Pages

Showing posts with label Συνεντεύξεις. Show all posts
Showing posts with label Συνεντεύξεις. Show all posts

21 January 2022

Συνέντευξη στη Μαριάνθη Πελεβάνη, TVXS







«Η συμφωνία Ισπανίας - Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση της …πραγματικής πραγματικότητας, και όχι της φαντασιακής που κυριαρχεί στα ελληνικά ΜΜΕ



της Μαριάνθης Πελεβάνη

Δημοσιεύτηκε στο TVXS, 20 Νοεμβρίου 2021


Φανερά ενοχλημένη εμφανίζεται η ελληνική κυβέρνηση μετά τη συνάντηση που είχαν την Τετάρτη (17 Νοεμβρίου) στην Άγκυρα ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τη συμφωνία τους να ενισχύσουν τη συνεργασία των χωρών τους στην αμυντική βιομηχανία.

«Στόχος μας είναι να κατασκευάσουμε ένα δεύτερο, μεγάλο αεροπλανοφόρο. Ίσως κάνουμε προσπάθειες και στον τομέα των υποβρυχίων. Θα κάνουμε αυτά τα βήματα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε μαζί στην αμυντική βιομηχανία», είπε ο Ερντογάν, προσθέτοντας ότι η στάση της Ισπανίας απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να θεωρείται ως «πρότυπο» από άλλα κράτη της ΕΕ και εκφράζοντας την ικανοποίησή του για τις επενδύσεις περισσότερων από 600 ισπανικών εταιρειών στην Τουρκία.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης, η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι κύριοι ευρωπαίοι προμηθευτές όπλων στην Τουρκία. Ειδικότερα, για την περίοδο 2015-2019, το 43% των εισαγωγών όπλων στην Τουρκία προέρχονταν από την Ιταλία και την Ισπανία.

Ωστόσο, υπήρξε εκνευρισμός στην ελληνική κυβέρνηση, που αντέδρασε με παραστάσεις διαμαρτυρίας, υπενθυμίζοντας πως έχει εγείρει επανειλημμένα το ζήτημα της εξαγωγής οπλικών συστημάτων ευρωπαϊκών κρατών προς την Τουρκία και της ανάγκης επιβολής εμπάργκου όπλων κατά της Τουρκίας. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, στόχος του Ερντογάν είναι να απαντήσει στην πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία, ενώ οι ίδιες πηγές αναφέρονται δεικτικά και στη στάση του «σοσιαλιστή» Σάντσεθ.

«Είναι αυτονόητο ότι τα κράτη-μέλη δεσμεύονται από τις αποφάσεις, τις διακηρύξεις και τις προσεγγίσεις του Συμβουλίου, γύρω από θέματα που αφορούν τις σχέσεις μελών-κρατών της Ένωσης με την Τουρκία, την προκλητικότητα και την παραβατικότητα που η Τουρκία εμφανίζει σε σχέση με το Διεθνές Δίκαιο. Υπό το πρίσμα αυτό, θέλουμε να σημειώσουμε την παράμετρο αυτή: Ότι όφειλε ο σοσιαλιστής Πρωθυπουργός της Ισπανίας να λάβει υπόψη του, στις συζητήσεις αυτές, τη συνολική στάση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου.

«Η ιδέα ότι οι χώρες που παράγουν όπλα θα πάψουν ως δια μαγείας να πουλάνε όπλα στην Τουρκία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα wishful thinking του ελληνικού μικρομεγαλισμού» επισημαίνει, μεταξύ πολλών άλλων, στο tvxs.gr, ο Ηρακλής Οικονόμου, πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος, διδάκτορας Διεθνούς Πολιτικής από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας Aberystwyth, ερευνητής εξοπλιστικών θεμάτων της Ευρ. Ένωσης.


Ακολουθεί η συνέντευξη:


Σηματοδοτεί κάτι ιδιαίτερο η συμφωνία;

Οι συνομιλίες Ισπανίας – Τουρκίας και η ενδεχόμενη ενίσχυση της εξοπλιστικής συνεργασίας τους δεν είναι παρά business as usual για όποιον έχει στοιχειωδώς γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος. Όλες οι χώρες με εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία επιδιώκουν να εξάγουν τα όπλα που παράγουν και η Ισπανία δεν αποτελεί εξαίρεση. Η Ευρ. Ένωση συνολικά (τα κράτη-μέλη της δηλαδή) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στον κόσμο ελέγχοντας πάνω από το 25% του παγκόσμιου εμπορίου όπλων, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ.

Η ισπανική βιομηχανία όπλων έχει έντονη παρουσία στην Τουρκία μέσω της συμμετοχής στη ναυπήγηση του μεγάλου πλοίου αμφίβιων επιχειρήσεων TCG Anadolu. Και ούτε είναι η Ισπανία η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που εξάγει όπλα στην Τουρκία – το παράδειγμα της Γερμανίας με την εξαγωγή έξι υπερσύγχρονων υποβρυχίων Type 214 στην Τουρκία είναι ακόμα πιο «χτυπητό», διότι η Ελλάδα υπήρξε ο πρώτος πελάτης του συγκεκριμένου μοντέλου και ουσιαστικά …συγχρηματοδότησε την ανάπτυξη του όπλου που τώρα εξάγει η Γερμανία στην Τουρκία.

Θα έπρεπε να περιμέναμε κάτι καλύτερο από μια προοδευτικών αποχρώσεων κυβέρνηση όπως η ισπανική;

Δεν πρέπει να προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού κυβέρνηση Σάντσεθ σπεύδει να πουλήσει όπλα στην Τουρκία: η σύγχρονη εμπειρία δείχνει ξανά και ξανά την ταύτιση νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών ως προς την προώθηση των συμφερόντων του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος κάθε χώρας. Αφετηρία της ανάλυσής μας, δηλαδή, δεν πρέπει να είναι το πού ανήκει πολιτικά η ισπανική κυβέρνηση, αλλά το τι υπηρετεί – τις εγχώριες εταιρείες παραγωγής όπλων και, στην ισπανική περίπτωση, τον ναυπηγικό κολοσσό Navantia.

Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, δηλαδή η σύμπλευση οικονομικής εξουσίας (εταιρείες όπλων, βιομήχανοι), στρατιωτικής εξουσίας (στρατηγοί, επιτελεία), πολιτικής εξουσίας (αστικά κόμματα, κυβέρνηση) και ιδεολογικής εξουσίας (μέσα ενημέρωσης, καθηγητές πανεπιστημίου) είναι, ξέρετε, ένας πανίσχυρος φορέας άσκησης πολιτικής σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία ή οι ΗΠΑ. Και η υποστήριξη αυτού του συμπλέγματος στο κυνήγι για νέες αγορές στο εξωτερικό είναι πάγια πρακτική όλων των κυβερνήσεων των χωρών αυτών, ανεξαρτήτως κομματικών οικογενειών.

Μα δεν υποτίθεται ότι έχει απομονωθεί η Τουρκία;

Η ιδέα ότι οι χώρες που παράγουν όπλα θα πάψουν ως δια μαγείας να πουλάνε όπλα στην Τουρκία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα wishful thinking του ελληνικού μικρομεγαλισμού, που μοιάζει να βρίσκεται σε έξαρση ύστερα από την ελληνο-γαλλική συμφωνία. Υπ’ αυτή την έννοια, η διαφαινόμενη συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση της …πραγματικής πραγματικότητας, και όχι της φαντασιακής πραγματικότητας που κυριαρχεί στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης τα οποία είτε κινδυνολογούν (όταν πρέπει να πεισθεί ο λαός για την ανάγκη αγοράς όπλων) είτε θριαμβολογούν (αφού τα αγοράσουμε).

Δεν έγινε σε μια ημέρα η Ελλάδα το κέντρο του σύμπαντος, διεθνολογικά μιλώντας, ούτε και εξαλείφθηκε εν μία νυκτί η Τουρκία από τον χάρτη. Απλώς, η επιλογή της Τουρκίας να αγοράσει ρώσικα όπλα - συγκεκριμένα τους υπερσύγχρονους αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 – έχει τροφοδοτήσει μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επιδιώκουν τον περιορισμό του αποτυπώματος της ρωσικής πολεμικής βιομηχανίας εντός του ΝΑΤΟ. Δεν ισοδυναμεί αυτό με κάποια μονιμότερου χαρακτήρα υποβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον.

Ναι, αλλά η Ελλάδα δεν έχει αναβαθμισθεί με τις συμμαχίες της;

Στην ελληνική περίπτωση έχουμε δύο χώρες – τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία για να ικανοποιήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Η Γαλλία, αφενός, εξασφάλισε δύο τεράστια συμβόλαια εξαγωγής πολεμικού υλικού στην Ελλάδα, με τα μαχητικά Rafale και τις φρεγάτες Belharra που συνολικά αγγίζουν τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ παίζουν πολύ δυνατά και για το πρόγραμμα προμήθειας κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού, δηλαδή για άλλο ένα συμβόλαιο ύψους περίπου 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι ΗΠΑ, αφετέρου, εξασφάλισαν στρατιωτική παρουσία σε επιπλέον βάσεις στην Ελλάδα, χωρίς να χρειαστεί να παραχωρήσουν τίποτα, ούτε διπλωματικά αλλά ούτε και στρατιωτικά από πλευράς δωρεάν πολεμικού υλικού. Διότι, προφανώς, δεν είχαν κανέναν λόγο να παραχωρήσουν ο,τιδήποτε όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών πήγε παρακαλώντας στις «διαπραγματεύσεις», ζητώντας ακόμα περισσότερες νέες βάσεις για τις ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Αυτή λοιπόν η ανάμιξη ΗΠΑ και Γαλλίας στα ελληνικά πράγματα έχει μεταφρασθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα ΜΜΕ της ως κάποιο είδος στρατηγικής αναβάθμισης της Ελλάδας έναντι της δήθεν περιθωριοποιημένης Τουρκίας. Η πιθανή συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση περί του αντιθέτου.

Δεν είναι όμως «κακό» να εξάγονται όπλα σε επιθετικά και αυταρχικά καθεστώτα όπως η Τουρκία;

Αναμφισβήτητα, χώρες που συμμετέχουν σε επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις, όπως η Τουρκία στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ιράκ, θα έπρεπε να τυγχάνουν διεθνούς απομόνωσης. Όμως, είναι αρκετά παράδοξο η Ελλάδα να επισημαίνει τη διάσταση της τουρκικής επιθετικότητας ή της παραβίασης του διεθνούς δικαίου ως αιτία μη πώλησης όπλων στην Τουρκία, ενώ τη στιγμή που μιλάμε, ελληνικό προσωπικό στελεχώνει μια ελληνικής ιδιοκτησίας μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας με πυραύλους Patriot που μεταφέρθηκε από τη χώρα μας στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας!

Θα σας θυμίσω, μάλιστα, την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν η Ελλάδα πούλησε οβίδες στην κυβέρνηση του Ριάντ και υψηλόβαθμο στέλεχος του τότε κυβερνώντος κόμματος – ο Κώστας Ζαχαριάδης, συγκεκριμένα - είχε δηλώσει: «Αναφορικά με τη διένεξη της Σαουδικής Αραβίας με την Υεμένη δεν πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό λύνεται με το αν θα πουλήσουμε εμείς όπλα στη Σαουδική Αραβία. Έτσι κι αλλιώς η κατάσταση αυτή υπάρχει πολύ πριν εμείς υπογράψουμε. Αν λοιπόν κάποιος μου έλεγε ότι αν δεν πουλήσουμε αυτές τις οβίδες και αυτά τα βλήματα θα υπάρξει ειρήνη στην περιοχή, θα το σκεφτόμουν κι εγώ διαφορετικά». Καλό θα ήταν λοιπόν να ξεκινήσουμε από τα του …οίκου μας αν θέλουμε να είμαστε πειστικοί στην κριτική ενάντια στους πλασιέ όπλων προς την Τουρκία.

Η συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας μάς λέει κάτι για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Μας λέει αυτό που οι εδώ φανατικοί υποστηρικτές των Βρυξελλών δεν θέλουν να γνωρίζουμε: ότι δηλαδή δεν υπάρχει καμία σοβαρή αμυντική διάσταση της Ευρ. Ένωσης στην οποία να μπορεί μια χώρα όπως η Ελλάδα να βασιστεί έναντι της Τουρκίας. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να απαγορεύει σε ένα κράτος-μέλος όπως π.χ. η Ισπανία να συνομιλεί και να εξάγει όπλα σε μια χώρα όπως π.χ. η Τουρκία που ένα άλλο κράτος-μέλος όπως π.χ. η Ελλάδα θεωρεί απειλή. Και γι’ αυτό και λένε ψέματα όσοι έσπευσαν να υποδεχθούν την ελληνο-γαλλική συμφωνία ως δήθεν ένα βήμα σύσφιξης της ευρωπαϊκής άμυνας. Όλη αυτή η φιλολογία δεν είναι παρά αντι-επιστημονική προπαγάνδα.

