis instead should be placed upon the socio-economic content, the purpose of the integration process, the particular class agencies whose interests are promoted through that process and the conflicts that arise out of it. Form and purpose, process and outcome are constitutive elements of European integration that belong to a broader structural context. The context in which integration evolves is shaped, in the last instance, by the social relations and forces of production.[xxiii] How does all this relate to our topic? The main hypothesis that stems from this framework is that the institutional actors involved in the making of military space policy will demonstrate a unity of purpose, which translates into a unity of action, despite the differences in institutional forms and the bureaucratic conflicts that may arise due to the emergence of a novel actor, such as EDA.

A year before the establishment of EDA, the European Commission noted that ‘a great deal of assessment is still needed about the capabilities and role of space policy in support of defence and security’.[xxiv] Seven years later, in November 2010, EDA was discursively acknowledged by the Councils of the EU and ESA as an institutional actor in the development of EU space capabilities. Specifically, the 7th Space Resolution invited ‘the European Commission, the EU Council, assisted by EDA, together with Member States and ESA, to explore ways to support current and future capability needs for crisis management through cost-effective access to robust, secure and reactive space assets and services’.[xxv] This has allowed EDA officers to publicly include the Agency in the core group of space policy-related institutions; ‘we need to progress on all these issues, “we” – meaning European institutions and Member States, the European Commission, the Council, the European Defence Agency, the European Space Agency and others’.[xxvi]

What about inter-institutional competition? A clear pattern is discernible here: irrespective of the various forms of the institutions engaged in the making of EU mil-space policy, they all share a common unity of purpose. This purpose is the strengthening of EU space capabilities and the provision of support to the European space manufacturers. Synergy, rather than competition, is the term that best describes interaction between space-related institutions. According to ESA, ‘the fact that EDA is part of such a joint effort will avoid duplication and create synergies between efforts to develop civil and defence-related space technologies. Moreover, the joint effort will foster the competitiveness of the European space industry on the world market’.[xxvii] In another discursive demonstration of inter-institutional synergies, the head of planning and policy at EDA noted that ‘there are reasons for combining our work in the context of the Commission’s European Security and Research Program, of the Kopernikus community and of ESA’.[xxviii] Could this be an exercise in public relations? Perhaps, yet it is one that accurately reflects the situation on the ground.

Much of the space-related work of EDA is undertaken jointly with ESA. The two agencies have collaborated extensively on the issue of the use of satellite systems for the integration of unmanned aerial systems in the European airspace. This collaboration culminated in a workshop co-organised by the two agencies in 2009, where EDA presented the outcome of its Air4All initiative, comprising a consortium of European aerospace companies active in the field of unmanned aerial systems. In 2008, the Agency had already awarded the consortium a €500,000 contract, in order to develop a roadmap for integrating unmanned aerial vehicles into European airspace.[xxix]

Moreover, the two agencies have been collaborating as members of the taskforce on critical space technologies for European non-dependence, together with the Commission. The aim of the taskforce is the coordination of investment in technological areas that are critical for EU space programmes and are provided by non-European states. EDA is expected to contribute to the development of critical space technologies through the implementation of research & technology projects. Essentially, the lack of any commercial prospect of such technologies means that the work of the Agency – and of the taskforce as such – is basically about the provision of public funding in private manufacturers. This is, in other words, not about defence and security, but rather about protectionism. Note the statement by an EDA official: ‘The idea is to select, for a given component, one company that we can agree to, and to agree among the governments that we won’t try to duplicate that product throughout Europe’.[xxx] Furthermore, the task of the Agency has been defined as follows: ‘Elaborate a targeted approach for the development of strategic components, concentrating on selected critical components, for which dependency of European industry on international suppliers should be avoided’.[xxxi] The agenda of ‘critical technologies’ is here to stay for EDA; the 2011 Work Programme states that the Agency shall ‘further identify critical technologies (e.g. space) and propose associated measures in co-ordination with the European Commission and the European Space Agency’.[xxxii] These considerations and functions are socio-economic and industry-oriented, rather than of a purely strategic and military nature, in the sense that they affect the basics of the political economy of space manufacturing: formation of new markets, expansion into existing ones, funding for research and technology, provision and homogenisation of requirements.