Το ότι η Ελλάδα στρέφεται σε μια διμερή συμφωνία με τη Γαλλία δείχνει ακριβώς τη γύμνια της Ευρ. Ένωσης στο κομμάτι της αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. Και αυτό δικαιώνει, βεβαίως, και τους υποστηρικτές της εξόδου της χώρας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ: δεν πρόκειται να χάσουμε τίποτα σε επίπεδο άμυνας και ασφάλειας που να μην μπορούμε να το εξασφαλίσουμε μέσω άλλων διμερών ή περιφερειακών συμφωνιών.

Γενικά, ποια πρέπει να είναι, κατά την άποψή σας, η θέση μας έναντι των εξοπλιστικών ζητημάτων;

Η προώθηση, αμοιβαία, του αφοπλισμού σε κάθε εστία έντασης και άρα και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Σε μια διμερή κούρσα εξοπλισμών σαν κι αυτή στην οποία εμπλέκονται οι δύο χώρες, ηττημένοι είναι οι λαοί και των δύο χωρών που αιμορραγούν οικονομικά και νικητές είναι οι εταιρείες που εξάγουν τα όπλα. Και το ότι θα βρίσκονταν χώρες να προμηθεύσουν με όπλα την Τουρκία θα έπρεπε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να το έχει σκεφτεί προτού εμπλακεί στο κολοσσιαίο εξοπλιστικό της πρόγραμμα, το οποίο εντείνει την περιφερειακή κούρσα των εξοπλισμών βυθίζοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία μας στον παρασιτισμό και στην παγίδα του χρέους.

Τουλάχιστον, εάν πρέπει σώνει και καλά η ελληνική κυβέρνηση να εξοπλιστεί μέχρι να επέλθει ο βέβαιος οικονομικός μας θάνατος, ας πάρει παράδειγμα από την Τουρκία που φροντίζει να εξασφαλίζει τεράστια ανταλλάγματα σε επίπεδο τεχνολογίας και παραγωγής σε κάθε συμβόλαιο αγοράς όπλων που υπογράφει. Η χώρα μας, αντιθέτως, απλώς εισάγει όπλα χωρίς κανένα βιομηχανικό αντίκρισμα, εις βάρος των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων και προς όφελος των διεθνών προστατών και των μεσαζόντων τους.

16 May 2020

Κων/νος Φιλιππακόπουλος: Παγκόσμια αταξία και κοινωνικός μετασχηματισμός






Παγκόσμια αταξία και κοινωνικός μετασχηματισμός

 


Συνέντευξη με τον πολιτικό επιστήμονα Κων/νο Φιλιππακόπουλο

 

 


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

 

Αν ξεχωρίζαμε ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει το διεθνές περιβάλλον σήμερα, αυτό θα ήταν ο τρομερός κατακερματισμός του παγκόσμιου συστήματος - μια πραγματική παγκόσμια αταξία. Πώς ερμηνεύεται αυτή;

 

Ο πολυπολικός κόσμος που έχει διαμορφωθεί δεν επιτρέπει στις ΗΠΑ να επιβάλουν στους συμμάχους τους όλα τους τα θέλω με κύρια αιτία ότι τα συμφέροντα είναι συνεχώς θεμελιωδώς αντικρουόμενα. Δεν υπάρχει πια η πάλη των αντιθέτων καπιταλισμός - σοσιαλισμός που δημιουργούσε αντικειμενικές ενοποιητικές τάσεις στο εσωτερικό των αντίπαλων στρατοπέδων. Σήμερα, και αυτό αρχίζει μόλις τώρα να διαφαίνεται, κρατικά μορφώματα, τα οποία πρέπει να υπερασπίζονται συγκεκριμένα τοπικά ταξικά οικονομικά και άλλα «εθνικά» συμφέροντα, διαγκωνίζονται για την επιβολή των απόψεών τους χρησιμοποιώντας ακόμα και στρατιωτικά μέσα έστω και σε αντίθεση με τις «πολιτικές επιθυμίες» των μεγάλων και ιστορικών νταβατζήδων της διεθνούς τάξης. Αν τώρα η επίθεση της Τουρκίας σε μία τόσο εύφλεκτη περιοχή όπως είναι η Μέση Ανατολή δημιουργεί προϋποθέσεις μεταβολής των υπαρχόντων συμμαχιών σε συνδυασμό με τις ενδοαστικές συγκρούσεις και διαφορές απόψεων στο εσωτερικό των μεγάλων κρατών (βλ. ΗΠΑ, Κίνα, Γερμανία, Ρωσία, Γαλλία, κλπ.), αυτή η συνθήκη θα αναδείξει ξεκάθαρα, για όσους δεν το έβλεπαν μέχρι τώρα, την απουσία απόλυτου ελέγχου και περιορισμού των εν δυνάμει ποιοτικών κοινωνικών μεταβολών σε κράτη και περιοχές της περιφέρειας, που είναι όμως εξαιρετικά κρίσιμες για τα κομβικά κράτη των διάφορων ιμπεριαλιστικών κέντρων.  Νομίζω πως περνάμε από τις πολιτικές επαναστάσεις σε προοίμια κοινωνικών επαναστάσεων και πάλι βέβαια στους αδύναμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας αλλά με πολύ μεγαλύτερες και πιο ουσιαστικές επιπτώσεις στους δυνατούς κρίκους της τελευταίας από αυτές που είχε προκαλέσει η επανάσταση του Οκτώβρη.

 

Τι εννοείς με αυτή τη διάκριση πολιτικών-κοινωνικών επαναστάσεων;

 

Ο όρος πολιτική επανάσταση στη μαρξιστική ιστοριογραφία και πολιτική οικονομία χρησιμοποιείται με την έννοια ότι αυτή δεν έχει ως σκοπό την ανατροπή των σε ισχύ παραγωγικών σχέσεων. Αντίθετα ο όρος κοινωνική επανάσταση χρησιμοποιείται για δείξει ότι σκοπός είναι η ριζική μεταβολή των παραγωγικών σχέσεων.

 

Και γιατί τώρα θα είναι μεγαλύτερες και πιο ουσιαστικές οι επιπτώσεις των εξεγέρσεων/μεταβολών από την περιφέρεια στο κέντρο? Γιατί τώρα π.χ. μια εξέγερση στην Τουρκία ή στο Ιράν ή στην Αίγυπτο θα επηρέαζε το κέντρο περισσότερο από την εποχή του Νάσσερ ή του Αγιατολάχ Χομεϊνί?

 

Μετά την έναρξη της εντατικοποιημένης παγκοσμιοποίησης των οικονομικών σχέσεων με την καθολική επέκταση και διαπλοκή των οικονομικών δεσμών μεταξύ όλων σχεδόν των κρατών, μέσα από την πλήρη απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων και της απορρύθμισης της αγοράς, η ανατροπή των υφιστάμενων παραγωγικών σχέσεων σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη προκαλεί πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος από εκείνες που προκάλεσε για παράδειγμα η Ρώσικη επανάσταση. Το 1917 ο κίνδυνος από τη Ρώσικη επανάσταση δεν ήταν συστημικός αλλά παραδειγματικός. Το 2019 μία νέα Κινέζικη κοινωνική επανάσταση μπορεί να προκαλέσει απίστευτες αλυσιδωτές αντιδράσεις μέσα στον κύριο κορμό της καπιταλιστικής οικονομίας. Παρατηρούμε ότι επαναστατικές μεταβολές αρκετά αμφιλεγόμενες ως προς τους στόχους τους και σε χώρες ελάχιστης επιρροής στις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες (βλ. Υεμένη) προκαλούν σοβαρά προβλήματα στις τελευταίες. Οι επαναστάσεις του Νάσσερ στην Αίγυπτο και του Χομεϊνί στο Ιράν ήταν πολιτικές επαναστάσεις που όμως ακόμα και αυτές διατάραξαν και η μία ακόμα διαταράσσει τις ζητούμενες από το σύστημα ισορροπίες. Με την αύξηση της έντασης των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αποτέλεσμα της όξυνσης των οικονομικών αδιεξόδων, που οδηγεί καθημερινά στην αύξηση της χρήσης στρατιωτικών μέσων για ιδιαίτερα προσωρινές αποκαταστάσεις των αναγκαίων για το σύστημα ισορροπιών (βλ. Αραβική Άνοιξη), κοινωνικές επαναστάσεις στην περιφέρεια θα προκαλέσουν μεγάλες αναταραχές στις κοινωνικές δομές των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Με τις σημερινές δυνατότητες μετακίνησης των ανθρώπων και των συστημάτων επικοινωνίας για τη μεταφορά της πληροφορίας, επαναστατικές εκρήξεις, όπως παρατηρούμε, δημιουργούν τεράστιες μεταναστευτικές ροές, που δεν περιορίζονται, όπως κάποτε, στα όμορα κράτη (σφαγή Αρμενίων, Ποντίων, μικρασιατική καταστροφή, κλπ.) αλλά κατευθύνονται στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Τέλος, οι εμπορικοί πόλεμοι που αναπτύσσονται μέρα με τη μέρα εμπλέκουν πλέον όχι μόνον τους σχεδιαστές αυτών των πολέμων αλλά όλες τις χώρες γιατί η παραγωγή των αγαθών ανήκει πλέον σε μεγάλο βαθμό στην περιφέρεια. Για παράδειγμα ένας δασμός των ΗΠΑ σε ένα προϊόν της Κίνας και αντίστροφα επηρεάζει αποφασιστικά και τις οικονομίες της Ευρώπης γιατί η αγορά των αγαθών και των κεφαλαίων είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ενοποιημένη.

 

Άρα κάθε κοινωνική επανάσταση, η οποία θα πετύχει σε κάποια χώρα (φυσικά όχι αν γίνει στο Μπενίν) αντίστοιχη στη σημερινή διάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως η Ρωσία το ’17 δηλαδή ας πούμε Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Ιράν, Σαουδική Αραβία, Κορέα, Αργεντινή, κλπ, θα έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στη διατήρηση του status quo. Αυτό που χρειαζόμαστε πλέον είναι ένα νέο κύμα κοινωνικών επαναστάσεων και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προκαλέσουν θα είναι πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμες από το σύστημα κυρίως στην προσπάθειά του να απομονώσει τον επαναστατικό ιό πριν μολύνει και το υπόλοιπο σώμα του. Το πέτυχε με σχετική ευκολία στο μεσοπόλεμο με την τότε Σοβιετική Ένωση, έχασε κάπως τον έλεγχο της απομόνωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σήμερα το ανοσοποιητικό του δυναμικό είναι εξαιρετικά καταπονημένο ώστε σε μία τέτοια επίθεση οι πιθανότητες να καταρρεύσει και με αρκετή ταχύτητα είναι πολύ μεγαλύτερες.

 

Για ποια πράγματα διαφωνούν μεταξύ τους μερίδες της αστικής τάξης στον σύγχρονο καπιταλισμό; Και ποια μορφή λαμβάνουν οι ενδοαστικές συγκρούσεις; Είναι το Brexit; Είναι οι σχέσεις με τη Ρωσία;

 

Είναι φανερό ότι οι ενδοαστικές συγκρούσεις στο εσωτερικό κρατών παρουσιάζονται μέχρι στιγμής μόνο στα κράτη της περιφέρειας, όπου για ποικίλους λόγους κυρίως οικονομικούς, δεν έχουν παγιωθεί οι θεσμικές ρυθμίσεις λειτουργίας του συστήματος (παγιωμένη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία). Οι κρίσιμες συγκρούσεις ενδοαστικών συμφερόντων επιλύονται πολλές φορές και με τη χρήση όπλων. Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται κυρίως σε κράτη της περιφέρειας. Για παράδειγμα το Brexit είναι σοβαρή ενδοαστική σύγκρουση που αν συνέβαινε σε κράτος της περιφέρειας μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει και σε πολιτική επανάσταση. Στην Αγγλία αυτή ενδοαστική σύγκρουση παρά τη σφοδρότητά της θα επιλυθεί μέσα από περίπλοκους συμβιβασμούς και θεσμικές ρυθμίσεις που βασικός τους σκοπός είναι να ηττηθεί η «άλλη πλευρά» χωρίς όμως να ενεργοποιηθούν πέραν του κρίσιμου σημείου τα ταξικά αντανακλαστικά της εργατικής τάξης. Πρέπει το επίχρισμα της ιερότητας των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να μην υπονομευτεί πέραν του σημείου εκείνου που να αναδυθεί η ανάγκη για ποιοτικές κοινωνικές μεταβολές.

 

Έχω την εντύπωση ότι κάποιοι σοβαροί περιορισμοί της ανεξαρτησίας των χρηματιστών του Λονδίνου σε σχέση με την προσπάθεια της Γερμανίας να ελέγξει προς όφελός της κάθε οικονομική εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγεί τις δυνάμεις του Brexit σε προφανή συνεννόηση και με δυνάμεις στις ΗΠΑ. Βλέπει κανείς για παράδειγμα ότι οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς Κίνα κατά κύριο λόγο είναι αγροτικά αγαθά ενώ οι εισαγωγές τους εκτείνονται από σπάνια μέταλλα μέχρι όλων των ειδών βιομηχανικές παραγωγές. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να εγκαταλείψει η Κίνα το δολάριο ως εργαλείο συσσώρευσης μέσω της συνεχούς αγοράς των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Παράλληλα οι ΗΠΑ επιχειρούν να ελέγξουν οικονομικά τη Ρωσία και μέσω των ενεργειακών της πόρων να ελέγξουν την Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπε Γερμανία. Η Γερμανία πάλι εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της βιομηχανικής της παραγωγής μέσα από τις εξαγωγές σε Κίνα και ΗΠΑ γιατί με τις εξαγορές βιομηχανικών κολοσσών, που παράγουν ίδια προϊόντα στα κράτη μέλη της Ε.Ε., αυξάνει κατακόρυφα τα κέρδη της αλλά δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας στο εσωτερικό της. Αν προκαλέσει η ίδια η Γερμανία το κλείσιμο και την περαιτέρω αποβιομηχάνιση των άλλων κρατών της Ε.Ε. μέσα από τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα (χαμηλότερο κόστος εργασίας από τις Βόρειες χώρες και περίπου ίδιο με τις χώρες του Νότου) μέσω των εξαγορών της θα οδηγήσει σε σμίκρυνση της κατανάλωσης μέσα στην Ε.Ε. και κατά συνέπεια σε υψηλή ανεργία (ήδη τη βλέπουμε στο Νότο) και επομένως μείωση των πωλήσεων των αγαθών που παράγει μέσα στην Ε.Ε. με ότι αυτό συνεπάγεται.

 

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ανάγλυφα ότι οι ενδοαστικές συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες και κάθε φορά οι λύσεις που επιβάλλονται χαρακτηρίζονται από το μικρό χρονικό τους ορίζοντα. Το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε θέση συνεχώς ασταθούς ισορροπίας, σε κάθε νέα θέση ο χρόνος που μεσολαβεί από την προηγούμενη είναι μικρότερος και το πέρασμα σε κάθε νέα θέση από την κατάσταση της ευσταθούς ισορροπίας σε αυτήν της ασταθούς γίνεται όλο και πιο γρήγορα.

 

Άρα, η γεωπολιτική αστάθεια συνδέεται άμεσα με οικονομικά αδιέξοδα.

 

Η αδυναμία ελέγχου των οικονομικών εξελίξεων και των αποφάσεων των κυβερνήσεων Ρωσίας και Κίνας κατά τα πρότυπα της αποικιοκρατικής εποχής με την ταυτόχρονη μεγάλη οικονομική και στρατιωτική ανάκαμψη των δύο τελευταίων αποσταθεροποιεί πολύ πιο κεντροβαρικά το καπιταλιστικό σύστημα. Παράλληλα οι αντικειμενική ανάγκη επίλυσης των οικολογικών προβλημάτων δημιουργούν επιπλέον αντιθέσεις ανάμεσα σε κράτη και αστικές μερίδες εντός των κρατών (πετρελαϊκές εταιρείες, εταιρείες ενέργειας, όλες τις σχετικές με αυτές βιομηχανίες) ενώ την ίδια στιγμή ο αυτοματισμός στην παραγωγή και η ψηφιακή επανάσταση με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης δημιουργούν τεράστιες κοινωνικές πιέσεις με τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, που η εξάπλωσή τους και στις "μεγάλες χώρες" μπορεί να οδηγήσει σε μη ελεγχόμενες εκρήξεις. Η ανισοκατανομή του πλούτου παίρνει τέτοιες διαστάσεις και τέτοια ποικιλομορφία που εντείνει τις μεταναστευτικές ροές προς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ενώ αναγκάζει χώρες της περιφέρειας σε λήψεις αποφάσεων που αποσταθεροποιούν περαιτέρω το σύστημα. Οι στρατιωτικές συγκρούσεις στην περιφέρεια επεκτείνονται και σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση της έντασης στις σχέσεις των αναπτυγμένων χωρών οδηγούν και πάλι σε αυξήσεις των στρατιωτικών προϋπολογισμών με τα συνακόλουθα προβλήματα στις οικονομίες. Τέλος, η πτωτική τάση των ποσοστού του κέρδους σε παγκόσμια κλίμακα που τελευταία αν το παρακολουθείς αρχίζει και διαπιστώνεται και από ινστιτούτα και οικονομολόγους αστούς επιδεινώνει την κατάσταση και το κυριότερο θολώνει την κρίση αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις γιατί κάθε καινούρια απόφαση χειροτερεύει τις συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία (βλ. δασμούς Κίνα - ΗΠΑ, Brexit, κλπ).

 

Οι ενδοαστικές αντιθέσεις κατά κύριο λόγο εκφράζονται με τις συγκρούσεις μεταξύ των κρατών-εθνών. Κάτω όμως από τη μεγάλη αστάθεια του συστήματος οι συγκρούσεις αυτές εκφράζονται και στο εσωτερικό των τελευταίων. Θυμίζω τη μεγάλη σύγκρουση στο εσωτερικό των αστικών τάξεων της Αγγλίας και της Γαλλίας κατά το μεσοπόλεμο για την αντιμετώπιση του ναζισμού και του φασισμού στην Ευρώπη και μάλιστα παρά την ενοποιητική επίδραση στο εσωτερικό αυτών των τάξεων της ύπαρξης τότε του μεγάλου και κύριου εχθρού της Σοβιετικής Ένωσης - ενοποιητική επίδραση που οδήγησε για παράδειγμα στις συμφωνίες του Μονάχου. Σήμερα με την απουσία κοινού εχθρού τουλάχιστον "φαινομενικά" (βλ. τις προσπάθειες αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες - αν ο εχθρός δεν υπήρχε και πραγματικά, έστω εν δυνάμει, κανείς δεν θα κοίταζε να στηρίξει κόμματα που θα επιχειρήσουν να ξεγελάσουν για μία ακόμα φορά την εργατική τάξη) και τα αδιέξοδα, εξ' ορισμού, των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων οδηγούν στην ενδυνάμωση των ενδοαστικών συγκρούσεων. Στα κυρίαρχα κράτη των ιμπεριαλιστικών κέντρων η επίλυση των συγκρούσεων αυτών προς το παρόν πραγματοποιείται με ανάλογες θεσμικές ρυθμίσεις. Στα κράτη της περιφέρειας οι συγκρούσεις αυτές οδηγούνται σε στρατιωτικά πραξικοπήματα ή ακόμα και σε πολιτικές επαναστάσεις.

 

Τι σημαίνουν, δηλαδή, οι προσπάθειες αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής;

 

Η ανάγκη να στηθούν νέα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με διάφορους μανδύες - ένας από αυτούς ο πράσινος της οικολογίας, που παρακολουθούμε στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ με την προσπάθεια μετακίνησης των Δημοκρατικών πιο αριστερά - είναι αν θέλεις και ένα διαγνωστικό τεστ που δείχνει ανάγλυφα το φόβο της αστικής τάξης για επερχόμενη κοινωνική αστάθεια και πολέμους που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνικές επαναστάσεις.. Γίνεται κάθε μέρα και πιο φανερό ότι αποτελεί ένα μεγάλο μύθο ότι η συμμετοχή του κράτους στο επιχειρείν (βλ. υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, συγκοινωνίες, κρατικές εταιρείες εκμετάλλευσης κρίσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, κλπ.), ο ρυθμιστικός του ρόλος και η αναδιανομή των εισοδημάτων μέσα από τη φορολογία και την κοινωνική πολιτική αποτελούν τις κυρίαρχες αιτίες για τα οικονομικά προβλήματα των αναπτυγμένων κρατών. Ο μύθος αυτός  που βασάνισε και δυστυχώς συνεχίζει να βασανίζει σχεδόν όλα τα κράτη τα τελευταία 40 χρόνια αρχίζει να ξεθωριάζει κάτω από τη ζοφερή πραγματικότητα της μεγάλης ανεργίας, της αναντιστοιχίας των πραγματοποιούμενων επενδύσεων σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας, του αδιεξόδου του άκρατου και άναρχου καταναλωτισμού, των μεγάλων οικολογικών προβλημάτων, της σταδιακής αλλά σταθερής ενσωμάτωσης της μεσαίας τάξης στην εργατική, της φορολογικής πολιτικής και τέλος της ανισοκατανομής του πλούτου. Αυτό το ξεθώριασμα βρίσκει την παλιά σοσιαλδημοκρατία βουτηγμένη πολιτικά στον ίδιο μύθο, αποκομμένη από την εργατική τάξη σε μεγάλο βαθμό ακόμα και εκεί που είχε βαθιές ρίζες και ένοχη για προδοσία όλων των υποσχέσεών της και των συνθημάτων της έχοντας σε όλα σχεδόν τα κράτη ταυτιστεί με την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχει λοιπόν μεγάλο πολιτικό κενό και είναι ώριμη και κατάλληλη στιγμή για το χτίσιμο νέων επαναστατικών κομμάτων εκεί που αυτά χάθηκαν μέσα στη λαίλαπα των μύθων του τέλους της ιστορίας. Αν αυτό το χτίσιμο δεν ξεκινήσει άμεσα τότε ο κίνδυνος μίας αναβίωσης της σοσιαλδημοκρατικής αυταπάτης είναι ορατός.   

 

Πώς εξηγείς όμως την αδυναμία των ΗΠΑ να επιβάλλει στρατιωτικά στη Βενεζουέλα ή στη Συρία ή στην Τουρκία αυτό που θα έκανε επί Ψυχρού Πολέμου; Μήπως ο νέος κατατεμαχισμός αφαιρεί από τον ιμπεριαλισμό τη δυνατότητα στρατιωτικής παρέμβασης, λόγω φόβου της αντίδρασης των υπολοίπων πόλων, βλ. Ρωσία, Κίνα;

 

Όταν διακυβεύεται κάτι σημαντικό κατά την εκτίμηση των ιμπεριαλιστικών κέντρων (βλ. Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία) παρά τον κατατεμαχισμό γίνεται ευθεία στρατιωτική παρέμβαση, χωρίς καμία επιφύλαξη, αντίστοιχη με αυτήν του Βιετνάμ. Στην Τουρκία όμως ή στην Βενεζουέλα με την απουσία πλέον της δικαιολογίας εισόδου του στρατοπέδου του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Αμερικανική ήπειρο ή στο μαλακό υπογάστριο της Μέσης Ανατολής και των συνεπαγόμενων κινδύνων για τα συμφέροντα π.χ. των πετρελαϊκών εταιρειών και των τοπικών εκπροσώπων τους η ευθεία στρατιωτική επέμβαση θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στις ντόπιες αστικές τάξεις μεγαλύτερα από αυτά που δημιουργεί ο Ερντογάν ή ο Τσάβες στο εσωτερικό αυτών των χωρών αλλά και στις γειτονικές χώρες. Μία στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα θα κινητοποιήσει ιστορικά και σημερινά ταξικά και εθνικά αντανακλαστικά με κίνδυνο αυτές οι συγκρούσεις να πάρουν ανεξέλεγκτο χαρακτήρα και να αφήσουν χνάρια που πολλοί θα θελήσουν να περπατήσουν και πάλι στο μέλλον. Νομίζω ότι δεν υπολογίζουν τόσο τη στρατιωτική αντίδραση της Ρωσίας ή της Κίνας, χωρίς αυτή να υποτιμάται, αλλά στη μεν Λατινική Αμερική είναι εύκολο με τις συνθήκες που επικρατούν να δημιουργήσουν νέους Μπολίβαρ και Τσε Γκεβάρα στη δε Μέση Ανατολή η νέα τάξη πραγμάτων που θα προκύψει να είναι συνολικά πολύ χειρότερη από αυτήν που υπάρχει τώρα. Ήδη η εξελίξεις στη Συρία δείχνουν ότι η απόφαση να ξεφορτωθούν τον Άσαντ οδήγησε στη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας καθιστώντας την και εκείνη ρυθμιστή των εξελίξεων. Τα διακυβεύματα σήμερα αξιολογούνται με διαφορετικό τρόπο από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού γιατί τότε επικρατούσε πάντα η εκτίμηση του zero game, δηλαδή ό,τι χανόταν για τον καπιταλισμό ήταν αυτόματα κέρδος για το σοσιαλισμό και ανάποδα.