The Council, the Commission and the Agency are all participants to a process of structured dialogue, initiated in early 2008. This process followed the May 2007 Space Council’s call to set up a structured dialogue with the EDA ‘for optimizing synergies between all aspects of the European Space Policy’.[xxxiii] The topics of the space structured dialogue pretty much highlighted the scope of the Agency’s involvement in space: security aspects of GMES; space situational awareness and security of space infrastructure; European non-dependence in space; and space communications.[xxxiv] The three parties all agreed to prepare the issues to be discussed by the structured dialogue in relevant working groups, to systematically follow up the operating conclusions, and to meet regularly every six months at the Director’s level. Representatives from ESA may participate in the dialogue, on an ad-hoc basis, adding to the strong bilateral relations between EDA and ESA. The signing of an Administrative Agreement between EDA and ESA in June 2011 signalled both the strengthening of cooperation between the two institutions, as well as the upgrading of the position of EDA as a space policy actor. The agreement concerned primarily synergies in the field of capabilities development for crisis management and CSDP missions.

In fact, the Commission, the ESA and EDA together are all essential for securing the right magnitude for the project of EU space-industrial competitiveness. Thanks to its fully-fledged military scope and expertise, EDA can provide military requirements to space projects that are under development. By doing so, the scope of civilian and quasi-civilian projects is expanded, thus multiplying the range of missions, applications and, eventually, end-users. The following statement best sums up this argument: ‘EDA has a mandate to support the strengthening of the defence technical and industrial base which is to be considered strategic for a space sector that could face a budget reduction’.[xxxv] EDA enlarges the market frontiers of European space projects, magnifying their ‘critical mass’ and strengthening the profitability potential of their manufacturers. Furthermore, it surrounds EU space policy with an aura of urgency, linking it to the realm of security and defence; space policy after EDA is not any more about the exploration of the unknown, but rather about the protection against it. True, the Agency is involved not so much in the core EU mil-space policy – consisting of Galileo and GMES. Yet, it feeds developments in other essential aspects of this policy, such as space situation awareness and satellite communication. This by no means implies a secondary role for the Agency, but rather a role that complements existing projects and fills critical gaps in existing capabilities. Besides, as is the case with GMES and maritime surveillance, the Agency touches upon the core projects of EU space policy as well.

The rationale of the Agency’s role in that policy is two-fold: the need to develop military capabilities as part of the EU policy of power projection embodied in the European Security and Defence Policy; and the need to strengthen the global competitiveness of the European arms and aerospace manufacturers. The story of the former line of argumentation is by now well-established; not much, however, has been said about the relationship between industrial interests and EDA. The following section demonstrates that the involvement of the Agency in space policy follows a general pattern of dense interaction with the internationalised European arms industry – the latter being pretty much identical to the European space industry and its leading corporate units, i.e. EADS Astrium and Thales Alenia Space, through a prior wave of mergers & acquisitions -.[xxxvi]

V. The European Defence Agency andthe European arms and aerospace industry

Since its inception, the EDA has been an intergovernmentalinitiative; the leading industrial EU member states played an instrumental rolein pushing ahead with it. The most active governments were the ones with thehighest stakes and the EDA can be seen as a primarily Franco-German initiative,while the UK also fed the Agency’s emphasis on capability development. Yet, theinitiatives of these actors were directly linked to industrial interests, i.e.to the internationalised arms industry, and it could well be argued that EDA isan institution that the corporations pushed for and the governments established.Industrial pressure and involvement during the later stages of theestablishment of the EDA was extensive.

The arms industry and the European Defence Industries Group, in particular, persistently advocated the establishment of a European armaments procurement agency in the mid-1990s.[xxxvii] Finally, arms manufacturers were offered a forum to present their views in the Strategic Aerospace Review 21 (STAR 21), published in July 2002. STAR 21 was an analysis of the EU political and regulatory framework of aerospace by a team set up by the Commission’s DG Enterprise.[xxxviii] The panel, named the European Advisory Group on Aerospace, consisted primarily of corporate leaders from the arms and aerospace sector, together with members of the Commission. The Chairmen of EADS, BAE Systems, Thales, Finmeccanica, Snecma and Rolls Royce were all members of the Group. Later, when the European Convention debated the defence clauses of the Constitutional Treaty, the industry was also there. Representatives of the national and European armaments establishment, including senior industrialists from EADS and BAE Systems, and the President of the European Defence Industries Group topped the list of experts heard by Working Group VIII. The Vice-President of EADS called for the establishment of a ‘European Security and Defence Research Agency’, the President of EDIG advocated a ‘Common Armaments Agency’ and the BAE Systems representative mentioned the importance of ESDP as a precondition of a successful agency.[xxxix]

Individual companies were particularly visible in their advocacy of the Agency. Their efforts culminated in an open letter to the European press, signed by the CEOs of EADS, BAE Systems and Thales, which invited EU policy-makers to strengthen their efforts in policy and planning coordination. According to the industrialists, the creation of an EU armaments agency ‘would take on massive strategic importance for the future of the European defence industry’.[xl] The executives also called for an increase in national military budgets, juxtaposing the European level of military investment to the US one. Others publicised their vision of an agency with increased supervisory capacity on a common pool of EU R&D resources, bringing together military research and project management.[xli]

The AeroSpace and Defence Industries Association of Europe (ASD) – the umbrella political representation group of the European aerospace and arms industry – provided extensive input in the discussions over the establishment of the Agency through its EU Working Group.[xlii] Industrial engagement increased during deliberations at the Armaments Establishment Team – the nucleus of individuals that set up the Agency – when it was clear that intergovernmental consensus was about to initiate a novel scheme of armaments cooperation. This was a small team and lacked a common doctrine, therefore the arms industry found a fertile ground to establish links through ASD and individual companies. The formal recognition of ASD and European arms manufacturers as the Agency’s consulting partners reflected these close links, with the 2004 Report of the Establishment Team declaring that ‘the Agency will consult closely with the…ASD, as well as directly with European companies’.[xliii] The European arms industry advocated a particular EDA, not just any armaments agency. A document published in October 2003 by the three lobbying groups that were soon to set up ASD set out a detailed account of what the missions, programme and institutional structure should be.[xliv] They asked for a senior figure to act as chair of the agency and for the fast setting-up of the agency. Indeed, the EDA was placed under the aegis of Solana and established swiftly in 2004.

The European arms industry had plenty of reasons to bedelighted by the creation of the EDA. The Agency provided a political forum forthe EU ministers of defence to meet regularly at the EU level and to shape EUmilitary-industrial affairs. This has had important political repercussions forarms manufacturers, given that their relations with the Ministries of Defenceare closer than those with other governmental departments. In addition,economic benefits were guaranteed. The propagation of budgetary increases, theboosting of R&T expenditure and the restructuring of the market forarmaments in the EU were all tangible benefits for the Europeaninternationalised arms industry that stem from the Agency. The transformationof the EDA into an EU procurement agency was also put on the table as a futurescenario, thereby simplifying the industry’s interaction with the end-user andbuyer of its products.

Key corporate figures welcomed the EDA and addressed ways to boost its effectiveness. In a second open letter, the CEOs of the big-three – EADS, BAE Systems and Thales – called for an increase in the resources and political support given to the EDA by member states. The argumentation used by the corporate leaders highlighted the transatlantic dimension of industrial competition. With regard to competition from American military firms, the letter suggested that Europe lacked investment and market size compared to the US, and that thus the ‘industry in Europe is under enormous competitive pressure from the United States’.[xlv] Furthermore, the industrialists called upon EU member states to set clear capability targets and fill capability shortfalls, to shape and fund a strategic research agenda, to break down national market barriers and to protect EU technological-industrial capabilities vis-à-vis US competition.