 

Από την άλλη μεριά ας μη ξεχνάμε ότι όπως κυλούν τα χρόνια σβήνει από τη συλλογική συνείδηση η μνήμη της κακής Σοβιετικής Ένωσης, όπως μαρτυρούν οι μελέτες που ρωτούν νέους ανθρώπους για τον υπαρκτό σοσιαλισμό και δηλώνουν πλήρη άγνοια. Έτσι, το κλασικό ταξικό επιχείρημα της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο αρχίζει να αποκτά από αδήριτες ανάγκες επιβίωσης και πάλι υπόσταση. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις του ιμπεριαλισμού από τη στιγμή της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού χάνουν τον ενοποιημένο χαρακτήρα τους (εξαίρεση η επέμβαση στο Σουέζ το 1956 όπου διασπάστηκαν οι δυνάμεις του και αντιπαρατέθηκαν ΗΠΑ εναντίον Αγγλίας και Γαλλίας). Όπως βαθαίνουν οι αντιθέσεις στρατιωτικοί σχηματισμοί των κυρίαρχων χωρών θα βρεθούν σε σημεία του πλανήτη να υπερασπίζονται αντιτιθέμενα συμφέροντα (βλ. Ρωσία και ΗΠΑ στη Συρία). Άλλωστε δε νομίζω ότι θα αργήσει να έρθει η ημέρα να δούμε και τη στρατιωτική εμπλοκή της Κίνας σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Η Κίνα ξοδεύει μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της σε άλλες ηπείρους και δανειοδοτεί κράτη και επιχειρήσεις και επομένως πρέπει να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της ακόμα και με στρατιωτικά μέσα. Πιστεύω ότι αυτή είναι και η αιτιολογία της μεγάλης αύξησης των στρατιωτικών δαπανών της ιδιαίτερα σε στρατιωτικά μέσα που είναι χρήσιμα για να κάνεις τον πόλεμο σε άλλη γη σε άλλα μέρη.

 

Το φαινόμενο Τραμπ πώς το εξηγείς; Και τι εκφράζει αυτή η προστατευτική αναδίπλωση με τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα;

 

Δεν υπάρχει φαινόμενο Τραμπ. Ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα είναι αναπόφευκτη συνέπεια της πολιτικής της Κίνας που στην αρχή υποτιμήθηκε από τους Δυτικούς. Η Κίνα αποφάσισε να γίνει το εργοστάσιο παραγωγής όλων των αγαθών της Δύσης έχοντας όμως στην αρχή κρυμμένο και μετά διακηρυγμένο στόχο την απόκτηση της γνώσης όλων των βιομηχανικών διαδικασιών  διαθέτοντας ένα ιδιαίτερα μορφωμένο στρώμα ειδικών σε κάθε τομέα της σύγχρονης παραγωγής και ένα ιδιαίτερα φθηνό εργατικό δυναμικό για να προσελκύσει αρχικά τις επενδύσεις. Αυτή η πολιτική συνοδεύτηκε από συσσώρευση μεγάλων κεφαλαίων ιδιωτικών και κρατικών που μπορούσαν να επιτρέψουν τη δημιουργία δικής τους βιομηχανίας που να μη στηρίζεται πλέον μόνο στο φασόν αλλά και στην παραγωγή βιομηχανικών εξοπλισμών ικανών να αντικαταστήσουν επάξια προϊόντα της Δυτικής βιομηχανίας. Το ότι η οικονομία ελέγχεται και κατευθύνεται κεντρικά από το κόμμα υπήρξε καταλύτης αυτής της πολιτικής γιατί μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις αυτής της τριακονταετίας με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που κράτησε σταθερή την εσωτερική αγορά. Έτσι μοιραία η Κίνα έγινε με βάση τα παραπάνω, την τεράστια εσωτερική της αγορά, και τις υψηλές τεχνολογίες, μία δύναμη η οποία στην ουσία προκαλούσε και προκαλεί το μεγάλο άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ.

 

Άρα ο πόλεμος των δασμών δεν είναι υποκειμενισμός του Τραμπ αλλά ανάγκη αντίδρασης του συνηθισμένου σε αποικιοκρατικές συμφωνίες αμερικάνου αστού σε ένα πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας του. Αυτοί που επικρίνουν αυτήν την πολιτική δεν έχουν ουσιαστικά οικονομικά αντίδοτα. Απλά οι πολέμιοι του Τραμπ προτείνουν να επιβάλουν αυτοπεριορισμούς στην Κίνα, η οποία όμως έχει δυναμώσει και δεν είναι διατεθειμένη να τους αποδεχθεί. Βλέπεις ότι το ίδιο γίνεται και με τη Ρωσία όπου οι εμπορικές κυρώσεις σε ένα πολυπολικό κόσμο έχουν για τις μεγάλες αυτές χώρες μικρό έως μηδενικό αποτέλεσμα. Ποιος θα περίμενε λίγα χρόνια πριν ότι η Κίνα θα ανταπέδιδε τον εμπορικό πόλεμο με δικούς της δασμούς στα εμπορικά προϊόντα των ΗΠΑ. Το πόσο ισχυρή είναι η Κίνα το βλέπεις από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι το αποφεύγουν σαν το διάολο το λιβάνι να προχωρήσουν σε προστατευτικά μέτρα ενάντιά της. Η Γερμανία για παράδειγμα αν σταματήσει να εξάγει στην Κίνα τα αυτοκίνητά της και αντίστοιχα να κατασκευάζει εκεί μεγάλο μέρος της βιομηχανικής της παραγωγής θα αντιμετωπίσει μεγάλη κρίση στην οικονομία της. Αυτοί οι εμπορικοί πόλεμοι επομένως είναι αναμενόμενο να αρχίσουν και να μεγαλώνουν ως αποτέλεσμα των αδιεξόδων της παγκόσμιας οικονομίας.

 

Εντύπωση προκαλεί και το κομφούζιο σε σχέση με τη Μέση Ανατολή - μία φεύγουν τα στρατεύματα μία δε φεύγουν, μία υπέρ των Κούρδων μία κατά, το ίδιο με τους Τούρκους, το ίδιο με το Ιράν. Τι δείχνει αυτή η αδυναμία των ΗΠΑ να βρει το βασικό της "συμφέρον" στη Μέση Ανατολή;

 

Η απάντηση είναι απλή. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ενοποιητικός παράγοντας, δηλαδή το αντίπαλο δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, αυτός που σήμερα είναι φίλος σου αύριο είναι εχθρός σου και τανάπαλιν. Αν διαβάσει κανείς ιστορία μέχρι τη γέννηση της Σοβιετικής Ένωσης θα δει ότι οι συμμαχίες άλλαζαν καθημερινά ανάμεσα στα τότε καθεστώτα και σήμερα ήσαν με την Ελλάδα και το Βενιζέλο και αύριο - στην κυριολεξία αύριο - με την Τουρκία και τον Κεμάλ. Άρα αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο και μη εξηγήσιμο. Το βασικό συμφέρον στη Μέση Ανατολή είναι το πετρέλαιο. Ποιος όμως υπηρετεί αυτό το συμφέρον με σταθερότητα; Το Ισραήλ, οι δυναστείες των βασιλιάδων και μία μεταπρατική τάξη εμπόρων που λειτουργεί σε όλα τα κράτη της Μέσης Ανατολής. Όλοι οι υπόλοιποι  συναποτελούν με την πλατιά έννοια την εργατική τάξη όλων αυτών των χωρών που όμως ανήκουν σε τόσο ποικιλόμορφες κατηγορίες όπου μπλέκονται εθνικά ζητήματα, φυλετικά ζητήματα, θρησκευτικά ζητήματα, μικροαστικά εμπορικά συμφέροντα, ταξικά συμφέροντα, κλπ. Αυτή η ποικιλομορφία κατακερματίζει την εργατική τάξη όλων αυτών των χωρών. Οι αστικές τάξεις αυτών των χωρών στην προσπάθεια ελέγχου των κοινωνιών τους και ταυτόχρονης προσφοράς υπηρεσιών στους ξένους ιδιοκτήτες, κατ’ ουσία, των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών αλλάζουν συνεχώς τη στάση τους προκειμένου σε τελευταία ανάλυση να υπηρετούν τα συμφέροντα των τελευταίων.

 

Αυτές οι συνεχείς μεταβολές των δεδομένων αναγκάζουν και τους ξένους ποικιλώνυμους προστάτες να αλλάζουν συνεχώς την εκάστοτε πολιτική τους χρησιμοποιώντας και τις ωμές στρατιωτικές επεμβάσεις όπου κρίνουν ότι αυτό απαιτείται. Αυτό που δεν αλλάζει είναι ο κεντρικός στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ που είναι η προστασία με κάθε κόστος των ενεργειακών τους συμφερόντων. Θυμίζω ότι το Ιράν έγινε εχθρός την επόμενη μέρα της ανατροπής του Σάχη που τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας έπαψαν να είναι ιδιοκτησία των πετρελαϊκών εταιρειών. Έτσι οι σημερινοί σύμμαχοι μετατρέπονται σε αυριανούς εχθρούς. Θυμήσου τι αντικρουόμενα εθνικά και ταξικά συμφέροντα έκρυβαν μέσα τους οι Ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες μέχρι το 1920 που κατέρρευσαν (μιλάω μέσα στην Ευρώπη) και πως άλλαζαν κάθε μέρα τις συμμαχίες τους απλά γιατί τα οικονομικά συμφέροντα εξ' ορισμού μεταβάλλονται καθημερινά. Επομένως σήμερα είσαι με τους Κούρδους και αύριο ενάντιά τους.

 

Μία μικρή παρένθεση εδώ. Πολλές φορές οι ιδεολογικοί μανδύες που επιβάλλονται από την άρχουσα τάξη και τυλίγουν όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής παίρνουν μία δική τους υλική δύναμη και οδηγούν σε αποφάσεις που μερικές φορές δεν υπηρετούν μακροπρόθεσμα αλλά και βραχυπρόθεσμα τα ταξικά της συμφέροντα. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά την αμερικανική εξωτερική πολιτική από την εποχή του Ρήγκαν θα διαπιστώσει ότι το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα που υποτίθεται θα θεράπευε τα οικονομικά προβλήματα που προκαλούσε το κράτος και οι ρυθμίσεις του διαμόρφωσε και διαμορφώνει και το περιεχόμενό της.  

 

Άλλωστε γι' αυτό και ο υπεριμπεριαλισμός του Καούτσκι, που τον ονειρεύτηκαν πολλοί σοσιαλδημοκράτες πριν και μετά το θάνατό του ήταν μία ονείρωξη τόσο μακριά από την πραγματικότητα όσο και ένας άλλος γαλαξίας από τον δικό μας. Ενοποίηση των καπιταλιστικών συμφερόντων στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, όπως και σε όλα τα προηγούμενα στάδιά του, είναι αδύνατον να υπάρξει. Κατάργηση της ταξικής πάλης είναι αδύνατον να υπάρξει. Μάλιστα στην εποχή της παρακμής του ιμπεριαλισμού η αδυναμία του να συνταχθούν έστω και μερικώς τα συμφέροντά του σε κοινό μέτωπο θα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε τοπικούς και γενικευμένους πολέμους σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, τα αποτελέσματα των οποίων θα καταλήγουν στην επιβολή μίας ανεξέλεγκτης κοινωνικής βαρβαρότητας.