Individual European arms corporations followed the same line of argumentation. The 2003 annual report of EADS applauded the setting-up of the EDA as proof of the realisation of the need to integrate national defence policies, harmonise investment and specify common requirements.[xlvi] The same theme was repeated in the 2004 annual report that viewed the establishment of the EDA as ‘likely to lead to more pan-European, and better coordinated procurement, with larger production runs’.[xlvii] The expectations of the European industry involved both qualitative and quantitative changes in the patterns of military procurement and expenditure. EDA was meant to contribute to homogenisation and the increase of production through the increase in demand for military equipment. Finmeccanica joined the voices that publicly supported the creation of EDA and proposed ways to make its work more effective.[xlviii] The corporation called for the Agency to engage with dual-use technology and to encourage co-financing of projects by civil agencies.

Successive presidents of ASD welcomed the creation of EDA while voicing their concerns over potential dangers such as the lack of R&T funding and decision-making complexity.[xlix] ASD viewed EDA as ‘a crucial step towards harmonisation of the defence and security requirements and procurement planning of European governments’.[l] Consequently, one of the ten priorities of ASD for the first year of its operations was to ‘support the creation of the European Defence Agency and the related development of a coherent market for European Defence’.[li] European military-industrial capital established itself as an EDA actor in terms not only of influence on its making, but also of participation in its policy-making processes. A leading British arms industry official summarised the industry’s guiding principle: ‘early and strategic consultation with industry on future capability should be an essential component of EDA work. It should become part of the normal process’.[lii] ASD was formally recognised by the Agency as one of its partners in the 2005 EDA Work Programme.[liii] Indeed, it became an EDA partner in every sense of the word, constantly feeding the policy-making process, proposing and setting up common events. In October 2006, the two organisations co-organised two workshops on defence test facilities and on the European Defence Equipment Market respectively, for new member states.[liv] Moreover, ASD provided input for the Long-Term Vision, feeding the strategic orientation of the Agency. Driven by industrial concerns, the Vision invoked the US competitive threat with such strong wording as: ‘the trends point towards a steady contraction of the European defence industry into niche producers working increasingly for US primes’.[lv] The European Land Defence Industry Group, set up by land industries in 2003 and integrated into ASD, fed decision-making in the AFV flagship project by identifying the final project sub-fields and priority technology development areas.[lvi] Finally, ASD was the prime partner of the EDA in drawing up the Agency’s list of characteristics and challenges for the European Defence Technological and Industrial Base.[lvii]

Arms manufacturers utilised their instrumental power to secure implementation of their priorities. Finmeccanica revealed in its 2005 Annual Report that relations with the EDA ‘were tightened, for the provision of new technological development areas on UAV and Software Radio’.[lviii] Two technology study contracts on Long Endurance UAVs were awarded to consortia led by the Finish firm Patria – where EADS is a key stakeholder – and Sagem respectively. Interaction between the EDA and the industry was close from the start of the programme.[lix] Moreover, representatives from European arms manufacturers participate in every CapTech, the nucleus of EDA R&T policy-making. The benefits for the industry are direct in terms of funding as well as indirect, in terms of future exploitation of technologies. Similar yields are to be expected in the field of space.