 

Οι νέοι παίκτες στη γεωπολιτική σκακιέρα, η Ρωσία και η Κίνα, μπορεί να έχουν ρόλο σε μελλοντικές επαναστατικές ανακατατάξεις;

 

Η Ρωσία και η Κίνα παρουσιάζουν μία αξιοσημείωτη καπιταλιστική ανάπτυξη με ένα ιδιαίτερα υψηλού μορφωτικού επιπέδου εργατικό δυναμικό. Οι εργατικές τάξεις και των δύο χωρών διαθέτουν μερικά από εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία λείπουν μέχρι ένα βαθμό από τις αντίστοιχες των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Είναι μορφωμένες, έχουν συλλογική ιστορική πείρα από υψηλού βαθμού πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση, οι μεγάλοι αριθμοί των μελών τους εργάζονται στις λεγόμενες κλασικές γραμμές παραγωγής της πραγματικής οικονομίας, η μαρξιστική επαναστατική παράδοση έχει βαθιές ρίζες, οι δομές κρατικές και κοινωνικές είναι ιδιαίτερα συγκεντρωτικές, ο έλεγχος της καπιταλιστικής ανάπτυξης γίνεται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος και τα κόμματα εξουσίας, οι ρίζες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι πολύ αδύναμες και η φενάκη των θεσμικών ρυθμίσεων, που κοιμίζει τις κοινωνίες, είναι μικρού βεληνεκούς και ανεπαρκούς απόδοσης, το στρατιωτικό κατεστημένο στηρίζεται στην υποχρεωτική στράτευση του συνόλου του πληθυσμού ενώ στη συνείδηση των πολλών είναι αποδεκτή η ακόμα και αιματηρή παρέμβασή του στα κοινωνικά δρώμενα και τέλος σήμερα οι χώρες αυτές διαθέτουν πραγματική αυτονομία και κανένα εμπάργκο δεν μπορεί να ανατρέψει ανεπιθύμητες από τη Δύση κοινωνικές αλλαγές. Σημειώνω ότι η βιομηχανική ανάπτυξη αυτών των χωρών είναι σε τέτοιο σημείο που μπορούν να επεξεργαστούν και να εφαρμόσουν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία μοντέλα ανάπτυξης που να προσομοιάζουν με τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία. Δηλαδή δεν έχουν την εγγενή αδυναμία λόγω του σημείου που βρίσκεται η ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων να αναπαραγάγουν το καπιταλιστικό αδιέξοδο όπως έγινε στην πρώτη απόπειρα. Σε αυτές τις χώρες λοιπόν είναι πιο πιθανό να σπάσει ο αδύνατος κρίκος του ιμπεριαλισμού με απεριόριστες δυνατότητες να πάρει το δρόμο της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Τέλος και οι δύο χώρες διαθέτουν τέτοια δύναμη που εάν επιβληθεί ένα επαναστατικό καθεστώς η Δύση δεν θα μπορεί να παρέμβει ούτε στρατιωτικά για να σβήσει τη φωτιά.

07 June 2019

Συνέντευξη με τη Λετίσια Σεντού, επικεφαλής του δικτύου ENAAT, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα





«Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα συνιστά απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια»


Συνέντευξη με την Λετίσια Σεντού, Συντονίστρια του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Εμπορίου Όπλων.



τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου

(δημοσιεύτηκε στην Iskra, 7 Μαΐου 2019)


Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κατά του Εμπορίου Όπλων (European Network Against Arms Trade – ENAAT) είναι το σημαντικότερο σημείο συνάντησης και συντονισμού των ειρηνιστικών οργανώσεων στην Ευρώπη. Η βασική εκστρατεία του δικτύου αυτή την περίοδο έχει την επωνυμία NoEUmoney4arms (Όχι ευρωπαϊκό χρήμα για όπλα) και στόχο να αποτραπεί η ένταξη της έρευνας & ανάπτυξης όπλων στον προϋπολογισμό της Ευρ. Ένωσης. Η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα σηματοδοτεί τη χρηματοδότηση των βιομηχανιών όπλων από την ΕΕ με 13 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2021-2027.
 
Συναντήσαμε στις Βρυξέλλες τη Laëtitia Sédou, Συντονίστρια του ENAAT και κορυφαία φιγούρα του ευρωπαϊκού ειρηνιστικού κινήματος. Στη συζήτηση που ακολουθεί, αναλύει τους κινδύνους που προκύπτουν από την είσοδο της ΕΕ στο πεδίο των εξοπλισμών και εξηγεί γιατί η χρηματοδότηση της έρευνας για όπλα από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό πρέπει να τύχει της αποδοκιμασίας κάθε Ευρωπαίου πολίτη.


Η τρέχουσα εκστρατεία του ENAAT, NoEUmoney4arms, έχει βάλει στο στόχαστρο της κριτικής της το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα. Μπορείτε να μας δώσετε μια σύνοψη του νέου αυτού χρηματοδοτικού προγράμματος της ΕΕ;

Την Πέμπτη 17 Απριλίου 2019, η πλειοψηφία των Ευρωβουλευτών ενέκρινε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα στον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ που αφορά την περίοδο 2021-2027. Ωστόσο, η χρηματοδότηση της ΕΕ για την έρευνα & ανάπτυξη νέων ή «βελτιωμένων» όπλων και στρατιωτικής τεχνολογίας έχει ξεκινήσει ήδη με πιλοτικά προγράμματα – την Προπαρασκευαστική Δράση για την Έρευνα στον τομέα της Άμυνας (Preparatory Action on Defence Research – PADR) και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας (European Defence Industrial Development Programme – EDIDP). Συνολικά, τα δύο αυτά προγράμματα χρηματοδότησης ήδη εκτρέπουν 590 εκατομμύρια ευρώ από τον τρέχοντα προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2017-2020. Για την περίοδο 2021-2027 η πρόταση ανέρχεται σε 13 δισεκατομμύρια ευρώ – ποσό μεγαλύτερο από το κονδύλι της ΕΕ (11 δισεκατομμύρια ευρώ) που αφορά την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας! Ωστόσο, το ακριβές ύψος του προγράμματος θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και θα συμφωνηθεί μετά τις Ευρωεκλογές.

Αυτή η χρηματοδότηση θα καταλήξει σε κέντρα εφαρμοσμένης έρευνας στον τομέα της ασφάλειας και σε εταιρείες κατασκευής όπλων, αλλά και σε εταιρείες εκτός του στρατιωτικού τομέα που εργάζονται σε τεχνολογίες που είναι σχετικές με τον στρατό, όπως π.χ. η τεχνητή νοημοσύνη. Το Ταμείο θα επικεντρωθεί σε «τεχνολογίες αιχμής», όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και τα αυτόνομα συστήματα, καθώς και η επιτήρηση και συλλογή πληροφοριών, η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, και η ασφάλεια θαλάσσιων μεταφορών. Μέρος της χρηματοδότησης θα διατεθεί για «αποδιοργανωτικές» τεχνολογίες οι οποίες μπορούν «να αλλάξουν ριζικά την έννοια και τη διαχείριση των αμυντικών υποθέσεων» – δηλαδή του πολέμου.

Γιατί το ENAAT αντιτίθεται στη χρηματοδότηση της βιομηχανίας όπλων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ;

Καταρχήν, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα αποτελεί απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια. Συγκεκριμένα, υπερβαίνει το όριο εκείνο που είχε τεθεί από την ίδρυση της ΕΕ και της απαγόρευε τη χρηματοδότηση στρατιωτικών δραστηριοτήτων, ενώ αντιτίθεται και στο όραμα των ιδρυτών της ΕΕ που θεωρούσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα & Χάλυβα ως έναν τρόπο για να αποφευχθεί μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Το Ταμείο, αντίθετα, θα επιδεινώσει την παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών και την ανάπτυξη μη επανδρωμένων και αυτόνομων οπλικών συστημάτων που θα ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων πραγματοποιεί μεγάλο μέρος των πωλήσεών της εκτός Ευρώπης: η επιδότηση της έρευνας & ανάπτυξης της βιομηχανίας όπλων για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητάς της θα αυξήσει αναπόφευκτα τις εξαγωγές όπλων της ΕΕ σε περιοχές όπου υπάρχει ένταση ή συγκρούσεις. Με τη σειρά της, η εξάπλωση των όπλων ενθαρρύνει τη χρήση βίας αντί για την υιοθέτηση ειρηνικών λύσεων.

Επιπλέον, το Ταμείο εκτρέπει πεπερασμένους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους εις βάρος των μη στρατιωτικών προτεραιοτήτων και της ειρηνικής επίλυσης συγκρούσεων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει μια στροφή προς την αναζήτηση τεχνολογικών και στρατιωτικών «απαντήσεων» στις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις – μια εξέλιξη που είναι καλή για τη βιομηχανία όπλων και κακή για τους πολίτες. Και αντίθετα με την επίσημη επιχειρηματολογία, δεν θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση πόρων, καθώς το Ταμείο δεν θα υποκαταστήσει τις εθνικές δαπάνες έρευνας & ανάπτυξης, και τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα εξακολουθήσουν να πιέζονται να αυξήσουν τις εθνικές στρατιωτικές τους δαπάνες στο πλαίσιο των δεσμεύσεων τους στο ΝΑΤΟ.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα δεν είναι καλό ούτε και για την ευρωπαϊκή οικονομία. Η βιομηχανία όπλων είναι ένας δυσλειτουργικός οικονομικός τομέας που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις δημόσιες δαπάνες και προσφέρει περιορισμένη απασχόληση ή ανάπτυξη. Σε επίπεδο ΕΕ, αντιπροσωπεύει ένα μικρό μερίδιο της ευρωπαϊκής οικονομίας, άνισα κατανεμημένο σε λίγες μεγάλες χώρες, και οι οικονομολόγοι έχουν καταδείξει τον ουδέτερο ή αρνητικό αντίκτυπο των στρατιωτικών δαπανών στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις σε αυτόν τον κλάδο δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας και με υψηλότερο κόστος σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που δημιουργούν άλλοι τομείς, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Και η επιδότηση της στρατιωτικής έρευνας & ανάπτυξης θα εκτρέψει κεφάλαια και εξειδικευμένους ανθρώπινους πόρους από τις μη στρατιωτικές ανάγκες, διότι υπάρχει έλλειψη εξειδικευμένων μηχανικών, επιστημόνων και τεχνολόγων πληροφορικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Κι ούτε θα επιλύσει το Ταμείο το πρόβλημα της υπερβάλλουσας παραγωγής και της επικάλυψης απ’ το οποίο πλήττεται η ευρωπαϊκή βιομηχανία, καθώς αυτό θα απαιτούσε να δοθεί προτεραιότητα σε συγκεκριμένες εταιρείες και οπλικά συστήματα έναντι άλλων. Είναι ξεκάθαρο ότι οι εθνικές κυβερνήσεις δεν είναι διατεθειμένες να λάβουν τις πολιτικές αποφάσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Συνοψίζοντας, είμαστε αντίθετοι προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα καθώς αφορά την επιδότηση ενός κερδοφόρου και επικίνδυνου κλάδου με δημόσιο χρήμα, και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών.

Ποιο είναι το όραμα του ENAAT σχετικά με την πολιτική έρευνας της ΕΕ; Πού πρέπει να πηγαίνουν τα χρήματα της έρευνας, αν όχι στη βιομηχανία όπλων;

Καταρχήν, κάθε ερευνητικό πρόγραμμα της ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει αυστηρά μη στρατιωτικό, ώστε να σέβεται το γράμμα και το πνεύμα των ευρωπαϊκών συνθηκών. Το άρθρο 41 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει σαφώς ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός της ΕΕ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση στρατιωτικών λειτουργιών. Σύμφωνα με τον γνωστό Γερμανό δικηγόρο Andreas Fischer-Lescano, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα είναι παράνομο. Επίσης, υπάρχουν πολλοί άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι που θα χρειαστούν περισσότερες επενδύσεις έρευνας & ανάπτυξης για την επίλυση κρίσιμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ και ο κόσμος, ξεκινώντας από το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κυκλική οικονομία, και κατασκευές φιλικές προς το περιβάλλον είναι κάποια παραδείγματα βιομηχανικών τομέων που θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερες θέσεις εργασίας και περισσότερα οφέλη για τους πολίτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι στον εξοπλιστικό τομέα είναι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης που θα μπορούσαν να μεταπηδήσουν ευκολότερα σε άλλους βιομηχανικούς τομείς.

Φυσικά, ένας άλλος τομέας στον οποίο η ΕΕ πρέπει να επενδύσει πολύ περισσότερο είναι η οικοδόμηση της ειρήνης και η πρόληψη των συγκρούσεων. Η μετατόπιση ενός μέρους μόνο των τεράστιων συνολικών στρατιωτικών δαπανών θα επέτρεπε την αντιμετώπιση πολλών από τις απειλές κατά της ανθρώπινης ασφάλειας. Ειδικότερα, θα μπορούσε να συμβάλει στην εκρίζωση των βασικών αιτιών πολλών συγκρούσεων, με τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, την πρόσβαση σε νερό και γη, τη μείωση των ανισοτήτων και των διακρίσεων, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πάταξη της διαφθοράς, την υποστήριξη του κράτους δικαίου, και την επίτευξη των Στόχων Ανάπτυξης της Χιλιετίας. Ορισμένοι από τους στόχους αυτούς θα χρειαστούν τεχνολογική πρόοδο και τεχνολογικά εργαλεία για να υλοποιηθούν· ωστόσο, η τεχνολογία δεν συνιστά ποτέ απάντηση στις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις. Τέτοιες απλές «λύσεις» σε σύνθετα προβλήματα θα ωφελήσουν απλώς τη βιομηχανία που ασκεί πιέσεις υπέρ των συμφερόντων της.

Η οικοδόμηση της ειρήνης, ειδικότερα, βασίζεται στον διάλογο και στη διαμεσολάβηση, στις προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση στην κοινότητα, στην εκπαίδευση για την ειρήνη κλπ. Δεν καταναλώνει τεχνολογία, αλλά ανθρώπινο δυναμικό – η οικοδόμηση της ειρήνης χρειάζεται συγκεκριμένες ανθρώπινες δεξιότητες, επαρκείς ανθρώπινους πόρους, και ευελιξία, συνεργασία και συνέχεια. Έτσι, τα 13 δισεκατομμύρια ευρώ του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα θα συνέβαλαν πολύ περισσότερο στην ειρήνη και την ασφάλεια εάν επενδύονταν στους ανθρώπινους πόρους, την οικοδόμηση δεξιοτήτων, και την ανθρώπινη αλληλεπίδραση στον τομέα της οικοδόμησης της ειρήνης. Αυτό θα δημιουργούσε επίσης έναν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, από την έρευνα για ειρηνικούς σκοπούς έως τη διαχείριση έργου, την κατάρτιση για δεξιότητες που σχετίζονται με την οικοδόμηση της ειρήνης, και τις κατάλληλες μεθόδους αξιολόγησης.

Αντανακλά η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα μια ευρύτερη τάση στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Αν ναι, σε ποιο βαθμό είναι η τάση αυτή μη αναστρέψιμη; Και τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες της ΕΕ γι’ αυτό;

Βλέπουμε πράγματι μια τάση στρατιωτικοποίησης της ΕΕ υπό την έννοια ότι ο τομέας των εξοπλισμών παρουσιάζεται πλέον ως ένας «κανονικός τομέας επιχειρηματικής δραστηριότητας» και ως προτεραιότητα σε ένα ευρύ φάσμα μη στρατιωτικών πολιτικών της ΕΕ, μέσω των οποίων θα επιχορηγείται η βιομηχανία όπλων. Επιπλέον, προωθούνται ολοένα και περισσότερο στρατιωτικές απαντήσεις για την αντιμετώπιση υποτιθέμενων απειλών, όπως οι μεταναστευτικές ροές ή η αστάθεια σε γειτονικές περιοχές, περιθωριοποιώντας αργά αλλά σταθερά τις παραδοσιακές ειρηνικές προσεγγίσεις.

Η τάση αυτή δεν είναι – τουλάχιστον όχι ακόμα – μη αναστρέψιμη, ιδίως ενόψει των προσεχών Ευρωεκλογών. Τα τρέχοντα πιλοτικά προγράμματα για τη χρηματοδότηση της έρευνας για τους εξοπλισμούς θα περατωθούν το 2020 και η τελική απόφαση για τη διάθεση 13 δισεκατομμυρίων ευρώ στο Ταμείο της ΕΕ για την Άμυνας από το 2021 θα ληφθεί το φθινόπωρο: το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχει μια τελευταία ευκαιρία να πει όχι στο να δίνονται χρήματα της ΕΕ για όπλα. Οι πολίτες μπορούν να ζητήσουν από τους υποψήφιους Ευρωβουλευτές να εκφράσουν ανοιχτά τις απόψεις τους για το θέμα, και να ψηφίσουν εκείνους που είναι έτοιμοι να απορρίψουν τη σχετική συμφωνία και να δώσουν προτεραιότητα σε ειρηνικές πολιτικές. Επίσης, μπορούν να παρακολουθούν και να υποστηρίζουν τις ενέργειες των ομάδων του ειρηνιστικού κινήματος που στρέφονται ενάντια του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα. Και φυσικά μπορούν επίσης να αμφισβητήσουν τις εθνικές τους κυβερνήσεις και τους βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων, τονίζοντας ότι αυτό που χρειάζονται οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν είναι περισσότερα όπλα.






23 April 2019

Συνέντευξη με την ευρωβουλευτή Σαμπίνε Λέζινγκ για το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα

 




«Το ευρωπαϊκό σχέδιο αλλάζει προς μια μιλιταριστική κατεύθυνση»

 
Συνέντευξη με τη Γερμανίδα Ευρωβουλευτή της GUE/NGL, Sabine Lösing, για το νέο κοινοτικό πρόγραμμα χρηματοδότησης της έρευνας & ανάπτυξης όπλων.
 

 
τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου

(δημοσιεύτηκε σε “Το Περιοδικό”, 17 Απριλίου 2019)


Με πρωτοβουλία της Ευρ. Επιτροπής και την αδιάλειπτη πίεση των βιομηχανιών όπλων, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποφάσισε να χρηματοδοτεί πλέον την έρευνα & ανάπτυξη οπλικών συστημάτων απευθείας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το πρόγραμμα, με την επωνυμία Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, θα είναι ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την περίοδο 2021-2027, ενώ ήδη έχουν διατεθεί 500 εκατομμύρια στο προπαρασκευαστικού χαρακτήρα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας. Για την εξαιρετικά κρίσιμη αυτή εξέλιξη μιλήσαμε στις Βρυξέλλες με τη Σαμπίνε Λέζινγκ, ευρωβουλευτή της ευρωομάδας της Αριστεράς και αντιπρόεδρο της Υποεπιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
  


Σηματοδοτεί η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα μια στροφή της ΕΕ προς την κατεύθυνση της στρατιωτικοποίησης; Συνιστά, με άλλα λόγια, μια σημαντική αλλαγή παραδείγματος;
 
Ναι, απολύτως, και για πολλούς λόγους! Πρώτον, πρόκειται για το τέλος αυτού που θα μπορούσαμε κάπως ιδεαλιστικά να αποκαλέσουμε ειρηνικό χαρακτήρα του προϋπολογισμού της ΕΕ. Μολονότι δεν έλειψαν οι προσπάθειες χρησιμοποίησης ευρωπαϊκών πόρων για στρατιωτικούς σκοπούς, μέχρι σήμερα υπήρχαν μεγάλα εμπόδια για τη διοχέτευση κεφαλαίων στον στρατιωτικό τομέα. Αυτό θα αλλάξει δραματικά με την επερχόμενη ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα. Δεύτερον, τα χρήματα αυτά θα δαπανηθούν ρητά για την «παγίωση» του ευρωπαϊκού στρατιωτικού τομέα – δηλαδή για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος. Εάν η προσπάθεια αυτή επιτύχει, ολόκληρη η σύνθεση του ευρωπαϊκού σχεδίου θα αλλάξει θεμελιωδώς προς μια πιο μιλιταριστική κατεύθυνση. Και, τρίτον, η εξέλιξη αυτή είναι ένα από τα πιο εμφανή σημάδια ότι η Ευρ. Επιτροπή επιδιώκει να διαδραματίσει πολύ μεγαλύτερο ρόλο σε θέματα άμυνας στο μέλλον. Όπως ειπώθηκε στο «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Άμυνα» (European Defence Action Plan – EDAP) της 30ηςΝοεμβρίου 2016, όταν και λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, «Η Επιτροπή είναι έτοιμη να καταβάλει άνευ προηγουμένου προσπάθειες στον τομέα της άμυνας για να στηρίξει τα κράτη μέλη. Θα αξιοποιήσει τα μέσα που διαθέτει η ΕΕ, μεταξύ άλλων την ενωσιακή χρηματοδότηση και το πλήρες δυναμικό των Συνθηκών, προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης μιας Ένωσης Άμυνας».

Και γιατί συνιστά αυτό λόγο ανησυχίας; Ποιοι είναι οι κύριοι κίνδυνοι που βλέπετε στην κοινοτική χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων;
 
Είναι σίγουρα ένας λόγος ανησυχίας η διοχέτευση δισεκατομμυρίων ευρώ στον στρατιωτικό τομέα. Ρίξτε μια ματιά στην Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ που εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κρατών στις 28 Ιουνίου 2016, η οποία προσδιορίζει τα συμφέροντα που θα προωθηθούν με αυτόν τον τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό. Γίνεται λόγος για «το ενδιαφέρον της ΕΕ σε ένα ανοιχτό και δίκαιο οικονομικό σύστημα», την «εξασφάλιση ανοιχτών και προστατευμένων ωκεάνιων και θαλάσσιων διαδρομών» και την «πρόσβαση σε φυσικούς πόρους». Οι περιοχές ενδιαφέροντος όπου η ΕΕ θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβάλει αυτά τα συμφέροντα με στρατιωτικά μέσα είναι, σύμφωνα με τη Στρατηγική, «προς τα ανατολικά μέχρι την Κεντρική Ασία και προς τα νότια μέχρι την Κεντρική Αφρική». Και ως προς τα ανατολικά, γίνεται έως και ονομαστική αναφορά «στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας».

Προκειμένου να επιβάλει τα συμφέροντα αυτά, η Στρατηγική αναφέρεται στην ανάγκη κατοχής κορυφαίων στρατιωτικών δυνατοτήτων: «Αυτό σημαίνει πλήρες φάσμα δυνατοτήτων στην ξηρά, τον αέρα, το διάστημα και τη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων και στρατηγικών εργαλείων διευκόλυνσης». Στα μάτια των πολιτικών που κυβερνούν σήμερα την Ευρώπη, ο τρόπος κτήσης αυτών των δυνατοτήτων είναι με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος μέσω εργαλείων όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, αλλά και η Συντονισμένη Ετήσια Επανεξέταση για την Άμυνα (CARD) και η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO).

Ο φόβος μου είναι ότι από τη στιγμή που η ΕΕ θα έχει αυτές τις δυνατότητες, θα αναπτύσσει στρατεύματα ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι κάνει ήδη – και θα το κάνει για την επιβολή συμφερόντων που είναι τα συμφέροντα μιας προνομιούχου μειοψηφίας, και όχι της πλειοψηφίας της κοινωνίας που δεν έχει τίποτα να κερδίσει από τον πόλεμο και τον μιλιταρισμό. Και βέβαια πρόκειται για συμφέροντα που καμία σχέση δεν έχουν με το συμφέρον εκείνων που υποφέρουν απ’ αυτές τις στρατιωτικές παρεμβάσεις. Γιατί εάν οι πόλεμοι του πρόσφατου παρελθόντος – από το Αφγανιστάν μέχρι το Ιράκ και τη Λιβύη – κατέδειξαν ένα πράγμα, είναι ότι ο στρατός είναι εντελώς ανίκανος να «επιλύει» συγκρούσεις.

Έχετε σε δημόσιες παρεμβάσεις σας αμφισβητήσει τη νομιμότητα της πρωτοβουλίας της Κομισιόν. Γιατί; Δεν υπάρχει νομική βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο για τη χρηματοδότηση της έρευνας για όπλα;
 
Όχι, δεν υπάρχει νομική βάση για τη χρησιμοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για εξοπλιστικά προγράμματα – και γι’ αυτό η Επιτροπή αναγκάστηκε να στραφεί σε νομικά τερτίπια. Το άρθρο 41 της Συνθήκης της Λισαβόνας είναι πολύ σαφές – απαγορεύει τη χρησιμοποίηση του προϋπολογισμού της ΕΕ για στρατιωτικές δαπάνες αναφέροντας ότι: «Οι λειτουργικές δαπάνες τις οποίες συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου βαρύνουν επίσης τον προϋπολογισμό της Ένωσης, πλην των δαπανών που οφείλονται σε ενέργειες που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στην άμυνα».