VI. Conclusion

The paper began by providing a historical andtechnical overview of EDA as a novel and significant institutional player in EUarmaments affairs. Next, it discussed in detail the Agency’s involvement inspace policy, by presenting the multiplicity of projects and strategies that ithosts and feeds into. After establishing the extensive role that EDA hasgradually maintained in EU military space affairs, the analysis attempted tointerpret the politico-economic processes and interests that underpin thisrole. It was argued that the Agency’s involvement in military space policy cannotbe regarded as simply a quest for institutional expansion and autonomy; it is aprocess that fulfils a unity of social purpose, irrespective of the variationof institutional forms carried by the primary actors. Such a unity of purposeis geared towards the competitive survival of the European space industry,through the broadening of its military arm of products and applications. Thispattern was confirmed by an analysis of the broader linkages between the arms industryand the Agency since the latter’s conception. Space came later into the agendabecause armaments and ‘defence’ had essentially to come first, given the scopeand mission of the Agency. Yet, the dense interaction between the institutionand the industry had been established from the beginning.

Essentially, such a view points to the centrality ofthe industrial-class subject in the formulation of European policies andpriorities in space. If there is indeed a strengthening of European identityvia space, this strengthening is underpinned by socio-economic interests thatstrive for survival and expansion in a competitive global market, rather thanby a people’s quest for such an identity perse. The ideational construction of a ‘European identity’ might be appealingto many, and the image of satellites carrying the EU flag will probably add tothe appeal of such a construction; yet, none of this would have been possiblewithout the conscious political action of institutions and individuals seekingto ensure the European space manufacturers’ long-term competitiveness. Theestablishment of a common European policy for security and armaments hasprovided the interested parties with new space applications, new users, newmarkets, and, above all, new sources of legitimacy, thereby facilitating theenlargement of the EU space agenda and reinforcing its effects on Europeanidentity construction.

By no means does this assertion imply that spacemanufacturers have replaced member-states as promoters of national technological,industrial and security priorities. There are two processes runningconcurrently: The first one is the traditional bottom-up feeding ofpolicy-making by member-states seeking to promote their respective, nationally-basedmilitary-industrial capitals under the veil of the ‘national interest’. Thesecond one is the direct interaction between the internationalised fraction ofEuropean military-industrial capital and the Agency, through the activities ofASD and individual companies. The two processes are both complementing – to theextent that they both serve the purpose of strengthening themilitary-industrial arm of the EU – and competing – to the extent that theyreflect contradictions between different individual producers as well asbetween producers and the state as the mediator of the ‘general interest’.

What is, in this context, the primary politico-economic effect of the insertion of EDA in the making of EU space policy? Standing in agreement with Frank Slijper,[lx] we conclude that the best term that can shed light on the processes unfolding in the context of EU mil-space policy is ‘militarisation’. In a sense, this study complements Slijper’s argument by adding EDA to the toolbox of space policy militarisation. However, it is important to clarify that in the case of EDA, militarisation does not denote an increased propensity to wage war (militarism), nor does it signify the placement of weapons in outer space (weaponisation). Here, militarisation points to the increasing insertion of military institutions, strategies and resources in a previously civilian-only policy, that is, EU space policy. The rapid engagement of EDA with this field constitutes an instance of militarisation, due to the clear and indisputable military identity and orientation of the Agency.

To conclude, the story of EDA and space is a two-way street; it highlights not only the increasing role of the Agency in EU security and armaments affairs general, but also the rising significance of EU military space policy for European security and military institutions and planning. Space may well become the next ‘big’ project of European security and defence policy integration, if not of European integration per se. That said, EU military space policy is still an extremely contradictory odyssey, whose ending remains to be decided in the future. Despite the large wave of internationalisation in the 1990s, the persisting national basis of space-industrial capital in Europe means that, despite its political activities at the EU level, the internationalised European space industry has not overcome the established association with a single national market and the respective connection to the political unit of the nation-state. Add the declining military budgets and the gloomy prospects for public finances in much of the euro-zone, and one has the full picture of an endeavour that is both very ambitious and severely limited. In the case of EU military space odyssey, between the Scylla of rising competition among the metropolises of global capitalism and the Charybdis of persisting intra-EU contradictions, there lies the Ithaca of an independent, competitive and robust EU space policy and industry. In Ulysses’ fleet, EDA appears to be one of the most promising and effective triremes.

References and notes available only in print version.