Τώρα, αυτή η παράγραφος αφορά την «Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας», και γι’ αυτό η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κύρια αποστολή του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα είναι η προώθηση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης και, άρα, ότι θα αποτελέσει ένα εργαλείο βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ. Φυσικά, αυτός ο ισχυρισμός είναι γελοίος: είναι προφανές ότι ο πρωταρχικός στόχος του Ταμείου είναι η «βελτίωση» των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ευρώπης, κάτι που εμπίπτει στις απαγορεύσεις του Άρθρου 41 της Συνθήκης της Λισαβόνας και, συνεπώς, δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και η νομική γνωμοδότηση που ανέθεσε η Ευρωομάδα GUE/NGL, η οποία επισημαίνει ότι «σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει η επικαλούμενη νομική βάση τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας».

Συμφωνείτε με το επιχείρημα της Ευρ. Επιτροπής ότι η χρηματοδότηση της έρευνας για όπλα είναι καλή για την απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη;
 
Όχι, δεν συμφωνώ. Τα οικονομικά οφέλη του στρατιωτικού τομέα είναι ένας μύθος που η Επιτροπή ποτέ δεν κουράζεται να τονίζει, αλλά η ίδια επικαλείται πάντα μόνο μία πηγή – μια μελέτη που γράφτηκε υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας για να υποστηρίξει αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό. Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα εκτεταμένο σώμα έρευνας που καταδεικνύει ότι η επένδυση στους εξοπλισμούς είναι με διαφορά ο λιγότερο αποδοτικός τρόπος δημιουργίας θέσεων εργασίας ή επίτευξης οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, ο μύθος των “spin-off” – ότι δηλαδή οι στρατιωτικές καινοτομίες δήθεν μεταφέρονται στους μη στρατιωτικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας – έχει απορριφθεί κι αυτός από πολλές μελέτες. Για την ακρίβεια, σήμερα είναι ο στρατιωτικός τομέας αυτός που χρησιμοποιεί μη στρατιωτικές καινοτομίες για τα προϊόντα του, και όχι το αντίστροφο.

Όσον αφορά το κομμάτι της διαφάνειας, πόσο ικανοποιημένη είστε με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα; Έχετε εντοπίσει ενδείξεις κακών πρακτικών;
 
Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παραμερίζεται σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά το Ταμείο. Η Επιτροπή θα εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας, ενώ τα κράτη μέλη θα έχουν de facto δικαίωμα βέτο. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο παραιτήθηκε από τον παραδοσιακό του ρόλο στον προγραμματισμό του προϋπολογισμού – γεγονός που μειώνει κατά πολύ την ικανότητά του να ελέγχει έστω και κατ’ ελάχιστο τον προϋπολογισμό.

Επιπλέον, όπως έχει επισημάνει και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κατά του Εμπορίου Όπλων (European Network Against Arms Trade – ENAAT), η «αξιολόγηση δεοντολογίας» που προβλέπεται αφήνει πολλά κενά. Το ENAAT γράφει σχετικά: «Οι έλεγχοι δεοντολογίας θα γίνονται μόνο πριν από την υπογραφή της σύμβασης χρηματοδότησης και στη βάση προηγούμενων αυτό-αξιολογήσεων δεοντολογίας από τον ίδιο τον κλάδο. Ο κατάλογος των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που θα βοηθούν την Ευρ. Επιτροπή στα καθήκοντα αξιολόγησης και παρακολούθησης δεν θα δημοσιοποιηθεί».

Ποιος ήταν ο ρόλος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων στην όλη διαδικασία; Απολαμβάνει προνομιακή πρόσβαση στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και, εάν ναι, γιατί;
 
Η βιομηχανία – σε αντίθεση με άλλους δρώντες όπως το ειρηνιστικό κίνημα και οι οργανώσεις υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών – συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση της αμυντικής πολιτικής της Ευρώπης. Για παράδειγμα, όπως επεσήμανε η μελέτη “Securing profits” («Εξασφαλίζοντας κέρδη») της βελγικής ειρηνιστικής οργάνωσης Vredesactie, μεταξύ του 2013 και του 2016 πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον 37 συναντήσεις μεταξύ της βιομηχανίας και της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης σχετικά με την Προπαρασκευαστική Δράση για την Έρευνα για την Άμυνα. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας «Ομάδας Προσωπικοτήτων» από την Elżbieta Bieńkowska, Επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς, Βιομηχανίας, Επιχειρηματικότητας και Μικρών & Μεσαίων Επιχειρήσεων, το 2015, η οποία κυριαρχείτο σε μεγάλο βαθμό από τους λομπίστες του εξοπλιστικού κλάδου. Η ομάδα αυτή δημοσίευσε τις προτάσεις της για ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα στρατιωτικής έρευνας τον Φεβρουάριο του 2016 και όλα τα προτεινόμενα ποσά ενσωματώθηκαν με χαρακτηριστική ακρίβεια στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για την Άμυνα, της Κομισιόν, τον Νοέμβριο του 2016.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει με θέρμη αυτή τη στρατιωτική «στροφή» της ΕΕ. Πώς εξηγείτε αυτή τη θέση του Κοινοβουλίου υπέρ των ευρωπαϊκών εξοπλισμών, δεδομένης και της θέσης σας ως Αντιπροέδρου της Υποεπιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας;
 
Δυστυχώς, η πλειονότητα των κομμάτων και, κατά συνέπεια, και η πλειοψηφία των μελών των σχετικών επιτροπών είναι συντριπτικά υπέρ της στρατιωτικής λογικής. Επομένως, είναι πολύ δύσκολο να ακουστούν οι επικριτικές φωνές, γεγονός που επιδεινώνεται από το ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τείνουν να αγνοούν σε μεγάλο βαθμό εναλλακτικές προσεγγίσεις. Επιπλέον, είμαστε αντιμέτωποι με έναν τοξικό συνδυασμό: τη συνεχιζόμενη δαιμονοποίηση της Ρωσίας, την εντελώς υποκριτική συζήτηση σχετικά με τις υποτιθέμενες ευρωπαϊκές «αξίες» που πρέπει να εξαπλωθούν και να επιβληθούν, τη συνέχιση των αποικιακών συνηθειών, και τη συζήτηση γύρω από την προσφυγική κρίση. Όλα αυτά συμβάλλουν στην ιδέα ότι υπάρχει δήθεν μια επείγουσα ανάγκη ανάπτυξης ολοκληρωμένων στρατιωτικών δυνατοτήτων από την ΕΕ. Δυστυχώς, αυτή η «ανάγκη» δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τη συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων μου.

Ποια είναι η γνώμη σας για την PESCO; Βλέπετε περαιτέρω διαιρέσεις στην ΕΕ ως αποτέλεσμα της γερμανικής-γαλλικής ηγεμονίας στην άμυνα;
 
Νομίζω ότι η PESCO μπορεί δυνητικά να εμβαθύνει τις ήδη υπάρχουσες διαιρέσεις, καθώς είναι το βασικό εργαλείο της αυτοαποκαλούμενης ομάδας γαλλο-γερμανικής ηγεσίας για την ίδρυση μιας αμυντικής ένωσης υπό τη διοίκησή της. Η PESCO απομακρύνεται από την αρχή της συναίνεσης στον στρατιωτικό τομέα, εισάγοντας τη λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, προς όφελος των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών δυνάμεων – δηλαδή της Γερμανίας και της Γαλλίας. Για παράδειγμα, εάν μια χώρα δεν εκπληρώνει ορισμένα κριτήρια της PESCO που αποσκοπούν στην προώθηση της δημιουργίας μιας αμυντικής ένωσης, είναι πλέον δυνατή η απομάκρυνση αυτής της χώρας από την PESCO με τη λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία.

Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η εναλλακτική λύση στις τάσεις στρατιωτικοποίησης της ΕΕ; Ποιο είναι το όραμά σας για την Ευρώπη, σε σχέση με την ασφάλεια και την άμυνα;
 
Για να σας το θέσω απλά: ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι συμβαίνει τώρα. Πρέπει να πούμε ένα κάθετο «όχι» σε κάθε μορφή στρατιωτικής «λύσης» των τωρινών συγκρούσεων. Όραμά μου είναι ο ευρύς αφοπλισμός και η μετατροπή της βιομηχανίας όπλων. Και οι επιπλέον πόροι που θα προκύψουν θα πρέπει να πάνε στη μείωση της φτώχειας, τη διεύρυνση της ειρηνικής επίλυσης συγκρούσεων, και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε ειρηνικές οικονομικές δραστηριότητες εντός της Ένωσης.

13 May 2013

Συνέντευξη με τον Frank Slijper για τους εξοπλισμούς και την οικονομική κρίση







«Τα εξωφρενικά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών οδήγησαν την Ελλάδα σε τεράστια χρέη για όπλα που δεν χρειάζεται»

 

Μια κουβέντα με τον ολλανδό ερευνητή Φρανκ Σλέιπερ για τους εξοπλισμούς και την οικονομική κρίση

 

τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε σε “Ενθέματα”, Κυριακάτικη Αυγή, 12 Μαΐου 2013)


Ο Φρανκ Σλέιπερ (Frank Slijper) είναι ολλανδός οικονομολόγος με ειδίκευση σε ζητήματα εξοπλισμών και στρατιωτικοποίησης. Είναι συνεργάτης της γνωστής ριζοσπαστικής δεξαμενής σκέψης Transnational Institute (ΤΝΙ) και επικεφαλής της αντι-μιλιταριστικής οργάνωσης Campagne tegen Wapenhandel. Οι δημοσιεύσεις του πάνω στο Ευρωπαϊκό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, την Ευρωπαϊκή πολιτική διαστήματος και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας συνιστούν θεμελιώδεις συνεισφορές σε μία αριστερή κριτική της στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εξουσίας των κατασκευαστών όπλων εντός της. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από το TNI μία μελέτη του με τίτλο «Στρατιωτικές δαπάνες και η οικονομική κρίση στην Ευρώπη», όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ελληνική περίπτωση με τους υπέρογκους εξοπλισμούς και τις ιστορίες σπατάλης, διαφθοράς και παρασιτισμού που τους περιβάλλουν.


Πώς ερμηνεύετε τη σιωπή των διανοουμένων πάνω σε ένα τόσο επίκαιρο ζήτημα όπως οι εξοπλισμοί και ο ρόλος τους στην τρέχουσα κρίση; Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν μία υποτυπώδης συζήτηση επ’ αυτού.

Οι περισσότερες αναλύσεις εστιάζουν στο ρόλο των χρηματοπιστωτικών θεσμών και των οικονομικών μηχανισμών, που είναι λογικό. Όμως, εφόσον τα δημόσια ελλείμματα και τα σχετιζόμενα προβλήματα χρέους έχουν οδηγήσει σε εκτενή μέτρα λιτότητας, είναι πράγματι παράδοξο το γεγονός ότι δεν συζητείται ένας κλάδος δημοσίων δαπανών τόσο μεγάλος και ισχυρός όσο οι στρατιωτικές δαπάνες. Μία ερμηνεία της αποσιώπησης αυτής είναι ο συνεχής φόβος της στρατιωτικής ηγεσίας και της βιομηχανίας όπλων ότι η περικοπή των αμυντικών δαπανών θα κοστίσει πολλές θέσεις εργασίας και θα θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Και τα δύο επιχειρήματα είναι εντελώς λανθασμένα, καθώς οι υψηλοί στρατιωτικοί προϋπολογισμοί αποδεδειγμένα είναι ένας εξαιρετικά αναποτελεσματικός και δαπανηρός τρόπος δημιουργίας θέσεων εργασίας. Επιπλέον, ο δυτικός κόσμος έχει υπερ-εξοπλισθεί τόσο πολύ ώστε να είναι αδύνατον να ισχυριστεί κάποιος ότι απειλείται η ασφάλειά του. Μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει: το παράδειγμα των ΗΠΑ δείχνει ότι οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ οδήγησαν σε τρομακτικές στρατιωτικές δαπάνες, αλλά σίγουρα δεν κατέστησαν τον κόσμο ασφαλέστερο.

Ποια είναι τα κύρια ευρήματα της μελέτης σας που μόλις κυκλοφόρησε; Τελικά συνέβαλε ο γιγαντωμένος στρατιωτικός προϋπολογισμός της Ελλάδας στην τρέχουσα οικονομική καταβαράθρωση της χώρας;

Πριν την κρίση, οι περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ αύξησαν σημαντικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες, αντισταθμίζοντας εν μέρει ή συνολικά τις μετα-ψυχροπολεμικές περικοπές που είχαν προηγηθεί. Αν και στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν μεγαλύτερη, στην Ευρώπη τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος διόγκωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Τελικά, αυτές οι δαπάνες μειώθηκαν μέσα σε ένα κύμα μέτρων λιτότητας – μόνο όμως από το 2010 και ύστερα. Και οι περικοπές αφορούσαν περισσότερο το προσωπικό παρά τις δαπάνες για οπλικά συστήματα. Ακόμα και σήμερα, πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν στρατιωτικούς προϋπολογισμούς υψηλότερους σε σχέση με μια δεκαετία πριν, παρόλο που ποτέ η Ευρώπη δεν υπήρξε τόσο ασφαλής όσο είναι σήμερα με την απουσία της οποιασδήποτε σοβαρής απειλής. Άρα, συμπεραίνουμε ότι η επαναλαμβανόμενη άποψη σύμφωνα με την οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν πέσει κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο – στο οποίο δήθεν θα έπρεπε να βρίσκονται – είναι εντελώς αβάσιμη.

Το σύνηθες αντεπιχείρημα προς τους επικριτές των υψηλών στρατιωτικών δαπανών είναι η απειλή της Τουρκίας. Τι απαντάτε;

Η συγκεκριμένη απειλή είναι μικρότερη σε σχέση με δέκα ή είκοσι χρόνια πριν, σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς. Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί αισθητά και πλέον υπάρχει η διακηρυγμένη βούληση και της Τουρκίας και όχι μόνο της Ελλάδας οι δυο χώρες να εργαστούν για τη λήψη μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Και πάλι είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι στρατιωτικοί έχουν συμφέρον να υπερβάλλουν τις απειλές ώστε να διατηρούν την ισχυρή θέση τους. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι η οικονομία απειλείται από τις επιπλέον περικοπές στην άμυνα, ενώ στην πραγματικότητα οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν αποδειχθεί ότι είναι μία εξαιρετικά ακριβή και αναποτελεσματική μηχανή παραγωγής θέσεων εργασίας.

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μία μικρή παραγωγική βάση στον τομέα των εξοπλισμών, και άρα στην περίπτωσή της είναι μάλλον δύσκολο να μιλήσει κάποιος για την ύπαρξη ενός εθνικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται μέσω της διατήρησης υψηλών στρατιωτικών δαπανών;

Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες χώρες δεύτερης βαθμίδας παραγωγής όπλων (συνήθως οι μικρότερες), διατηρεί μία πολιτική αντισταθμιστικών οφελών. Η συγκεκριμένη πολιτική αποβλέπει στην επιστροφή ενός μέρους του έργου από μία εξοπλιστική παραγγελία με τη μορφή εγχώριων παραγγελιών – κατά προτίμηση με τη μορφή της συμπαραγωγής. Αυτή είναι μία εξαιρετικά δαπανηρή και αναποτελεσματική μορφή βιομηχανικής πολιτικής που, ενώ υπόσχεται οφέλη στο πεδίο της απασχόλησης τα οποία συχνά δεν υλοποιούνται, στην πράξη καταλήγει να είναι μία εξωφρενική επιδότηση σε μία βιομηχανία εντελώς ανίκανη για επιβίωση. Αυτό συνέβη και στην Ελλάδα, και γι’ αυτό τώρα η κυβέρνηση θέλει να πουλήσει αυτό τον εξαιρετικά ζημιογόνο επιχειρηματικό τομέα. Το όφελος είναι αμοιβαίο και αφορά τόσο τα συμφέροντα της στρατιωτικής εξουσίας («για να έχουν τα παιδιά τα παιχνιδάκια τους») όσο και τα συμφέροντα της βιομηχανίας όπλων. Και η ρητορική αφορά συχνά τόσο την «εθνική ασφάλεια» όσο και τις «θέσεις εργασίας». Δεν είμαι σίγουρος για την περίπτωση της Ελλάδας, αλλά στην Ολλανδία τα συνδικάτα συχνά συνασπίζονται στα τυφλά με τις εταιρείες όπλων και το στρατό, και υποστηρίζουν κάθε νέα εξοπλιστική συμφωνία με την υπόσχεση δήθεν εξαιρετικών προοπτικών απασχόλησης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, δυστυχώς, καθώς με πολύ λιγότερα χρήματα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως καταδεικνύω με παραδείγματα στη μελέτη.

Η Γερμανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ρητορικής υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Δεν είναι παράδοξο που οι Γερμανοί υποστηρίζουν την κυβερνητική πολιτική λιτότητας και την ίδια στιγμή προωθούν την εξαγωγή πανάκριβων συστημάτων όπως τα άρματα μάχης Leopard 2 και τα υποβρύχια Type 214;

Φυσικά και είναι παράδοξο! Τόσο η Ελλάδα όσο και η Πορτογαλία έχουν ξοδέψει μία ολόκληρη περιουσία για την αγορά γερμανικών υποβρυχίων, και θα ξοδεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ ετησίως για πολλά ακόμα χρόνια για να τα συντηρήσουν. Αναρωτιέμαι βάσει ποιας στρατηγικής λογικής αγοράστηκαν… Η Ελλάδα, μάλιστα, υποτίθεται ότι έχει σχέδια αγοράς επιπλέον υποβρυχίων, τα οποία η Γερμανία προφανώς και θα πουλούσε με χαρά. Με ποια λογική προωθούνται μέτρα λιτότητας εις βάρος του λαού, με περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις, την υγεία και την εκπαίδευση, και την ίδια στιγμή δεν διακόπτεται η αγορά όπλων που στην πραγματικότητα δεν χρειάζεστε; Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Θόδωρος Πάγκαλος δήλωσε ότι «ένιωσα αναγκασμένος να αγοράζω όπλα που δεν χρειαζόμαστε» και ότι οι εξοπλιστικές συμφωνίες του γέννησαν ένα αίσθημα «εθνικής ντροπής». Είναι λοιπόν καιρός να απομακρυνθείτε από μία κουλτούρα αναντίρρητων στρατιωτικών δαπανών που ξοδεύει δισεκατομμύρια από τα χρήματα των φορολογουμένων κάθε χρόνο. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν σήμερα να λειτουργήσουν πολύ πιο χρήσιμα και αποτελεσματικά, για να βγάλουν την Ελλάδα έξω από την οικονομική εξαθλίωση.

Πώς αποτιμάτε το ρόλο του ΝΑΤΟ στη διατήρηση υψηλών στρατιωτικών προϋπολογισμών σε χώρες όπως η Ελλάδα; Συμβάλλει το ΝΑΤΟ στην επιβολή μιας συγκεκριμένης «πειθαρχίας» υπέρ των εισαγωγών όπλων;

Μα ειδικά ο Ρασμούσσεν, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, έχει χρησιμοποιήσει κάθε ευκαιρία που του έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια για να τονίσει την ανάγκη υψηλών στρατιωτικών δαπανών και αποφυγής των οποιονδήποτε περικοπών. Κάθε φορά χρησιμοποιείται η λανθασμένη σύγκριση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ για να δοθεί η εικόνα ότι κινδυνεύουμε εδώ στην Ευρώπη επειδή η Ουάσιγκτον δαπανά πιο πολλά για όπλα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αναφέρουν ποτέ ότι οι δαπάνες του Πενταγώνου είναι πρωτοφανείς και δεν έχουν ταίρι ούτε σε απόλυτο μέγεθος, ούτε ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Μόνο κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ (με τη συνδρομή ενός γιγαντιαίου όγκου στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ) παρουσιάζουν μια παρόμοια εξοπλιστική συμπεριφορά. Για πολύ καιρό η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που προσέγγιζε αυτά τα εξωφρενικά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών, και κοιτάξτε που οδήγησε: σε τεράστια χρέη για όπλα που η χώρα δεν χρειάζεται. Ακόμα και εντός των στρατιωτικών κύκλων αναγνωρίζεται το γεγονός ότι οι μεγάλες εξοπλιστικές συμφωνίες με τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ το μόνο που κατάφεραν είναι να φέρουν οικονομική εξαθλίωση. Θα ήταν καλύτερο, αντί να συγκρινόμαστε με τις ΗΠΑ, να προσπαθήσουμε να μοιάσουμε με την Ιρλανδία που είναι η χώρα με το μικρότερο κομμάτι του ΑΕΠ αφιερωμένο στις ένοπλες δυνάμεις της.

Στο έργο σας έχετε κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός πανευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Έχει επηρεάσει η κρίση τη λειτουργία του και, αν ναι, με ποιο τρόπο;

Αφενός, εν μέρει ναι, επειδή οι μειούμενοι εθνικοί προϋπολογισμοί έχουν κάπως περιορίσει τις δυνατότητες νέων παραγγελιών και προγραμμάτων. Αφετέρου, οι φορείς του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους σε αγορές του εξωτερικού εκτός Ευρώπης, όπως οι χώρες BRICS ή τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη που δεν έχουν μειώσει τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους. Παρά την καταδίκη των πωλήσεων ευρωπαϊκών όπλων σε δικτάτορες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, δύο χρόνια μετά την Αραβική Άνοιξη όλα μοιάζουν όπως πριν – business as usual. Παράλληλα, βλέπουμε ισχυρότατες πιέσεις μέσα στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις περισσότερες άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ ώστε να μην προχωρήσουν οι προτεινόμενες περικοπές στις εξοπλιστικές τους δαπάνες. Ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δήλωσε πρόσφατα ότι η κρίση στην Κορέα κατέδειξε εκ νέου γιατί η Βρετανία πρέπει να δαπανήσει δισεκατομμύρια λίρες για να αντικαταστήσει τα εξοπλισμένα με πυρηνικούς πυραύλους υποβρύχιά της. Τόσο η βιομηχανία όπλων όσο και οι στρατιωτικοί έχουν ένα κοινό συμφέρον: να υπερβάλλουν ως προς το μέγεθος και τη φύση των απειλών, και εν τέλει όλο αυτό αποβαίνει εις βάρος των πολιτών που πληρώνουν το λογαριασμό.

Συμμετέχετε ενεργά στην ολλανδική οργάνωση Campagne tegen Wapenhandel (Εκστρατεία εναντίον του Εμπορίου Όπλων). Ποιες είναι οι προτεραιότητες της δράσης της;

Η Campagne tegen Wapenhandel είναι μία μικρή, πολιτικά ανεξάρτητη οργάνωση που ιδρύθηκε το 1998 για να αντιπαρατεθεί με μία από τις αιτίες του πολέμου: την παραγωγή και το εμπόριο όπλων. Βασίζουμε τις εκστρατείες μας στην εκτεταμένη έρευνα και τη συνεργασία με οργανώσεις ειρήνης και αλληλεγγύης. Προσπαθούμε να επηρεάσουμε το κοινοβούλιο όσο μπορούμε περισσότερο, μέσω των μέσων ενημέρωσης και άμεσων επαφών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνεργαζόμαστε με τους εταίρους μας που συμμετέχουν στο European Network Against Arms Trade (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εναντίον του Εμπορίου Όπλων).

Τελικά υπάρχει κάποια εναλλακτικό μοντέλο έναντι της μόνιμης «οικονομίας των εξοπλισμών»;

Ναι, υπάρχει. Αφετηρία της πρέπει να είναι μία ειλικρινής και εκ βαθέων συζήτηση μέσα στην κοινωνία σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις στρατιωτικές δαπάνες και τις εναλλακτικές τους, τα κόστη ευκαιρίας των εξοπλισμών και τα παραδείγματα εναλλακτικών προσεγγίσεων στην ασφάλεια. Ασφάλεια δεν είναι μόνο η στρατιωτική ασφάλεια, αλλά και η ασφάλεια στην αγορά εργασίας, η κοινωνική ασφάλεια, η ανθρώπινη ασφάλεια. Είμαι πεπεισμένος ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα εργάζονταν υπέρ ενός εποικοδομητικού διαλόγου με την Τουρκία παρά υπέρ της συνέχισης μιας κούρσας εξοπλισμών δίχως τέλος που ωφελεί μοναχά τη βιομηχανία όπλων. Γιατί δεν εστιάζουμε σε καινοτόμες τεχνολογίες που αφορούν τομείς όπως η πράσινη ενέργεια και ο τουρισμός; Το καλύτερο που έχετε να κάνετε στην Ελλάδα είναι να ξεφορτωθείτε τους διεφθαρμένους αξιωματούχους, τους τραπεζίτες και τους βιομηχάνους, και να πάρει ο λαός την εξουσία που του ανήκει. Δείτε πώς αναδύθηκε εκ νέου η Ισλανδία από μία μεγάλη κρίση.